ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ |
|
ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΣΑΟΥΛ |
Ο ΣΑΟΥΛ
Ο Σαούλ ήταν ο πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ (1040-1011 π.Χ.). Ήταν γιος του Κις, που ήταν πλούσιος και ισχυρός από τη φυλή Βενιαμίν (Α' Βασιλειών 9,1-2. 10,21. 14,51. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39. 12,1. 26,28). Ο Σαούλ ήταν άνδρας υψηλόσωμος, αγαθός και ωραίος. Ήταν ο ομορφότερος και ο υψηλότερος ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Α' Βασιλειών 9,2. 10,23). Το όνομά του σημαίνει "επιθυμητός". Καταγόταν από την πατριά των Ματταρί (Α' Βασιλειών 10,21) και έμενε στη Γαβαά (Α' Βασιλειών 10,26). Σύζυγός του Σαούλ ήταν η Αχινοόμ (Αχινοάμ) (Α' Βασιλειών 14,50). Ο Σαούλ είχε τέσσερις γιους, τον Ιωνάθαν (Α' Βασιλειών 13,2. 13,16. 13,22. 14,1. 14,27-29. 14,39-42. 14,49-50. 19,1-2. 20,27. 23,16-17. 31,2. 31,12. Β' Βασιλειών 1,4. 1,12. 1,17. 4,4. 9,6. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39. 10,2), τον Ιεσσιού ή Ασαβάλ ή Ιεβοσθέ (Ιουεί ή Ισβί ή Ισβόσεθ ή Εσβαάλ), τον Μελχισουέ ή Μελχισά (Μαλχί-Σουά) και τον Αμιναδάβ (Α' Βασιλειών 13,2. 14,49. 31,2. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39. 10,2), καθώς και δύο κόρες τη Μερόβ ή Μιχόλ (Μεράβ) και τη Μελχόλ (Μιχάλ) (Α' Βασιλειών 14,49-50. 18,17-20. 18,27. 25,44. Β' Βασιλειών 3,13. 21,8). Από την παλλακίδα του τη Ρεσφά (Ρισπά), κόρης του Αϊά (Β' Βασιλειών 3,7. 21,8. 21,10-11), ο Σαούλ είχε άλλους δύο γιους, τον Ερμωνί (Αρμωνί) και τον Μεμφιβοσθέ (Β' Βασιλειών 21,8). Ο Σαούλ στο γενεαλογικό του δέντρο καταγόταν από τον Κις, ο οποίος ήταν γιος του Αβιήλ, ο οποίος ήταν γιος του Ιαρέδ, ο οποίος ήταν γιος του Βαχίρ, ο οποίος ήταν γιος του Αφέκ (Α' Βασιλειών 9,1-2. 14,51). Ο Σαούλ θα πρέπει να βασίλευσε για 30 χρόνια περίπου, από το 1040-1010 π.Χ..
Ο ΣΑΟΥΛ ΧΡΙΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Σαούλ έγινε βασιλιάς κατόπιν απαιτήσεως του λαού, όταν αυτός είχε αγανακτήσει από την διακυβέρνηση των γιων του προφήτη Σαμουήλ, οι οποίοι δίκαζαν τις υποθέσεις τους. Πήγαν λοιπόν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και του ζήτησαν να διορίσει έναν βασιλιά όπως είχαν και τα άλλα έθνη. Παρόλο που ο Σαμουήλ δε συμφωνούσε, ο Θεός τον πρόσταξε να ορίσει βασιλιά σύμφωνα με την επιθυμία του λαού (Α' Βασιλειών 8,1-9).
Εκείνο τον καιρό υπήρχε ένας ισχυρός και πλούσιος άνθρωπος από τη φυλή Βενιαμίν που ονομαζόταν Κις, γιος του Αβιήλ ή Ιεήλ (Γαβαών). Ο Κις είχε έναν γιο που ονομαζόταν Σαούλ και ήταν νέος, υψηλόσωμος, αγαθός και ωραίος. Δεν υπήρχε ωραιότερος άνθρωπος απ' αυτόν ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από κάθε άλλον μέσα σ' όλο το λαό (Α' Παραλειπομένων 8,33. Α' Βασιλειών 9,1-2).
Μια μέρα χάθηκαν τα γαϊδούρια του Κις και είπε στο γιο του να πάρει μαζί του έναν υπηρέτη και να πάει να ψάξει. Ο Σαούλ και ο υπηρέτης του πέρασαν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ και από τις περιοχές Σελχά και Σεγαλείμ δίχως να τα βρουν. Μετά έψαξαν όλη την περιοχή της φυλής Βενιαμίν και δε βρήκαν τίποτα. Όταν έφτασαν στην περιοχή Σιφ, ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη που τον συνόδευε να γυρίσουν πίσω, γιατί ο πατέρας του θα ανησυχούσε. Εκείνος του είπε ότι στην πόλη αυτή κατοικεί ένας άνθρωπος του Θεού, ένας προφήτης, και καθετί που λέει βγαίνει αληθινό. Να πάνε λοιπόν και να ζητήσουν τη βοήθειά του. Δεν είχαν μαζί τους πολλά τρόφιμα για να προσφέρουν ως δώρο, παρά μόνο ένα τέταρτο αργυρού σίκλου. Την εποχή εκείνη ο προφήτης ονομαζόταν "ο Βλέπων" (Α' Βασιλειών 9,3-10).
Όταν ο Σαούλ κι ο υπηρέτης του πήραν το δρόμο προς την πόλη, στο δρόμο συνάντησαν τις κοπέλες της πόλης που πήγαιναν να πάρουν νερό. Τις ρώτησαν εάν ήταν "ο Βλέπων" στην πόλη και εκείνες απάντησαν, ότι την ημέρα εκείνη ήταν στην πόλη και μετά θα πρόσφερε θυσία υπέρ του λαού σε κάποιο ύψωμα. Όταν ο Σαούλ κι ο υπηρέτης του έμπαιναν στην πόλη, ο Σαμουήλ έβγαινε για ν' ανεβεί στον ιερό τόπο, όπου θα γινόταν θυσία στον Κύριο. Την προηγούμενη μέρα ο Κύριος είχε φανερώσει στο Σαμουήλ ότι: «Αύριο την ίδια ώρα, θα σου στείλω έναν άντρα από την περιοχή της φυλής Βενιαμίν, τον οποίο θα χρίσεις βασιλιά του λαού μου, του Ισραήλ. Αυτός θα τους ελευθερώσει από τους Φιλισταίους, γιατί ο στεναγμός του λαού έφτασε σε μένα». Όταν ο Σαμουήλ είδε το Σαούλ, ο Κύριος του είπε: «Να ο άνθρωπος για τον οποίο σου μίλησα, αυτός θα βασιλέψει στο λαό μου». Ο Σαούλ πλησίασε το Σαμουήλ στην πύλη της πόλης και του είπε: «Δείξε μου, σε παρακαλώ, πού είναι το σπίτι του Βλέποντος». Ο Σαμουήλ του αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο Βλέπων. Ανέβα μαζί μου στο λόφο και φάε μαζί μου και αύριο το πρωί θα σου απαντήσω για όλα όσα έχεις στο νου σου. Μετά θα σ' αφήσω να φύγεις. Για τα γαϊδούρια που είναι χαμένα εδώ και τρεις μέρες μην ανησυχείς, γιατί βρέθηκαν. Αλλά σε ποιον στρέφονται τώρα οι προσδοκίες των Ισραηλιτών; Σ' εσένα στρέφονται και στην οικογένεια του πατέρα σου». Ο Σαούλ από ταπεινότητα αποκρίθηκε: «Αυτό δεν είναι δυνατόν. Εγώ ανήκω στη φυλή Βενιαμίν, την πιο μικρή απ' τις φυλές του Ισραήλ και η οικογένειά μου είναι η πιο μικρή απ' όλες τις οικογένειες της φυλής Βενιαμίν. Πως μου λες τέτοια λόγια;» Τότε ο Σαμουήλ πήρε το Σαούλ και τον υπηρέτη του, και τους έβαλε να καθήσουν στην πρώτη θέση ανάμεσα στους 70 επίσημους καλεσμένους. Ο Σαμουήλ είπε στο μάγειρα να προσφέρει στο Σαούλ την πιο εκλεκτή μερίδα. Έτσι ο Σαούλ έφαγε εκείνη τη μέρα μαζί με το Σαμουήλ. Όταν κατέβηκαν από τον ιερό τόπο στην πόλη, ο Σαμουήλ διέταξε να στρώσουν στο Σαούλ να κοιμηθεί στο πάνω δωμάτιο του σπιτιού (Α' Βασιλειών 9,11-25).
Όταν ξημέρωσε ο Σαμουήλ τους ξεπροβόδισε και όταν έφτασαν στην άκρη της πόλης, άφησαν τον υπηρέτη να προχωρήσει και ο Σαμουήλ πήρε το δοχείο με το λάδι και το έχυσε πάνω στο κεφάλι του Σαούλ, τον φίλησε και του είπε: «Ο Κύριος σ' έχρισε άρχοντα και βασιλιά στο λαό του. Εσύ θα τον σώσεις από τους εχθρούς του. Και ως σημάδια για να πεισθείς γι' αυτά που σου είπα, όταν θα φύγεις από 'δω, θα βρεις δυο ανθρώπους κοντά στον τάφο της Ραχήλ, στα σύνορα της φυλής Βενιαμίν, οι οποίοι θα σου πουν, ότι βρέθηκαν τα γαϊδούρια που έψαχνες, αλλά τώρα ο πατέρας σου έπαψε να νοιάζεται γι' αυτά κι ανησυχεί για σας. Μετά θα προχωρήσεις πέρα από 'κει, ωσότου φτάσεις στον τόπο που λέγεται "Δρυς Θαβώρ". Εκεί θα συναντήσεις τρεις άντρες, που θα πηγαίνουν στη Σκηνή του Μαρτυρίου στη Βαιθήλ. Αυτοί θα έχουν μαζί τους για να προσφέρουν ο ένας τρία κατσίκια, ο δεύτερος τρία αγγεία με άρτους και ο τρίτος ένα ασκί με κρασί. Θα σε χαιρετήσουν και θα σου δώσουν δύο καρβέλια ψωμί. Θα τα πάρεις απ' αυτούς και μετά θ' ανέβεις στο βουνό του Θεού, στη Βαμά, όπου υπάρχει φρουρά των Φιλισταίων. Εκεί είναι ο Νασίβ ο Φιλισταίος. Μόλις μπεις στην πόλη, θα συναντήσεις μια ομάδα προφητών, που θα κατεβαίνουν από το ύψωμα, παίζοντας μουσικά όργανα και θα προφητεύουν. Τότε θα έρθει το Πνεύμα του Κυρίου πάνω σου και θα προφητεύεις κι εσύ μαζί τους και θα γίνεις άλλος άνθρωπος. Κι όταν αυτά τα σημεία σου συμβούν, τότε μπορείς να δράσεις, γιατί ο Θεός θα είναι μαζί σου. Μετά θα κατεβείς στα Γάλγαλα πριν από μένα, κι εγώ θα έρθω να σε συναντήσω, για να προσφέρω ολοκαυτώματα και θυσίες στον Κύριο. Θα περιμένεις εκεί εφτά μέρες, ώσπου να 'ρθώ και τότε θα σου πω τι πρέπει να κάνεις» (Α' Βασιλειών 9,26-10,8).
Μόλις ο Σαούλ έφυγε από το Σαμουήλ, ο Θεός τον έκανε καινούριο άνθρωπο και όλα εκείνα τα σημεία πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα. Όταν έφτασε με το δούλο του στο βουνό συνάντησαν την ομάδα των προφητών και τότε κατέβηκε σ' αυτόν το Πνεύμα του Θεού και προφήτευε κι αυτός μαζί τους. Όσοι τον γνώριζαν, όταν τον είδαν να προφητεύει μαζί με τους προφήτες, παραξενεύτηκαν που τον είδαν ανάμεσα στους προφήτες. Ο Σαούλ δε φανέρωσε τίποτε στους δικούς του, ούτε στους συγγενείς του, απ' όσα του είπε ο Σαμουήλ σχετικά με τη βασιλεία (Α' Βασιλειών 10,9-16).
Ο Σαμουήλ συγκέντρωσε το λαό ενώπιον του Κυρίου στη Μασσηφά (Μισπά) και είπε στους Ισραηλίτες, ότι περιφρόνησαν τον Κύριο, που τους απάλλαξε απ' όλα τα δεινά και τις θλίψεις, και ζητήσανε να τους ορίσει βασιλιά. Μετά ο Σαμουήλ προκειμένου να κάνει την εκλογή του βασιλιά, τους διέταξε να πλησιάσουν όλες οι φυλές των Ισραηλιτών, έριξαν κλήρο κι ο κλήρος έπεσε στη φυλή Βενιαμίν. Μετά διέταξε να πλησιάσει η φυλή Βενιαμίν κατά οικογένειες κι ο κλήρος έπεσε στην οικογένεια του Ματταρί, έπειτα ο κλήρος έπεσε στο Σαούλ, γιο του Κις. Αλλά όταν τον αναζήτησαν, δεν τον βρήκαν πουθενά. Τότε ο Σαμουήλ ρώτησε τον Κύριο κι ο Κύριος του αποκρίθηκε ότι είναι κρυμμένος. Όταν τον βρήκαν, τον έφεραν και στάθηκε ανάμεσα στο λαό. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος απ' όλους. Είπε τότε ο Σαμουήλ στο λαό: «Κοιτάξτε αυτόν διάλεξε ο Κύριος. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν μέσα σ' όλο το λαό». Μετά ο Σαμουήλ τους ανακοίνωσε το βασιλικό δίκαιο και τον τρόπο διακυβέρνησης, και όσα είπε τα έγραψε σ' ένα βιβλίο, το οποίο το τοποθέτησε μέσα στο αγιαστήριο, κοντά στην Κιβωτό της Διαθήκης. Μετά την εκλογή ο Σαούλ πήγε στο σπίτι του στη Γαβαά, όπου τον ακολούθησαν και μερικοί γενναίοι Ισραηλίτες. Υπήρξαν όμως και μερικοί από το λαό που τον περιφρόνησαν και δεν του πρόσφεραν δώρα τιμής (Α' Βασιλειών 10,17-27).
Ο ΣΑΟΥΛ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ
Μετά από περίπου ένα μήνα, ο Νάας, βασιλιάς των Αμμωνιτών, προχώρησε με στρατό προς το βορρά και στρατοπέδευσε στην Ιαβίς στη Γαλαάδ. Οι κάτοικοι της Ιαβίς του πρότειναν συνθήκη και ο Νάας προκειμένου να συνθηκολογήσει μαζί τους, απαίτησε να βγάλει το δεξί μάτι ολονών των κατοίκων για να εξευτελίσει τους Ισραηλίτες. Οι πρεσβύτεροι της Ιαβίς ζήτησαν εφτά μέρες προθεσμία. Στο μεταξύ έστειλαν αγγελιαφόρους στη Γαβαά, την πόλη του Σαούλ, και τους ανακοίνωσαν τα γεγονότα. Όταν οι Ισραηλίτες τ' άκουσαν, φώναξαν δυνατά και έκλαψαν (Α' Βασιλειών 11,1-4). Ο Σαούλ την ώρα εκείνη επέστρεφε από τους αγρούς του. Όταν άκουσε τα γεγονότα οργίστηκε πάρα πολύ εναντίον των Αμμωνιτών. Πήρε δυο βόδια, τα κομμάτιασε κι έστειλε τα κομμάτια τους με αγγελιοφόρους σ' όλη τη χώρα με το μήνυμα, ότι όποιος δεν τον ακολουθήσει εναντίον των Αμμωνιτών, τα βόδια του θα πάθουν τα ίδια. Τότε έτρεξαν όλοι να τον ακολουθήσουν. Ο Σαούλ συγκέντρωσε τους Ισραηλίτες στην Αβιεζέκ, κοντά στη Βαμά. Όταν τους μέτρησε, ήταν 600.000 άντρες. Μόνο από τη φυλή του Ιούδα πήγαν 70.000 άνδρες. Ο Σαούλ είπε στους αγγελιαφόρους ότι την επόμενη μέρα θα εκστρατεύσουν εναντίον των Αμμωνιτών. Οι αγγελιαφόροι μετέφεραν τα ευχάριστα νέα στους κατοίκους της Ιαβίς, οι οποίοι για να κερδίσουν χρόνο είπαν στον Νάας, ότι την επόμενη μέρα θα παραδοθούν (Α' Βασιλειών 11,5-10).
Όταν ξημέρωσε ο Σαούλ χώρισε το στρατό σε τρία τμήματα και επιτέθηκε με δύναμη στο κέντρο της παράταξης των Αμμωνιτών. Οι Ισραηλίτες χτυπούσαν τους Αμμωνίτες και ως το μεσημέρι είχαν σκοτώσει τους περισσότερους. Όσοι γλίτωσαν σκορπίστηκαν (Α' Βασιλειών 11,11). Τότε είπε ο λαός: «Ποιοι ήταν αυτοί που περιφρόνησαν το Σαούλ, όταν έγινε βασιλιάς; Παραδώστε μας αυτούς τους ανθρώπους να τους σκοτώσουμε». Αλλά ο Σαούλ τους είπε: «Κανένας δε θα θανατωθεί, γιατί σήμερα ο Κύριος ελευθέρωσε τον Ισραήλ». Έπειτα ο Σαμουήλ μαζί με το λαό πήγαν στα Γάλγαλα και ενώπιον του Κυρίου, ανακήρυξαν το Σαούλ και επίσημα βασιλιά. Μετά ο Σαμουήλ πρόσφερε θυσίες στον Κύριο κι έκαναν γιορτή μεγάλη (Α' Βασιλειών 11,12-15).
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ
Σύζυγός του Σαούλ ήταν η Αχινοόμ (Αχινοάμ) (Α' Βασιλειών 14,50). Ο Σαούλ είχε τέσσερις γιους, τον Ιωνάθαν (Α' Βασιλειών 13,2. 13,16. 13,22. 14,1. 14,27-29. 14,39-42. 14,49-50. 19,1-2. 20,27. 23,16-17. 31,2. 31,12. Β' Βασιλειών 1,4. 1,12. 1,17. 4,4. 9,6. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39. 10,2), τον Ιεσσιού ή Ασαβάλ ή Ιεβοσθέ (Ιουεί ή Ισβί ή Ισβόσεθ ή Εσβαάλ), τον Μελχισουέ ή Μελχισά (Μαλχί-Σουά) και τον Αμιναδάβ (Α' Βασιλειών 13,2. 14,49. 31,2. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39. 10,2), καθώς και δύο κόρες τη Μερόβ (Μεράβ) και τη Μελχόλ (Μιχάλ) (Α' Βασιλειών 14,49-50. 18,17-20. 18,27. 25,44. Β' Βασιλειών 3,13).
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ
Ο Σαούλ αφού βασίλεψε δύο χρόνια στον Ισραήλ, διάλεξε από τους Ισραηλίτες τρεις χιλιάδες άντρες, ως σωματοφύλακές του. Απ' αυτούς οι δύο χιλιάδες έμειναν μαζί του στη Μαχμάς, στην ορεινή περιοχή της Βαιθήλ, ενώ οι υπόλοιποι χίλιοι πήγαν μαζί με το γιο του τον Ιωνάθαν στη Γαβαά στην περιοχή Βενιαμίν (Α' Βασιλειών 13,1-2). Ο Ιωνάθαν χτύπησε και σκότωσε το Νασίβ και τη φρουρά των Φιλισταίων στη Βαμά και οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει στα Γάλγαλα. Ο στρατός των Φιλισταίων αποτελούνταν από 30.000 πολεμικά άρματα, 6.000 ιππείς και χιλιάδες πεζούς, οι οποίοι στρατοπέδευσαν στη Μαχμάς, απέναντι από τη Βαιθωρών. Οι Ισραηλίτες από φόβο κρύφτηκαν στις σπηλιές και όπου αλλού έβρισκαν, ενώ άλλοι πέρασαν τον Ιορδάνη, προς τις περιοχές Γαδ και Γαλαάδ (Α' Βασιλειών 13,3-7).
Ο Σαούλ ήταν ακόμη στα Γάλγαλα κι όλος ο στρατός που τον ακολουθούσε ήταν τρομαγμένος. Επειδή όμως ο Σαμουήλ είχε αργήσει να έρθει για να προσφέρει θυσία στο Θεό κι ο στρατός άρχισε να εγκαταλείπει το Σαούλ, τότε ο Σαούλ διέταξε να φέρουν τα ζώα για να κάνουν μόνοι τους τη θυσία στον Κύριο. Και πρόσφερε ο ίδιος το ολοκαύτωμα. Όταν τελείωσε ήρθε και ο Σαμουήλ, και ο Σαούλ βγήκε να τον προϋπαντήσει. Ο Σαμουήλ τον επέπληξε για την πράξη του αυτή και προφήτεψε ότι θα είχε ως τιμωρία τη μικρή διάρκεια της βασιλείας του: «Φέρθηκες ανόητα. Αν τηρούσες τις εντολές που σου έδωσε ο Κύριος, τότε αυτός θα έκανε την οικογένειά σου να βασιλεύει για πάντα στον Ισραήλ. Τώρα όμως η βασιλεία σου δε θα διατηρηθεί. Ο Κύριος θα ψάξει να βρει έναν άνθρωπο όπως τον θέλει και του δώσει την εντολή να βασιλεύσει, γιατί εσύ δεν τήρησες αυτά που σε διέταξε.» Κατόπιν ο Σαμουήλ αναχώρησε από τα Γάλγαλα (Α' Βασιλειών 13,7-15). Ο Σαούλ, με το στρατό που του είχε απομείνει περίπου 600 άντρες, στρατοπέδευσαν στη Γαβαά στην περιοχή Βενιαμίν κι έκλαιγαν, ενώ οι Φιλισταίοι ήταν στρατοπεδευμένοι στη Μαχμάς. Τρία τμήματα του στρατού των Φιλισταίων λεηλάτησαν τη γύρω περιοχή. Το ένα λεηλάτησε την περιοχή της Σωγάλ προς τη Γοφερά. Το δεύτερο λεηλάτησε την περιοχή προς τη Βαιθωρών και το τρίτο την περιοχή των πόλεων Γαΐ και Σαβίμ προς τη Γαβαά. Εκείνη την εποχή δεν βρισκόταν σιδηρουργός σ' ολόκληρη τη χώρα του Ισραήλ, γιατί οι Φιλισταίοι δεν ήθελαν να έχουν τη δυνατότητα οι Ισραηλίτες να κατασκευάζουν ξίφη ή λόγχες. Έτσι οι Ισραηλίτες πήγαιναν στους Φιλισταίους για τα αγροτικά τους εργαλεία, τα οποία ήταν πανάκριβα. Γι' αυτό την ημέρα της μάχης οι Ισραηλίτες δεν είχαν ούτε ξίφη ούτε λόγχες. Μόνο ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν είχαν (Α' Βασιλειών 13,16-23).
Ο Σαούλ είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του σ' ένα ύψωμα στη Μαγδών. Μαζί του ήταν οι 600 άνδρες και ο αρχιερέας Αχιά, ο οποίος καταγόταν από τη γενιά του Φινεές, γιου του Ηλί. Την επόμενη μέρα, ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, μαζί μ' ένα νεαρό οπλοφόρο που κρατούσε τον οπλισμό του, επιτέθηκαν μόνοι τους σ' ένα φυλάκιο Φιλισταίων. Το φυλάκιο βρισκόταν στη θέση Μασσάβ (Μεσσάβ), ανάμεσα σε δύο απότομους βράχους, που ονομάζονταν Βασές και Σεννά. Από το φυλάκιο υπήρχαν δύο δρόμοι που οδηγούσαν προς τους Φιλισταίους, ο ένας βόρεια απέναντι από τη Μαχμάς και ο άλλος νότια απέναντι από τη Γαβαά. Οι άνδρες του φυλακίου είπαν στον Ιωνάθαν και στο συνοδό του να πλησιάσουν. Όταν πλησίασαν ο Ιωνάθαν χτυπούσε κι έριχνε κάτω τους Φιλισταίους, ενώ ο νεαρός οπλοφόρος του ετοίμαζε τον οπλισμό. Έτσι σκότωσαν περίπου 20 Φιλισταίους. Μετά από το γεγονός αυτό επικράτησε πανικός και φόβος στο στρατόπεδο και στα φυλάκια των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 14,1-15).
Οι σκοποί του Σαούλ παρατήρησαν ότι υπήρχε αναταραχή στο στρατόπεδο των Φιλισταίων. Ο Σαούλ διαπίστωσε ότι έλειπε ο γιος του ο Ιωνάθαν με το νεαρό οπλοφόρο του. Τότε ο Σαούλ είπε στον αρχιερέα Αχιά να ρωτήσει τον Κύριο για το τι πρέπει να κάνουν. Και ενώ ο αρχιερέας απευθυνόταν προς το Θεό, η αναταραχή από το στρατόπεδο των Φιλισταίων μεγάλωνε. Ο Σαούλ με τους στρατιώτες του πλησίασαν το στρατόπεδο των Φιλισταίων. Βλέπουν τότε τους Φιλισταίους να σφάζονται μεταξύ τους μέσα σε μια απερίγραπτη σύγχυση. Μερικοί Ισραηλίτες που είχαν προσχωρήσει στους Φιλισταίους, ενώθηκαν τώρα κι αυτοί μαζί με το Σαούλ και τον Ιωνάθαν. Επίσης οι Ισραηλίτες που είχαν κρυφτεί στα βουνά της φυλής Εφραίμ, όταν άκουσαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν τραπεί σε φυγή, ενώθηκαν με τους άλλους Ισραηλίτες και τους καταδίωξαν. Εκείνη την ημέρα ο Κύριος ελευθέρωσε τους Ισραηλίτες (Α' Βασιλειών 14,16-23).
Ο στρατός που ακολουθούσε τώρα το Σαούλ έφτανε περίπου τους 10.000 άντρες και ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ και έφτασε μέχρι τη Βαμώθ. Αλλά ο Σαούλ εκείνη τη ημέρα έκανε ένα μεγάλο σφάλμα. Απείλησε και καταράστηκε το στρατό του να μη φάει τροφή ώσπου να πάρει εκδίκηση από τους Φιλισταίους. Έτσι κανένας από το στρατό δεν έφαγε τίποτα. Ο Ιωνάθαν όμως δεν ήξερε ότι ο πατέρας του είχε δεσμεύσει με αυτό τον όρκο το στρατό του. Έτσι στο δάσος της Ιάαλ, άπλωσε την άκρη του ραβδιού του και πήρε μια κερήθρα μέλι που βρήκε και έφαγε. Τότε ένας στρατιώτης τον προειδοποίησε για τον όρκο του πατέρα του. Ο Ιωνάθαν του επισήμανε την απερισκεψία του πατέρα του, γιατί έτσι άφησε το στρατό εξαντλημένο να καταδιώκει τους Φιλισταίους (Α' Βασιλειών 14,23-30). Εκείνη τη μέρα οι Ισραηλίτες χτύπησαν τους Φιλισταίους που βρίσκονταν στη Μαχμάς, αλλά ο στρατός ήταν πάρα πολύ εξαντλημένος. Έτσι πήραν τα ζώα από τα λάφυρα, τα έσφαξαν επί τόπου και τα έτρωγαν με το αίμα. Όταν ανάγγειλαν στο Σαούλ ότι ο στρατός αμάρτανε ενώπιον του Κυρίου τρώγοντας και το αίμα των ζώων, τότε επέτρεψε στο στρατό να φάει κανονικά και να μην αμαρτάνει τρώγοντας το αίμα. Έτσι εκείνη τη στιγμή ο Σαούλ, που βρισκόταν στη Γεθθαίμ, έφτιαξε ένα θυσιαστήριο στον Κύριο και έφεραν όλοι τα ζώα τους και τα έσφαξαν εκεί για να τα φάνε κανονικά (Α' Βασιλειών 14,31-35).
Έπειτα ο Σαούλ σχεδίασε να συνεχίσει την καταδίωξη των Φιλισταίων κατά τη νύχτα και να τους εξοντώσει. Γι' αυτό ζήτησε πρώτα να συμβουλευτεί το Θεό, μέσω του αρχιερέα Αχιά, αλλά εκείνη την ημέρα ο Κύριος δεν του αποκρίθηκε. Τότε ο Σαούλ άρχισε ν' αναζητά ποια αμαρτία έγινε εκείνη την ημέρα και έδωσε καινούριο όρκο: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό, που ελευθέρωσε τον Ισραήλ, ότι ακόμη κι αν ο γιος μου ο Ιωνάθαν βρεθεί ένοχος, οπωσδήποτε θα καταδικαστεί σε θάνατο». Κανείς όμως από το στρατό δεν του είπε τίποτα. Τότε ο Σαούλ ρώτησε τον Κύριο γιατί δεν του αποκρίθηκε σήμερα και έριξε κλήρο για να βρεθεί ο ένοχος. Ο κλήρος έπεσε στον Ιωνάθαν και στο Σαούλ, ενώ ο στρατός αποδείχτηκε αθώος. Τότε έριξαν κλήρο ανάμεσα στον Σαούλ και στον Ιωνάθαν, και ο κλήρος έπεσε στον Ιωνάθαν. Τότε ρώτησε ο Σαούλ τον Ιωνάθαν να του αποκαλύψει την αλήθεια και ο Ιωνάθαν του τα φανέρωσε όλα. Τότε ο Σαούλ είπε: «Ο Θεός να με τιμωρήσει σκληρά αν δεν πεθάνεις, Ιωνάθαν». Αλλά οι στρατιώτες διαμαρτυρήθηκαν στο Σαούλ και του είπαν: «Ο Ιωνάθαν θα πεθάνει; Αυτός που έφερε τέτοια μεγάλη νίκη στον Ισραήλ; Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Ορκιζόμαστε στον αληθινό Θεό, πως ούτε μια τρίχα από το κεφάλι του δε θα πέσει στη γη, γιατί με τη βοήθεια του Θεού έπραξε ότι έπραξε σήμερα». Έτσι ο λαός προσευχήθηκε υπέρ του Ιωνάθαν και τον γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Μετά απ' αυτά, ο Σαούλ συνέχισε την καταδίωξη των Φιλισταίων, οι οποίοι πανικόβλητοι γύρισαν πίσω στον τόπο τους (Α' Βασιλειών 14,36-46).
ΑΛΛΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ
Σε όλο το διάστημα της ζωής του Σαούλ ο πόλεμος των Ισραηλιτών εναντίον των αλλόφυλων λαών ήταν έντονος (Α' Βασιλειών 14,52). Ο Σαούλ πολέμησε και νίκησε όλους τους εχθρούς του Ισραήλ, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Ιδουμαίους, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, το βασίλειο του Σουβά και τους κατοίκους της Βαιθεώρ. Ο Σαούλ απάλλαξε τους Ισραηλίτες από τους εχθρικούς λαούς που συνεχώς τους λεηλατούσαν (Α' Βασιλειών 14,47-48). Αρχιστράτηγος του Σαούλ ήταν ο Αβενήρ, ο οποίος ήταν ξάδερφός του και ήταν γιος του Νηρ, θείου του Σαούλ. Ο Κις, πατέρας του Σαούλ, και ο Νηρ, πατέρας του Αβενήρ ήταν αδέρφια και ήταν γιοι του Αβιήλ (Α' Βασιλειών 14,50-51). Ο Σαούλ προσλάμβανε στην υπηρεσία του κάθε άνδρα δυνατό και ικανό (Α' Βασιλειών 14,52).
Ο Σαμουήλ πήγε στο Σαούλ και του είπε ο Κύριος θα του παραδώσει τους Αμαληκίτες: «Τώρα, λοιπόν, άκουσε τα λόγια του Κυρίου: Θα τιμωρήσω τους Αμαληκίτες, γι' αυτό που έκαναν στους Ισραηλίτες, να τους κλείσουν το δρόμο, όταν εκείνοι έβγαιναν από την Αίγυπτο. Πήγαινε, λοιπόν, τώρα να χτυπήσεις τους Αμαληκίτες και να τους εξολοθρεύσεις. Να καταστρέψεις όλα τους τα υπάρχοντα και μην τους λυπηθείς, θα εξοντώσεις όλους τους ανθρώπους και όλα τα ζώα τους» (Α' Βασιλειών 15,1-3). Έτσι ο Σαούλ συγκέντρωσε το στρατό στα Γάλγαλα. Ο στρατός του απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ ήταν 400.000 άνδρες. Απ' αυτούς οι 30.000 ήταν από τη φυλή του Ιούδα. Ο Σαούλ πριν επιτεθεί στους Αμαληκίτες, προειδοποίησε τους Κιναίους απογόνους του πεθερού του Μωυσή, να φύγουν από τη χώρα των Αμαληκιτών για να μην τους εξοντώσουν μαζί με τους Αμαληκίτες, επειδή στο παρελθόν οι Κιναίοι βοήθησαν τους Ισραηλίτες. Οι Κιναίοι πράγματι υπάκουσαν στην εντολή και εγκατέλειψαν τη χώρα των Αμαληκιτών. Στη συνέχεια ο Σαούλ επιτέθηκε και νίκησε τους Αμαληκίτες από την Ευιλάτ έως τη Σουρ, ανατολικά από την Αίγυπτο. Αιχμαλώτισε τον Αγάγ, βασιλιά των Αμαληκιτών, και κατέσφαξε όλο τον πληθυσμό της περιοχής. Αλλά ο Σαούλ και ο στρατός του λυπήθηκαν τον ίδιο τον Αγάγ και τα καλύτερα λάφυρα από τη μάχη, ζώα και γενικά κάθε αγαθό αξίας δεν θέλησαν να τα καταστρέψουν, όπως τους είχε πει ο Κύριος (Α' Βασιλειών 15,4-9).
Ο Σαούλ από υπερβολικό ζήλο για το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα, είχε επιδιώξει κάποτε να εξοντώσει και τους κατοίκους της Γαβαών, επειδή οι Γαβαωνίτες δεν ήταν Ισραηλίτες, αλλά υπολείμματα των Αμορραίων και των Χορραίων. Κατά την είσοδο των Ισραηλιτών στη Χαναάν, ο Ιησούς του Ναυή και οι Ισραηλίτες τους είχαν υποσχεθεί με όρκο να τους αφήσουν να ζήσουν. Έτσι ο Σαούλ φαίνεται ότι προσπάθησε να εκκαθαρίσει το βασίλειό του από αλλόφυλους κατοίκους (Β' Βασιλειών 21,1-2).
Ο ΣΑΟΥΛ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗ ΔΥΣΜΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ο Κύριος οργίστηκε με το Σαούλ και είπε στο Σαμουήλ, ότι ο Σαούλ δεν εκτέλεσε τις εντολές του. Ο Σαμουήλ λυπήθηκε βαθιά κι όλη εκείνη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Το πρωί σηκώθηκε νωρίς και πήγε να συναντήσει το Σαούλ. Ο Σαμουήλ πήγε πρώτα στην πόλη Κάρμηλο, όπου ο Σαούλ είχε χτίσει ένα μνημείο για την νίκη του και μετά πήγε στα Γάλγαλα, όπου βρισκόταν ο Σαούλ. Ο Σαμουήλ είδε το Σαούλ να προσφέρει ως ολοκαύτωμα στον Κύριο τα καλύτερα από τα λάφυρα. Στη συνέχεια τον επέπληξε, γιατί δεν τήρησε κατά γράμμα την εντολή του Κυρίου. Ο Σαούλ δικαιολογήθηκε και τότε ο Σαμουήλ του είπε ότι, ο Κύριος τον έχρισε βασιλιά και τώρα που τον έστειλε να καταστρέψει τελείως τους Αμαληκίτες, αυτός δεν το έπραξε και δεν υπάκουσε στην προσταγή του Κυρίου, αλλά λυπήθηκε το βασιλιά τους και κράτησε τα καλύτερα λάφυρα, ενώ έπρεπε να τα καταστρέψει όλα. Ο Σαούλ δικαιολογήθηκε ότι υπάκουσε στην επιθυμία του λαού, αλλά ο Σαμουήλ του είπε: «Μήπως ο Κύριος επιθυμεί ολοκαυτώματα και θυσίες; Πιο πολύ επιθυμεί να υπακούμε στις εντολές του. Η υπακοή είναι γι' αυτόν καλύτερη από το πάχος των κριαριών. Η ανυπακοή είναι αμαρτία και το ολοκαύτωμα που προσφέρεις, πιο πολύ μοιάζει με ειδωλολατρική θυσία παρά με ολοκαύτωμα στον Κύριο. Επειδή, λοιπόν, περιφρόνησες τις εντολές του Κυρίου, γι' αυτό κι εκείνος σε απέρριψε από το αξίωμα του βασιλιά». Τότε ο Σαούλ ζήτησε συγχώρεση για την πράξη του και θέλησε να επανορθώσει αλλά ο Σαμουήλ του είπε, ότι η απόρριψη του Κυρίου είναι οριστική. Και όπως γύρισε ο Σαμουήλ να φύγει, τον έπιασε ο Σαούλ από την άκρη του μανδύα του και του τον έσκισε. Τότε ο Σαμουήλ του είπε: «Ο Κύριος σήμερα έσκισε κι έκοψε από πάνω σου τη βασιλεία του Ισραήλ και θα την δώσει σ' έναν άλλο, που θα είναι καλύτερος σου. Κάποια μέρα το βασίλειο θα χωριστεί στα δύο. Ο Κύριος αυτά θα τα πραγματοποιήσει και δεν αλλάζει γνώμη, διότι δεν είναι άνθρωπος για ν' αλλάξει γνώμη» (Α' Βασιλειών 15,10-29).
Ο Σαούλ του ζήτησε τότε να τον τιμήσει για μια ακόμα φορά μπροστά στο λαό και έτσι ο Σαμουήλ ακολούθησε το Σαούλ. Τότε ο Σαμουήλ ζήτησε να του φέρουν μπροστά του τον Αγάγ, τον βασιλιά των Αμαληκιτών, τον οποίο εκτέλεσε μ' ένα σπαθί εκεί στα Γάλγαλα, ενώπιον του Κυρίου. Μετά ο Σαμουήλ πήγε στην πατρίδα του την Αρμαθαΐμ, και ο Σαούλ πήγε στο σπίτι του, στη Γαβαά. Ο Σαμουήλ όσο ζούσε δεν είδε πια το Σαούλ και ήταν βαθιά λυπημένος γι' αυτόν, όπως κι ο Κύριος είχε μετανιώσει που διάλεξε το Σαούλ για βασιλιά στον Ισραήλ (Α' Βασιλειών 15,30-35).
Ο ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ
Ο χαρακτήρας του και η συμπεριφορά του Σαούλ θ' αλλάξει στη συνέχεια δραματικά. Το Πνεύμα του Κυρίου είχε πια φύγει από το Σαούλ, και τον τυραννούσε ένα κακό πνεύμα σταλμένο από τον Κύριο. Οι δούλοι του Σαούλ του έφεραν το Δαβίδ, που ο Κύριος ήταν μαζί του, ήταν καλός μουσικός και ήξερε να παίζει άρπα, έτσι ώστε όταν ερχόταν το κακό πνεύμα, να παίζει μουσική και να γίνεται καλά. Τότε ο Σαούλ έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιεσσαί και ζήτησε το γιο του, το Δαβίδ. Ο Ιεσσαί πήρε ένα γαϊδούρι, το φόρτωσε με ψωμιά, ένα ασκί κρασί κι ένα κατσίκι και τα έστειλε με το Δαβίδ ως δώρα στο Σαούλ. Ο Δαβίδ παρουσιάστηκε στο Σαούλ και εκείνος τον συμπάθησε πολύ και τον έκανε οπλοφόρο του. Ο Δαβίδ έμεινε μαζί με το Σαούλ, γιατί είχε κερδίσει την εύνοια του. Έτσι, όποτε ερχόταν το κακό πνεύμα στο Σαούλ, ο Δαβίδ έπαιρνε στα χέρια του την άρπα κι έπαιζε και ο Σαούλ ανακουφιζόταν. Το κακό πνεύμα έφευγε από πάνω του και ηρεμούσε (Α' Βασιλειών 16,14-23).
Λίγο καιρό αργότερα οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν το στρατό τους για πόλεμο με τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στην Εφερμέμ, που βρίσκεται στην περιοχή της φυλής Ιούδα, μεταξύ Σοκχώθ και Αζηκά. Οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν στην πλαγιά ενός βουνού και οι Ισραηλίτες στην πλαγιά του απέναντι βουνού κι ανάμεσα τους ήταν η κοιλάδα (Α' Βασιλειών 17,1-3). Τότε βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων, ένας δυνατός πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, από τη Γεθ, που το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα. Φορούσε περικεφαλαία στο κεφάλι του και αλυσιδωτό θώρακα, από χαλκό και σίδηρο, που το βάρος του ήταν περίπου 50 κιλά. Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινη ασπίδα στους ώμους του. Το δόρυ του ήταν χοντρό και μεγάλο, σαν το αντί του αργαλειού και η σιδερένια λόγχη του ζύγιζε περίπου 6,5 κιλά. Ο οπλοφόρος του κρατούσε τα όπλα του και βάδιζε μπροστά του (Α' Βασιλειών 17,4-7). Ο Γολιάθ στάθηκε αλαζονικά και φώναξε προς τις γραμμές των Ισραηλιτών: «Γιατί βγήκατε να παραταχθείτε για πόλεμο; Εγώ είμαι ένας Φιλισταίος κι εσείς οι Εβραίοι του Σαούλ. Διαλέξτε λοιπόν έναν άντρα κι ας έρθει ν' αναμετρηθεί μαζί μου. Αν καταφέρει να με νικήσει και να με σκοτώσει, τότε εμείς θα γίνουμε δούλοι σας. Αν όμως εγώ τον νικήσω και τον σκοτώσω, τότε εσείς θα γίνετε δούλοι μας και θα μας υπηρετείτε πάντοτε». Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια του Φιλισταίου ο Σαούλ και οι Ισραηλίτες, τα 'χασαν και τρόμαξαν (Α' Βασιλειών 17,8-11).
Ο Γολιάθ για σαράντα μέρες προκαλούσε τους Ισραηλίτες για να αναμετρηθεί με κάποιον από αυτούς. Στο μεταξύ ο Σαούλ είχε δώσει διαταγή, όποιος Ισραηλίτης πολεμήσει με τον Γολιάθ και μπορέσει να τον σκοτώσει, θα τον γεμίσει πλούτη, θα του δώσει την κόρη του για γυναίκα και θ' απαλλάξει το πατρικό του σπίτι από τους φόρους. Ο Δαβίδ όταν άκουσε τον γίγαντα, να μιλάει υβριστικά και εμπαικτικά εναντίον των Ισραηλιτών, είπε στους στρατιώτες που ήταν κοντά του εάν αληθεύει η διαταγή του Σαούλ και είπε ακόμη: «ποιος είναι αυτός ο απερίτμητος, που εξευτελίζει έτσι τα στρατεύματα του αληθινού Θεού». Οι στρατιώτες επιβεβαίωσαν τη διαταγή του Σαούλ (Α' Βασιλειών 17,19-27). Τα λόγια που έλεγε ο Δαβίδ διαδόθηκαν κι έφτασαν μέχρι το Σαούλ, ο οποίος έστειλε έναν άνθρωπο να τον οδηγήσουν σ' αυτόν. Ο Δαβίδ είπε στο Σαούλ: «Κανένας δεν πρέπει να χάνει το θάρρος του εξαιτίας αυτού του Φιλισταίου. Ο δούλος σου θα πάω και θ' αναμετρηθώ μαζί του». Ο Σαούλ του απάντησε «Δε θα μπορέσεις ν' αναμετρηθείς μ' αυτόν τον Φιλισταίο, διότι εσύ είσαι μικρός στην ηλικία κι εκείνος είναι άντρας και πολεμιστής από τα νιάτα του». Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Όταν έβοσκα τα πρόβατα του πατέρα μου κι ερχόταν κανένα λιοντάρι ή καμιά αρκούδα κι άρπαζε ένα πρόβατο από το κοπάδι, τότε εγώ έτρεχα ξωπίσω τους και τα σκότωνα και γλίτωνα το πρόβατο από το στόμα τους. Κι όταν κάποτε ένα λιοντάρι χύμηξε πάνω μου, εγώ το άρπαξα από τη χαίτη του, το χτύπησα και το σκότωσα. Έχω σκοτώσει λιοντάρια και αρκούδες. Ότι έπαθαν εκείνα, το ίδιο θα πάθει κι ετούτος εδώ ο απερίτμητος Φιλισταίος. Θα αναμετρηθώ μαζί του και θα εξαλείψω την προσβολή, που έχει κάνει κατά του ισραηλιτικού λαού και τόλμησε να μιλήσει περιφρονητικά για τα στρατεύματα του αληθινού Θεού. Ο Κύριος, που με γλίτωσε από το στόμα του λιονταριού και της αρκούδας, αυτός θα με γλιτώσει κι από τα χέρια αυτού του Φιλισταίου». Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Πήγαινε και ο Κύριος ας είναι μαζί σου». Του φόρεσε μάλιστα στρατιωτικό μανδύα, του έβαλε στο κεφάλι χάλκινη περικεφαλαία και του φόρεσε πανοπλία πάνω από το μανδύα. Ο Δαβίδ ζώστηκε το ξίφος του Σαούλ και προσπάθησε να περπατήσει, αλλά με δυσκολία το κατόρθωσε. Τότε είπε στο Σαούλ: «Δεν μπορώ να περπατήσω μ' αυτή την πανοπλία, γιατί δεν την έχω συνηθίσει». Και την έβγαλε από πάνω του. Μετά πήρε στο χέρι του το ραβδί του, διάλεξε πέντε λεία λιθάρια από το ποτάμι, τα έβαλε στο σακούλι που είχε μαζί του, πήρε στο χέρι τη σφεντόνα και πήγε ν' αναμετρηθεί με το Φιλισταίο (Α' Βασιλειών 17,31-40). Κατά τη μονομαχία που ακολούθησε ο Δαβίδ με τη σφενδόνα του σκότωσε το γίγαντα Γολιάθ και οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι σκοτώθηκε ο ακατανίκητος ήρωάς τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι άνδρες του Ισραήλ και του Ιούδα φωνάζοντας πολεμικές ιαχές, καταδίωξαν τους Φιλισταίους ως τη Γεθ, την Ασκάλωνα και την Ακκαρών. Όλη η περιοχή γέμισε με νεκρούς και τραυματίες των Φιλισταίων. Όταν οι Ισραηλίτες γύριζαν από την καταδίωξη, λεηλάτησαν όλα τα εχθρικά στρατόπεδα (Α' Βασιλειών 17,51-54).
Όταν ο Σαούλ είδε το Δαβίδ να προχωράει σε μονομαχία κατά του Γολιάθ, προφανώς επηρεασμένος από το κακό πνεύμα που τον ταλαιπωρούσε, είπε στον Αβενήρ, αρχηγό του στρατού του, ποιανού γιος είναι αυτός ο νεαρός; Ο Αβενήρ του απάντησε αρνητικά ότι δεν τον γνωρίζει. Όταν όμως ο Δαβίδ γύρισε από το φόνο του Γολιάθ, τον πήρε ο Αβενήρ και τον παρουσίασε στο Σαούλ, ενώ ο Δαβίδ κρατούσε ακόμη το κεφάλι του Γολιάθ στο χέρι του. Ο Σαούλ τον ρώτησε: «Τίνος γιος είσ' εσύ, νέε μου;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Είμαι γιος του δούλου σου, του Ιεσσαί του Βηθλεεμίτη» (Α' Βασιλειών 17,55-58).
Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ ΜΕ ΤΟ ΔΑΒΙΔ
Από την ημέρα εκείνη ο Σαούλ κράτησε το Δαβίδ στο παλάτι και δεν τον άφησε να γυρίσει στο σπίτι του πατέρα του. Ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, συμπάθησε πολύ το Δαβίδ και τον αγάπησε σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι ο Ιωνάθαν και ο Δαβίδ δημιούργησαν στενή φιλία. Έβγαλε μάλιστα το πανωφόρι που φορούσε και του τον έδωσε. Του έδωσε επίσης το στρατιωτικό μανδύα του, ακόμη και το ξίφος του, το τόξο και τη ζώνη του. Ο Δαβίδ διεξήγαγε με μεγάλη επιτυχία οποιαδήποτε αποστολή του ανέθετε ο Σαούλ. Έτσι τον τοποθέτησε αρχηγό του στρατού του. Αυτό ευχαρίστησε όλο το στρατό και τους αξιωματούχους του βασιλιά (Α' Βασιλειών 18,1-5).
Καθώς ο στρατός επέστρεφε, αφού ο Δαβίδ είχε σκοτώσει το Γολιάθ, έβγαιναν οι γυναίκες από όλες τις ισραηλιτικές πόλεις, απ' όπου περνούσαν, και τους υποδέχονταν με τραγούδια και χορούς, με τύμπανα, με κύμβαλα και με κραυγές χαράς. Οι γυναίκες που χόρευαν, φώναζαν χαρούμενα κι έλεγαν: «Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες μα ο Δαβίδ μυριάδες». Του Σαούλ του κακοφάνηκαν αυτά τα λόγια κι οργίστηκε πάρα πολύ. Έτσι από τη μέρα εκείνη ο Σαούλ άρχισε να ζηλεύει το Δαβίδ (Α' Βασιλειών 18,6-9).
Την άλλη μέρα, το κακό πνεύμα ήρθε πάλι στο Σαούλ και τον έπιασε κρίση μέσα στο ανάκτορο, ενώ ο Δαβίδ έπαιζε την άρπα, όπως κάθε μέρα. Ο Σαούλ κρατούσε ακόντιο στα χέρια του και σε μια στιγμή έριξε το ακόντιο, αλλά ο Δαβίδ δυο φορές του ξέφυγε. Ο Σαούλ φοβόταν το Δαβίδ. Έτσι απομάκρυνε το Δαβίδ από κοντά του και τον έκανε χιλίαρχο. Ο Δαβίδ ήταν συνετός και οδηγούσε το στρατό στις μάχες. Ο Κύριος ήταν μαζί του και είχε επιτυχία σε οτιδήποτε επιχειρούσε. Στο διάστημα αυτό απόκτησε μεγάλη φήμη κι έγινε πολύ αγαπητός στο λαό. Ο Σαούλ, βλέποντας τη σύνεση του Δαβίδ και τις μεγάλες επιτυχίες του, τον φοβήθηκε ακόμη πιο πολύ (Α' Βασιλειών 18,10-16).
Ο Σαούλ πρότεινε στο Δαβίδ να τον παντρέψει με τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Μερόβ (Μεράβ), με τον όρο να ηγηθεί του στρατού του στους πολέμους των Ισραηλιτών εναντίον των εχθρικών λαών. Ο Σαούλ δεν ήθελε ν' απλώσει φονικό χέρι πάνω στο Δαβίδ, επειδή ήταν πολύ αγαπητός στο λαό, γι' αυτό σκέφτηκε να φονευθεί σε μάχη από αλλόφυλους. Ο Δαβίδ θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο να γίνει γαμπρός του Σαούλ, αλλά όταν όμως ήρθε ο καιρός να του τη δώσει, ο Σαούλ άλλαξε γνώμη και την έδωσε στον Αδριήλ το Μοθυλαθείτη. Αλλά η Μελχόλ (Μιχάλ), η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ και το ανάγγειλαν στον πατέρα της. Του Σαούλ του άρεσε η ιδέα, γιατί σκέφτηκε ότι μέσω της κόρης του θα τον παγιδεύσει και θα σκοτωνόταν σε κάποια μάχη με τους Φιλισταίους. Οι αξιωματούχοι του Σαούλ μετέφεραν στο Δαβίδ την πρόταση του Σαούλ να τον παντρέψει με τη μικρότερη κόρη του. Εκείνος θεώρησε και πάλι ανάξιο τον εαυτό του να γίνει γαμπρός του Σαούλ, επειδή ήταν αρκετά φτωχός και δεν είχε να προσφέρει κάποιο σημαντικό δώρο στο βασιλιά για την κόρη του. Οι αξιωματούχοι μετέφεραν την απάντηση του Δαβίδ στο Σαούλ και εκείνος απάντησε, ότι δεν θέλει κάποιο σημαντικό δώρο παρά μόνο να του πάει εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων, να κόψει δηλαδή ο Δαβίδ το άκρο του γεννητικού μορίου εκατό Φιλισταίων, προκειμένου να εκδικηθεί τους εχθρούς του βασιλιά. Ο Σαούλ σκεφτόταν πως με αυτόν τον τρόπο θα τον έριχνε στα χέρια των Φιλισταίων. Ο Δαβίδ δέχτηκε να γίνει γαμπρός του βασιλιά μ' αυτόν τον όρο. Προτού μάλιστα συμπληρωθούν οι μέρες της διορίας, ο Δαβίδ με τους άντρες του, σκότωσε εκατό Φιλισταίους κι έφερε τις ακροβυστίες τους στο Σαούλ. Έτσι ο Σαούλ του έδωσε την κόρη του, τη Μελχόλ, για γυναίκα. Όταν ο Σαούλ διαπίστωσε ότι ο Κύριος ήταν με το Δαβίδ και ότι όλος ο λαός τον αγαπούσε, άρχισε να τον φοβάται ακόμη περισσότερο, και η έχθρα του γι' αυτόν έγινε μόνιμη κι οριστική (Α' Βασιλειών 18,17-29).
Λόγω των επιτυχιών του Δαβίδ και της μεγάλης δημοτικότητάς του, ο Σαούλ τον φθόνησε ακόμη περισσότερο. Έτσι ο Σαούλ είπε στο γιο του τον Ιωνάθαν και σ' όλους τους αξιωματούχους του να σκοτώσουν το Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν όμως τον αγαπούσε πάρα πολύ. Έτσι τον προειδοποίησε και του είπε να πάει να κρυφτεί και εκείνος στο μεταξύ θα μιλούσε θετικά στον πατέρα του γι' αυτόν. Ο Ιωνάθαν, λοιπόν, μια μέρα που βγήκαν στους αγρούς με τον πατέρα του, μίλησε με τα καλύτερα λόγια για το Δαβίδ και ο Σαούλ υποχώρησε μετά απ' αυτά που του είπε ο γιος του. Τότε ο Ιωνάθαν πήγε και βρήκε το Δαβίδ, του ανέφερε όλα όσα είχαν συζητηθεί και τον οδήγησε στο Σαούλ. Έτσι ο Δαβίδ ανέλαβε την υπηρεσία του κοντά στο βασιλιά, όπως και πριν (Α' Βασιλειών 19,1-7).
Ο πόλεμος με τους Φιλισταίους ξανάρχισε κι ο Δαβίδ τους νίκησε και τους επέφερε πολύ μεγάλη καταστροφή, οι οποίοι πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή. Μια μέρα ήρθε πάλι το κακό πνεύμα στο Σαούλ, ενώ καθόταν στο ανάκτορό του, με το ακόντιο στα χέρια του και ο Δαβίδ του έπαιζε μουσική. Ο Σαούλ βρήκε πάλι την ευκαιρία και του πέταξε το ακόντιο, αλλά ο Δαβίδ ξέφυγε και το ακόντιο χτύπησε στον τοίχο (Α' Βασιλειών 19,8-10). Εκείνη τη νύχτα, ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η γυναίκα του Δαβίδ, η Μελχόλ, τον ειδοποίησε και εκείνος διέφυγε από το παράθυρο και ξέφυγε. Τότε η Μελχόλ πήρε ένα από τα αγάλματα του σπιτιού, το τοποθέτησε στο κρεβάτι του Δαβίδ, έβαλε στο προσκέφαλο ένα κατσικίσιο συκώτι και τα σκέπασε με το πανωφόρι του Δαβίδ, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο Δαβίδ κοιμόταν. Οι απεσταλμένοι του Σαούλ του είπαν ότι ο Δαβίδ ήταν αδιάθετος και κοιμόταν. Αυτός τους είπε να τον φέρουν μπροστά του, όπως ήταν πάνω στο κρεβάτι για να τον φονεύσει. Τότε αυτοί μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι και στο κρεβάτι δε βρήκαν παρά μονάχα το άγαλμα και το κατσικίσιο συκώτι στο προσκέφαλο. Ανακοίνωσαν το γεγονός στο Σαούλ κι εκείνος ρώτησε την κόρη του γιατί τον άφησε να ξεφύγει. Η Μελχόλ είπε στον πατέρα της, ότι ο Δαβίδ την απείλησε δήθεν να τη σκοτώσει και γι' αυτό ξέφυγε (Α' Βασιλειών 19,11-17).
Έτσι ο Δαβίδ κατόρθωσε να ξεφύγει. Πήγε στο Σαμουήλ στην Αρμαθαΐμ, και του διηγήθηκε όλα όσα του είχε κάνει ο Σαούλ. Τότε μαζί με το Σαμουήλ πήγαν κι έμειναν στη Ναυάθ, κοντά στην Αρμαθαΐμ. Κάποιοι ανέφεραν στο Σαούλ, ότι ο Δαβίδ βρισκόταν στη Ναυάθ, κι εκείνος έστειλε ανθρώπους να τον συλλάβουν. Οι απεσταλμένοι όταν έφτασαν εκεί, είδαν μια σύναξη προφητών με επικεφαλής το Σαμουήλ να προφητεύουν, και τότε, το Πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω τους κι άρχισαν να προφητεύουν κι αυτοί. Όταν το έμαθε ο Σαούλ, έστειλε άλλους απεσταλμένους, αλλά κι αυτοί άρχισαν να προφητεύουν. Και την τρίτη φορά που έστειλε ανθρώπους άρχισαν κι εκείνοι να προφητεύουν. Τότε ο Σαούλ κατελήφθη από μεγάλη οργή και τότε πήγε ο ίδιος. Όταν έφτασε στο πηγάδι του αλωνιού που βρισκόταν στη Σεφί, ρώτησε να του πουν που βρισκόταν ο Σαμουήλ. Εκείνοι του είπαν, ότι βρίσκεται στη Ναυάθ. Όταν ο Σαούλ έφτασε εκεί, το Πνεύμα του Θεού ήρθε πάνω και σ' αυτόν και άρχισε να προφητεύει μπροστά στο Σαμουήλ και το Δαβίδ. Τότε όλη την ημέρα απόμεινε γυμνός προφητεύοντας και οι άνθρωποί του αναρωτιόντουσαν αν ο βασιλιάς τους ήταν προφήτης (Α' Βασιλειών 19,18-24).
Όταν ο Σαούλ κάθισε στο τραπέζι για να φάει, όπως συνήθιζε, κάθισε στο κάθισμά του, κοντά στον τοίχο. Ο Ιωνάθαν κάθισε απέναντί του κι ο Αβεννήρ πλάι στο Σαούλ, ενώ η θέση του Δαβίδ ήταν άδεια. Ο Σαούλ δεν είπε τίποτα εκείνη την ημέρα, αλλά την επόμενη μέρα που η θέση του Δαβίδ ήταν πάλι άδεια, ρώτησε το γιο του τον Ιωνάθαν, που είναι ο Δαβίδ και γιατί δεν παραβρέθηκε στο τραπέζι. Ο Ιωνάθαν τον δικαιολόγησε, ότι δήθεν πήγε στη Βηθλεέμ, κοντά στην οικογένειά του. Τότε οργίστηκε ο Σαούλ εναντίον του Ιωνάθαν και τον απείλησε ότι λόγω της φιλίας του με το Δαβίδ δεν πρόκειται ποτέ να τον διαδεχτεί στη βασιλεία. Κατόπιν τον διέταξε να συλλάβει το Δαβίδ και να του τον παραδώσει για να πεθάνει. Ο Ιωνάθαν υπερασπίστηκε το Δαβίδ και τότε ο Σαούλ, τυφλωμένος από οργή, έριξε το ακόντιο εναντίον του γιου του για να τον σκοτώσει. Τότε κατάλαβε ο Ιωνάθαν ότι ο πατέρας του είχε αποφασίσει να σκοτώσει το Δαβίδ. Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι πολύ οργισμένος και δεν κάθισε να φάει μαζί με τον πατέρα του (Α' Βασιλειών 20,24-34).
Εκείνη την περίοδο ο Σαούλ βρισκόταν στη Γαβαά, όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ κρυβόταν και ότι υπήρχε γύρω του μια ομάδα αντρών που τον ακολουθούσαν. Τότε ένας δούλος του, ο Δωήκ ο Σύρος, του είπε ότι τον είδε στην Νομβά, μαζί με τον ιερέα Αβιμέλεχ. Ο Σαούλ κάλεσε τον ιερέα Αβιμέλεχ και του ζήτησε ευθύνες που φιλοξένησε το Δαβίδ. Μετά διέταξε το θάνατο όλων των ιερέων στη Νομβά και επειδή οι σωματοφύλακες που στέκονταν γύρω του δεν θέλησαν ν' απλώσουν χέρι στους ιερείς του Κυρίου και να τους σκοτώσουν, τότε διέταξε τον Δωήκ τον Σύρο να πραγματοποιήσει τη διαταγή. Έτσι ο Δωήκ ο Σύρος πήγε και σκότωσε όλους τους ιερείς στη Νομβά, περίπου 85 άντρες. Ακόμη ο Σαούλ παρέδωσε στη σφαγή κι όλους τους κατοίκους της Νομβά, άντρες, γυναίκες, παιδιά και ζώα (Α' Βασιλειών 22,6-19).
Μια μέρα έφεραν στο Σαούλ την είδηση ότι ο Δαβίδ ελευθέρωσε την Κεϊλά από τους Φιλισταίους. Τότε κάλεσε όλο το στρατό του να πάνε στην Κεϊλά, να την πολιορκήσουν και να αποκλείσουν εκεί το Δαβίδ και τους άνδρες του, αλλά όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ έφυγε από την πόλη, ματαίωσε την εκστρατεία (Α' Βασιλειών 23,1-13). Λίγο καιρό αργότερα οι κάτοικοι της περιοχής Ζιφ πήγαν στο Σαούλ και του είπαν, ότι ο Δαβίδ κρύβεται στην περιοχή τους, στην Μασερέμ (Μεσσαρά), στις δύσβατες περιοχές της Καινής Ζιφ, στο όρος Εχελά δεξιά του Ιεσσαιμούν. Ο Σαούλ τους ευχαρίστησε και μαζί με τους άνδρες του, ακολούθησαν τους κατοίκους της Ζιφ, για να αποκλείσουν το Δαβίδ. Αλλά ο Δαβίδ αντιλήφθηκε τις κινήσεις του Σαούλ και πήγε να κρυφτεί σ' ένα μεγάλο βράχο στην έρημο Μαάν, που ήταν εκεί κοντά, δεξιά του Ιεσσαιμούν. Το 'μαθε ο Σαούλ και τον καταδίωξε κι εκεί. Ο Σαούλ κινούνταν με το στρατό του στη μια πλαγιά του βουνού ενώ ο Δαβίδ με τους άνδρες του στην άλλη. Έτρεχαν να γλιτώσουν από το Σαούλ, γιατί αυτός κόντευε να τους περικυκλώσει με τους άνδρες του και να τους συλλάβει. Έφτασε όμως ένας αγγελιοφόρος και είπε στο Σαούλ, ότι οι αλλόφυλοι (Φιλισταίοι) εισέβαλλαν στη χώρα. Έτσι ο Σαούλ σταμάτησε την καταδίωξη του Δαβίδ και πήγε να πολεμήσει τους Φιλισταίους. Ο βράχος εκείνος ονομάστηκε «Πέτρα Διαχωρισμού», διότι εκεί χωρίστηκαν ο Σαούλ με το Δαβίδ (Α' Βασιλειών 23,19-28).
Ο Δαβίδ έφυγε από κείνη την περιοχή και πήγε να μείνει στις σπηλιές της Εγγαδδί. Όταν γύρισε ο Σαούλ από την καταδίωξη των Φιλισταίων, του έφεραν την είδηση ότι ο Δαβίδ βρίσκεται στην έρημο και στις σπηλιές της Εγγαδδί, στην περιοχή της Σαδαιέμ. Τότε πήρε 3.000 επίλεκτους άνδρες και πήγε να καταδιώξει το Δαβίδ και τους άνδρες του (Α' Βασιλειών 24,1-3). Όταν έφτασε εκεί, που έβοσκαν τα ζώα της περιοχής, μπήκε σε μια σπηλιά για να ανακουφιστεί και να ξεκουραστεί. Αλλά ο Δαβίδ και οι άνδρες του βρισκόντουσαν βαθιά στο εσωτερικό της σπηλιάς και ο Σαούλ δεν τους πήρε είδηση. Τότε οι άντρες του του είπαν, ότι ήταν ευκαιρία να τον σκοτώσει. Ο Δαβίδ έκοψε κρυφά την άκρη από το μανδύα του Σαούλ, αλλά απέτρεψε τους άντρες του και δεν τους άφησε να επιτεθούν στο Σαούλ (Α' Βασιλειών 24,4-8).
Σε λίγο ο Σαούλ έφυγε από τη σπηλιά και συνέχισε το δρόμο του. Ο Δαβίδ βγήκε από τη σπηλιά και φώναξε πίσω από το Σαούλ: «Κύριε μου, βασιλιά!» Ο Σαούλ γύρισε πίσω του να δει κι ο Δαβίδ γονάτισε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Μετά του φώναξε: «Γιατί ακούς αυτούς που σου λένε ότι ζητάω το κακό σου; Να, σήμερα ο Κύριος σε παρέδωσε στα χέρια μου μέσα στη σπηλιά! Μερικοί μου είπαν να σε σκοτώσω, αλλά εγώ σε λυπήθηκα και τους είπα ότι δεν πρόκειται ν' απλώσω το χέρι μου πάνω στον κύριό μου και βασιλιά μου, γιατί αυτός έχει χρισθεί από τον Κύριο. Κοίτα την άκρη του μανδύα σου που την κρατώ στο χέρι μου. Έκοψα την άκρη από το μανδύα σου, εσένα όμως δεν σε σκότωσα. Βλέπεις, λοιπόν, ότι δεν έχω πρόθεση ούτε να σε βλάψω, ούτε να επαναστατήσω εναντίον σου. Βλέπεις ότι δεν αμάρτησα εναντίον σου, ενώ εσύ ζητάς ευκαιρία για να μου στερήσεις τη ζωή. Ο Κύριος ας κρίνει τη διαφορά μας και ο Κύριος ας μου αποδώσει το δίκαιο απέναντί σου. Εγώ όμως δεν θ' απλώσω το χέρι μου πάνω σου. Ο Κύριος ας έρθει κριτής κι ας κρίνει ανάμεσα σ' εμάς τους δυο. Ας εξετάσει κι ας δικαιώσει την υπόθεση μου και ας με γλιτώσει από τα χέρια σου» (Α' Βασιλειών 24,9-16).
Όταν ο Δαβίδ τέλειωσε, ο Σαούλ ξέσπασε σε δυνατό κλάμα και του είπε: «Παιδί μου Δαβίδ, εσύ είσαι δικαιότερος από μένα. Εσύ μου έκανες καλό, ενώ εγώ σου ανταπέδωσα κακό. Σήμερα μου απέδειξες την καλοσύνη σου, γιατί ενώ ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια σου, εσύ δεν με σκότωσες. Ο Κύριος να σου ανταποδώσει το καλό που μου έκανες σήμερα. Ξέρω καλά ότι μια μέρα θα βασιλέψεις και ότι στα χέρια σου το βασίλειο του Ισραήλ θα στερεωθεί. Τώρα, λοιπόν, ορκίσου μου στον Κύριο ότι δε θα εξαφανίσεις τη μνήμη μου και τη μνήμη της οικογένειας μου σκοτώνοντας τους απογόνους μου». Ο Δαβίδ έδωσε όρκο στο Σαούλ. Μετά ο Σαούλ γύρισε στο σπίτι του, ενώ ο Δαβίδ και οι άνδρες του ανέβηκαν στη σπηλιά της Μεσσαράς (Α' Βασιλειών 24,17-23).
Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΜΕ ΤΟ ΣΑΟΥΛ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Αργότερα ο Σαούλ, όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ παντρεύτηκε την Αβιγαία και την Αχινόομ, έδωσε την κόρη του τη Μελχόλ, στον Φαλτί, γιο του Αμίς, ο οποίος καταγόταν από τη Ρομμά (Α' Βασιλειών 25,43-44).
Εκείνο τον καιρό κάτοικοι από την περιοχή της Ζιφ ήρθαν πάλι στο Σαούλ, στη Γαβαά, και του είπαν ότι ο Δαβίδ κρύβεται στην περιοχή τους, στο βουνό Εχελά, απέναντι από τον Ιεσσαιμούν. Ο Σαούλ τότε πήγε στην έρημο Ζιφ με 3.000 επίλεκτους άνδρες, για να ψάξει για το Δαβίδ. Ο Σαούλ στρατοπέδευσε στο βουνό Εχελά, πάνω στο δρόμο (Α' Βασιλειών 26,1-3). Όταν ο Δαβίδ, που έμενε στην έρημο, άκουσε πως ο Σαούλ τον αναζητούσε, έστειλε κατασκόπους να βεβαιωθούν, ότι πράγματι ο Σαούλ είχε έρθει από την Κεϊλά με στρατό. Τότε μαζί με δύο άνδρες του πήγαν στο στρατόπεδο του Σαούλ τη νύχτα. Είδε που κοιμόταν ο Σαούλ κι ο Αβεννήρ, ο αρχιστράτηγός του. Ο Σαούλ και ο Αβεννήρ κοιμόντουσαν στο κέντρο του στρατοπέδου, ενώ οι άλλοι στρατιώτες κοιμόντουσαν στις σκηνές τους γύρω από τον Σαούλ. Ο Δαβίδ μαζί με τον Αβεσσά, γιο της αδερφής του της Σαρουΐας, έφτασαν μέχρι τη σκηνή που κοιμόταν ο Σαούλ. Τον είδαν να κοιμάται με το ακόντιο του μπηγμένο στο έδαφος, πλάι στο κεφάλι του. Τότε ο Αβεσσά ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια να τον σκοτώσει, αλλά ο Δαβίδ τον εμπόδισε ν' απλώσει χέρι πάνω του, γιατί ο Σαούλ έχει χριστεί βασιλιάς από τον Θεό και μόνο ο ίδιος ο Κύριος θα θέσει τέρμα στη ζωή του Σαούλ, είτε πεθάνει από φυσικό θάνατο, είτε σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης. Του είπε όμως να πάρει το ακόντιο, που είναι κοντά στο κεφάλι του και το δοχείο με το νερό. Έτσι πήρε ο Δαβίδ το ακόντιο και το δοχείο με το νερό, και έφυγαν. Κανένας δεν είδε και κανένας δεν κατάλαβε τίποτα. Όλοι τους κοιμόνταν, γιατί ο Κύριος τους είχε κάνει να πέσουν σε ύπνο βαθύ (Α' Βασιλειών 26,3-12).
Ο Δαβίδ πέρασε στην απέναντι πλευρά του βουνού Εχελά και στάθηκε στην κορυφή του απέναντι βουνού, σε μεγάλη απόσταση από το στρατόπεδο του Σαούλ. Τότε φώναξε στον Αβεννήρ, τον αρχιστράτηγο του Σαούλ: «Αβεννήρ, δεν θα μου απαντήσεις;» Κι ο Αβεννήρ απάντησε: «Ποιος είσ' εσύ που με φωνάζεις;» Ο Δαβίδ του είπε: «Ποιος άλλος είναι τόσο ανδρείος, μεταξύ των Ισραηλιτών, από σένα! Γιατί, λοιπόν, δεν προφύλαξες τον κύριό σου, το βασιλιά; Κάποιος μπήκε στο στρατόπεδό σου για να φονεύσει το βασιλιά. Έδειξες αμέλεια και ορκίζομαι ότι όλοι σας είστε άξιοι θανάτου, γιατί δε φυλάξατε τον κύριό σας, τον εκλεκτό του Κυρίου. Και τώρα ψάξε να βρεις πού είναι το βασιλικό δόρυ και το δοχείο με το νερό, που ήταν πλάι στο βασιλιά». Ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαβίδ και φώναξε: «Η φωνή σου είν' αυτή, γιε μου, Δαβίδ;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Ναι εγώ είμαι, κύριε μου. Γιατί με καταδιώκεις εμένα το δούλο σου; Τι κακό έκανα; Ποιο αδίκημα έχω πράξει; Τώρα, λοιπόν, άκουσε με σε παρακαλώ: Αν ο Κύριος σε παρακίνησε εναντίον μου, ας τον εξευμενίσουμε με μια θυσία. Αν όμως σε παρακινούν άνθρωποι, ας είναι καταραμένοι ενώπιον του Κυρίου, γιατί με καταδιώκουν και δε μ' αφήνουν να ζήσω ήσυχος στη χώρα που έδωσε ο Κύριος ως κληρονομιά στο λαό του. Ας μη χυθεί το αίμα μου μακριά από το πρόσωπο του Κυρίου». Ο Σαούλ απάντησε: «Έσφαλα απέναντί σου Δαβίδ. Γύρνα πίσω, γιε μου! Δε θα σου κάνω πια κακό, αφού σεβάστηκες σήμερα τη ζωή μου. Φέρθηκα ανόητα και παραπλανήθηκα πάρα πολύ». Ο Δαβίδ του είπε: «Εδώ είναι το ακόντιο σου, βασιλιά. Ας έρθει ένας από τους άνδρες σου να το πάρει. Ο Κύριος ας ανταποδώσει στον καθένα μας ανάλογα με τα έργα του και την πίστη του. Σήμερα σε παρέδωσε ο Κύριος στα χέρια μου, αλλά εγώ δεν θέλησα ν' απλώσω το χέρι μου στον εκλεκτό του. Κι όπως εγώ σεβάστηκα σήμερα τη ζωή σου, έτσι ας σεβαστεί κι ο Κύριος τη δική μου ζωή κι ας με ελευθερώσει από όλα αυτά τα δεινά». Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Ευλογημένος να είσαι, γιε μου, Δαβίδ! Εσύ θα κατορθώσεις μεγάλα πράγματα και με δύναμη πολλή θα επικρατήσεις». Ο Δαβίδ εξακολούθησε το δρόμο του, ενώ ο Σαούλ γύρισε στο σπίτι του (Α' Βασιλειών 26,13-25). Αργότερα όταν έφτασε η είδηση στο Σαούλ, ότι ο Δαβίδ έφυγε στη Γεθ, σταμάτησε πια να τον καταδιώκει (Α' Βασιλειών 27,4).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ
Εκείνο τον καιρό οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν όλες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην πόλη Σωμάν (Σουνήμ), ενώ οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στο όρος Γελβουέ. Όταν είδε ο Σαούλ το στρατόπεδο των Φιλισταίων, τον έπιασε φόβος και τρόμος μεγάλος. Ρώτησε, λοιπόν, τον Κύριο, αλλά ο Κύριος δεν του απάντησε ούτε με όνειρο, ούτε μέσω των προφητών. Τότε ο Σαούλ μεταμφιέστηκε και πήγε με δύο αξιωματούχους του σε μια νεκρομάντισσα στην Αενδώρ, γιατί τα προηγούμενα χρόνια, πριν πεθάνει ο Σαμουήλ, είχε διώξει τους εγγαστρίμυθους και τους νεκρομάντεις από τη χώρα (Α' Βασιλειών 28,1-8). Ο Σαούλ έφτασε νύχτα εκεί και της ζήτησε να του μαντέψει το μέλλον με τη βοήθεια των πνευμάτων των νεκρών. Η μάντισσα του είπε, ότι την εκθέτει σε κίνδυνο, επειδή ο Σαούλ εξολόθρευσε όλους τους μάντεις. Ο Σαούλ την καθησύχασε και της είπε να του φέρει το πνεύμα του Σαμουήλ. Όταν η γυναίκα είδε το Σαμουήλ, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και κατάλαβε ότι είχε μπροστά της το Σαούλ. Εκείνος την καθησύχασε ξανά και εκείνη του περιέγραψε αυτόν που είδε. Τότε ο Σαούλ αναγνώρισε ότι αυτός ήταν ο Σαμουήλ κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε (Α' Βασιλειών 28,8-14). Ο Σαμουήλ είπε στο Σαούλ με αυστηρό ύφος για ποιο λόγο τον κάλεσε και ο Σαούλ του απάντησε ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση με τους Φιλισταίους και ότι ο Κύριος τον εγκατέλειψε. Ο Σαμουήλ του είπε ότι ο Κύριος έκανε αυτό που του είχε αναγγείλει παλιότερα, αφαίρεσε δηλαδή τη βασιλεία από αυτόν και την έδωσε σ' έναν άλλο, στο Δαβίδ. Και ο λόγος; Γιατί δεν υπάκουσε στις εντολές του Κυρίου και δεν εξόντωσε εντελώς τους Αμαληκίτες. Ακόμη του είπε ότι ο Κύριος θα παραδώσει τον ίδιο και το λαό στην εξουσία των Φιλισταίων και του προανήγγειλε ότι την επόμενη κιόλας μέρα, ο ίδιος και οι γιοι του θα είναι νεκροί (Α' Βασιλειών 28,15-19). Όταν ο Σαούλ άκουσε αυτά τα λόγια του Σαμουήλ, κατατρομοκρατήθηκε και έπεσε κάτω, γιατί ήταν εξαντλημένος και δεν είχε φάει τίποτα όλη εκείνη την ημέρα και την προηγούμενη νύχτα. Η μάντισσα πλησίασε το Σαούλ, τον είδε που ήταν πολύ ταραγμένος και του πρότεινε να του δώσει λίγο φαγητό για να πάρει δύναμη. Ο Σαούλ αρνιόταν, αλλά κάτω από τις πιέσεις των αξιωματούχων του και της γυναίκας υποχώρησε στην παράκληση τους. Σηκώθηκε και κάθισε σ' ένα σκαμνάκι. Η μάντισσα έσφαξε ένα μοσχάρι, το ετοίμασε και το έφερε στο Σαούλ και στους αξιωματούχους του κι έφαγαν. Έπειτα σηκώθηκαν κι έφυγαν την ίδια νύχτα (Α' Βασιλειών 28,20-25). Βέβαια στην περίπτωση εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο Θεός και ο Σαμουήλ, ως εκπρόσωπός του, δεν έχουν καμία σχέση με μαντείες και νεκρομαντείες, οι οποίες είναι τέχνη του διαβόλου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η μορφή κάποιου δαίμονα, ο οποίος παρίστανε το πνεύμα του Σαμουήλ. Περισσότερα εδώ.
Στη συνέχεια τα στρατόπεδα μεταφέρθηκαν. Οι Φιλισταίοι στρατοπέδευσαν στην Αφέκ, κοντά στη Σωμάν, ενώ οι Ισραηλίτες στην Αενδώρ, στην κοιλάδα της Ιεζραέλ (Α' Βασιλειών 29,1). Οι Φιλισταίοι πολέμησαν τους Ισραηλίτες στο όρος Γελβουέ. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή και θανατώθηκαν πολλοί. Οι Φιλισταίοι καταδίωξαν το Σαούλ και σκότωσαν τους γιους του Ιωνάθαν, Αμιναδάβ και Μελχισά (Μελχισουέ). Η μάχη γινόταν όλο και σκληρότερη γύρω από το Σαούλ. Τελικά τον χτύπησαν οι τοξότες των Φιλισταίων και πληγώθηκε βαριά. Τότε είπε στον οπλοφόρο του να τον σκοτώσει για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Φιλισταίων, αλλά εκείνος δεν ήθελε να το κάνει γιατί φοβόταν. Έτσι ο Σαούλ πήρε το ξίφος του κι έπεσε μόνος του πάνω σ' αυτό. Όταν ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε, έπεσε κι αυτός πάνω στο ξίφος του και πέθανε μαζί του. Έτσι πέθαναν ο Σαούλ και οι τρεις γιοι του, καθώς και ο οπλοφόρος του, όλοι την ίδια μέρα (Α' Βασιλειών 31,1-6. Α' Παραλειπομένων 10,1-6). Οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν πέρα απ' την κοιλάδα και πέρα από τον Ιορδάνη, όταν είδαν ότι οι συμπατριώτες τους νικήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, εγκατέλειψαν τις πόλεις τους κι έφυγαν σε πιο ασφαλείς περιοχές, ενώ στις πόλεις τους εγκαταστάθηκαν οι Φιλισταίοι. Την άλλη μέρα οι Φιλισταίοι πήγαν να λεηλατήσουν τους νεκρούς. Βρήκαν το Σαούλ και τους γιους του ανάμεσα στους νεκρούς. Τότε οι Φιλισταίοι του έβγαλαν την πανοπλία, του έκοψαν το κεφάλι και πήραν τα όπλα του ως τρόπαια και τα περιέφεραν στη χώρα τους και στους ναούς τους πανηγυρίζοντας τη νίκη τους. Τα όπλα του Σαούλ και των γιων του τα τοποθέτησαν στο ναό της Αστάρτης. Το κεφάλι του το τοποθέτησαν στο ναό του Δαγών και το σώμα του, όπως και των γιων του, τα κρέμασαν στα τείχη της Βαιθσάν (Α' Βασιλειών 31,7-10. Α' Παραλειπομένων 10,7-10). Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ όταν άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ και ενθυμούμενοι το τι είχε κάνει γι' αυτούς, πήγαν οι πιο θαρραλέοι τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθσάν, τα έφεραν στην Ιαβές και τα έκαψαν εκεί. Τα οστά τους τα έθαψαν κάτω από μια βελανιδιά σε καλλιεργημένη γη στην Ιαβές. Κατόπιν σε ένδειξη πένθους νήστεψαν εφτά μέρες (Α' Βασιλειών 31,11-13. Α' Παραλειπομένων 10,11-12). Έτσι πέθανε ο Σαούλ, επειδή παρέβη το λόγο του Κυρίου. Οι κυριότερες παραβάσεις του ήταν, ότι στον πόλεμο με τους Αμαληκίτες δεν τήρησε κατά γράμμα την εντολή του Κυρίου και ότι συμβουλεύτηκε νεκρομάντισσα για να μάθει το μέλλον του (Α' Παραλειπομένων 10,13-14). Ο Δαβίδ μαθαίνοντας για το θάνατο του Σαούλ, θρήνησε, νήστεψε και έγραψε ένα τραγούδι για το Σαούλ και τον Ιωνάθαν. Στον ύμνο αυτό ο Δαβίδ χαρακτηρίζει το Σαούλ και τον Ιωνάθαν ως δυνατούς και μεγάλους ήρωες, των οποίων το ξίφος του Σαούλ και το ένδοξο τόξο του Ιωνάθαν ήταν γεμάτα από ηρωϊκά κατορθώματα και ποτέ δεν γύρισαν αδειανά από τις μάχες. Τους χαρακτηρίζει ως αγαπημένους, ευπρεπείς και ωραίους, όπου ακόμη και στο θάνατο δεν χωρίστηκαν μεταξύ τους. Τους χαρακτηρίζει ακόμη ως ελαφρότερους από τους αετούς και πιο δυνατούς από τα λιοντάρια. Στο τέλος ο Δαβίδ καλεί τις γυναίκες των Ισραηλιτών να θρηνήσουν τον Σαούλ, ο οποίος πάντα τις έντυνε με εορταστικά κόκκινα φορέματα και με χρυσά κοσμήματα, τα οποία είχε πάρει ως λάφυρα από τους εχθρούς (Β' Βασιλειών 1,17-27). Πολλά χρόνια αργότερα, ο Δαβίδ πήρε τα οστά του Σαούλ και του Ιωνάθαν, από τους κατοίκους της Ιαβές, στη Γαλαάδ, και, μαζί με τα οστά των εφτά απογόνων του Σαούλ που είχαν κρεμαστεί από τους Γαβαωνίτες, τα έθαψε στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, στον τάφο του Κις, πατέρα του Σαούλ (Β' Βασιλειών 21,12-14). Όλα τα ιερά αφιερώματα του Σαούλ, που είχε πάρει ως λάφυρα από τις πόλεις που είχε κατακτήσει, βρισκόντουσαν στο θησαυροφυλάκιο του Ναού των Ιεροσολύμων (Α' Παραλειπομένων 26,28).
|