ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ |
|
|
|
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΩΣΗΦ |
|
Ο ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΙΩΣΗΦ
Ο Ιωσήφ ήταν Πατριάρχης του Ισραήλ και πρόγονος του Ιησού. Ήταν ο ενδέκατος γιος και ο πιο αγαπημένος γιος του Ιακώβ και ο πρώτος της Ραχήλ (Γένεση 30,22-24). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Ιωσήφ θα πρέπει να έζησε περίπου το 1916-1806 π.Χ. Γεννήθηκε στη Μεσοποταμία όταν ο πατέρας του ήταν 90 ετών. Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει "είθε να δώσει κι άλλον" και είναι σχετικό με τα λόγια της Ραχήλ "ο Κύριος έβγαλε από πάνω μου τη ντροπή μου". Αδερφός του Ιωσήφ από την ίδια μάνα, τη Ραχήλ, ήταν ο Βενιαμίν. Αδέρφια του από τον Ιακώβ και από άλλη μάνα ήταν ο Ρουβήν, ο Συμεών, ο Λευΐ, ο Ιούδας, ο Ισάχαρ, ο Ζαβουλών, ο Δαν, ο Νεφθαλίμ, ο Γαδ, ο Ασήρ και η Δείνα (Γένεση 29,31-35. 30,1-24. Γένεση 35,22-26. Παραλειπομένων Α' 2,1-2). Γυναίκα του Ιωσήφ ήταν η Ασεννέθ (Γένεση 41,45) και απέκτησε δύο γιους, τον Μανασσή και τον Εφραίμ (Γένεση 46,20. Αριθμοί 26,32. Ιησούς του Ναυή 17,1). Ο Ιωσήφ ήταν όμορφος και με ωραίο παράστημα (Γένεση 39,6) και ήταν ποιμένας προβάτων από την ηλικία των 17 χρόνων (Γένεση 37,2).
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΤΟΥ
Η μητέρα του πέθανε, όταν ο Ιακώβ και η οικογένεια του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα μικρή απόσταση για να φτάσουν στην Εφραθά (Βηθλεέμ), ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει το δωδέκατο γιό του, το Βενιαμίν. Η Ραχήλ είχε δύσκολη γέννα και μόλις γεννήθηκε το παιδί πέθανε. Ο Ιακώβ την έθαψε στο δρόμο προς την Εφραθά, δηλαδή στη Βηθλεέμ, και έστησε πάνω στον τάφο της μια λίθινη στήλη, που σώζεται μέχρι σήμερα (Γένεση 35,16-21).
Κατόπιν ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στη Χαναάν, εκεί όπου είχε μείνει ο πατέρας του. Ο Ιωσήφ ήταν ακόμη παιδί δεκαεφτά ετών, όταν έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδερφούς του. Ο Ιωσήφ ανέφερε συχνά στον πατέρα τους την κακή τους φήμη. Ο Ιακώβ περισσότερο απ' όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι' αυτό και του έκανε δώρο έναν πολύχρωμο χιτώνα. Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους, άρχισαν να τον μισούν και να μην του φέρονται φιλικά.
Κάποτε ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του, κι εκείνοι τότε τον μίσησαν ακόμη περισσότερο. Είχε δει πως έδεναν δεμάτια από άχυρα καταμεσής στους αγρούς. Ξάφνου το δικό του δεμάτι σηκώθηκε και στάθηκε όρθιο, και τα δεμάτια των αδερφών του προσκύνησαν το δικό του. Τ' αδέρφια του τον ειρωνεύτηκαν και τον μίσησαν για το όνειρο αυτό. Στη συνέχεια είδε ακόμη ένα όνειρο και το διηγήθηκε κι αυτό στους αδερφούς του. Είχε δει πως ο ήλιος, το φεγγάρι και έντεκα αστέρια τον προσκυνούσαν. Το όνειρο αυτό, εκτός από τους αδερφούς του, το διηγήθηκε και στον πατέρα του. Εκείνος τον μάλωσε ενώ τ' αδέρφια του τον φθόνησαν και τον μίσησαν ακόμα περισσότερο (Γένεση 37,1-11).
Μια μέρα, ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ να πάει να δει αν είναι καλά τ' αδέρφια του που έβοσκαν τα πρόβατα στη Συχέμ. Καθώς πλησίαζε προς τη Συχέμ, ρώτησε κάποιον αν είχε δει τ' αδέρφια του. Εκείνος του είπε πως έφυγαν από τη Συχέμ και πήγαν προς τη Δωθάν. Έτσι ο Ιωσήφ κατευθύνθηκε προς τη Δωθάν, που βρίσκεται βόρεια της Συχέμ. Μόλις εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν. Ο Ρουβήν προσπάθησε να τον γλιτώσει από τα χέρια τους και τους πρότεινε να μην τον σκοτώσουν, αλλά να τον ρίξουν σ' ένα ξεροπήγαδο. Είχε σκοπό να έρθει αργότερα και να τον ελευθερώσει. Όταν ο Ιωσήφ έφτασε κοντά στ' αδέρφια του, του έβγαλαν τον πολύχρωμο χιτώνα που φορούσε, και τον έριξαν σ' ένα ξεροπήγαδο. Καθώς κοίταζαν τριγύρω, είδαν καραβάνια Μαδιανιτών (Ισμαηλιτών) που πήγαιναν στην Αίγυπτο. Ύστερα από πρόταση του Ιούδα αποφάσισαν να τον πουλήσουν στους εμπόρους. Όταν περνούσαν οι έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ' το πηγάδι και τον πούλησαν για είκοσι σίκλους ασήμι στους Ισμαηλίτες εμπόρους. Εκείνοι με τη σειρά τους τον μετέφεραν και τον πούλησαν στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, τον αυλικό του Φαραώ.
Όταν γύρισε ο Ρουβήν πίσω στο πηγάδι και ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα του και επέπληξε τ' αδέρφια του. Εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα. Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του μήνυσαν ότι κάποιο άγριο θηρίο σκότωσε τον Ιωσήφ. Ο Ιακώβ έσκισε τότε τα ρούχα του, φόρεσε στη μέση του ένα πένθιμο τρίχινο ένδυμα και θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό. Ήρθαν κι όλα τα παιδιά του και οι θυγατέρες του να τον παρηγορήσουν. Αλλά αυτός ήταν απαρηγόρητος κι έλεγε: «Πενθώντας θα κατεβώ στο παιδί μου στον άδη» και συνέχεια τον έκλαιγε (Γένεση 37,12-36).
Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Όταν οι Ισμαηλίτες έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, τον αγόρασε ο Πετεφρής, που ήταν αξιωματούχος του Φαραώ και αρχηγός της σωματοφυλακής του. Ο Κύριος όμως ήταν μαζί με τον Ιωσήφ, κι αποδείχτηκε άνθρωπος ικανός. Το αφεντικό του είδε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του και πως αυτός με τη βοήθεια του Κυρίου πετύχαινε κάθε έργο που αναλάμβανε. Έτσι ο Ιωσήφ κέρδισε την εύνοια του αφεντικού του κι εκείνος τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του. Όλα τα υπάρχοντα του τα εμπιστεύτηκε στα χέρια του. Από τότε που τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του και στην περιουσία του, ο Κύριος ευλόγησε το σπίτι, τα υπάρχοντα και τα κτήματα του Πετεφρή, εξαιτίας του Ιωσήφ.
Ο Ιωσήφ είχε ωραίο παράστημα κι όμορφο πρόσωπο. Επειδή όμως δεν υπάκουσε στις ερωτικές διαθέσεις της συζύγου του Πετεφρή, αυτή τον συκοφάντησε στον άντρα της. Όταν ο Πετεφρης άκουσε τη γυναίκα του, άναψε απ' το θυμό του. Έδωσε διαταγή να πιάσουν τον Ιωσήφ και να τον βάλουν στη φυλακή (Γένεση 39,1-20).
Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Ο Κύριος όμως ήταν μαζί του και τον ελέησε, ώστε να κερδίσει την εύνοια του αρχιδεσμοφύλακα. Ο αρχιδεσμοφύλακας εμπιστεύτηκε στον Ιωσήφ όλους τους κρατούμενους, και καθετί που γινόταν στη φυλακή αυτός το φρόντιζε (Γένεση 39,21-23).
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο οινοχόος του βασιλιά της Αιγύπτου και ο αρχιαρτοποιός, έκαναν κάτι που πρόσβαλε το βασιλιά. Ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυτών αυλικών του, και τους έβαλε σε περιορισμό στη φυλακή, στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένος και ο Ιωσήφ. Έμειναν σε περιορισμό αρκετόν καιρό και ο αρχηγός των σωματοφυλάκων τοποθέτησε κοντά τους τον Ιωσήφ για να τους υπηρετεί.
Μια νύχτα, τόσο ο οινοχόος όσο και ο αρχιαρτοποιός είδαν στη φυλακή από ένα όνειρο, με τη δίκη του ξεχωριστή σημασία το καθένα. Το πρωί, όταν ο Ιωσήφ ήρθε να τους δει, πρόσεξε ότι ήταν ταραγμένοι. Τους ρώτησε λοιπόν, γιατί είναι σκυθρωποί. Αυτοί του αποκρίθηκαν «είδαμε ένα όνειρο, και δεν υπάρχει κανείς να το εξηγήσει». Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Στο Θεό δεν ανήκει κάθε εξήγηση; Διηγηθείτε το λοιπόν σ' εμένα».
Ο οινοχόος του είπε: «Στο όνειρο μου είδα μπροστά μου ένα κλήμα, με τρεις κληματόβεργες. Το κλήμα βλάστησε, άνθισε, και τα τσαμπιά του έγιναν ώριμα σταφύλια. Στα χέρια μου κρατούσα το ποτήρι του Φαραώ. Πήρα τα σταφύλια, τα έστυψα στο ποτήρι του και του το έδωσα στα χέρια». Ο Ιωσήφ του είπε: «Να ποια είναι η εξήγηση του ονείρου: Οι τρεις κληματόβεργες είναι τρεις μέρες. Τρεις μέρες ακόμη κι ο Φαραώ θα σε εξυψώσει και θα σε αποκαταστήσει στη θέση σου. Τότε θα του δίνεις το ποτήρι στο χέρι του, όπως έκανες και πρωτύτερα, που ήσουν ο οινοχόος του. Αλλά θυμήσου κι εμένα, όταν όλα θα έχουν πάει για σένα καλά, και δείξε μου καλοσύνη. Μίλησε για μένα στο Φαραώ και βγάλε με απ' αυτό εδώ το μέρος. Δεν έκανα τίποτε για να με ρίξουν στη φυλακή».
Ο αρχιαρτοποιός είδε ότι η εξήγηση που έδωσε ο Ιωσήφ ήταν ευνοϊκή, και του είπε: «Κι εγώ είδα στο όνειρο μου ότι είχα τρία καλάθια με αρτοσκευάσματα πάνω στο κεφάλι μου. Στο πάνω καλάθι ήταν διάφορα γλυκίσματα για το Φαραώ, απ' αυτά που ψήνονται στο φούρνο, αλλά τα πουλιά τα έτρωγαν απ' το καλάθι που ήταν πάνω στο κεφάλι μου». Ο Ιωσήφ του αποκρίθηκε: «Να ποια είναι η εξήγηση: Τα τρία καλάθια είναι τρεις μέρες. Τρεις μέρες ακόμα και ο Φαραώ θα σου πάρει το κεφάλι, θα σε κρεμάσει σ' ένα ξύλο και τα πουλιά θα τρώνε τις σάρκες σου».
Την τρίτη μέρα, που ήταν τα γενέθλια του Φαραώ, αυτός παρέθεσε δείπνο σ' όλους τους αυλικούς του. Θυμήθηκε τότε τον οινοχόο και τον αρχιαρτοποιό ανάμεσα στους αυλικούς του. Τον οινοχόο τον αποκατέστησε στο αξίωμα του, κι εκείνος έδωσε πάλι το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ. Τον αρχιαρτοποιό όμως τον κρέμασε, όπως ακριβώς τους είχε εξηγήσει ο Ιωσήφ. Αλλά ο οινοχόος δε θυμήθηκε τον Ιωσήφ και τον είχε ξεχάσει (Γένεση κεφ. 40).
Ο ΙΩΣΗΦ ΕΞΗΓΕΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ
Μετά από δύο χρόνια, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο: Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό Νείλο, και είδε ν' ανεβαίνουν από το ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα από αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες και καχεκτικές και στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις όχθες του ποταμού. Οι εφτά άσχημες και καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις εύρωστες και παχιές. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε. Ξανακοιμήθηκε και είδε δεύτερο όνειρο: Εφτά στάχυα βλάστησαν πάνω στο ίδιο στέλεχος, μεστωμένα και ωραία. Και μετά από κείνα, βλάστησαν άλλα εφτά στάχυα, λεπτά και καμένα από το λίβα. Τα λεπτά και καμένα στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα που ήταν μεστωμένα και παχιά. Ο Φαραώ ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν όνειρο.
Το πρωί ο Φαραώ ήταν ανήσυχος. Έστειλε και κάλεσε όλους τους μάγους και τους σοφούς της Αιγύπτου και τους διηγήθηκε τα όνειρα του. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να του τα εξηγήσει. Τότε ο οινοχόος υπέδειξε τον Ιωσήφ ως τον πιο κατάλληλο για να εξηγήσει τα όνειρα (Γένεση 41,1-13).
Τότε ο Φαραώ έστειλε και κάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή, έκοψε τα μαλλιά του, άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε στο Φαραώ. Ο Φαραώ του είπε: «Είδα ένα όνειρο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει. Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς ένα όνειρο όταν το ακούσεις». Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Όχι εγώ, αλλά ο Θεός μπορεί να εξηγήσει τα όνειρα».
Τότε ο Φαραώ του διηγήθηκε τα δύο όνειρα. Ο Ιωσήφ είπε στο Φαραώ: «Το όνειρο σου είναι ένα. Ο Θεός φανέρωσε στο Φαραώ εκείνο που πρόκειται να κάνει. Ο εφτά ωραίες αγελάδες σημαίνουν εφτά χρόνια, και τα εφτά ωραία στάχυα σημαίνουν εφτά χρόνια. Πρόκειται για ένα και το αυτό όνειρο. Οι εφτά αγελάδες, οι αδύνατες και άσχημες, που ανέβηκαν κατόπιν, σημαίνουν εφτά χρόνια, όπως και τα εφτά στάχυα τα λεπτά και τα καμένα από το λίβα, σημαίνουν εφτά χρόνια πείνας. Ο Θεός φανέρωσε στο Φαραώ εκείνο που πρόκειται να κάνει: θα έρθουν εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σ' ολόκληρη τη Αίγυπτο. Ύστερα όμως απ' αυτά θα έρθουν εφτά χρόνια πείνας, η οποία θα ερημώσει τη χώρα. Τόσο βαριά θα είναι εκείνη η πείνα, που κανένας στην Αίγυπτο δε θα θυμάται πια την προηγούμενη αφθονία στη χώρα. Το γεγονός ότι ο Φαραώ είδε το όνειρο να επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά, σημαίνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο απ' το Θεό, και ότι θα το πραγματοποιήσει γρήγορα. Και τώρα, ας φροντίσει ο Φαραώ να βρει έναν άνθρωπο μυαλωμένο και σοφό, και να τον διορίσει άρχοντα σ' όλη την Αίγυπτο. Επίσης, ας φροντίσει ώστε να διοριστούν επόπτες στη χώρα, για να κρατούν απ' αυτήν το ένα πέμπτο κατά τα εφτά χρόνια της αφθονίας. Θα συγκεντρώσουν όλα τα τρόφιμα των καλών χρόνων που έρχονται, και θα αποθηκεύσουν τα σιτηρά με εξουσιοδότηση του Φαραώ και θα τα φυλάξουν. Αυτές οι προμήθειες θα φυλαχτούν για τα εφτά χρόνια της πείνας που θα έρθουν στην Αίγυπτο, κι έτσι η χώρα δε θα αφανιστεί από την πείνα» (Γένεση 41,14-36).
Ο ΙΩΣΗΦ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή στο Φαραώ και του είπε: «Αφού ο Θεός σε έκανε να τα ξέρεις όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας άλλος τόσο συνετός και σοφός, όπως εσύ. Εσύ θα προΐστασαι στο ανάκτορο μου και όλος ο λαός μου θα υπακούει στις διαταγές σου. Μόνον ως προς το θρόνο θα είμαι ανώτερος σου. Σ' εσένα, παραδίδω την εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο. Εγώ είμαι ο Φαραώ, χωρίς όμως τη δική σου έγκριση, κανείς δε θα κάνει τίποτα σ' όλη τη χώρα». Μ' αυτά τα λόγια ο Φαραώ έβγαλε από το χέρι του το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθό του και το πέρασε στο χέρι του Ιωσήφ, τον έντυσε με λινή φορεσιά, και του έβαλε τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του. Τον ανέβασε στο δεύτερο μετά το δικό του άρμα, και οι προπορευόμενοι αξιωματούχοι φώναζαν στο λαό να γονατίσει. Έτσι ο Φαραώ έδωσε στον Ιωσήφ εξουσία πάνω σε όλη την Αίγυπτο.
Ο Ιωσήφ ήταν τριάντα χρονών όταν παρουσιάστηκε στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου. Αυτός τον ονόμασε Ψονθομφανήχ, που σημαίνει "ο τροφοδότης της γης", και του έδωσε για γυναίκα την Ασεννέθ (Ασενάθ), κόρη του Πετεφρή, ιερέα της Ηλιούπολης. Μετά ο Ιωσήφ έφυγε να επιθεωρήσει όλη τη χώρα. Στα εφτά χρόνια της αφθονίας, η παραγωγή της χώρας ήταν υπερεπαρκής. Ο Ιωσήφ συγκέντρωσε όλη την παραγωγή αυτών των εφτά χρόνων στην Αίγυπτο και αποθήκευσε τα τρόφιμα στις πόλεις. Σε κάθε πόλη αποθήκευε την παραγωγή των χωραφιών που ήταν γύρω απ' αυτήν. Έτσι συσσώρευσε σιτηρά τόσο πολλά, ώστε έπαψε πια να τα μετράει.
Πριν έρθουν τα χρόνια της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε από την Ασεννέθ, που ήταν κόρη του Πετεφρή, ιερέα της Ηλιούπολης, δύο παιδιά. Τον πρώτο τον ονόμασε Μανασσή και τον δεύτερο τον ονόμασε Εφραίμ. Το όνομά του Μανασσή σημαίνει λησμονώ. Ο Ιωσήφ έδωσε αυτό το όνομα στο γιο του επειδή τον έκανε να ξεχάσει τις ταλαιπωρίες του και την στέρηση του πατέρα του. Το όνομα του Εφραίμ του το έδωσε επειδή ο Θεός τον έκανε μεγάλο σ' αυτή τη χώρα. Τα εφτά χρόνια της αφθονίας στην Αίγυπτο πέρασαν, κι άρχισαν να έρχονται τα εφτά χρόνια της πείνας, όπως το είχε προβλέψει ο Ιωσήφ. Και ενώ σε όλες τις χώρες επικρατούσε πείνα, στην Αίγυπτο υπήρχε ψωμί. Όταν όμως η Αίγυπτος άρχισε κι αυτή να πεινάει και η πείνα γινόταν όλο και μεγαλύτερη κι απλωνόταν σ' ολόκληρη τη χώρα, ο Ιωσήφ τότε άνοιξε τις αποθήκες και πουλούσε στους Αιγυπτίους όσο σιτάρι υπήρχε σ' αυτές. Απ' όλες τις χώρες έρχονταν στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτηρά, γιατί η πείνα ήταν φοβερή σ' ολόκληρη τη γη (Γένεση 41,37-57).
ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΓΙΑ ΣΙΤΑΡΙ
Ο Ιακώβ έμαθε ότι στην Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι, και είπε στους γιους του να πάνε στην Αίγυπτο και ν' αγοράσουν σιτάρι. Κατέβηκαν λοιπόν στην Αίγυπτο οι δέκα από τους αδερφούς του Ιωσήφ, για να αγοράσουν σιτάρι. Αλλά το Βενιαμίν, τον αδερφό του Ιωσήφ, ο Ιακώβ δεν τον έστειλε μαζί με τ' αδέρφια του, γιατί φοβήθηκε μήπως του συμβεί κανένα κακό.
Έφτασαν λοιπόν οι γιοι του Ιακώβ στην Αίγυπτο για ν' αγοράσουν σιτάρι, μαζί με άλλους που έρχονταν κι αυτοί, γιατί η πείνα είχε επικρατήσει παντού στη Χαναάν. Ο Ιωσήφ ήταν ο άρχοντας στην Αίγυπτο και αυτός προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους τους ξένους. Έτσι ήρθαν τα αδέρφια του και τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη. Εκείνος τους είδε και τους αναγνώρισε, αλλά έκανε σαν να τους ήταν ξένος και τούς μίλησε σκληρά: «Από πού ερχόσαστε;» τούς ρώτησε. Αυτοί απάντησαν «Από τη Χαναάν, για ν' αγοράσουμε τροφές». Τ' αδέρφια του Ιωσήφ δεν τον αναγνώρισαν, εκείνος όμως τους αναγνώρισε. Θυμήθηκε τα όνειρα που είχε δει γι' αυτούς, και τους είπε: «Εσείς είστε κατάσκοποι, και ήρθατε για να επισημάνετε τα ανοχύρωτα σημεία της χώρας». Εκείνοι του απάντησαν: «Όχι, κύριε, οι δούλοι σου ήρθαμε ν' αγοράσουμε τροφές. Είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου ανθρώπου. Οι δούλοι σου είμαστε ειλικρινείς άνθρωποι, δεν είμαστε κατάσκοποι». Ο Ιωσήφ τους ξαναείπε: «Όχι, Ήρθατε για να παρατηρήσετε σε ποια σημεία η χώρα είναι ανοχύρωτη». Εκείνοι άρχισαν πάλι: «Οι δούλοι σου είμαστε δώδεκα αδέρφια, παιδιά του ίδιου ανθρώπου, που ζει στη χώρα της Χαναάν. Ο μικρότερος είναι τώρα μαζί με τον πατέρα μας κι ο άλλος δεν υπάρχει πια». Τους φώναξε ο Ιωσήφ: «Καλά σας είπα εγώ πως είσαστε κατάσκοποι! Και να πώς θ' αποδειχτεί το αντίθετο: Μα τη ζωή του Φαραώ, δε θα φύγετε από 'δω αν δεν έρθει εδώ ο αδερφός σας ο μικρότερος. Στείλτε έναν από σας να τον πάρει. Όσο για σας θα μείνετε φυλακισμένοι. Έτσι θ' αποδειχτεί αν είναι αληθινά αυτά που λέτε. Κι αν δεν είναι, μα τη ζωή του Φαραώ, είστε κατάσκοποι!»
Τους έβαλε λοιπόν στη φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα ο Ιωσήφ τους είπε: «Να τι θα κάνετε για να ζήσετε, γιατί εγώ φοβάμαι το Θεό: Αν είστε ειλικρινείς, ένας από όλους σας θα μείνει κλεισμένος στη φυλακή, κι εσείς οι άλλοι να φύγετε και να πάτε σιτάρι στις πεινασμένες οικογένειες σας. Ύστερα θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο, για να φανεί αν είναι αληθινά τα λόγια σας και να μην πεθάνετε». Έτσι κι έκαναν. Τότε είπαν αναμεταξύ τους: «Πράγματι, είμαστε ένοχοι απέναντι στον αδερφό μας. Βλέπαμε την αγωνία του όταν μας παρακαλούσε, κι εμείς δεν ακούγαμε. Γι' αυτό μας βρήκε αυτή η στενοχώρια». Αυτοί όμως δεν ήξεραν ότι ο Ιωσήφ τους καταλάβαινε, γιατί χρησιμοποιούσε διερμηνέα. Τότε εκείνος αποσύρθηκε και έκλαψε. Έπειτα ξανάρθε και τους μίλησε. Πήρε απ' ανάμεσα τους το Συμεών και τον αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους (Γένεση 42,1-24).
Ο Ιωσήφ διέταξε να γεμίσουν τα σακιά των αδερφών του με σιτάρι, να βάλουν τα χρήματα του καθενός στο σακί του και να τους δώσουν τροφή για το δρόμο. Έτσι και τους έκαναν. Εκείνοι φόρτωσαν το σιτάρι στα γαϊδούρια τους και έφυγαν. Όταν όμως ένας άνοιξε το σακί του να δώσει τροφή στο γαϊδούρι του, εκεί που διανυκτέρευαν, είδε μέσα τα χρήματα του. Ήταν στο άνοιγμα του σάκου του. Όταν τα είδαν τους ήρθε λιποθυμία και έτρεμαν από το φόβο.
Όταν ήρθαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί στην Αίγυπτο. Μετά άρχισαν ν' αδειάζουν τα σακιά τους κι ο καθένας έβρισκε μέσα στο σακί του το κομπόδεμά του. Όταν αυτοί και ο πατέρας τους είδαν τα χρήματά τους, φοβήθηκαν. Ο Ιακώβ τότε τους είπε: «Μου παίρνετε τα παιδιά μου. Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει πια. Ο Συμεών δεν είναι εδώ και τώρα θέλετε να πάρετε και το Βενιαμίν. Πάνω σ' εμένα πέφτουν όλα!» Τότε ο Ρουβήν είπε στον πατέρα του: «Έχεις το δικαίωμα να θανατώσεις τα δύο μου παιδιά, αν δε σου φέρω πίσω το Βενιαμίν. Εμπιστέψου τον σ' εμένα προσωπικά και εγώ θα σου τον ξαναφέρω». Αλλά ο Ιακώβ είπε: «Όχι. Ο γιος μου δεν θα έρθει μαζί σας, γιατί ο αδερφός του πέθανε, και μόνον αυτός έχει απομείνει. Αν του συμβεί κάτι κακό στο ταξίδι σας, τότε θα κάνετε τ' άσπρα μου μαλλιά να κατεβούνε με πόνο στον άδη» (Γένεση 42,25-38).
ΝΕΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Η πείνα όμως δυνάμωνε στη χώρα κι όταν στην οικογένεια του Ιακώβ σώθηκε όλο το σιτάρι που είχαν φέρει από την Αίγυπτο, ο Ιακώβ είπε στους γιούς του να ξαναπάνε πάλι στην Αίγυπτο. Ο Ιούδας όμως του απάντησε, ότι δεν μπορούν να πάνε αν δεν έχουν μαζί τον μικρότερο αδερφό τους. Ο Ιακώβ παρά τις αντιρρήσεις του, πείστηκε από τις εγγυήσεις του Ιούδα, ότι θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του Βενιαμίν. Έτσι ο Ιακώβ έστειλε όλους τους γιούς του, τους έδωσε και τα καλύτερα από τα προϊόντα της χώρας για να τα προσφέρουν ως δώρα στον άρχοντα της Αιγύπτου. Τους έδωσε ακόμη διπλάσια χρήματα, ακόμη κι εκείνα που είχαν βρει μέσα στα σακιά. Τέλος τους έδωσε και τον Βενιαμίν.
Οι γιοί του Ιακώβ αφού πήραν τα δώρα, τα διπλάσια χρήματα και το Βενιαμίν, ξεκίνησαν για την Αίγυπτο. Εκεί παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ. Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν μαζί τους το Βενιαμίν, είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού του, να τους οδηγήσει στο σπίτι του και να ετοιμάσει τραπέζι για φιλοξενία. Αυτοί φοβήθηκαν που τους οδήγησαν στο σπίτι του Ιωσήφ, και νόμιζαν ότι τους οδήγησαν εκεί για να τους συκοφαντήσουν και να τους πάρουν ως δούλους. Ο προϊστάμενος του σπιτιού του Ιωσήφ τους καθησύχασε και τους έφερε το Συμεών. Τους έφερε νερό να πλύνουν τα πόδια τους καθώς και τροφή για τα ζώα τους (Γένεση 43,1-25).
Όταν ο Ιωσήφ γύρισε στο σπίτι, του πρόσφεραν τα δώρα που τα είχαν φέρει μαζί τους και τον προσκύνησαν ως τη γη. Αυτός τους ρώτησε για την υγεία τους και ύστερα τους είπε: «Είναι καλά ο γέροντας πατέρας σας, που μου 'χετε μιλήσει γι' αυτόν; Ζει ακόμη;» Αυτοί απάντησαν: «Καλά είναι ο πατέρας μας. Ζει ακόμη». Κι έσκυψαν και προσκύνησαν. Όταν ο Ιωσήφ είδε το Βενιαμίν, τον αδερφό του από την ίδια μάνα, ρώτησε: «Αυτός είναι ο αδερφός σας ο μικρότερος που μου λέγατε; Ο Θεός να σε ευλογεί παιδί μου», του είπε. Ύστερα έφυγε βιαστικά, γιατί άρχισε να δακρύζει. Είχε συγκινηθεί βαθιά που είδε τον αδερφό του και ήθελε να κλάψει. Έπειτα έπλυνε το πρόσωπο του, βγήκε από το ιδιαίτερο δωμάτιο του και προσπαθώντας να συγκρατηθεί πρόσταξε: «Φέρτε το φαγητό». Έφεραν το φαγητό, χωριστά σ' αυτόν και χωριστά στους Αιγυπτίους, που έτρωγαν μαζί του. Δεν επιτρεπόταν στους Αιγυπτίους να τρώνε μαζί με τους Εβραίους, γιατί ήταν γι' αυτούς βδελυρό. Τ' αδέρφια του Ιωσήφ κάθισαν απέναντι του κατά σειρά ηλικίας, από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Και έκπληκτοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ιωσήφ διέταξε να τους προσφέρουν από τα φαγητά που είχε στο δικό του τραπέζι. Και η μερίδα του Βενιαμίν ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από όλων των άλλων. Ήπιαν μαζί του και μέθυσαν (Γένεση 43,26-34).
Ο Ιωσήφ διέταξε τον προϊστάμενο του σπιτιού του να γεμίσει τα σακιά των αδερφών του με τρόφιμα και να βάλει τα χρήματα του καθενός στο άνοιγμα του σακιού του. Στο άνοιγμα του σακιού του νεότερου, μαζί με τα χρήματα για το σιτάρι του, να βάλει και το ποτήρι μου το ασημένιο. Εκείνος έκανε όπως του είπε ο Ιωσήφ. Το πρωί μόλις χάραξε, τους άφησαν να φύγουν. Βγήκαν από την πόλη, αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού του να πάει να τους προλάβει και να τους κατηγορήσει ότι πήραν το ποτήρι του. Ο προϊστάμενος έκανε όπως του είπε ο Ιωσήφ. Εκείνοι απάντησαν: «Γιατί μιλάει έτσι ο κύριός μας; Δεν είναι δυνατόν οι δούλοι σου να κάναμε τέτοιο πράγμα! Αν το χρήμα που βρήκαμε στο άνοιγμα των σακιών μας σου το επιστρέψαμε από τη Χαναάν, πώς είναι δυνατό να κλέψουμε ασήμι ή χρυσάφι μέσα από το σπίτι του κυρίου σου; Σε όποιον απ' τους δούλους σου βρεθεί αυτό το ποτήρι, να θανατωθεί, κι εμείς θα γίνουμε δούλοι του κυρίου μας». Ο προϊστάμενος απάντησε «Ας γίνει λοιπόν όπως είπατε. Αλλά μόνον εκείνος στον οποίο θα βρεθεί το ποτήρι, θα γίνει δούλος μου οι υπόλοιποι θα είστε ελεύθεροι». Αμέσως κατέβασαν ο καθένας το σακί τους στη γη και το άνοιξαν. Ο προϊστάμενος άρχισε την έρευνα ξεκινώντας από τον μεγαλύτερο και τέλειωσε με τον νεότερο. Το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν. Τότε τα αδέρφια του έσκισαν τα ρούχα τους, ξαναφόρτωσαν τα ζώα τους και γύρισαν πίσω στην πόλη (Γένεση 44,1-13).
Ο ΙΩΣΗΦ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤ' ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ
Ο Ιωσήφ ήταν ακόμα στο σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί τ' αδέρφια του. Και έπεσαν μπροστά του στο έδαφος. Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Τι πράξη ήταν αυτή που κάνατε;» Ο Ιούδας απάντησε: «Τι να πούμε στον κύριο μας; πώς να μιλήσουμε και πώς να δικαιολογηθούμε; Ο Θεός αποκάλυψε την αμαρτία των δούλων σου. Είμαστε δούλοι του κυρίου μας και εμείς και εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι». Ο Ιωσήφ όμως είπε: «Δεν είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο! Ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος μου. Εσείς, γυρίστε ήσυχα πίσω στον πατέρα σας». Τότε ο Ιούδας τον πλησίασε και του είπε: «Παρακαλώ, κύριε μου. Επίτρεψε στο δούλο σου να σου μιλήσει ελεύθερα, χωρίς να οργιστείς εναντίον μου γιατί εσύ είσαι σαν Φαραώ. Έχουμε ένα γέροντα πατέρα και ένα μικρό αδερφό, που ο πατέρας μας τον απέκτησε στα γηρατειά του. Ο αδερφός αυτού του μικρού πέθανε. Αυτός έμεινε ο μόνος από την ίδια μάνα, και ο πατέρας μας τον αγαπάει. Τώρα, λοιπόν, αν γυρίσω πίσω στον πατέρα μου και δεν είναι μαζί μας αυτό το παιδί, η ζωή του είναι τόσο δεμένη με τη ζωή του πατέρα του, ώστε εκείνος, μόλις δει ότι το παιδί δεν υπάρχει, θα πεθάνει. Κι εμείς οι δούλοι σου θα γίνουμε αιτία να κατεβούν τα άσπρα μαλλιά του πατέρα μας με θλίψη στον άδη. Ο δούλος σου έχω εγγυηθεί στον πατέρα μου για το παιδί, ότι αν δεν του το φέρω πίσω, θα είμαι ισόβια ένοχος απέναντι του. Τώρα λοιπόν, επίτρεψε να παραμείνει ο δούλος σου αντί για το παιδί δούλος στον κύριο μου, και το παιδί ας γυρίσει πίσω με τους αδερφούς του. Πώς μπορώ να γυρίσω πίσω στον πατέρα μου, χωρίς να είναι μαζί μου και το παιδί; Καλύτερα να μη δω τη δυστυχία που θα τον εύρει» (Γένεση 44,14-34).
Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί μπροστά σ' όλους εκείνους που τον περιστοίχιζαν και φώναξε: «Να φύγουν όλοι από μπροστά μου!» Έτσι ήταν μόνος με τ' αδέρφια του όταν τους φανερώθηκε. Τότε ξέσπασε σ' ένα κλάμα τόσο δυνατό, που τον άκουγαν οι Αιγύπτιοι και το έμαθαν ακόμα και στο ανάκτορο του Φαραώ. Ο Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ! Ζει ακόμα ο πατέρας μου;» Οι αδερφοί του όμως δεν μπορούσαν να του απαντήσουν και στέκονταν μπροστά του εμβρόντητοι. Τους είπε πάλι ο Ιωσήφ: «Εγώ είμαι ο Ιωσήφ ο αδερφός σας, που τον πουλήσατε στην Αίγυπτο. Αλλά τώρα μη λυπάστε και μην έχετε τύψεις που με πουλήσατε, γιατί ο Θεός με έστειλε εδώ πριν από σας για να σας σώσω τη ζωή. Είναι δύο χρόνια τώρα που η πείνα κυριαρχεί στη χώρα. Και για πέντε ακόμα χρόνια δε θα υπάρχει ούτε όργωμα ούτε θερισμός. Ο Θεός όμως με έστειλε εδώ πριν από σας για να σας σώσω με θαυμαστό τρόπο, και να μπορέσετε να επιβιώσετε στη χώρα. Δε με στείλατε, λοιπόν, εσείς εδώ, αλλά ο Θεός. Με έκανε σύμβουλο του Φαραώ, υπεύθυνο στο ανάκτορο του, και κυβερνήτη όλης της Αιγύπτου. Τώρα βιαστείτε να πάτε πίσω στον πατέρα μου και να του πείτε ότι ο γιος του ο Ιωσήφ ζει και έγινε κύριος όλης της Αιγύπτου. Να έρθει λοιπόν να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο μαζί με τα παιδιά του και τα εγγόνια του, τα ζώα του και όλα του τα υπάρχοντα. Εγώ θα φροντίσω για τη συντήρηση του, γιατί μένουν ακόμα πέντε χρόνια πείνας. Διηγηθείτε στον πατέρα μου όλη τη δόξα που έχω εδώ στην Αίγυπτο και όλα όσα είδατε, και βιαστείτε να τον φέρετε εδώ».
Ύστερα έπεσε στο λαιμό του Βενιαμίν του αδερφού του και έκλαψε. Έκλαψε κι ο Βενιαμίν πεσμένος στον τράχηλο του. Φίλησε ακόμα όλους τους αδερφούς του κλαίγοντας. Μετά από αυτά οι αδερφοί του μπόρεσαν να μιλήσουν μαζί του (Γένεση 45,1-15).
Το γεγονός μαθεύτηκε στο ανάκτορο του Φαραώ, ότι είχαν έρθει τ' αδέρφια του Ιωσήφ, και χάρηκαν ο Φαραώ και οι άρχοντες του. Ο Φαραώ πρότεινε στον Ιωσήφ να φέρει τον πατέρα του, τ' αδέρφια του μαζί με τις οικογένειές τους και όλα τους τα υπάρχοντα στην Αίγυπτο. Έτσι ο Ιωσήφ έδωσε στ' αδέρφια του αμάξια, σύμφωνα με τη διαταγή του Φαραώ, καθώς και εφόδια για το δρόμο. Έδωσε σ' όλους τους από μια γιορτινή φορεσιά, αλλά στο Βενιαμίν έδωσε τριακόσιους σίκλους ασήμι και πέντε γιορτινές φορεσιές. Στον πατέρα του έστειλε δέκα γαϊδούρια φορτωμένα με τα καλύτερα προϊόντα της Αιγύπτου, και δέκα γαϊδούρια φορτωμένα σιτάρι, ψωμί και τρόφιμα για το ταξίδι του πατέρα του. Ύστερα κατευόδωσε τους αδερφούς του. Εκείνοι πήγαν στη Χαναάν και διηγήθηκαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ τα γεγονότα. Αλλά ο Ιακώβ έμενε ασυγκίνητος, γιατί δεν τους πίστευε. Του επανέλαβαν τότε όλα όσα τους είχε πει ο Ιωσήφ. Ύστερα είδε τ' αμάξια που είχε στείλει ο Ιωσήφ για να τον μεταφέρουν, και τότε ο Ιακώβ συνήλθε και είπε: «Μου φτάνει ότι ζει ακόμα ο Ιωσήφ, το παιδί μου. Θα πάω να τον δω πριν πεθάνω» (Γένεση 45,16-28).
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Ο Ιακώβ έφυγε από τη Χαναάν παίρνοντας μαζί του όλα του τα υπάρχοντα. Οι γιοί του τον ανέβασαν, μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους πάνω στ' αμάξια που είχε στείλει ο Φαραώ για να τους μεταφέρουν. Πήραν ακόμη τα κοπάδια τους και όλη τους την περιουσία, που είχαν αποκτήσει στη Χαναάν, και ήρθαν στην Αίγυπτο. Όλοι όσοι ήρθαν μαζί με τον Ιακώβ στην Αίγυπτο και προέρχονταν απ' αυτόν, εκτός από τις γυναίκες των γιων του, ήταν εξήντα έξι άτομα. Όλοι όσοι ανήκαν στην οικογένεια του Ιακώβ και ήρθαν στην Αίγυπτο ήταν εβδομήντα άτομα.
Ο Ιακώβ έστειλε τον Ιούδα να προπορευτεί προς τον Ιωσήφ. Σαν έφτασαν στην περιοχή της Γεσέν, ο Ιωσήφ έζεψε το αμάξι του κι ανέβηκε να συναντήσει τον πατέρα του. Μόλις τον είδε, έπεσε στο λαιμό του και έκλαιγε συνέχεια στην αγκαλιά του. Ο Ιακώβ είπε «Ας πεθάνω τώρα, αφού σε είδα ότι ακόμα ζεις» (Γένεση κεφ. 46).
Ο Ιωσήφ πήγε και ειδοποίησε το Φαραώ, ότι ο πατέρας του και τ' αδέρφια του έφτασαν από τη Χαναάν με τα ζώα τους και όλα τους τα υπάρχοντα, και τώρα βρίσκονται στην περιοχή της Γεσέν. Ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ να εγκαταστήσει την οικογένειά του στο καλύτερο μέρος της χώρας. Μετά ο Ιωσήφ έφερε τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασε στο Φαραώ. Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα του, που ήταν τότε 130 ετών, και τ' αδέρφια του στο καλύτερο μέρος της Αιγύπτου. Τους παραχώρησε για ιδιοκτησία την περιοχή Ραμεσσή, όπως είχε διατάξει ο Φαραώ, και φρόντιζε για τη διατροφή του πατέρα του, των αδερφών του και όλης της οικογένειας του πατέρα του. Έτσι οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, στην περιοχή της Γεσέμ (Γεσέν). Εκεί απέκτησαν κτήματα, και πάρα πολλά παιδιά (Γένεση 47,1-11. 47,27).
Ο ΙΩΣΗΦ ΑΓΟΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΑΩ
Έφτασε να μην υπάρχει πια τροφή σ' ολόκληρη την Αίγυπτο, γιατί η πείνα είχε γίνει πολύ βαριά. Η Αίγυπτος και η Χαναάν είχαν εξαντληθεί τελείως από την πείνα. Ο Ιωσήφ μάζεψε όλο το χρήμα που υπήρχε στην Αίγυπτο και στη Χαναάν και ήταν το αντάλλαγμα για το σιτάρι που αγόραζε ο κόσμος, και το έφερε στο ανάκτορο του Φαραώ. Όταν το χρήμα έλειψε από την Αίγυπτο και τη Χαναάν, έρχονταν όλοι οι Αιγύπτιοι στον Ιωσήφ και του ζήτησαν ψωμί, για να μην πεθάνουν από την πείνα επειδή τα χρήματα τους είχαν τελειώσει. Ο Ιωσήφ τους έδωσε ψωμί και σε αντάλλαγμα αγόρασε για το Φαραώ όλα τους τα κοπάδια και όλα τους τα ζώα.
Όταν πέρασε εκείνη η χρονιά, ήρθαν στον Ιωσήφ και την άλλη χρονιά και του ζήτησαν πάλι ψωμί. Επειδή το χρήμα και τα κοπάδια των ζώων τους είχαν τελειώσει, έδιναν ως αντάλλαγμα τους εαυτούς τους ως δούλους στο Φαραώ και τα χωράφια τους. Ο Ιωσήφ, λοιπόν, αγόρασε όλα τα χωράφια των Αιγυπτίων για λογαριασμό του Φαραώ, αφού οι Αιγύπτιοι πούλησαν ο καθένας το χωράφι του, γιατί τους είχε αναγκάσει η πείνα. Έτσι όλη η χώρα έγινε ιδιοκτησία του Φαραώ. Και μετέβαλε το λαό σε δούλους από άκρη σ' άκρη στην Αίγυπτο. Μόνο τα χωράφια των ιερέων δεν αγόρασε, γιατί ο Φαραώ είχε χορηγήσει επίδομα στους ιερείς για να συντηρούνται μ' αυτό. Γι' αυτό το λόγο δεν ήταν ανάγκη οι ιερείς να πουλήσουν τα χωράφια τους. Ο Ιωσήφ έδωσε στο λαό σπόρο για να σπείρουν τα χωράφια τους. Από τη σοδειά θα δίνουν το ένα πέμπτο στο Φαραώ, και τα υπόλοιπα για να ζήσουν αυτοί και οι οικογένειες τους. Έτσι ο λαός χρωστούσε ευγνωμοσύνη στον Ιωσήφ γιατί τους είχε σώσει τη ζωή σ' αυτή τη δύσκολη περίοδο της πείνας (Γένεση 47,13-26).
Ο ΙΑΚΩΒ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
Ο Ιακώβ όταν πλησίαζε ο καιρός του θανάτου του, κάλεσε το γιο του τον Ιωσήφ και του ζήτησε να μην τον θάψει στην Αίγυπτο, αλλά στον τάφο των πατέρων του. Ο Ιωσήφ του το υποσχέθηκε (Γένεση 47,28-31).
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα ανάγγειλαν στον Ιωσήφ ότι ο πατέρας του ήταν άρρωστος. Πήρε τότε τα δυο του παιδιά, το Μανασσή και τον Εφραίμ, και πήγε στον πατέρα του. Όταν ανάγγειλαν στον Ιακώβ ότι ο γιος του ο Ιωσήφ ήρθε να τον δει, ο Ιακώβ έβαλε όλες του τις δυνάμεις και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι του. Ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: «Ο Θεός παντοκράτορας, με ευλόγησε και μου είπε: "θα σου δώσω πολλά παιδιά· θα κάνω να προέλθει από σένα πλήθος λαών και θα δώσω τη χώρα αυτή στους απογόνους σου για παντοτινή ιδιοκτησία"... Δεν έλπιζα να σε ξαναδώ, και να τώρα, που ο Θεός με αξιώνει να δω και τους απογόνους σου».
Κατόπιν ο Ιακώβ ευλόγησε τον Ιωσήφ και τα παιδιά του, αλλά ο Ιακώβ άπλωσε το δεξί του χέρι και το έβαλε στο κεφάλι του Εφραίμ, σαν να ήταν ο πρωτότοκος, και το αριστερό του χέρι στο κεφάλι του Μανασσή και τους ευλόγησε. Ο Ιωσήφ είδε με δυσαρέσκεια ότι ο πατέρας του έβαλε το δεξί του χέρι στο κεφάλι του Εφραίμ, γι' αυτό έπιασε το χέρι του πατέρα του για να το πάρει απ' το κεφάλι του Εφραίμ και να το φέρει πάνω στο κεφάλι του Μανασσή. Ο Ιωσήφ του είπε «Όχι έτσι πατέρα μου! Αυτός εδώ είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου χέρι πάνω σ' αυτού το κεφάλι». Αλλά ο πατέρας του αρνήθηκε και είπε: «Το ξέρω, γιε μου, το ξέρω. Κι αυτός επίσης θα γίνει λαός, κι αυτός επίσης θα γίνει μεγάλος. Αλλά ο μικρότερος αδερφός του θα γίνει μεγαλύτερος απ' αυτόν και οι απόγονοι του θ' αποτελέσουν πλήθος λαών». Τους ευλόγησε λοιπόν ο Ιακώβ εκείνη την ημέρα και είπε: «Το δικό σας όνομα θα χρησιμοποιεί ο λαός του Ισραήλ όταν θα ευλογούν ο ένας τον άλλο, και θα λένε: "Ο Θεός να σε κάνει σαν τον Εφραίμ και το Μανασσή"». Ύστερα είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα εγώ πεθαίνω, αλλά ο Θεός θα είναι μαζί σας και θα σας φέρει πίσω στη γη των πατέρων σας. Σ' εσένα, όμως, δίνω περισσότερα απ' ότι στους αδερφούς σου: Τη Συχέμ που την πήρα από τους Αμορραίους, με το ξίφος και το τόξο μου» (Γένεση κεφ. 48).
Όταν ο Ιακώβ, λίγο πριν το θάνατό του, είχε καλέσει τα παιδιά του για να τους ευλογήσει και να τους αναγγείλει τι θα συνέβαινε στο μέλλον, προφήτευσε ότι εναντίον των απογόνων του πονηροί και πολεμοχαρείς άνθρωποι θα τους φθονήσουν και θα τους μισήσουν. Όμως όλες τους οι κινήσεις θα παραλύσουν από τη δύναμη του παντοδύναμου Θεού. Ακόμη προφήτευσε ότι όπως ο Κύριος ευλόγησε τον Ιωσήφ, έτσι θα ευλογήσει και τους απογόνους που θα προκύψουν από αυτόν. Και οι ευλογίες αυτές είναι πιο πλούσιες από τα εδάφη που θα πάρουν τ' αδέρφια του (Γένεση 49,22-26). Όταν ο Ιακώβ τελείωσε τις τελευταίες του οδηγίες, μάζεψε τα πόδια του στο κρεβάτι και ξεψύχησε (Γένεση 49,28-33). Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα του και τον έκλαιγε και τον φιλούσε. Ύστερα διέταξε τους γιατρούς που ήταν στην υπηρεσία του να βαλσαμώσουν τον πατέρα του. Οι Αιγύπτιοι κήρυξαν κι αυτοί πένθος εβδομήντα ημερών για τον Ιακώβ. Όταν πέρασαν οι μέρες του θρήνου, ο Ιωσήφ το μετέφερε στη γη Χαναάν. Μαζί του ανέβηκαν όλοι οι άρχοντες του Φαραώ, οι αξιωματούχοι των ανακτόρων του και όλοι οι αξιωματούχοι της Αιγύπτου. Επίσης ανέβηκε όλη η οικογένεια του Ιωσήφ και του πατέρα του, και τ' αδέρφια του. Δεν άφησαν στην περιοχή της Γεσέμ παρά μόνο τα παιδιά τους και τα ζώα τους. Πρώτα στάθηκαν στο αλώνι του Ατάδ, που βρίσκεται ανατολικά του Ιορδάνη, και εκεί ο Ιωσήφ θρήνησε τον πατέρα του και κήρυξε πένθος εφτά ημερών. Μετά πήραν το σώμα του Ιακώβ μόνο οι γιοι του, χωρίς τη συνοδεία των Αιγυπτίων, και το μετέφεραν στη Χεβρών, όπου το έθαψαν στον τάφο του Αβραάμ στον αγρό Μαχπελά, που βρίσκεται απέναντι από τη Δρυς Μαμβρή (Γένεση 50,1-13).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ
Μετά την ταφή του πατέρα του, ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Αίγυπτο μαζί με τ' αδέρφια του και με όλους όσους είχαν πάει μαζί του. Όταν τ' αδέρφια του Ιωσήφ είδαν ότι πέθανε ο πατέρας τους, φοβήθηκαν μήπως ο Ιωσήφ τους φερθεί εχθρικά και τους ανταποδώσει το κακό που του είχαν κάνει. Γι' αυτό πήγαν στον Ιωσήφ και του υπενθύμισαν το μήνυμα του πατέρα τους να συγχωρήσει την αμαρτία των αδερφών του και την ανομία τους για το μεγάλο κακό που του έκαναν. Όταν ο Ιωσήφ άκουσε αυτά τα λόγια έκλαψε. Μετά οι αδερφοί του ήρθαν οι ίδιοι και έπεσαν μπροστά του και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρήσει. Ο Ιωσήφ τους καθησύχασε και τους είπε: «Μη φοβάστε! Μήπως εγώ μπορώ ν' αντικαταστήσω το Θεό; Εσείς σκεφτήκατε να μου κάνετε κακό, ο Θεός όμως το μετέτρεψε σε καλό, για να κάνω αυτό που γίνεται σήμερα, να διατηρήσω δηλαδή στη ζωή έναν πολυάριθμο λαό. Τώρα λοιπόν μη φοβάστε! Εγώ θα σας συντηρήσω εσάς και τα παιδιά σας» (Γένεση 50,15-21).
Ο Ιωσήφ εξακολουθούσε να κατοικεί στην Αίγυπτο, μαζί με την οικογένεια του πατέρα του. Ο Ιωσήφ έζησε 110 χρόνια από τα οποία τα 90 χρόνια στην Αίγυπτο. Τα παιδιά και τα εγγόνια που απέκτησε ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο ήταν 9 άνδρες. Είδε γιους από τον Εφραίμ, ως την τρίτη γενιά και τα παιδιά του Μαχίρ, γιου του Μανασσή, γεννήθηκαν πάνω στα γόνατα του Ιωσήφ. Τέλος ο Ιωσήφ είπε στους αδερφούς του: «Εγώ θα πεθάνω. Αλλά ο Θεός το δίχως άλλο θα σας προστατέψει, και θα σας φέρει από τη χώρα αυτή πίσω στη χώρα, που ορκίστηκε να δώσει στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ». Μετά όρκισε τ' αδέρφια του μ' αυτά τα λόγια: «Όταν ο Θεός σας δείξει μ' αυτό τον τρόπο την προστασία του, τότε να πάρετε από 'δω τα οστά μου» (Γένεση 46,27. 50,22-25).
Ο Ιωσήφ πέθανε σε ηλικία 110 ετών. Τον ταρίχευσαν και τον έβαλαν σε μια σαρκοφάγο στην Αίγυπτο (Γένεση 50,26). Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» στη Διαθήκη του Λευΐ δίνεται η πληροφορία ότι ο Ιωσήφ πέθανε σε ηλικία 118 ετών, αλλά είναι αβέβαιη αυτή η πληροφορία (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών 11,8). Κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, ο Μωυσής πήρε τα οστά του Ιωσήφ μαζί του (Έξοδος 13,19). Αργότερα όταν οι Ισραηλίτες κατέλαβαν τη Χαναάν, τα έθαψαν στη Συχέμ, στον αγρό που είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους Αμορραίους και τον οποίο έδωσε στους απογόνους του Ιωσήφ, ως κληρονομιά και ιδιοκτησία τους (Ιησούς του Ναυή 24,32). Η ιστορία του Ιωσήφ αναφέρεται με συντομία και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,16-22). Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, ο Ιωσήφ αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,21-22). Το όνομά του αναφέρεται και στους γενεαλογικούς πίνακες στο βιβλίο των Παραλειπομένων (Α' Παραλειπομένων 2,1-2). Ο Ιωσήφ εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).
Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΒΙΒΛΙΑ
Στο απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» υπάρχει η Διαθήκη του Ιωσήφ, η οποία ασχολείται κυρίως με την αγνότητα και την σωφροσύνη. Αρχικά ο Ιωσήφ αναφέρει στους γιους του τις δυσκολίες και τα βάσανα που πέρασε, και ότι τα ξεπέρασε με τη βοήθεια του Θεού. Στη συνέχεια ο Ιωσήφ αναφέρεται ότι βρέθηκε ως δούλος στο σπίτι του Πετεφρή, ο οποίος ονομάζεται Φωτιμάρ και ήταν ο αρχιμάγειρας του Φαραώ. Εκεί ο Ιωσήφ αντιστάθηκε στις ερωτικές διαθέσεις της συζύγου του Πετεφρή, για να καταλήξει τελικά στη φυλακή. Ο Ιωσήφ τονίζει ότι αντιμετώπισε τις δυσκολίες με μακροθυμία και υπομονή. Αμέσως μετά ο Ιωσήφ αναφέρει όλες τις προσπάθειες που έκανε η σύζυγος του Πετεφρή, η Μεμφία, για να τον αποπλανήσει. Αρχικά η σύζυγος του Πετεφρή προσποιούνταν πως έβλεπε τον Ιωσήφ ως γιο της. Στη συνέχεια έδειξε τις διαθέσεις της και τον πίεζε ν' ανταποκριθεί στις ερωτικές της διαθέσεις. Τον απείλησε με θάνατο και βασανιστήρια. Του έδινε κρασί, το οποίο ο Ιωσήφ δεν έπινε. Ερχόταν στο κρεβάτι του να πλαγιάσει μαζί του κι εκείνος την απέκρουε. Και παρ' όλο που έκανε γιο με το σύζυγό της συνέχισε τις πιέσεις κατά του Ιωσήφ. Προσπάθησε να τον πείσει με κολακείες για τη σωφροσύνη του. Του υποσχέθηκε πως θ' αφήσει τα είδωλα για χάρη του. Σχεδίαζε ακόμη να σκοτώσει τον άντρα της, έτσι ώστε να μπορέσει να παντρευτεί τον Ιωσήφ. Τον παρακαλούσε κι έπεφτε στα πόδια του κλαίγοντας. Τον απείλησε με αυτοκτονία. Ο Ιωσήφ, για όσο διάστημα τον πίεζε η γυναίκα του Πεταφρή, προσευχόταν στον Κύριο και νήστευε. Και στο τέλος, αφού ο Ιωσήφ δεν ενέδωσε στις ερωτικές της διαθέσεις, τον συκοφάντησε στον άντρα της ότι θέλησε να την πλανέψει. Ο Πετεφρής, αφού τον μαστίγωσε, τον έριξε στη φυλακή. Εκεί ο Ιωσήφ δόξαζε τον Κύριο που γλίτωσε από τη σύζυγο του Πετεφρή. Αλλά κι εκεί του έστελνε μηνύματα να ενδώσει στις επιθυμίες της και θα τον έβγαζε από τη φυλακή (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιωσήφ κεφ. 1-9). Στη συνέχεια ο Ιωσήφ είπε στους γιους του πόσα κέρδισε με την υπομονή, την προσευχή και την νηστεία. Τους προέτρεπε να πορεύονται με σωφροσύνη, με αγνεία, με υπομονή και ταπείνωση, έτσι ώστε ο Κύριος να κατοικήσει μέσα τους (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιωσήφ κεφ. 10). Αμέσως μετά ο Ιωσήφ εξηγεί στους γιους του πως πωλήθηκε στους Ισμαηλίτες και πως στη συνέχεια αγοράστηκε από τον Πετεφρή, ύστερα από την επιθυμία της συζύγου του Μεμφίας (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιωσήφ κεφ. 11-16). Στη συνέχεια ο Ιωσήφ λέει στους γιους του ότι αυτά τα υπέστη για να μην ντροπιάσει τους αδερφούς του και γι' αυτό τους προτρέπει να πορεύονται με αγάπη και μακροθυμία παρά τα ελαττώματα των άλλων. Ακόμη τους προτρέπει να τηρούν τις εντολές του Κυρίου για να ευλογεί ο Κύριος τ' αγαθά τους (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιωσήφ κεφ. 17-18. 19,11). Στο τέλος ο Ιωσήφ είπε στους γιους του ότι είδε ένα όνειρο, όπου 12 ελάφια διασκορπίστηκαν σ' όλη τη γη. Αμέσως μετά ο Ιωσήφ προφήτεψε ότι τις έσχατες ημέρες, από τον Ιούδα θα γεννηθεί παρθένος με βυσσινί ενδύματα, η οποία θα γεννήσει αμνό άμωμο, τον οποίο όλα τα θηρία της γης θα προσπαθήσουν να τον κατασπαράξουν, αλλά αυτός θα τα νικήσει. Και θα χαρούν οι άγγελοι και οι άνθρωποι στη γη. Από τον Ιούδα και τον Λευΐ θα προέλθει ο αμνός του Θεού, ο οποίος θα σώσει τον Ισραήλ και όλα τα έθνη. Ο Ιωσήφ προφήτεψε ακόμη ότι μετά το θάνατό του θα περάσουν δοκιμασίες από τους Αιγύπτιους, αλλά ο Θεός θα πάρει την εκδίκησή του και θα οδηγήσει τους Ισραηλίτες στη Γη της Επαγγελίας (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιωσήφ 19,1-12. 20,1). Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο «Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών» οι γιοι του Ιωσήφ πήραν τα οστά του και τα οδήγησαν στη Χεβρών, στον τάφο του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Διαθήκαι των 12 Πατριαρχών, Διαθήκη Ιωσήφ 20,2-6).
|
|
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
Κοντάκιον
Ἦχος
β’. Αὐτόμελον.
Κάθισμα
|
|