ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

ΑΡΧΙΚΗ

ΠΙΣΩ

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ Π.Δ.

ΠΡΟΣΩΠΑ Π.Δ.

ΔΙΚΑΙΟΙ Π.Δ.

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

 

 

ΓΕΝΕΣΙΣ 

 

Αδάμ και Εύα

Η «Γένεσις» ή «Γένεση» είναι το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης και είναι επικεφαλής των βιβλίων τόσο του Ιουδαϊκού όσο και του Ελληνικού Κανόνα. Στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του Νόμου. Στον αντίστοιχο Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα είναι το πρώτο από τα πέντε βιβλία που αποτελούν την Πεντάτευχο και εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.

Το βιβλίο στα εβραϊκά ονομάζεται «Μπερεσίθ», από την πρώτη λέξη του κειμένου  που σημαίνει «Eν αρχή». Η ονομασία «Γένεσις» οφείλεται στους Εβδομήκοντα (Ο’) και σημαίνει "απαρχή, δημιουργία". Τ' όνομα οφείλεται στον 4ο στίχο του Β' Κεφαλαίου του βιβλίου, στον οποίο και αναγράφεται η φράση: «αύτη η βίβλος γενέσεως ουρανού και γης ότε εγένετο», και ονομάστηκε έτσι, γιατί περιέχει την γένεση, δηλαδή, την αρχή του κόσμου,  τη δημιουργία του ουρανού, της γης, της θάλασσας, των φυτών, των ζώων και του ανθρώπου, καθώς και τις γενεαλογίες των πρώτων ανθρώπων και την αρχή του ισραηλιτικού λαού.

Συγγραφέας του βιβλίου της Γένεσης και όλης της Πεντατεύχου φέρεται να είναι ο Μωυσής που την συνέγραψε κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας των Ισραηλιτών στην έρημο. Το βιβλίο της Γένεσης κατέχει σημαντική θέση στα Λειτουργικά Αναγνώσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναγινώσκεται σχεδόν ολόκληρο κατά τη διάρκεια του λειτουργικού έτους, ιδιαίτερα στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

 

Το βιβλίο διαιρείται σε δύο κύρια μέρη με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα το καθένα: α) στα πρώτα 11 κεφάλαια περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς και την ιστορία πριν από τους πατριάρχες (Αδάμ, Νώε και οι απόγονοί τους), και β) στα υπόλοιπα 39 κεφάλαια, την ιστορία των πατριαρχών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, καθώς και εκείνη του Ιωσήφ.

 

 

 

ΕΞΟΔΟΣ

 

Ο Μωυσής

Η «Έξοδος» είναι το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του Νόμου. Στον αντίστοιχο Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα είναι το δεύτερο από τα πέντε βιβλία που αποτελούν την Πεντάτευχο και εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.

Το βιβλίο στα εβραϊκά ονομάζεται «Βεέλ σιμόθ», από τις δύο αρχικές λέξεις του κειμένου που σημαίνουν "αυτά τα ονόματα". Οι Εβδομήκοντα που προέβησαν στη μετάφρασή του, το ονόμασαν «Έξοδος», από το κύριο γεγονός της εξιστόρησής του, δηλαδή της φυγής των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο στην οποία οι ίδιοι είχαν μετοικήσει.

Συγγραφέας του βιβλίου της Εξόδου και όλης της Πεντατεύχου φέρεται να είναι ο Μωυσής που την συνέγραψε κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας των Ισραηλιτών στην έρημο.

 

Το βιβλίο της Εξόδου περιέχει την ιστορία του Ισραηλιτικού λαού από τη γέννηση του Μωυσή έως την κατασκευή της Κιβωτού της Διαθήκης και της Σκηνής του Μαρτυρίου κατά το δεύτερο έτος από την έξοδο. Η ιστορική και χρονολογική τοποθέτηση των γεγονότων που περιγράφει η Έξοδος δεν μπορεί να γίνει με μεγάλη ακρίβεια.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τρία μέρη, που αναφέρονται στην παραμονή των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τις προσπάθειες του Μωυσή και του Ααρών να πείσουν το φαραώ ν' απελευθερώσει τους Ισραηλίτες (1,1-12,36), στην έξοδό τους από τη δουλεία της Αιγύπτου και την πορεία τους προς το όρος Σινά (12,37-18,27), τη συνθήκη (διαθήκη) που συνήψε στο όρος Σινά ο Θεός μαζί τους και την οργάνωση της λατρείας τους (19,1-40,38).

 

 

 

ΛΕΥΪΤΙΚΟΝ

 

Το «Λευϊτικόν» είναι το τρίτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του Νόμου. Στον αντίστοιχο Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα είναι το τρίτο από τα πέντε βιβλία που αποτελούν την Πεντάτευχο και εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.

Οι Εβραίοι ονομάζουν το βιβλίο αυτό "Βαγικρά", από τις δύο αρκτικές λέξεις του κειμένου που σημαίνουν "Και ανεκάλεσε". Το βιβλίο, σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο'), φέρει τον τίτλο «Λευϊτικόν», επειδή στο μεγαλύτερο μέρος του περιέχει τελετουργικές διατάξεις, την ευθύνη της τήρησης των οποίων είχε το προερχόμενο από τη φυλή Λευΐ ιερατείο. Η νομοθεσία που αναφέρεται στο βιβλίο πήρε την τελική της μορφή μεταγενέστερα, έχει όμως τις ρίζες της στην παλαιά τελετουργική παράδοση.

Συγγραφέας του βιβλίου του Λευιτικού και όλης της Πεντατεύχου φέρεται να είναι ο Μωυσής που την συνέγραψε κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας των Ισραηλιτών στην έρημο.

 

Το βιβλίο συνιστά μια συλλογή λεπτομερών θυσιαστικών τυπικών και διατάξεων για τα καθήκοντα του ιερατείου. Αν και για το σύγχρονο άνθρωπο τα περίπλοκα τελετουργικά φαίνονται ξένα ή και, ως ένα βαθμό, βάρβαρα, για τους ανθρώπους της εποχής είχαν μεγάλη σημασία, γιατί προσέφεραν τη δυνατότητα αποκατάστασης των σχέσεων που διαταράσσονταν με την αμαρτία. Η σφαγή του ζώου από τη μια μεριά εκφράζει το μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της βλάβης που προκλήθηκε με την αμαρτία, καθώς πάντα παραμένει ένας πόνος και η αποκατάσταση δεν μπορεί να είναι πλήρης. Από την άλλη δηλώνει την ετοιμότητα του ανθρώπου να κάνει μια νέα αρχή, προσφέροντας κάτι από την περιουσία του, χάνοντας δηλαδή ένα μέρος από τη δύναμη του, η κατάχρηση της οποίας συνιστά την αμαρτία.

Εκτός από τις διατάξεις που αφορούν κυρίως το ιερατείο, στο βιβλίο περιέχονται και διατάξεις για το λαό, προκειμένου αυτός να αποκτήσει την απαιτούμενη για τη συμμετοχή στη λατρεία του Θεού καθαρότητα. Στις διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται απλοί κανόνες υγιεινής και διατροφής αλλά και νόμοι που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στους συνανθρώπους τους. Παρά τον πρακτικό χαρακτήρα των παραπάνω διατάξεων, στόχος τους είναι να βοηθήσουν το λαό του Θεού να αποφύγει την πτώση του στην ειδωλολατρία.

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΙ

 

Ο Μωυσής βγάζει νερό από το βράχο

Το βιβλίο των «Αριθμών» είναι το τέταρτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του Νόμου. Στον αντίστοιχο Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα είναι το τέταρτο από τα πέντε βιβλία που αποτελούν την Πεντάτευχο και εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.

Οι Εβραίοι ονομάζουν το βιβλίο αυτό "Μπαμιντμπάρ", ή "Μπεμιντμπάρ'" από την αρχική λέξη του κειμένου που σημαίνει "Και ελάλησε". Οι Εβδομήκοντα που προέβησαν στη μετάφρασή του, το ονόμασαν «Αριθμοί», από το γεγονός ότι σ' αυτό αναφέρονται οι δύο βασικές αριθμήσεις των μαχόμενων Ισραηλιτών, όπου η μεν πρώτη αρχίζει από τον 2ο μήνα του 2ου έτους της εξόδου από την Αίγυπτο και η δεύτερη περίπου 39 χρόνια μετά, λίγο πριν την είσοδο των Ισραηλιτών στη Γη της επαγγελίας.

Συγγραφέας του βιβλίου των Αριθμών και όλης της Πεντατεύχου φέρεται να είναι ο Μωυσής που την συνέγραψε κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας των Ισραηλιτών στην έρημο. Ο βασικός στόχος του βιβλίου είναι ότι, όπως η έξοδος από την Αίγυπτο, έτσι και η είσοδος στη Χαναάν δεν θα είναι επίτευγμα της δύναμης και της γενναιότητας των Ισραηλιτών, αλλά συνέπεια της πίστης τους στο Θεό, ο οποίος ευεργετεί το λαό του.

 

Στο βιβλίο των Αριθμών συνεχίζεται η ιστορία από το τέλος του βιβλίου της Εξόδου, δηλαδή από το δεύτερο μήνα του δεύτερου έτους της εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Η εξιστόρηση συνολικά καλύπτει περίοδο σαράντα ετών και περιλαμβάνει αφηγήσεις των περιπλανήσεων των Ισραηλιτών στην έρημο μετά την αναχώρησή τους από το Σινά και διατάξεις τελετουργικού και ηθικού χαρακτήρα, που συμπληρώνουν τη νομοθεσία του Σινά.

 

 

 

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ

 

Το «Δευτερονόμιον» είναι το πέμπτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του Νόμου. Στον αντίστοιχο Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα είναι το τρίτο από τα πέντε βιβλία που αποτελούν την Πεντάτευχο και εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.

Οι Εβραίοι ονομάζουν το βιβλίο αυτό "Ελ χαντεμπαρίμ", από τις αρχικές λέξεις του κειμένου που σημαίνουν "Αυτοί οι λόγοι" (Ούτοι οι λόγοι). Οι Εβδομήκοντα που προέβησαν στη μετάφρασή του, το ονόμασαν, Δευτερονόμιο, αφενός από το γεγονός ότι έτσι αναφέρεται στο Κεφ. 17,18 και αφετέρου γιατί με τη προσωνυμία αυτή εκφράζεται ακριβέστερα το όλο περιεχόμενο του κειμένου, που αποτελεί στο μεγαλύτερο μέρος του επανάληψη της νομοθεσίας που παρατίθεται στο βιβλίο της Εξόδου με ορισμένες συμπληρώσεις και προσαρμογές στις νέες συνθήκες ζωής μετά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Χαναάν.

Συγγραφέας του βιβλίου του Λευιτικού και όλης της Πεντατεύχου φέρεται να είναι ο Μωυσής που την συνέγραψε κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας των Ισραηλιτών στην έρημο.

 

Το Δευτερονόμιο περιέχει τρεις λόγους του Μωυσή, τους οποίους απηύθυνε όταν οι Ισραηλίτες ήταν στρατοπεδευμένοι στις πεδιάδες της Μωάβ, πέρα από τον Ιορδάνη. Το Δευτερονόμιο δεν έχει το απέριττο ύφος της αφήγησης ούτε τη σχολαστικότητα της νομοθεσίας στη διατύπωση τελετουργικών διατάξεων. Έχει ομιλητικό ύφος, δραματικότητα στο λόγο και παραινετικό χαρακτήρα. Το βιβλίο κάνει έναν απολογισμό στην ιστορία και στα γεγονότα που συνέβησαν μετά την αναχώρηση των Ισραηλιτών από το Σινά και μια διασάφηση των βασικών αρχών του Δεκαλόγου και της νομοθεσίας του Σινά, που γίνεται με τη μορφή τριών λόγων τους οποίους εκφωνεί ο Μωυσής λίγο πριν από το θάνατό του. Στις ομιλίες αυτές ο Μωυσής υπενθυμίζει στο λαό του τις διάφορες ευεργεσίες του Θεού στο διάστημα των 40 ετών που παρήλθαν από την έξοδο.

Κεντρικό θέμα του Δευτερονομίου αποτελεί ο τονισμός της μοναδικότητας του Θεού, από την οποία απορρέει η διδασκαλία για την ενότητα πίστης, λατρείας και ηθικής, καθώς και η υποχρέωση των Ισραηλιτών για πιστή τήρηση των διατάξεων του Νόμου. Ο Θεός εξέλεξε από αγάπη και μόνο τον Ισραήλ ως λαό του και συνήψε μαζί του διαθήκη. Προϋπόθεση για την πιστότητα του Θεού στους όρους της διαθήκης είναι η πιστότητα του λαού στην τήρηση του νόμου του ενός και μοναδικού Θεού, ο οποίος λατρεύεται σε ένα και μοναδικό ιερό.

 

 

 

ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ

 

Ο Ιησούς του Ναυή

Το βιβλίο «Ιησούς του Ναυή» είναι το έκτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και το πρώτο μετά την Πεντάτευχο. Την ονομασία του αυτή πήρε το βιβλίο από τον πρωταγωνιστή του, τον Ιησού το γιο του Νουν (Ναυή), ο οποίος ήταν συνεργάτης, διάδοχος και συνεχιστής του έργου του Μωυσή.

Το βιβλίο του Ιησού και στους δύο Κανόνες (Παλαιστινό και Αλεξανδρινό) ακολουθεί την Πεντάτευχο. Στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα ανήκει στα Ιστορικά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσεται στην ίδια σειρά, αλλά ως επικεφαλής της ομάδας των βιβλίων που έχει το γενικό τίτλο «Προφήτες» και της υποομάδας «Προγενέστεροι Προφήτες».

 

Πληροφορίες για το συγγραφέα του βιβλίου δεν έχουμε. Βέβαια στο 18,9 λέγεται ότι με εντολή του Ιησού του Ναυή κατέγραψαν σε βιβλίο στοιχεία για τη Χαναάν, στο 9,2γ (κατά τους Ο') ότι «έγραψεν, Ιησούς επί των λίθων το δευτερονόμιον, νόμον Μωυσή» και στο 24,26 «έγραψεν (Ιησούς) τα ρήματα ταύτα εις βιβλίου νόμου Θεού», οι πληροφορίες όμως αυτές δεν αναφέρονται στο συγγραφέα του όλου έργου. Η ιουδαϊκή παράδοση, την οποία υιοθέτησαν και οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, θεωρούσε ως συγγραφέα του βιβλίου στο μεγαλύτερο μέρος του, τον Ιησού του Ναυή (Ιησούς του Ναυή 18,9. 9,2γ. 24,26), εκτός βέβαια των διαλαμβανομένων στο θάνατό του και κάποια μεταγενέστερα γεγονότα, που φαίνεται να συμπλήρωσαν γραμματείς του και είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερης εποχής.

 

Θέμα του βιβλίου αποτελεί η κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες υπό την ηγεσία του Ιησού του Ναυή και η διανομή της χώρας μεταξύ των φυλών του Ισραήλ. Στόχος του συγγραφέα του βιβλίου είναι να καταδείξει ότι οι νίκες των Ισραηλιτών δεν οφείλονται τόσο στη γενναιότητα και τη δύναμη τους όσο στην αποφασιστική επέμβαση του Θεού, ο οποίος μάχεται στο πλευρό του λαού του με τρόπο αποφασιστικό, ώστε να φαίνεται καθαρά ότι σ' αυτόν οφείλονται οι νίκες. Έτσι η κατάκτηση της χώρας παρουσιάζεται ως άμεση συνέπεια της υπόσχεσης που ο Θεός έδωσε στους πατέρες του Ισραήλ. Μέσα, λοιπόν, από την περιγραφή των επικών κατορθωμάτων των ενωμένων φυλών θα παραμείνουν πάντοτε ζωηρά στη μνήμη των μεταγενεστέρων σαν παραδείγματα για μίμηση και διακηρύσσεται η αιώνια αλήθεια ότι ο Θεός τηρεί πάντοτε τις υποσχέσεις του. Η πιστότητα αυτή του Θεού στη διαθήκη, ο οποίος αναπαύει το λαό του στην κληρονομιά των πατέρων του, είναι εκείνο που θέλει περισσότερο από κάθε άλλο να διδάξει ο συγγραφέας του βιβλίου του Ιησού του Ναυή και η πιστότητα αυτή απαιτεί την επίδειξη ανάλογης πιστότητας κι από την πλευρά των ανθρώπων.

 

 

 

ΚΡΙΤΑΙ

 

Ο Γεδεών

Το βιβλίο «Κριταί» είναι το έβδομο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Την ονομασία αυτή οφείλει στο περιεχόμενό του, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του αναφέρεται στους ηρωικούς αγώνες των Κριτών, οι οποίοι για μια μεγάλη περίοδο, από το θάνατο του Ιησού του Ναυή μέχρι και το Σαμουήλ, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη ζωή των Ισραηλιτών.

Το βιβλίο των Κριτών βρίσκεται μετά το βιβλίο του Ιησού του Ναυή και μπροστά απ' τα βιβλία της Ρουθ και των Βασιλειών. Στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα συγκαταλέγεται μεταξύ των ιστορικών βιβλίων και στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσεται στην ίδια σειρά, αλλά στην ομάδα «Προγενέστεροι Προφήτες». Το ελληνικό κείμενο του βιβλίου διασώζεται σε δύο βασικές παραλλαγές του κώδικα Β και του κώδικα Α, απ' τις οποίες η πρώτη συμφωνεί περισσότερο με το εβραϊκό κείμενο.

 

Από τις πολλές παραδόσεις που κυκλοφορούσαν για τους Κριτές ο συντάκτης του έργου διάλεξε τις πιο κατάλληλες για το σκοπό του. Είναι πολύ πιθανό να μην έκανε ριζικές αλλαγές στις παραδόσεις που χρησιμοποίησε και δεν άφησε βαθιά τη δική του επίδραση πάνω τους. Όμως δεν έκανε απλή συρραφή ορισμένων ιστοριών, αλλά προκειμένου να θεμελιώσει το ιστόρημά του σε θεολογική βάση εργάστηκε συστηματικά, εισάγοντας και κλείνοντας κάθε αφήγηση με μια τυποποιημένη έκφραση δευτερονομιστικού χαρακτήρα.

Οι χρονολογικές ενδείξεις που υπάρχουν στο έργο αφορούν στις επιμέρους παραδόσεις και όχι στη χρονολόγηση του βιβλίου στην παρούσα μορφή του. Για την τελευταία αυτή δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι, υποθέτουμε όμως ότι ο τελευταίος συντάκτης του έργου έζησε στους χρόνους της βασιλείας. Συγγραφέας του βιβλίου αυτού, σύμφωνα με την ιουδαϊκή και μερικώς με την αρχαία χριστιανική παράδοση, φέρεται να είναι ο τελευταίος των Κριτών, ο Σαμουήλ. Η άποψη αυτή όμως δεν ανταποκρίνεται πλήρως στα πράγματα, αν βέβαια αφορά στο όλο έργο και στην παρούσα μορφή του.

 

Στις δύσκολες στιγμές για τους Ισραηλίτες, όταν απειλούνταν από εξωτερικούς εχθρούς, παρουσιάζονταν άνδρες που με εντολή του Κυρίου συγκέντρωναν στρατό, πολεμούσαν εναντίον των εχθρών τους, τους κατατρόπωναν και ελευθέρωναν τη χώρα.

Ο Σαμψών

Οι Κριτές δεν ήταν δικαστές, αλλά γενναίοι στρατιωτικοί ηγέτες όλου του Ισραήλ ή συνήθως μιας ή περισσότερων φυλών. Είχαν πατριωτικό ζήλο και επιτέλεσαν ηρωικές πράξεις, όχι όμως πάντοτε και τόσο ευγενικές. Προσέφεραν πολλά σε κρίσιμους χρόνους της εθνικής ιστορίας των Ισραηλιτών. Μετά την κατατρόπωση των εχθρών οι Κριτές είτε ξαναγύριζαν στην ιδιωτική τους ζωή είτε εξακολουθούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως ισόβιοι άρχοντες, χωρίς εντούτοις να μπορούν να μεταβιβάσουν το αξίωμά τους στους απογόνους τους. Ιστορικά οι Κριτές από το Γοθονιήλ μέχρι το Σαμουήλ αποτέλεσαν τη φυσική μετάβαση από την αμφικτιονία των φυλών στο θεσμό της βασιλείας, στον οποίο η πολιτική και στρατιωτική εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια ενός ατόμου.

 

Ο καθορισμός της περιόδου των Κριτών παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες. Αν δηλαδή προσθέσουμε τους αριθμούς που δίνονται στο βιβλίο για τις εχθρικές κατοχές και για περιόδους ειρήνης ή κυβέρνησης των επί μέρους Κριτών, το χρονικό διάστημα από το Γοθονιήλ μέχρι το Σαμουήλ φτάνει τα τετρακόσια περίπου χρόνια. Ο χρόνος αυτός θεωρείται υπερβολικά μεγάλος και δεν συμβιβάζεται με το γενικό διάγραμμα της ισραηλιτικής ιστορίας. Το πρόβλημα δεν οφείλεται στα κείμενα και ούτε είναι ανεξήγητο. Βρίσκει τη λύση του στην παρατήρηση ότι μερικοί Κριτές έδρασαν σε διάφορες περιοχές της χώρας την ίδια περίοδο και όχι ο ένας έπειτα απ' τον άλλο και ότι τα αφηγήματα αφορούν ορισμένες φυλές και όχι όλες τις φυλές στο σύνολό τους. Πάντως σύμφωνα με την ισχύουσα άποψη η περίοδος των Κριτών πρέπει να υπολογίζεται σε 150 χρόνια περίπου.

 

 

 

ΡΟΥΘ

 

Η Ρουθ

Το βιβλίο της «Ρουθ» είναι το όγδοο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και βρίσκεται μετά το βιβλίο Κριτών. Στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα συγκαταλέγεται μεταξύ των ιστορικών βιβλίων και στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα το βιβλίο της Ρουθ συγκαταλέγεται στα «Αγιόγραφα». Κατά το ιουδαϊκό τυπικό διαβάζεται στη γιορτή των Εβδομάδων (Πεντηκοστή).

 

Αναφορικά με τη χρονολόγηση του βιβλίου ομόφωνη είναι η γνώμη, που στηρίζεται στα παραπάνω χωρία, ότι το έργο γράφτηκε μετά το Δαβίδ. Πόσο μετά το Δαβίδ δεν είναι δυνατό να καθοριστεί, όπως φαίνεται από τις απόψεις των ερευνητών, από τους οποίους άλλοι ανεβάζουν τη συγγραφή του βιβλίου στο 10ο, ενώ άλλοι την κατεβάζουν μέχρι και τον 3ο π.Χ. αιώνα. Αν κρίνουμε απ' τη γλώσσα, το βιβλίο γράφτηκε πολύ μετά τον Δαβίδ, όχι όμως και μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία, γιατί ο θεσμός του γάμου δεν στηρίζεται στο Νόμο αλλά στα έθιμα (ανδραδελφικός γάμος και θεσμός του λυτρωτή) και γιατί μετά την αιχμαλωσία οι μικτοί γάμοι και μάλιστα με Μωαβίτισσες απαγορεύονταν. Συνεπώς το έργο είναι προαιχμαλωσιακό και χρονολογείται από τους τελευταίους χρόνους του ενιαίου βασιλείου μέχρι τη βαβυλώνια αιχμαλωσία.

Η ιουδαϊκή παράδοση, που δέχεται ως συγγραφέα του έργου το Σαμουήλ, δεν υιοθετείται σήμερα. Ο συγγραφέας του μας είναι άγνωστος. Σκοπός του συγγραφέα είναι να καταδείξει ότι το έλεος του Θεού δεν περιορίζεται στα στενά όρια του λαού του Ισραήλ, αλλά επεκτείνεται σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος δείχνει εμπιστοσύνη σ’ αυτόν.

 

Η Ρουθ ήταν Μωαβίτισσα. Εξαιτίας της όσιας αγάπης που έτρεφε για την πεθερά της Νωεμίν, η Ρουθ παρέμεινε μαζί της ακόμη και μετά το θάνατο του συζύγου της. Αργότερα, όταν ένας πλησιέστερος συγγενής αρνήθηκε να την παντρευτεί μέσω ανδραδελφικού γάμου, ένας άλλος συγγενής, ο Βοόζ, ανέλαβε αυτή την ευθύνη. Με αυτό τον τρόπο η Ρουθ έγινε μητέρα του γιου του Βοόζ Ωβήδ και πρόγονος του Βασιλιά Δαβίδ καθώς επίσης και του Ιησού Χριστού, μέσω του θετού πατέρα του Ιωσήφ.

 

 

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'-Β' (ΣΑΜΟΥΗΛ Α'-Β')

ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΑΝΟΝΑΣ

 

Ο Κριτής Σαμουήλ

Το βιβλία «Α' και Β' Βασιλειών» ή «Α' και Β' Σαμουήλ» όπως λέγονται στην εβραϊκή βίβλο, στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα κατατάσσονται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσονται στην ίδια σειρά, αλλά ως επικεφαλής της ομάδας των βιβλίων που έχει το γενικό τίτλο «Προφήτες» και της υποομάδας «Προγενέστεροι Προφήτες».

Στο εβραϊκό κείμενο τα βιβλία Α' και Β' Βασιλειών (Σαμουήλ) αποτελούσαν αρχικά ενιαίο έργο και επιγραφόταν ως «Σαμουήλ», είτε γιατί στην αρχή του πρώτου βιβλίου περιέχεται η δράση του τελευταίου κριτή Σαμουήλ είτε γιατί η ιουδαϊκή παράδοση θεωρούσε το Σαμουήλ ως συγγραφέα του έργου. Η διαίρεση του βιβλίου σε «Α' και Β' Σαμουήλ» υιοθετήθηκε στις εκδόσεις του εβραϊκού κειμένου από το 16ο αιώνα και εξής, προφανώς κατ' επίδραση των Ο', οι οποίοι επιγράφουν τα βιβλία ως «Α' και Β' Βασιλειών», επειδή το περιεχόμενό τους αναφέρεται στην εγκαθίδρυση του θεσμού της βασιλείας και στην ιστορία των πρώτων ηγεμόνων Σαούλ και Δαβίδ. Εφόσον τα βιβλία αυτά αφηγούνται γεγονότα και μετά το θάνατο του Σαμουήλ, όπως επεισόδια από τη ζωή του Σαούλ και Δαβίδ, η ονομασία των Ο' «Α' και Β' Βασιλειών» είναι καταλληλότερη από τη «Σαμουήλ» του εβραϊκού κειμένου.

Το μασωριτικό κείμενο των Α' και Β' Βασιλειών διατηρήθηκε σε πολύ κακή κατάσταση. Παρά ταύτα όμως είναι δυνατή σε πολλά σημεία η αποκατάστασή του με τη βοήθεια των παράλληλων κειμένων του Α' Παραλειπομένων και της Μετάφρασης των Ο'.

 

 

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΠΗΓΕΣ, ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Σύμφωνα με την ιουδαϊκή παράδοση συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Σαμουήλ, πράγμα όμως δύσκολο να έχει συμβεί στην πραγματικότητα αφού πέθανε πριν ανέβει στο θρόνο ο Δαβίδ. Έτσι η ιουδαϊκή παράδοση που στηρίζεται στη μαρτυρία του Α' Παραλειπομένων 29,29 και δέχεται ότι τα βιβλία Α' και Β' Βασιλειών γράφτηκαν από το Σαμουήλ, δεν γίνεται σήμερα δεκτή. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι το έργο στο σύνολό του και στην παρούσα μορφή του είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερο από την εποχή των γεγονότων, που αφηγείται. Ο συγγραφέας ή μάλλον ο συντάκτης του μας είναι άγνωστος, όπως άγνωστος είναι και ο χρόνος της τελικής σύνθεσης του έργου.

Κρίνοντας από τις βασικές αρχές της φιλολογικής έρευνας της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και από τη μαρτυρία του βιβλίου, συμπεραίνουμε ότι στην αρχή υπήρχαν διάφορες ανεξάρτητες μεταξύ τους προφορικές παραδόσεις, που κατάγονταν από εποχή πολύ κοντινή, με τα ιστορούμενα γεγονότα. Οι παραδόσεις αυτές διατυπώθηκαν σιγά σιγά γραπτά, για να αποτελέσουν τις γραπτές πηγές. Οι κυριότερες απ' τις πηγές αυτές που χρησιμοποίησε ο τελευταίος συντάκτης του Α' και Β' Βασιλειών, μαζί με τις προφορικές παραδόσεις είναι:

1. Το «Βιβλίον του ευθούς», που περιείχε το θρήνο του Δαβίδ για το Σαούλ και τον Ιωνάθαν (Β' Βασ. 1,19-27). Είναι η μόνη γραπτή πηγή που μνημονεύει ο συντάκτης του έργου (Β' Βασ. 1,18) και όπως πιστεύεται από την ίδια ανθολογία χρησιμοποίησε και άλλα αποσπάσματα.

2. Επίσημα κείμενα, όπως κατάλογοι αξιωματούχων και ηρώων του Δαβίδ (Β' Βασ. 20,23-26. 23,8-39) γραμμένα από εντεταλμένους υπαλλήλους. Στο Β' Βασ. 20,24 μνημονεύεται ένας τέτοιος υπομνηματογράφος.

3.  Προφητικά κείμενα με λόγους των προφητών Σαμουήλ, Νάθαν και «Γάδ (βλ. Α' Παρ. 29,29).

Τις πηγές αυτές συγκέντρωσε, διευθέτησε, επεξεργάστηκε και κατέγραψε σε ενιαίο έργο ο τελευταίος συντάκτης του έργου, έχοντας ως βάση το κύριο σύμπλεγμα παραδόσεων που είχαν για θέμα τους το χρονικό της ανάδειξης του Δαβίδ ως βασιλιά στην Ιερουσαλήμ (Α' Βασ. κεφ.16 μέχρι Β' Βασ. κεφ.8). Στο χρονικό αυτό ενσωμάτωσε την παράδοση για τις περιπέτειες της Κιβωτού της Διαθήκης, καθώς και άλλο υλικό σε έμμετρο και πεζό λόγο, όπως το σύμπλεγμα του Β' Βασ. κεφ.9-20, που αναφέρεται σε επεισόδια της ζωής του Δαβίδ, για να συντάξει το παρόν έργο, που, όπως φαίνεται, και προσθήκες δέχτηκε και μεταγενέστερη επεξεργασία υπέστη.

 

 

ΘΕΜΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Ο Δαβίδ στην αυλή

του Σαούλ

Ο σκοπός του συγγραφέα των Α' και Β' Βασιλειών είναι κατά βάση ιστορικός. Θέλει με τη σύνθεση των επιμέρους συμβάντων να δώσει σε ένα ενιαίο έργο την ιστορία μιας περιόδου συνοπτικά και αντικειμενικά. Στο βιβλίο γίνεται σαφές ότι ο Θεός, αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Δαβίδ τον εκλεκτό δούλο του και εμπιστεύεται τη βασιλική του δυναστεία, στην όποια εναποθέτει τις μεσσιανικές προσδοκίες του λαού του. Ο Μεσσίας θα προέρχεται από τον οίκο του Δαβίδ, το κράτος του οποίου θα ανασυσταθεί και θα μεγαλουργήσει σε μια περίοδο που θα είναι η χρυσή εποχή της ισραηλιτικής ιστορίας.

Ο συγγραφέας αντίθετα με τον κοσμικό ιστοριογράφο δεν αρκείται στην απαρίθμηση των συμβάντων ούτε πολύ περισσότερο προσπαθεί να μεγαλοποιήσει ή να μειώσει τη σημασία τους ανάλογα με τις καταστάσεις και τα πρόσωπα, αλλά δίνει στα γεγονότα την πραγματική τους διάσταση. Ως βιβλικός ιστορικός βρίσκει το βαθύτερο νόημα της ιστορίας ως πεδίο έκφρασης του θείου θελήματος. Δεν είναι ανεξάρτητο το ένα από το άλλο τα γεγονότα, αλλά σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους, δεν είναι ενεργήματα τυφλών δυνάμεων και απρόσωπων θεοτήτων, δεν είναι εκδηλώματα συμπτώσεων, αλλά καθορίζονται από το Θεό σύμφωνα με ορισμένες ηθικές αρχές (τιμωρία του αδίκου, πιστότητα του Θεού στις επαγγελίες παρά την ανθρώπινη αμαρτία κλπ.). Ο Θεός καλεί το Σαούλ για βασιλιά και μετά την απόρριψη του εκλέγει το Δαβίδ. Οι προσπάθειες του Σαούλ να παραμερίσει το Δαβίδ θα ναυαγήσουν και η ιστορία του Ισραήλ θα οδεύσει κατά την προαιώνια βουλή του Θεού. Τα γεγονότα δείχνουν τη μετοχή του Θεού στην ιστορία του κόσμου και στη ζωή των ανθρώπων. Σ' αυτήν την ιδέα της θεολογικής θεώρησης των πραγμάτων του κόσμου, μαζί με άλλες δευτερεύουσες, βρίσκεται η αξία του έργου, για την οποία θα διατηρήσει τη σημασία του μεταξύ των άλλων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης.

 

 

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "Α' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ"

 

Το βιβλίο εκθέτει την ιστορία του Ισραηλιτικού λαού από το τέλος της εποχής των Κριτών μέχρι το τέλος της βασιλείας του Σαούλ. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου εκτίθεται η ιστορία του Σαμουήλ από τη γέννησή του μέχρι την εκλογή του Σαούλ ως πρώτου βασιλιά των Ισραηλιτών, ενώ στο δεύτερο μέρος περιέχονται τα γεγονότα της βασιλείας του Σαούλ μέχρι το θάνατό του.

Οι συνεχείς επιθέσεις των γειτονικών λαών και κυρίως των Φιλισταίων προκάλεσαν αισθήματα ανασφάλειας στο λαό του Θεού, ο οποίος απαίτησε και τελικά πέτυχε την εγκαθίδρυση βασιλείας. Οι πολιτικές περιστάσεις απαιτούν βέβαια την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας, διατυπώνεται όμως η αντίρρηση ότι ο Θεός, ως μοναδικός Κύριος του Ισραήλ, είναι ο πραγματικός εγγυητής της ελευθερίας του, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο των Κριτών. Ο Ισραήλ απέναντι στους άλλους λαούς έχει να αντιτάξει την εμπειρία της συνεχούς και ζωντανής παρουσίας του Θεού μέσα στην πρόσφατη ιστορία του.

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις ο Σαούλ χρίεται βασιλιάς ως εντολοδόχος απλώς του Θεού ο οποίος παραμένει ο πραγματικός ηγέτης του λαού του. Παρά τους νικηφόρους αγώνες του, ο Σαούλ με τη στάση του και τις επιλογές του εμφανίζει μια τάση αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας του Θεού πάνω στο λαό του, με αποτέλεσμα να χάσει τη θεία εύνοια. Παρ' όλα αυτά, ο Θεός δεν εγκαταλείπει το λαό του. Η πτωτική πορεία του πρώτου βασιλιά συνοδεύεται από την ανοδική του μελλοντικού διαδόχου του, του Δαβίδ, την οποία ο Σαούλ, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του, δεν θα κατορθώσει να ανακόψει, και το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου θα εισέλθει στη νέα φάση του.

 

 

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "Β' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ"

 

Κεντρικό θέμα του βιβλίου αποτελεί η ιστορία του βασιλιά Δαβίδ, από το θάνατο του Σαούλ μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μετά το τραγικό τέλος του Σαούλ, ο Δαβίδ ανακηρύσσεται βασιλιάς αρχικά των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν και στη συνέχεια των υπόλοιπων δέκα βόρειων φυλών. Καθιστά την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του κράτους του και, ύστερα από επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις, επεκτείνει τα όρια του πολύ πέρα από τις περιοχές των δώδεκα φυλών, γεγονός που καθιστά τον Ισραήλ μια από τις υπολογίσιμες δυνάμεις της περιοχής. Παρ' όλα αυτά, δεν εξαλείφονται πλήρως οι εσωτερικές αντιθέσεις των φυλών, οι οποίες θα οδηγήσουν μια γενιά αργότερα το βασίλειο σε διάσπαση.

Ο Δαβίδ διακρίνεται για την ευσέβειά του, αναγνωρίζει τις ανθρώπινες αδυναμίες του, αλλά εμπιστεύεται απόλυτα τη θεία ευσπλαχνία και βοήθεια. Έτσι, δέχεται μέσω του προφήτη Νάθαν τη θεία διαβεβαίωση για συνέχιση της δυναστείας του.

 

 

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ'-Δ' (ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'-Β')

ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΑΝΟΝΑΣ

 

Ο βασιλιάς Σολομών

Τα βιβλία «Γ' και Δ' Βασιλειών» ή «Α' και Β' Βασιλειών» όπως λέγονται στην εβραϊκή βίβλο, στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα κατατάσσονται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσονται στην ίδια σειρά και στην ομάδα που έχει το γενικό τίτλο «Προφήτες» και στην υποομάδα «Προγενέστεροι Προφήτες».

Τα βιβλία αρχικά ήταν ενωμένα, όπως και στην περίπτωση του «Α'-Β' Βασιλειών» ή «Α'-Β' Σαμουήλ», αλλά χωρίστηκαν αργότερα για πρακτικούς λόγους. Ως δύο βιβλία υπάρχουν και στη Βουλγάτα και από το 16ο αιώνα και στις εκδόσεις του Εβραϊκού κειμένου. Τόσο η ελληνική ονομασία του βιβλίου «Γ' και Δ' Βασιλειών» όσο και η αντίστοιχη της εβραϊκή «Α' και Β' Βασιλείς» καλύπτουν πλήρως το περιεχόμενο του έργου. Τα βιβλία αναφέρονται στην ιστορία του ενιαίου ισραηλιτικού βασιλείου και των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα, περιγράφοντας γεγονότα από το θάνατο του Δαβίδ μέχρι τη βαβυλώνια αιχμαλωσία.

Η παρούσα κατάσταση του έργου, που δέχτηκε και μεταγενέστερες προσθήκες, μαρτυρεί ότι το κείμενο ήταν για πολύ χρόνο ρευστό. Τα κεφάλαια 3-11 του Γ' βασιλειών των Ο' δεν ακολουθούν την τάξη του Εβραϊκού κειμένου και οι διαφορές μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρασης δεν είναι λίγες. Είναι επίσης πιθανό πριν γίνει δεκτό το βιβλίο στον Κανόνα να γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις.

 

 

 

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Ενώ είναι άγνωστοι οι συγγραφείς των παραδόσεων που χρησιμοποιήθηκαν στο κείμενο και ο τελευταίος συντάκτης του Γ'-Δ' Βασιλειών, είναι βέβαιο ότι το βιβλίο είναι ιουδαϊκό έργο. Αυτό φαίνεται καθαρά απ' τη λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων που αφορούν στον Ιούδα, σε σύγκριση με την επιτομική μορφή που έχει η ιστορία του Ισραήλ, απ' το ζήλο για τη λατρεία του Θεού στην Ιερουσαλήμ, απ' το αντιϊσραλητικό (αντιεφραιϊμιτικό) πνεύμα του έργου, που φαίνεται στην προσπάθεια του συντάκτη να θεωρεί αιτία όλων των κακών την αποστασία του Ισραήλ, και απ' τη σχέση του με ορισμένους προφητικούς κύκλους.

Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση τα βιβλία «Γ' και Δ' Βασιλειών» γράφτηκαν από τον προφήτη Ιερεμία, γεγονός που αποδέχονται και κάποιοι νεώτεροι ερευνητές. Άλλοι τα απέδωσαν σε πρόσωπο που βρισκόταν κοντά στον Ιερεμία και άλλοι τον Έσδρα.

Αν κρίνουμε από το χωρίο Δ' Βασιλειών 25,27, όπου μνημονεύεται ο Ευιλμαρωδάχ και γίνεται λόγος για την αποφυλάκιση του Ιωαχίμ κατά το 37ο έτος της βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας και από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός για την επιστροφή των αιχμαλώτων, το έργο θα πρέπει να πήρε τη σημερινή του μορφή μεταξύ των ετών 561 και 538 π.Χ.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Από ρητές αναφορές του συγγραφέα και το περιεχόμενο του έργου φαίνεται καθαρά ότι για τη σύνταξη του χρησιμοποιήθηκαν διάφορες πηγές, γραπτές και μη. Οι πηγές αυτές είναι·

1.  Το «βιβλίο ρημάτων (πράξεων) Σαλωμών» (Γ' Βασ. 11,41).

2.  Το «βιβλίο ρημάτων των ημερών (χρονικό) των βασιλέων Ισραήλ» (Γ' Βασ. 14,19).

3.  Το «βιβλίο λόγων των ημερών (χρονικό) τοις βασιλεύσιν Ιούδα» (Γ' Βασ. 14,29).

Τα κείμενα αυτά ήταν μάλλον ημιεπίσημα, γράφτηκαν με βάση επίσημα κείμενα σε επιτομική μορφή και ανήκαν σε διάφορες εποχές.

 

Εκτός απ' τις παραπάνω ιστορικές πηγές ο συντάκτης του έργου χρησιμοποίησε και προφητικές παραδόσεις, που αναφέρονταν στη δράση του προφήτη Ηλία, στα θαύματα του Ελισαίου και σε προφητείες του Ησαΐα, καθώς και προφορικές παραδόσεις. Μερικές από τις παραδόσεις αυτές απαρτίστηκαν σιγά σιγά με τη συνένωση μικρότερων ανεξάρτητων παραδόσεων με το ίδιο θέμα, όπως συμβαίνει λ.χ. με το «βιβλίο ρημάτων Σαλωμών», που περιείχε τη σοφή κρίση του Σολομώντα, επίσημους και μη καταλόγους, περιγραφές του Ναού και της ανοικοδόμησής του, χρονικά αναφερόμενα στα έργα του και παραδόσεις με θέμα τον ιδιωτικό βίο του. Όλα αυτά εντάχτηκαν με τον καιρό σε μια ευρύτερη ενότητα, σ' ένα σώμα παραδόσεων, που βρήκε και χρησιμοποίησε ο τελευταίος συντάκτης του έργου.

Στη σημερινή του μορφή το έργο δεν προέρχεται από συγγραφέα που εργάστηκε με απεριόριστη ελευθερία, αλλά από συντάκτη που χρησιμοποίησε με περιορισμένη πρωτοβουλία επιμέρους παραδόσεις. Δεν αλλοιώνει τα κείμενα που χρησιμοποιεί, αλλά τηρώντας τη σειρά των γεγονότων μας δίνει για τα σημαντικότερα απ' αυτά και για τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται, συγχρονιστικές χρονολογίες, κρίνει τις πράξεις των βασιλέων με βάση το Νόμο, εισάγει όλους τους βασιλείς με τον ίδιο τρόπο και αναφέρεται στη ζωή, το θάνατο και την ταφή τους με το ίδιο πάντοτε φραστικό. Όλα αυτά, που δείχνουν την ενότητα του έργου, μαρτυρούν ότι ένας είναι ο τελικός συντάκτης του βιβλίου.

 

 

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ "Α' ΚΑΙ Β' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ"

 

Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή και τα έργα του Σολομώντα, του τελευταίου βασιλιά του ενιαίου βασιλείου και στους βασιλείς του Ισραήλ και του Ιούδα έως τον Οχοζία και τον Ιωσαφάτ. Μετά την εδραίωση του στο θρόνο και την οργάνωση του κράτους του, ο Σολομώντας προχώρησε στην οικοδόμηση του ναού της Ιερουσαλήμ, που συνιστά αναμφίβολα το σπουδαιότερο έργο της βασιλείας του.

Μετά το θάνατο του οι αντιπαραθέσεις βόρειων και νότιων φυλών εντάθηκαν και οδήγησαν στη διάσπαση του κράτους σε βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, και νότιο του Ιούδα. Το υπόλοιπο βιβλίο είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση των ηγεμόνων των δύο βασιλείων. Η παρουσίαση της διαδοχής των βασιλιάδων διακόπτεται από τη δράση των προφητών Ηλία και Ελισαίου.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου Δ' Βασιλειών, ολοκληρώνεται ο κύκλος των σχετικών με τη δράση του προφήτη Ηλία αφηγήσεων και ακολουθεί ένας δεύτερος κύκλος με επεισόδια από τη ζωή του προφήτη Ελισαίου, στο πλαίσιο των οποίων συνεχίζεται και η έκθεση της ιστορίας των δύο βασιλείων. Το βιβλίο ακολουθεί τη χρονολογική σειρά της διαδοχής στη διακυβέρνηση μέχρι την οριστική κατάλυση των δύο βασιλείων και τον τερματισμό ταυτόχρονα του μοναρχικού πολιτεύματος στο αρχαίο Ισραήλ.

Το βασίλειο του Ισραήλ υποδουλώθηκε στους Ασσύριους το 722 π.Χ. και συνοδεύτηκε με την καταστροφή της πρωτεύουσας Σαμάρειας, ενώ το βασίλειο του Ιούδα υποτάχτηκε στους Βαβυλώνιους το 587 π.Χ. με παράλληλη καταστροφή της πρωτεύουσας Ιερουσαλήμ.

 

Και στα δύο βιβλία, παρουσιάζεται η από μέρους των αρχόντων των δυο ανεξαρτήτων ισραηλιτικών βασιλείων αρνητική στάση απέναντι στον Θεό και τη λατρεία του, γεγονός που επιφυλάσσει δεινά για το λαό τους. Παρ' όλα αυτά, ο Θεός παραμένει ανεκτικός αναμένοντας μετάνοια. Εντωμεταξύ, οι αληθινοί προφήτες και όχι οι ψευδοπροφήτες είναι οι γνήσιοι εκφραστές του θελήματος του Θεού και επικρίνουν με παρρησία όσους δεν τηρούν το νόμο του Κυρίου, εξαγγέλλοντας την τιμωρία του αποστάτη λαού από τον Θεό. Η αμαρτία του Ισραήλ προέρχεται κυρίως από την αδυναμία του να ακούσει τους προφήτες.

Ο συγγραφέας θεωρεί την καταστροφή των δύο βασιλείων ως αναπόφευκτη συνέπεια της αποστασίας των ηγεμόνων τους από το Θεό και της καταπάτησης των όρων της διαθήκης. Όλοι οι βασιλιάδες του Ισραήλ κατακρίνονται για την πολιτική τους, ενώ από τους βασιλιάδες του Ιούδα οκτώ μόνον επαινούνται για την πίστη τους στο Θεό, αλλά και πάλι έξι από αυτούς επικρίνονται, επειδή δεν εξάλειφαν εντελώς τα ειδωλολατρικά ιερά από τη χώρα και μόνον οι ενέργειες των Εζεκία και Ιωσία τελικά επιδοκιμάζονται.

Παρά την καταστροφή των δύο βασιλείων, το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου δεν ναυαγεί, καθώς μέσα από τη γενική αποστασία εξαιρείται πάντοτε μια ομάδα πιστών τηρητών της διαθήκης, ένα ευσεβές υπόλοιπο, για χάρη του οποίου η υπόσχεση του Θεού προς τον Δαβίδ θα πραγματοποιηθεί.

 

 

 

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' ΚΑΙ Β' (ΧΡΟΝΙΚΩΝ Α' ΚΑΙ Β')

ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΑΝΟΝΑΣ

 

Ο βασιλιάς Δαβίδ

Τα βιβλία «Α' και Β' Παραλειπομένων» ή «Α' και Β' Χρονικών» όπως λέγονται, στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα κατατάσσονται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσονται με τον τίτλο Χρονικά Α' (ή Α' Χρονικών) στην ομάδα «Αγιόγραφα» κατέχοντας την τελευταία θέση.

Το όνομα δόθηκε από τους Εβδομήκοντα (Ο') διότι, συμπληρώνουν κατά κάποιο τρόπο τ' άλλα ιστορικά βιβλία και κυρίως τα βιβλία των Βασιλειών με νέο ιστορικό υλικό, που παρέλειψαν οι ιστορικοί κατά την εξιστόρηση των γεγονότων.  γίνεται μια ανασκόπηση όλης της ιερής ιστορίας από τη δημιουργία μέχρι τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία. Τα βιβλία περιέχουν όσα γεγονότα παραλείφθηκαν από τα προηγούμενα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Στον Παλαιστινό Κανόνα τα δύο βιβλία αποτελούσαν ένα, το οποίο όμως οι Εβδομήκοντα (Ο') διαίρεσαν σε δύο, όπως έκαναν και στην περίπτωση των βιβλίων Σαμουήλ και Βασιλείς. Το παράδειγμα των Εβδομήκοντα (Ο') ακολούθησε αργότερα και η Βουλγάτα, καθώς και το 16ο αιώνα ο D. Bomberg στις εκδόσεις του εβραϊκού κειμένου, που μέχρι σήμερα εκδίδεται σε δύο αυτοτελή βιβλία.

Το κείμενο δεν διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση. Αιτία είναι τα πολλά αντιγραφικά σφάλματα, των οποίων ο μεγάλος αριθμός δικαιολογείται, εφόσον οι αντιγραφείς εργάζονται σε κείμενο με κύρια ονόματα και αριθμούς.

Ο τίτλος του βιβλίου στο εβραϊκό κείμενο είναι «λόγοι των ημερών» ή «Χρονικά» των συμβάντων κατά την περίοδο της βασιλείας, όπως εύστοχα τιτλοφόρησε το έργο ο Ιερώνυμος. Από μερικούς ερευνητές υποστηρίζεται, ότι τα βιβλία Α' και Β' Παραλειπομένων αποτελούσαν μαζί με τα βιβλία Β' Έσδρα και Νεεμία ενιαίο έργο που περιλάμβανε την ιστορία από τη δημιουργία μέχρι την εποχή του Νεεμία.

 

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Αν κρίνουμε από το περιεχόμενο του βιβλίου, που αφηγείται την ιστορία μέχρι το τέλος της βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας, και την έκδοση του διατάγματος του Κύρου (538 π.Χ.), με το οποίο ενθαρρύνονται οι Ιουδαίοι να επιστρέψουν και να οικοδομήσουν το Ναό του Σολομώντος, καθώς και από το χαρακτήρα, τη γλώσσα κλπ., καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Α'-Β' Παραλειπομένων είναι έργο μεταιχμαλωσιακό και πιθανώς του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα.

Ότι το έργο στο σύνολο του ή στο μεγαλύτερο μέρος του γράφτηκε, όπως δέχεται η ιουδαϊκή παράδοση, από το γραμματέα και ιερέα Έσδρα, είναι πιθανό, όχι όμως και βέβαιο. Βέβαιο είναι ότι ο συντάκτης του θα πρέπει να είχε κάποια σχέση με το Ναό και ιδιότητα επίσημη, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του επίσημους καταλόγους και στοιχεία για τους Λευίτες. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συντάκτης του Α'-Β' Παραλειπομένων ήταν ιεροσολυμίτης Λευίτης, ο οποίος πρόσφερε υπηρεσία στο Ναό του Σολομώντος.

 

 

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Ο βασιλιάς Σολομών

Η επισκόπηση του έργου έδειξε ότι τα βιβλία Α' και Β' Παραλειπομένων είναι κατά βάση ιστορικά έργα μ' ένα όμως εντελώς ιδιότυπο χαρακτήρα, που οφείλεται στα ενδιαφέροντα και τους ειδικούς στόχους του συντάκτη του. Γραμμένα σε μια εποχή, που η παραδοσιακή λατρεία του Ναού αποκαταστάθηκε και ο λαός άρχισε νέα ζωή, συσχετίζει την αληθινή λατρεία με την εθνική ευδαιμονία και τονίζει τα στοιχεία εκείνα που θυμίζουν παλιές δόξες, το Ναό, τη λατρεία, τον Ιούδα, το Δαβίδ και το λευιτικό ιερατείο. Ο συντάκτης αναφέρεται με πολλές λεπτομέρειες στους βασιλείς εκείνους οι οποίοι έδειξαν ιδιαίτερη δραστηριότητα για το Ναό και τη λατρεία του, όπως οι Δαβίδ, Σολομών, Ασά, Ιωσαφάτ, Ιωάς, Εζεκίας και Ιωσίας, καθώς και στη λευιτική τάξη.

Το βιβλίο υπενθυμίζει στο λαό ότι η εθνική του επιβίωση εξαρτάται από την πίστη του στο Θεό, η οποία εκφράζεται με την υπακοή στο νόμο και την ακριβή τέλεση της λατρείας. Η αναφορά σε γεγονότα του παρελθόντος γίνεται με την προοπτική του μέλλοντος. Γι’ αυτόν το λόγο αναφέρεται αναλυτικά στο πρόσωπο του Δαβίδ, ο οποίος οργάνωσε τη θεία λατρεία και στον οποίο ο Θεός υποσχέθηκε ακλόνητη βασιλεία γι’ αυτόν και τους απογόνους του. Ο λαός του Ιούδα που επέστρεψε από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία αποτελεί πλέον το νέο Ισραήλ, ο οποίος κληρονομεί τις υποσχέσεις που δόθηκαν στο Δαβίδ και συγκροτείται σε μια θρησκευτική κοινότητα με κέντρο το ναό της Ιερουσαλήμ και τη λατρεία του, όπως ο ίδιος ο Δαβίδ είχε προκαθορίσει.

Ότι το βιβλίο έχει μια έντονη λευιτική επίδραση φαίνεται καθαρά και από την πρόθεση του συντάκτη του να δώσει λεπτομερή στοιχεία για τη φυλή του Λευί, τις τάξεις, τα αξιώματα και τα καθήκοντά τους. Και στα γενεαλογικά μέρη ακόμα, όπου γίνεται λόγος για τον Ιούδα, επειδή ο Δαβίδ ανήκει σ' αυτόν, δίνονται περισσότερες πληροφορίες για τη φυλή του Λευί, αφού η λευιτική λατρεία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της θρησκείας και της ιστορίας του Ιούδα.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

 

Προκειμένου ο συντάκτης του έργου να εκθέσει την προϊστορία και να περιγράψει την ιστορία μιας πολύ μεγάλης περιόδου, δεν στηρίχτηκε στην προφορική παράδοση, αλλά εργάστηκε με βάση πλούσιο και παλαιό ιστορικό υλικό, που διασώθηκε σε γραπτές πηγές. Γνώριζε τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης από τη Γένεση μέχρι το Δ' Βασιλειών, καθώς και άλλα έργα, στα οποία συχνά παραπέμπει τον αναγνώστη για περισσότερες λεπτομέρειες. Τα έργα αυτά, όπως ο ίδιος ο συντάκτης σημειώνει, είναι:

1. Το «βιβλίον βασιλέων Ισραήλ» (Β' Παρ. 20,34).

2. Η «γραφή βασιλέων» (Β' Παρ. 24,27).

3. Το «βιβλίον βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ» (Β' Παρ. 16,11).

4. Το «βιβλίον των βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα» (Α' Παρ. 9,1).

 

Οι σχεδόν πανομοιότυποι τίτλοι των παραπάνω ιστορικών πηγών δημιουργούν στην έρευνα ερωτηματικά ως προς το αν οι πηγές, που είχε στη διάθεση του ο συντάκτης των Α' και Β' Παραλειπομένων ήταν πραγματικά πολλές ή πρόκειται για ένα και μόνο έργο, που παρατίθεται με παραλλαγμένους τίτλους. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί με βεβαιότητα, αν και πιστεύεται ότι πρόκειται για ένα εκτενές ιστορικό έργο με δύο μέρη, που το ένα περιείχε την ιστορία των βασιλέων του Ιούδα και το άλλο την ιστορία των βασιλέων του Ισραήλ. Στα βιβλία Γ' και Δ' Βασιλειών μνημονεύονται χωριστά ως «βιβλίον των βασιλέων Ιούδα» ή «βιβλίον των βασιλέων Ισραήλ», ενώ στα Παραλειπόμενα αναφέρεται συνήθως ως ενιαίο έργο, είτε ως «βιβλίον βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ» είτε ως «βιβλίον των βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα».

 

Εκτός από ιστορικό υλικό ο συντάκτης του έργου, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, χρησιμοποίησε και προφητικά κείμενα, τα οποία είναι:

1. Οι «λόγοι Σαμουήλ του βλέποντος», «λόγοι Νάθαν του προφήτου» και «λόγοι Γαδ του βλέποντος» (Α' Παρ. 29,29).

2. Οι «λόγοι Αχιά του Σηλωνίτου» και «οράσεις Ιωήλ (Αδδώ) του ορώντος» (Β' Παρ. 9,29).

3. Οι «λόγοι Σαμαΐα του προφήτου και Αδδώ του ορώντος» (Β' Παρ. 12,15).

4. Το έργο του «προφήτη Ιεσσία (Ησαΐα)» (Β' Παρ. 26,22).

5. Η προφητεία «Ησαΐου, υιού Αμώς, του προφήτου» (Β' Παρ. 32,32).

6. Οι «λόγοι των ορώντων» (Β' Παρ. 33,19).

7. Το «βιβλίον του προφήτου Αδδώ» (Β' Παρ. 13,22).

8. Οι «λόγοι Ιού του Ανανί» (Β' Παρ. 20,34).

 

Τα κείμενα αυτά τα ονομάζουμε «προφητικά» όχι γιατί περιέχουν βιογραφίες των προφητών που φέρουν τ' όνομά τους, αλλά γιατί προέρχονται από προφήτες, οι οποίοι σε μορφή μονογραφιών περιγράφουν τη ζωή και τα έργα μερικών βασιλέων. Το ερώτημα λοιπόν που γεννιέται είναι, αν τα κείμενα αυτά αποτελούν ανεξάρτητες ενότητες ή και αυτά είναι μέρη του εκτενούς ιστορικού έργου «βιβλίον βασιλέων του Ιούδα και των Ισραήλ». Η απάντηση εδώ εξαρτάται απ' την περίπτωση. Μερικά κείμενα είναι σαφές ότι αποτελούν ανεξάρτητες ιστορικές μονογραφίες, ενώ άλλα ανήκαν στο ενιαίο ιστορικό έργο, που αναφερόταν στα έργα των βασιλέων του Ιούδα και του Ισραήλ.

Εκτός από τις δύο παραπάνω ομάδες πηγών θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συντάκτης των βιβλίων των Παραλειπομένων είχε υπόψη του και άλλες, όπως καταλόγους ηρώων του Δαβίδ (Α' Παρ. 11,10-47), στρατιωτικών διοικητών, αρχηγών των φυλών και αξιωματούχων (Α' Παρ. κεφ. 27), Λευιτών (Α' Παρ. κεφ. 23-26) κλπ. Οι πηγές αυτές ήταν ανεξάρτητες και το υλικό τους εντάχτηκε όπου απαιτούσε η ιστορική αφήγηση.

Όσον αφορά τους γενεαλογικούς καταλόγους, πίνακες κλπ. (Α' Παρ. κεφ. 1-9), από μαρτυρίες που έχουμε, φαίνεται ότι ανήκαν ή στο «βιβλίον των βασιλέων Ισραλήλ καί Ιούδα» (Α' Παρ. 9,1) ή σ' άλλα ανεξάρτητα ιστορικά κείμενα (Α' Παρ. 27,24· βλ. 4,33.5,1.7,2).

Αν κρίνουμε απ' τις πάρα πολλές παράλληλες αφηγήσεις που υπάρχουν στα Γ'-Δ' Βασιλειών και Α -Β' Παραλειπομένων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο συντάκτες άντλησαν από τις ίδιες βασικά πηγές. Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους (γλωσσικές, περιεχομένου, διάταξης) δείχνουν μεταξύ άλλων ότι ο συντάκτης των Α'-Β' Παραλειπομένων χρησιμοποίησε το υλικό εκείνο, που εξυπηρετούσε πληρέστερα το σκοπό του.

 

 

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ Α' ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ

 

Στην αρχή παρατίθενται διάφοροι γενεαλογικοί κατάλογοι, που αρχίζουν με τη γενεαλογία του Αδάμ και συνιστούν ένα είδος εισαγωγής στην ιστορία του Δαβίδ, στην οποία είναι αφιερωμένο το υπόλοιπο βιβλίο.

Το βιβλίο υπενθυμίζει στο λαό ότι η εθνική του επιβίωση εξαρτάται από την πίστη του στο Θεό, η οποία εκφράζεται με την υπακοή στο νόμο και την ακριβή τέλεση της λατρείας. Η αναφορά σε γεγονότα του παρελθόντος γίνεται με την προοπτική του μέλλοντος. Γι’ αυτόν το λόγο αναφέρεται αναλυτικά στο πρόσωπο του Δαβίδ, ο οποίος οργάνωσε τη θεία λατρεία και στον οποίο ο Θεός υποσχέθηκε ακλόνητη βασιλεία γι’ αυτόν και τους απογόνους του. Ο λαός του Ιούδα που επέστρεψε από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία αποτελεί πλέον το νέο Ισραήλ, ο οποίος κληρονομεί τις υποσχέσεις που δόθηκαν στο Δαβίδ και συγκροτείται σε μια θρησκευτική κοινότητα με κέντρο το ναό της Ιερουσαλήμ και τη λατρεία του, όπως ο ίδιος ο Δαβίδ είχε προκαθορίσει.

 

 

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ Β' ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ

 

Το Β' Παραλειπομένων είναι συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου. Το βιβλίο αρχίζει με την παρουσίαση της ιστορίας του Σολομώντα και με ιδιαίτερη αναφορά στην ανοικοδόμηση του ναού. Στη συνέχεια παρουσιάζει την ιστορία του βασιλείου του Ιούδα μέχρι την καταστροφή του, ενώ στο τέλος κάνει λόγο για το ευεργετικό διάταγμα του βασιλιά των Περσών Κύρου, με το οποίο επιτρέπεται η επιστροφή των Ιουδαίων αιχμαλώτων στην Παλαιστίνη.

Μετά τη διάσπαση του βασιλείου, η ιερή ιστορία συνεχίζεται με το λαό του Ιούδα, ο οποίος καθίσταται πλέον ο νέος Ισραήλ και κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού. Έτσι ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στην ιστορία του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ ή αποσιωπά τις πράξεις των ασεβών ηγεμόνων που προήγαγαν την ειδωλολατρία. Το ενδιαφέρον του είναι στραμμένο στο μέλλον της νέας ιουδαϊκής κοινότητας, που συγκροτείται με κέντρο το ναό της Ιερουσαλήμ και γι’ αυτό επικεντρώνει την αφήγησή του στους βασιλιάδες εκείνους (Σολομώντας, Ασά, Ιωσαφάτ, Ιωάς, Εζεκίας και Ιωσίας) οι οποίοι φρόντισαν για την αποκατάσταση της αληθινής λατρείας, καθώς και στο λευϊτικό ιερατείο.

 

Α' ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ

Β' ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

 

 

ΕΣΔΡΑΣ Α'

 

Το Α' Έσδρας είναι ένα από τα Ιστορικά βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Συγκαταλέγεται στα λεγόμενα Δευτεροκανονικά βιβλία που αποδέχεται μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των έργων της Εβραϊκής Βίβλου. Παράλληλα εξαιρείται από τον κανόνα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης.

 

Το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στη διήγηση δεν είναι ο Έσδρας, αλλά ο Ζοροβάβελ. Ο τίτλος του βιβλίου υπαινίσσεται προφανώς το πρόσωπο του ιερέα και γραμματέα Έσδρα, για τη δράση όμως του όποιου ο συγγραφέας του κάνει λόγο μόνο στις τελευταίες σελίδες. Στο περιεχόμενό του αφηγείται την ιστορία των τελευταίων προ-αιχμαλωσιακών χρόνων του βασιλείου του Ιούδα, μέχρι τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία. Επίσης περιγράφει την επιστροφή των αιχμαλώτων στην Ιερουσαλήμ, τα σχετικά με τα προβλήματα της κοινότητας και τις ενέργειες αυτής για την αντιμετώπιση τους.

Το βιβλίο αυτό περιέχει αφηγήσεις παρμένες τόσο από το Β' Παραλειπομένων όσο και από το Β' Έσδρα και συνιστά μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, καθώς διασώζει υλικό που δεν αναφέρεται σε άλλες πηγές.

 

Πιθανολογείται ότι συντάκτης του βιβλίου αυτού είναι κατά πάσα πιθανότητα ο ίδιος, που συνέγραψε το Β' Έσδρας και τον Νεεμία. Ο συντάκτης αυτός ήταν άγνωστος ιουδαίος ελληνιστής της Αλεξάνδρειας. Πιθανή χρονολόγηση του είναι περί το 150 π.Χ.. Σκοπός του συγγραφέα ήταν να εγκωμιάσει τη γενναιοδωρία των περσών βασιλέων που επέτρεψαν τον επαναπατρισμό των εξόριστων ιουδαίων και την ανοικοδόμηση του Ναού.

 

 

 

ΕΣΔΡΑΣ Β'

 

Το Β' Έσδρας είναι ένα από τα Ιστορικά βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Συγκαταλέγεται στα λεγόμενα Δευτεροκανονικά βιβλία. Στην Εβραϊκή Βίβλο κατατάσσεται στην ομάδα που φέρει τον τίτλο «Αγιόγραφα».

 

Το βιβλίο αρχίζει με το διάταγμα του Κύρου, με το οποίο παρέχεται η άδεια σε μια πρώτη ομάδα εξόριστων Ιουδαίων να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ, τις  προσπάθειες τους για την ανοικοδόμηση του ναού, αλλά και τις δυσκολίες που συνάντησαν μέχρι την ολοκλήρωση του έργου. Ακόμη αναφέρεται στο έργο του Έσδρα, ο οποίος αποστέλλεται από το βασιλιά Αρταξέρξη επικεφαλής μιας νέας ομάδας εξορίστων στην Ιερουσαλήμ και αναλαμβάνει, παίρνοντας αυστηρά μέτρα, να οργανώσει τη νέα ιουδαϊκή κοινότητα με βάση το νόμο του Μωυσή.

 

Πιθανολογείται ότι συντάκτης του βιβλίου αυτού είναι κατά πάσα πιθανότητα ο ίδιος, που συνέγραψε το Α' Έσδρας και τον Νεεμία. Ο συντάκτης αυτός ήταν άγνωστος ιουδαίος ελληνιστής της Αλεξάνδρειας. Πιθανή χρονολόγηση του είναι περί το 150 π.Χ.. Σκοπός του συγγραφέα είναι να παρουσιάσει μια εικόνα της αναγέννησης του λαού του Θεού μετά το ισχυρό πλήγμα που δέχτηκε εξαιτίας της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Πρωτεργάτης της αναγέννησης αυτής υπήρξε ο ιερέας και γραμματέας Έσδρας, ο πατέρας του Ιουδαϊσμού.

 

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ

 

Το βιβλίο του Νεεμία συνεχίζει την ιστορία που εκτίθεται στα βιβλία Α'-Β' Παραλειπομένων και Έσδρας, με τα οποία ήταν αρχικά ενωμένο. Στη χριστιανική Βίβλο το έργο κατατάσσεται στα Ιστορικά Βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στην Εβραϊκή Βίβλο κατατάσσεται στην ομάδα που φέρει τον τίτλο «Αγιόγραφα».

 

Ο Νεεμίας, στη δράση του οποίου αναφέρεται το βιβλίο, υπήρξε πολιτικός διοικητής της περσικής επαρχίας Ιουδαίας και έδρασε την ίδια εποχή με τον Έσδρα. Ο Νεεμίας υπηρετεί τις ίδιες με τον Έσδρα ιδέες και εκτελεί την αποστολή του για αναδιοργάνωση της ιουδαϊκής κοινότητας με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό, στον οποίο προσεύχεται συχνά.

Το βιβλίο αρχίζει με αναφορά στο πρόσωπο και την ευσέβεια του Νεεμία και στην αποστολή του από το βασιλιά Αρταξέρξη στην Ιουδαία ως πολιτικού διοικητή. Κύριο μέλημα του Νεεμία ήταν η ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ, έργο το οποίο κατόρθωσε να ολοκληρώσει, παρά τις αντιξοότητες. Παράλληλα παίρνει μέτρα για την ανακούφιση των φτωχών. Η αφήγηση συνεχίζεται με τα συμπληρωματικά μέτρα του Νεεμία για την οργάνωση της κοινότητας.

 

Συντάκτης του βιβλίου είναι κατά πάσα πιθανότητα ο ίδιος, που συνέγραψε το Α' και Β' Έσδρας. Ο συντάκτης αυτός ήταν άγνωστος ιουδαίος ελληνιστής της Αλεξάνδρειας. Πιθανή χρονολόγηση του είναι περί το 150 π.Χ.. Σκοπός του συγγραφέα είναι ίδιος με εκείνον του βιβλίου Έσδρας, η αναγέννηση του λαού του Θεού μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία.

 

 

 

ΤΩΒΙΤ

 

Ο Τωβίτ είναι ένα από τα Ιστορικά βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που αποδέχονται η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, εξαιρείται όμως από τον κανόνα των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης, ενώ απουσιάζει από την Εβραϊκή Βίβλο.  

 

Το βιβλίο Τωβίτ οφείλει την ονομασία του σ' έναν ευσεβή Ιουδαίο της διασποράς. Στο βιβλίο περιγράφονται οι δοκιμασίες και οι περιπέτειες δύο συγγενών ιουδαϊκών οικογενειών του Τωβίτ και του Ραγουήλ, που ζούσαν σε εξορία, στη Νινευή η πρώτη και στα Εκβάτανα η δεύτερη. Ο Τωβίτ χάνει την περιουσία του και τυφλώνεται, ενώ η κόρη του Ραγουήλ η Σάρρα, χάνει διαδοχικά εφτά συζύγους, οι οποίοι πεθαίνουν την πρώτη νύχτα του γάμου της. Με παρέμβαση του Θεού τα προσωπικά δράματα μεταστρέφονται σε ευτυχία. Με την καθοδήγηση του αγγέλου Ραφαήλ, ο Τωβίας, γιος του Τωβίτ, παίρνει ως σύζυγο τη Σάρρα και θεραπεύει τον πατέρα του.

 

Θεωρείται πιθανό το βιβλίο να γράφτηκε στα αραμαϊκά από ευσεβή Ιουδαίο, μεταξύ των ετών 200 και 170 π.Χ. Τα ιστορικά γεγονότα, που συνδέονται με αυτές, έλαβαν χώρα μετά την κατάλυση του βορείου βασιλείου του Ισραήλ το 722 π.Χ. από τους Ασσυρίους και τη διασπορά του πληθυσμού του. Το βιβλίο αποτελεί μια πραγματεία, που θέλει να τονίσει όχι τόσο το ιστορικό περίγραμμα της αφήγησης όσο τα ηθικά στοιχεία της. Οι χαρακτήρες του βιβλίου προβάλλονται ως πρότυπα της ιουδαϊκής ευσέβειας, διδάσκεται η εμπιστοσύνη στο Θεό, η υποταγή στο Νόμο, η καρτερία στις δοκιμασίες, ο σεβασμός στους πρεσβυτέρους κ.λπ., αξίες που στηρίζουν τον ευσεβή και δίκαιο Ιουδαίο. Ιδιαίτερα τονίζεται ο ρόλος των αγγέλων ως οργάνων της πρόνοιας του πανάγαθου Θεού, ο οποίος είναι πάντα παρών και ευεργετεί τους πιστούς του.

 

 

 

ΙΟΥΔΙΘ

 

Η Ιουδίθ είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που αποδέχονται η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, εξαιρείται όμως από τον κανόνα των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης, ενώ δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των βιβλίων της Εβραϊκής Βίβλου. Στον ελληνικό κανόνα εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.

 

Η Ιουδίθ είναι η κεντρική ηρωΐδα του βιβλίου, η οποία με το θάρρος και την πίστη της στο Θεό σώζει την πατρίδα της από την καταστροφή.

Το περιεχόμενο του βιβλίου αναφέρεται στη σωτηρία της μικρής πόλης Βαιτυλούα από την πολιορκία των Ασσυρίων. Η Ιουδίθ, μια νέα Ιουδαία χήρα, κατορθώνει με την εμπιστοσύνη της στο Θεό να εμψυχώσει τους πολιορκημένους συμπατριώτες της και να σκοτώσει τον αρχηγό των Ασσυρίων Ολοφέρνη, οι οποίοι πανικοβάλλονται και τρέπονται σε φυγή.

 

Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι η έκθεση ιστορικών γεγονότων, αλλά η διακήρυξη της αλήθειας ότι κύριος του κόσμου και της ιστορίας είναι ο Θεός. Τονίζει την παντοδυναμία του Θεού, ο οποίος σώζει το λαό του με τα αδύναμα χέρια μιας γυναίκας.

 

 

 

ΕΣΘΗΡ

 

Η Εσθήρ είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Στον ελληνικό κανόνα εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων,  ενώ στην Εβραϊκή Βίβλο στην τρίτη ομάδα των βιβλίων, τα «Αγιόγραφα».

Το βιβλίο τιτλοφορείται με το όνομα της κεντρικής ηρωΐδας του, μιας νεαρής Ιουδαίας, η οποία ως σύζυγος του βασιλιά των Περσών έσωσε τους συμπατριώτες της.

 

Το θέμα του βιβλίου αποτελεί η σωτηρία των Ιουδαίων της Περσίας από την επιβολή των εχθρών τους με την παρέμβαση στο βασιλιά των Περσών της συζύγου του Εσθήρ. Ο ανώτατος αξιωματούχος Αμάν σχεδιάζει να εξολοθρεύσει τους Ιουδαίους και κατορθώνει μάλιστα, να πάρει τη σχετική άδεια από το βασιλιά. Η Εσθήρ, καθοδηγούμενη από το θείο της Μαρδοχαίο, πετυχαίνει τελικά να ανατρέψει πλήρως το σχέδιο του Αμάν. Ο ίδιος οδηγείται στην αγχόνη και οι Ιουδαίοι εκδικούνται σκληρά, φονεύοντας χιλιάδες εχθρούς τους. Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού θεσπίστηκε η γιορτή των Πουρίμ.

 

Σκοπός του συγγραφέα είναι η βασική θεολογική θέση, ότι η πρόνοια του Θεού είναι αυτή που κινεί τα νήματα της ιστορίας. Οι ήρωες του βιβλίου θέτουν με εμπιστοσύνη τον εαυτό τους στην υπηρεσία του Θεού, ο οποίος πραγματοποιεί το σχέδιό του, ακόμα και όταν τα όργανά του δείχνουν αδυναμία.

 

 

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α'

 

Το Α' Μακκαβαίων είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που αποδέχονται η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, εξαιρείται όμως από τον κανόνα των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης. Στον ελληνικό κανόνα εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων. Το Α’ Μακκαβαίων γράφτηκε πρωτοτύπως στα εβραϊκά, αλλά το κείμενο αυτό σώζεται μόνο στα ελληνικά, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται στην εβραϊκή Βίβλο.

Υπάρχουν τέσσερα βιβλία της Π. Διαθήκης που ονομάζονται "Μακκαβαίων". Ως Κανονικά, θεωρούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία τα πρώτα τρία, ενώ το τέταρτο θεωρείται απόκρυφο. Οι Ρωμαιοκαθολικοί, κανονικά θεωρούν μόνον τα δύο πρώτα ενώ οι Προτεστάντες θεωρούν τα τρία πρώτα ως απόκρυφα και το τέταρτο, ψευδεπίγραφο.

 

Πρόκειται για αυτοτελή έργα, το περιεχόμενο των οποίων σχετίζεται με τους αγώνες της οικογένειας του ιερέα Ματταθία, μιας διακεκριμένης ιουδαϊκής οικογένειας της Ιερουσαλήμ, η οποία προασπίστηκε σθεναρά τα θρησκευτικά και εθνικά ιδεώδη της πατρίδας της και πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στο έθνος της. Το όνομα «Μακκαβαίος» δόθηκε ως παρωνύμιο στον Ιούδα, ηγέτη της ιουδαϊκής επανάστασης του 166 π.Χ. εναντίον του ηγεμόνα του βασιλείου των Σελευκιδών Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς. Το επίθετο μπορεί να σημαίνει αυτόν που σφυροκόπησε τους εχθρούς του ή αυτόν που είναι ορισμένος από τον Κύριο. Το ίδιο επίθετο χαρακτηρίζει και τους διαδόχους του Ιούδα, παράλληλα με το οικογενειακό τους όνομα Ασμοναίοι.

 

Το βιβλίο αναφέρεται στην επανάσταση που προκάλεσαν τα αντιιουδαϊκά μέτρα του Αντιόχου του Δ’ του Επιφανούς (175-164 π.Χ.) και στους αγώνες που ακολούθησαν. Η αφήγηση αρχίζει  με την ανάρρηση του Αντιόχου στο θρόνο, τα μέτρα που πήρε εναντίον των Ιουδαίων και την εξέγερση του ιερέα Ματταθία. Το κύριο μέρος του βιβλίου διαιρείται σε τρεις ενότητες που αναφέρονται στη δράση των τριών γιων του Ματταθία, οι οποίοι αναλαμβάνουν διαδοχικά την ηγεσία της επανάστασης που είναι γνωστή ως μακκαβαϊκή επανάσταση.

Ο Ιούδας Μακκαβαίος (166-161 π.Χ.) διεξάγει νικηφόρους αγώνες και αποκαθιστά τη λατρεία του ναού των Ιερουσαλήμ. Ο πόλεμος συνεχίζεται και τελικά ο Ιούδας σκοτώνεται στη μάχη. Τον διαδέχεται ο αδερφός του ο Ιωνάθαν (161-143 π.Χ.), ο οποίος εκμεταλεύεται τις εσωτερικές αντιθέσεις των Σελευκιδών, για να διευρύνει την κυριαρχία του. Αναλαμβάνει το αξίωμα του αρχιερέα, αλλά τελικά συλλαμβάνεται από τους εχθρούς του και φονεύεται. Ανάλογη πολιτική, με μεγαλύτερη επιτυχία, ακολουθεί και ο αδερφός και διάδοχός του Σίμων (142-135 π.Χ.), ο οποίος αναγορεύεται μέγας αρχιερέας, στρατηγός και ηγέτης των Ιουδαίων, αλλά τελικά πέφτει και αυτός θύμα πολιτικής δολοφονίας.

 

Με βάση τις διηγήσεις, ο χρόνος σύνταξης του πρωτοτύπου ίσως να ήταν γύρω στο 100 π.Χ.. Ο συγγραφέας είναι άγνωστος, έγραψε στα εβραϊκά και το μόνο που μπορεί κάποιος να συμπεράνει είναι ότι πρόκειται για έναν ένθερμο ιουδαίο πατριώτη ο οποίος μάλιστα είναι πολύ πιθανόν να συμμετείχε και ο ίδιος στους αγώνες.  Σκοπός του είναι να προβάλλει τους αγώνες των Μακκαβαίων για την πατρική πίστη, των ιουδαϊκών εθίμων και της πολιτικής ελευθερίας.

 

 

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β'

 

Το Β' Μακκαβαίων είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που αποδέχονται η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, εξαιρείται όμως από τον κανόνα των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης. Στον ελληνικό κανόνα εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων, ενώ δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των βιβλίων της Εβραϊκής Βίβλου.

 

Τα βιβλία των Μακκαβαίων είναι αυτοτελή έργα, το περιεχόμενο των οποίων σχετίζεται με τους αγώνες των Μακκαβαίων, μιας διακεκριμένης ιουδαϊκής οικογένειας της Ιερουσαλήμ, η οποία προασπίστηκε σθεναρά τα θρησκευτικά και εθνικά ιδεώδη της πατρίδας της και πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στο έθνος της. Πρόκειται για τη μακκαβαϊκή εξέγερση και τους αγώνες που ακολούθησαν ενάντια στους Σελευκίδες.

Το βιβλίο Β' Μακκαβαίων καλύπτει μία μόνον περίοδο διάρκειας 15 ετών (175-160 π.Χ.) της Μακκαβαϊκής εξέγερσης, και το περιεχόμενό του κινείται παράλληλα με όσα εκτίθενται στα πρώτα επτά κεφάλαια του βιβλίου Α' Μακκαβαίων, όπου προσθέτει και ίδιο υλικό.

Η αφήγηση αρχίζει με το τέλος της βασιλείας του Σέλευκου του Δ’ του Φιλοπάτορα (187-175 π.Χ.) και ολοκληρώνεται με την τελευταία νίκη του Ιούδα του Μακκαβαίου, λίγο πριν το θάνατό του. Περιέχονται δύο επιστολές των Ιουδαίων της Ιερουσαλήμ προς τους συμπατριώτες τους στην Αίγυπτο, με τις οποίες τους πληροφορούν για τη γιορτή των Εγκαινίων του ναού και τους καλούν να γιορτάσουν μαζί τους. Ακολουθεί αναφορά στην πολιτική των Σελευκιδών κατά των Ιουδαίων, αλλά και στις διαμάχες που ακολούθησαν για την εξασφάλιση του αρχιερατικού αξιώματος. Ακόμη περιγράφεται το μαρτύριο του γέροντα γραμματέα Ελεάζαρου, καθώς και των εφτά αδερφών και της μητέρας τους.

Στο υπόλοιπο βιβλίο περιγράφεται ο θάνατος του Αντιόχου του Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος βεβήλωσε το ναό και ο θάνατος του στρατηγού Νικάνορα, ο οποίος απείλησε το ναό.

 

Όπως στην περίπτωση του Α' Μακκαβαίων, έτσι και του Β' ο συγγραφέας είναι άγνωστος. Υπάρχουν ωστόσο αρκετά στοιχεία στο βιβλίο, που υποδηλώνουν ότι ήταν ελληνιστής ιουδαίος της Διασποράς, ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Πηγή του συγγραφέα ήταν το πεντάτομο έργο του ελληνικού ιστορικού έργου περί των μακκαβαϊκών αγώνων του Ιάσονα του Κυρηναίου, ενός ιουδαίου, με το πνεύμα και τους σκοπούς του οποίου συμφωνούσε απόλυτα.

Το βιβλίο Β' Μακκαβαίων γράφτηκε στην ελληνιστική γλώσσα στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα  και πιθανώς το 161 π.Χ., διότι α) δεν αναφέρεται ο θάνατος του Ιούδα, β) μνημονεύεται η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ υπό του Ιούδα (165 π.Χ.) και δεν μνημονεύεται η απώλεια αυτής, που ακολούθησε μετά τον θάνατο του Ιούδα.

Ο σκοπός συγγραφής του βιβλίου αυτού είναι η ενίσχυση της πίστεως των αναγνωστών του καθώς η δοκιμασία των ιουδαίων ήταν προς παιδεία του γένους τους και η προβολή της δυναμικής επέμβασης του Θεού στην ιστορία του λαού του. Ο συγγραφέας σε αντίθεση με τον συγγραφέα του Α' βιβλίου, επιχειρεί να τονίσει τη θρησκευτική πλευρά της μακκαβαϊκής εξέγερσης και να δώσει τη θεολογική ερμηνεία των γεγονότων. Επιθυμεί να επικεντρώσει το ενδιαφέρον των απανταχού ιουδαίων στο κέντρο της θρησκευτικής τους ζωής που είναι ο Ναός και να εξάρει τον ηρωισμό των μαρτύρων της πίστεως, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσεται η πίστη στην ανάσταση των νεκρών.

 

 

 

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Γ'

 

Το Γ' Μακκαβαίων είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που αποδέχεται μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ εξαιρείται από τον κανόνα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των εκκλησιών της Μεταρρύθμισης. Στον κανόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων, ενώ δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των βιβλίων της Εβραϊκής Βίβλου.

 

Το βιβλίο αυτό, στην πραγματικότητα εξιστορεί γεγονότα παλαιότερα της εποχής των Μακκαβαίων, τον αγώνα των Ιουδαίων εναντίον του διώκτη τους, του Πτολεμαίου Δ’ του Φιλοπάτορα (221-203 π.Χ.). Κατά συνέπεια, καταχρηστικά ονομάσθηκε Γ' Μακκαβαίων, κυρίως επειδή τα γεγονότα που περιγράφονται μοιάζουν με τους αγώνες των Μακκαβαίων.

Το βιβλίο περιγράφει ένα επεισόδιο της εποχής του Πτολεμαίου Δ’, ο οποίος συγκέντρωσε τους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας στον ιππόδρομο για να καταπατηθούν από ελέφαντες. Με την παρέμβαση δύο αγγέλων ύστερα από προσευχή του ιερέα Ελεάζαρ, οι ελέφαντες καταπάτησαν τους διώκτες των Ιουδαίων, οι οποίοι μετά τη σωτηρία τους ανέκτησαν τα δικαιώματά τους και θέσπισαν αναμνηστική γιορτή.

 

Το βιβλίο γράφτηκε στην ελληνιστική γλώσσα. Σκοπός του συγγραφέα είναι η ενθάρρυνση και η παρηγοριά των Ιουδαίων της Αιγύπτου. Τονίζει τη σημασία της προσευχής και την παρέμβαση του Θεού υπέρ του λαού του.