ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ |
|
ΙΩΝΑΘΑΝ |
Ο ΙΩΝΑΘΑΝ
Ο Ιωνάθαν ήταν ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά του Ισραήλ, Σαούλ και της Αχινοόμ (Αχινοάμ) (Α' Βασιλειών 13,2. 13,16. 13,22. 14,1. 14,27-29. 14,39-42. 14,49-50. 19,1-2. 20,27. 23,16-17. 31,2. 31,12. Β' Βασιλειών 1,4. 1,12. 1,17. 4,4. 9,6. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39. 10,2). Καταγόταν όπως ο πατέρας του από τη φυλή Βενιαμίν και ήταν ο πιο πιστός και αγαπημένος φίλος του Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν είχε δύο αδερφούς, τον Ιεσσιού ή Ασαβάλ ή Ιεβοσθέ (Ιουεί ή Ισβί ή Ισβόσεθ ή Εσβαάλ), τον Μελχισουέ ή Μελχισά (Μαλχί-Σουά) και τον Αμιναδάβ (Α' Βασιλειών 13,2. 14,49. 31,2. Α' Παραλειπομένων 8,33. 9,39. 10,2), και δύο αδερφές τη Μερόβ ή Μιχόλ (Μεράβ) και τη Μελχόλ (Μιχάλ) (Α' Βασιλειών 14,49. Α' Παραλειπομένων 18,17-20). Ο Ιωνάθαν είχε έναν γιο, τον Μεμφιβοσθέ (Μεριβαάλ), που ήταν κουτσός (Β' Βασιλειών 4,4. 9,3. 9,6-7. 19,24. 21,7. Α' Παραλειπομένων 8,34. 9,40). Ο Δαβίδ, μετά τον θάνατο του Ιωνάθαν, τον φιλοξένησε στο παλάτι για όλη του τη ζωή, μάλιστα του επέτρεπε να τρώει στο βασιλικό τραπέζι (Β' Βασιλειών 9,1-13).
Η ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ
Ο Ιωνάθαν ήταν αρκετά θαρραλέος. Ο πατέρας του του έδωσε χίλιους άντρες ως σωματοφύλακες και εγκαταστάθηκε στη Γαβαά στην περιοχή Βενιαμίν. Μαζί με τους άντρες του χτύπησε και σκότωσε το Νασίβ και τη φρουρά των Φιλισταίων στη Βαμά και οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες, οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει στα Γάλγαλα. Ο στρατός των Φιλισταίων αποτελούνταν από 30.000 πολεμικά άρματα, 6.000 ιππείς και χιλιάδες πεζούς, οι οποίοι στρατοπέδευσαν στη Μαχμάς, απέναντι από τη Βαιθωρών. Οι Ισραηλίτες από φόβο κρύφτηκαν στις σπηλιές και όπου αλλού έβρισκαν, ενώ άλλοι πέρασαν τον Ιορδάνη, προς τις περιοχές Γαδ και Γαλαάδ (Α' Βασιλειών 13,1-7). Εκείνη την εποχή δεν βρισκόταν σιδηρουργός σ' ολόκληρη τη χώρα του Ισραήλ, γιατί οι Φιλισταίοι δεν ήθελαν να έχουν τη δυνατότητα οι Ισραηλίτες να κατασκευάζουν ξίφη ή λόγχες. Έτσι οι Ισραηλίτες πήγαιναν στους Φιλισταίους για τα αγροτικά τους εργαλεία, τα οποία ήταν πανάκριβα. Γι' αυτό εκείνες τις μέρες οι Ισραηλίτες δεν είχαν ούτε ξίφη ούτε λόγχες. Μόνο ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν είχαν (Α' Βασιλειών 13,16-23).
Ο Ιωνάθαν μαζί μ' ένα νεαρό οπλοφόρο που κρατούσε τον οπλισμό του, επιτέθηκαν μόνοι τους σ' ένα φυλάκιο Φιλισταίων. Το φυλάκιο βρισκόταν στη θέση Μασσάβ (Μεσσάβ), ανάμεσα σε δύο απότομους βράχους, που ονομάζονταν Βασές και Σεννά. Από το φυλάκιο υπήρχαν δύο δρόμοι που οδηγούσαν προς τους Φιλισταίους, ο ένας βόρεια απέναντι από τη Μαχμάς και ο άλλος νότια απέναντι από τη Γαβαά. Οι άνδρες του φυλακίου είπαν στον Ιωνάθαν και στο συνοδό του να πλησιάσουν. Όταν πλησίασαν ο Ιωνάθαν χτυπούσε κι έριχνε κάτω τους Φιλισταίους, ενώ ο νεαρός οπλοφόρος του ετοίμαζε τον οπλισμό. Έτσι σκότωσαν περίπου 20 Φιλισταίους. Μετά από το γεγονός αυτό επικράτησε πανικός και φόβος στο στρατόπεδο και στα φυλάκια των Φιλισταίων (Α' Βασιλειών 14,1-15).
Ο Σαούλ παρατήρησε ότι υπήρχε αναταραχή στο στρατόπεδο των Φιλισταίων και διαπίστωσε ότι έλειπε ο γιος του ο Ιωνάθαν με το νεαρό οπλοφόρο του. Ο Σαούλ με τους άντρες του πλησίασαν το στρατόπεδο των Φιλισταίων. Είδαν τους Φιλισταίους να σφάζονται μεταξύ τους μέσα σε μια απερίγραπτη σύγχυση. Μερικοί Ισραηλίτες που είχαν προσχωρήσει στους Φιλισταίους, ενώθηκαν τώρα κι αυτοί μαζί με το Σαούλ και τον Ιωνάθαν. Επίσης οι Ισραηλίτες που είχαν κρυφτεί στα βουνά της φυλής Εφραίμ, όταν άκουσαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν τραπεί σε φυγή, ενώθηκαν με τους άλλους Ισραηλίτες και τους καταδίωξαν (Α' Βασιλειών 14,16-23).
Ο Σαούλ θέλησε να καταδιώξει τους Φιλισταίους, αλλά έκανε ένα μεγάλο σφάλμα. Απείλησε και καταράστηκε το στρατό του να μη φάει τροφή ώσπου να διώξει τους Φιλισταίους από τη χώρα. Έτσι κανένας από το στρατό δεν έφαγε τίποτα. Ο Ιωνάθαν όμως δεν ήξερε ότι ο πατέρας του είχε δεσμεύσει με αυτό τον όρκο το στρατό του. Έτσι στο δάσος της Ιάαλ, άπλωσε την άκρη του ραβδιού του και πήρε μια κερήθρα μέλι που βρήκε και έφαγε. Τότε ένας στρατιώτης τον προειδοποίησε για τον όρκο του πατέρα του. Ο Ιωνάθαν του επισήμανε την απερισκεψία του πατέρα του, γιατί έτσι άφησε το στρατό εξαντλημένο να καταδιώκει τους Φιλισταίους (Α' Βασιλειών 14,23-30).
Έπειτα ο Σαούλ σχεδίασε να συνεχίσει την καταδίωξη των Φιλισταίων κατά τη νύχτα και να τους εξοντώσει. Γι' αυτό ζήτησε πρώτα να συμβουλευτεί το Θεό, μέσω του αρχιερέα Αχιά, αλλά εκείνη την ημέρα ο Κύριος δεν του αποκρίθηκε. Τότε ο Σαούλ άρχισε ν' αναζητά ποια αμαρτία έγινε εκείνη την ημέρα και έδωσε καινούριο όρκο: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό, που ελευθέρωσε τον Ισραήλ, ότι ακόμη κι αν ο γιος μου ο Ιωνάθαν βρεθεί ένοχος, οπωσδήποτε θα καταδικαστεί σε θάνατο». Κανείς όμως από το στρατό δεν του είπε τίποτα. Τότε ο Σαούλ ρώτησε τον Κύριο γιατί δεν του αποκρίθηκε σήμερα και έριξε κλήρο για να βρεθεί ο ένοχος. Ο κλήρος έπεσε στον Ιωνάθαν και στο Σαούλ, ενώ ο στρατός αποδείχτηκε αθώος. Τότε έριξαν κλήρο ανάμεσα στον Σαούλ και στον Ιωνάθαν, και ο κλήρος έπεσε στον Ιωνάθαν. Τότε ρώτησε ο Σαούλ τον Ιωνάθαν να του αποκαλύψει την αλήθεια και ο Ιωνάθαν του τα φανέρωσε όλα. Τότε ο Σαούλ είπε: «Ο Θεός να με τιμωρήσει σκληρά αν δεν πεθάνεις, Ιωνάθαν». Αλλά οι στρατιώτες διαμαρτυρήθηκαν στο Σαούλ και του είπαν: «Ο Ιωνάθαν θα πεθάνει; Αυτός που έφερε τέτοια μεγάλη νίκη στον Ισραήλ; Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Ορκιζόμαστε στον αληθινό Θεό, πως ούτε μια τρίχα από το κεφάλι του δε θα πέσει στη γη, γιατί με τη βοήθεια του Θεού έπραξε ότι έπραξε σήμερα». Έτσι ο λαός προσευχήθηκε υπέρ του Ιωνάθαν και τον γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Μετά απ' αυτά, ο Σαούλ συνέχισε την καταδίωξη των Φιλισταίων, οι οποίοι πανικόβλητοι γύρισαν πίσω στον τόπο τους (Α' Βασιλειών 14,36-46).
Η ΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ ΜΕ ΤΟ ΔΑΒΙΔ
Η συμπάθεια και η στενή φιλία του Ιωνάθαν με το Δαβίδ άρχισε μετά τη νίκη του Δαβίδ επί του Γολιάθ. Ο Ιωνάθαν συμπάθησε πολύ το Δαβίδ και τον αγάπησε σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Έβγαλε μάλιστα το πανωφόρι που φορούσε και του τον έδωσε. Του έδωσε επίσης το στρατιωτικό μανδύα του, ακόμη και το ξίφος του, το τόξο και τη ζώνη του (Α' Βασιλειών 18,1-4).
Ο πατέρας του, όμως, είχε αρχίσει να ζηλεύει το Δαβίδ για τις πολεμικές του επιτυχίες και γι' αυτό σχεδίαζε να σκοτώσει το Δαβίδ. Έτσι είπε στο γιο του τον Ιωνάθαν και στους αξιωματούχους του να σκοτώσουν το Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν όμως τον αγαπούσε πάρα πολύ. Έτσι τον προειδοποίησε και του είπε να πάει να κρυφτεί και εκείνος στο μεταξύ θα μιλούσε θετικά στον πατέρα του γι' αυτόν. Ο Ιωνάθαν, λοιπόν, μια μέρα που βγήκαν στους αγρούς με τον πατέρα του, μίλησε με τα καλύτερα λόγια για το Δαβίδ και ο Σαούλ υποχώρησε μετά απ' αυτά που του είπε ο γιος του. Τότε ο Ιωνάθαν πήγε και βρήκε το Δαβίδ, του ανέφερε όλα όσα είχαν συζητηθεί και τον οδήγησε στο Σαούλ. Έτσι ο Δαβίδ ανέλαβε την υπηρεσία του κοντά στο βασιλιά, όπως και πριν (Α' Βασιλειών 19,1-7).
Το επόμενο διάστημα η αντιπαράθεση του Σαούλ με το Δαβίδ κορυφώθηκε και ο Δαβίδ πήγε και βρήκε τον Ιωνάθαν. Ο Δαβίδ είπε στον Ιωνάθαν τι κακό είχε κάνει και ο πατέρας του θέλει να τον σκοτώσει; Εκείνος του είπε, ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Ο Δαβίδ του είπε, ότι ο πατέρας του, επειδή ξέρει τη φιλία τους, μπορεί να σχεδιάσει κάτι χωρίς να το μάθει ο Ιωνάθαν. Στη συνέχεια σχεδιάσανε μαζί τις επόμενες κινήσεις τους. Ο Δαβίδ είπε στον Ιωνάθαν, ότι την επόμενη μέρα ήταν η γιορτή της πρώτης του νέου μήνα και δεν θα πάει να φάει μαζί με το Σαούλ στο βασιλικό τραπέζι όπως συνήθως. Εάν ο βασιλιάς παρατηρήσει την απουσία του και ρωτήσει τον Ιωνάθαν τι απόγινε ο Δαβίδ, εκείνος να του πει ότι πήγε στην πατρίδα του τη Βηθλεέμ για να φάει με την οικογένειά του. Εάν ο βασιλιάς απαντήσει με ηρεμία, τότε έχουν καλά τα πράγματα. Εάν όμως απαντήσει με θυμό και σκληρότητα, τότε η κακία του βασιλιά έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Ο Ιωνάθαν του είπε, ότι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε ο ίδιος θα τον ειδοποιήσει και θα τον φυγαδεύσει. Έπειτα ζήτησε από το Δαβίδ, εάν κάποτε γίνει βασιλιάς, να δείξει στον ίδιο και τους απογόνους του καλοσύνη και να μην τους εξοντώσει. Στη συνέχεια επιβεβαιώσανε τη φιλία τους και όρισαν τον τρόπο που θα τον ειδοποιούσε αν συνέβαινε κάτι. Μετά από την συνάντηση με τον Ιωνάθαν, ο Δαβίδ πήγε και κρύφτηκε στα χωράφια, όπως κανονίσανε (Α' Βασιλειών 20,1-24).
Την άλλη μέρα ο Σαούλ κάθισε στο τραπέζι για να φάει, όπως συνήθιζε, στο κάθισμά του, κοντά στον τοίχο. Ο Ιωνάθαν κάθισε απέναντί του κι ο Αβεννήρ πλάι στο Σαούλ, ενώ η θέση του Δαβίδ ήταν άδεια. Ο Σαούλ δεν είπε τίποτα εκείνη την ημέρα, αλλά την επόμενη μέρα που η θέση του Δαβίδ ήταν πάλι άδεια, ρώτησε το γιο του τον Ιωνάθαν, που είναι ο Δαβίδ και γιατί δεν παραβρέθηκε στο τραπέζι. Ο Ιωνάθαν τον δικαιολόγησε, ότι δήθεν πήγε στη Βηθλεέμ, κοντά στην οικογένειά του. Τότε οργίστηκε ο Σαούλ εναντίον του Ιωνάθαν και τον απείλησε ότι λόγω της φιλίας του με το Δαβίδ δεν πρόκειται ποτέ να τον διαδεχτεί στη βασιλεία. Κατόπιν τον διέταξε να συλλάβει το Δαβίδ και να του τον παραδώσει για να πεθάνει. Ο Ιωνάθαν υπερασπίστηκε το Δαβίδ και τότε ο Σαούλ, τυφλωμένος από οργή, έριξε το ακόντιο εναντίον του γιου του για να τον σκοτώσει. Τότε κατάλαβε ο Ιωνάθαν ότι ο πατέρας του είχε αποφασίσει να σκοτώσει το Δαβίδ. Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι πολύ οργισμένος και δεν κάθισε να φάει μαζί με τον πατέρα του (Α' Βασιλειών 20,24-34).
Την άλλη μέρα ο Ιωνάθαν πήγε στα χωράφια, όπως είχε συμφωνήσει με το Δαβίδ, και είχε μαζί του έναν νεαρό υπηρέτη. Ο Ιωνάθαν άρχισε να κάνει εξάσκηση με το τόξο του και κατά τη διάρκεια της εξάσκησης φώναζε συνθηματικά, που μόνο αυτός κι ο Δαβίδ ήξεραν τι σήμαιναν. Με τα συνθηματικά λόγια ο Ιωνάθαν προειδοποιούσε το Δαβίδ, που ήταν κρυμμένος εκεί κοντά, ότι πράγματι κινδύνευε από τον πατέρα του και να πάει να κρυφτεί. Μετά ο Ιωνάθαν έδωσε τα πράγματά του στον υπηρέτη του για να τα πάει στην πόλη. Μόλις έφυγε ο υπηρέτης, σηκώθηκε ο Δαβίδ από το κοίλωμα που ήταν κρυμμένος. Φίλησε ο ένας τον άλλον κι έκλαιγαν κι οι δυο τους γοερά. Μετά αφού επιβεβαιώσανε τη φιλία τους ο Δαβίδ έφυγε και κρύφτηκε για να γλιτώσει από την οργή του Σαούλ (Α' Βασιλειών 20,35-21,1). Μια μέρα ο Ιωνάθαν πήγε και βρήκε τον Δαβίδ στην έρημο Ζιφ. Ο Ιωνάθαν του έδωσε θάρρος και ανανέωσαν πάλι τη φιλία τους ενώπιον του Κυρίου. Μετά τη συνάντηση ο Ιωνάθαν γύρισε στο σπίτι του (Α' Βασιλειών 23,15-18).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΝΑΘΑΝ
Κάποτε οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν όλες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Η μάχη μεταξύ των δύο στρατών έγινε στο όρος Γελβουέ. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή και θανατώθηκαν πολλοί. Οι Φιλισταίοι σκότωσαν το Σαούλ και τους γιους του Ιωνάθαν, Αμιναδάβ και Μελχισά (Μελχισουέ) (Α' Βασιλειών 31,1-6. Α' Παραλειπομένων 10,1-6). Την άλλη μέρα οι Φιλισταίοι λεηλάτησαν τους νεκρούς. Βρήκαν το Σαούλ και τους γιους του ανάμεσα στους νεκρούς. Τότε οι Φιλισταίοι έβγαλαν την πανοπλία του Σαούλ, του έκοψαν το κεφάλι και πήραν τα όπλα του ως τρόπαια και τα περιέφεραν στη χώρα τους. Τα όπλα του Σαούλ και των γιων του τα τοποθέτησαν στο ναό της Αστάρτης. Το κεφάλι του Σαούλ το τοποθέτησαν στο ναό του Δαγών και το σώμα του, όπως και των γιων του, τα κρέμασαν στα τείχη της Βαιθσάν (Α' Βασιλειών 31,7-10. Α' Παραλειπομένων 10,7-10). Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ όταν άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ και στους γιους του, πήγαν οι πιο θαρραλέοι απ' αυτούς τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθσάν, τα έφεραν στην Ιαβές και τα έκαψαν εκεί. Τα οστά τους τα έθαψαν κάτω από μια βελανιδιά σε καλλιεργημένη γη στην Ιαβές. Κατόπιν σε ένδειξη πένθους νήστεψαν εφτά μέρες (Α' Βασιλειών 31,11-13. Α' Παραλειπομένων 10,11-12).
Ο Δαβίδ θρήνησε με πόνο για το θάνατο του αγαπημένου του φίλου, αλλά και του πατέρα του Σαούλ. Νήστεψε και έγραψε ένα θρήνο για το Σαούλ και τον Ιωνάθαν. Στον ύμνο αυτό ο Δαβίδ χαρακτηρίζει το Σαούλ και τον Ιωνάθαν ως δυνατούς και μεγάλους ήρωες, των οποίων το ξίφος του Σαούλ και το ένδοξο τόξο του Ιωνάθαν ήταν γεμάτα από ηρωϊκά κατορθώματα και ποτέ δεν γύρισαν αδειανά από τις μάχες. Τους χαρακτηρίζει ως αγαπημένους, ευπρεπείς και ωραίους, όπου ακόμη και στο θάνατο δεν χωρίστηκαν μεταξύ τους. Τους χαρακτηρίζει ακόμη ως ελαφρότερους από τους αετούς και πιο δυνατούς από τα λιοντάρια. Στο τέλος ο Δαβίδ θρηνεί και υμνεί τη μεγάλη του φιλία με τον Ιωνάθαν (Β' Βασιλειών 1,17-27).
Ο Ιωνάθαν άφησε έναν γιο, τον Μεμφιβοσθέ, που ήταν κουτσός. Όταν ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν σκοτώθηκαν από τους Φιλισταίους στο όρος Γελβουέ (Β' Βασιλειών 1,4. Α' Παραλειπομένων 10,1-8), ο Μεμφιβοσθέ ήταν μόλις πέντε ετών. Όταν είχε φτάσει η είδηση για το θάνατό τους, η παραμάνα του τον άρπαξε βιαστικά κι έφυγε. Μα ενώ έφευγε αυτός έπεσε κι έμεινε ανάπηρος και στα δυο του πόδια για όλη του τη ζωή (Β' Βασιλειών 4,4). Ο Δαβίδ, τον φιλοξένησε στο παλάτι για όλη του τη ζωή, μάλιστα του επέτρεπε να τρώει στο βασιλικό τραπέζι, για χάρη του φίλου του Ιωνάθαν (Β' Βασιλειών 9,1-13). Πολλά χρόνια αργότερα, ο Δαβίδ πήρε τα οστά του Σαούλ και του Ιωνάθαν, από τους κατοίκους της Ιαβές, στη Γαλαάδ, και, μαζί με τα οστά των εφτά απογόνων του Σαούλ που είχαν κρεμαστεί από τους Γαβαωνίτες, τα έθαψε στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, στον τάφο του Κις, πατέρα του Σαούλ (Β' Βασιλειών 21,12-14).
|