ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 

ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΡΟΒΟΑΜ

  

Ο ΡΟΒΟΑΜ
 

Ο Ροβοάμ

Ο Ροβοάμ ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά Σολομώντα (Β' Βασιλειών 14,27. Γ' Βασιλειών 11,44. 12,21. 12,23. 12,24α. 12,24ξ-ο. 14,21. Β' Παραλειπομένων 3,10. 11,3. 11,17. 13,6. Ματθαίος 1,7) από την Νααμά (Νοομμά, Ναανάν) την Αμμωνίτισσα, η οποία ήταν κόρη του Ανάν, γιου του Ναάς, βασιλιά των Αμμωνιτών (Γ' Βασιλειών 12,24α. 14,21. Β' Παραλειπομένων 12,13) και εγγονός του βασιλιά Δαβίδ.

Ο Ροβοάμ πήρε ως συζύγους την Μολλάθ (Μαχαλάθ), κόρη του Ιεριμούθ (Ιεριμώθ), γιου του Δαβίδ, και την Αβιγαία (Αβιαΐλ), κόρη του Ελιάβ, γιου του Ιεσσαί. Με την Αβιγαία ο Ροβοάμ απέκτησε τον Ιαούς (Ιεούς), τον Σαμαρία (Σεμαρία) και τον Ζαάμ (Ζάαμ) (Β' Παραλειπομένων 11,18-19). Μετά από αυτές ο Ροβοάμ πήρε ως σύζυγο τη Θημάρ (Ταμάρ), μοναχοκόρη του Αβεσσαλώμ, η οποία ήταν πολύ ωραία γυναίκα (Β' Βασιλειών 14,27) και τη Μααχά, κόρη του Ουριήλ από τη Γαβαών (Β' Παραλειπομένων 13,2) και όχι του Αβεσσαλώμ, όπως λέγεται σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης (Γ' Βασιλειών 15,2. Β' Παραλειπομένων 11,20). Με τη Μααχά ο Ροβοάμ απέκτησε τον Αβιά, ο οποίος ήταν και ο διάδοχος του θρόνου (Γ' Βασιλειών 14,31. 15,1. Β' Παραλειπομένων 11,20. 11,22-23. 12,16. 13,1-2. Ματθαίος 1,7), τον Ιετθί (Αταΐ), τον Ζηζά (Ζιζά) και τον Σαλημώθ (Σελωμείθ). Συνολικά ο Ροβοάμ πήρε 18 γυναίκες και 30 παλλακίδες. Από αυτές απέκτησε 28 γιους και 60 θυγατέρες (Β' Παραλειπομένων 11,21-23).

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Ροβοάμ θα πρέπει να έζησε περίπου το 947-918 π.Χ. Βασίλευσε για 17 χρόνια από το 931-914 π.Χ. (Γ' Βασιλειών 11,42-44. 12,24α. 14,21. Β' Παραλειπομένων 9,30-31. 13,7).

 

 

 

 

ΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ ΙΕΡΟΒΟΑΜ- Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Μετά το θάνατο του πατέρα του Σολομώντα, το 931 π.Χ., ο Ροβοάμ πήγε στη Συχέμ, γιατί εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι βόρειες φυλές του Ισραήλ, προκειμένου να τον ανακηρύξουν βασιλιά. Στη συγκέντρωση βρισκόταν και ο Ιεροβοάμ, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο. Οι εκπρόσωποι των δέκα βόρειων φυλών είπαν στο Ροβοάμ, ότι εάν τους ελαφρύνει από το ζυγό της σκληρής δουλείας που τους επιφόρτισε ο πατέρας του, τότε θα τον αναγνωρίσουν ως βασιλιά και θα τον υπηρετήσουν.

Ο Ροβοάμ ζήτησε τρεις μέρες για να σκεφτεί την πρότασή τους. Στη συνέχεια συμβουλεύτηκε τους πρεσβυτέρους, που ήταν και σύμβουλοι του πατέρα του όταν ζούσε. Εκείνοι του απάντησαν ν' αποδεχτεί την πρότασή τους και να τους μιλήσει με καλοσύνη, κι εκείνοι θα τον υπηρετήσουν για πάντα.

Αυτός όμως απέρριψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων και πήγε και ζήτησε τη συμβουλή των νεαρών, που τον περιστοίχιζαν και είχαν μεγαλώσει μαζί. Οι νεαροί τον συμβούλεψαν να πει στους εκπροσώπους των βόρειων φυλών, "το μικρό μου δάκτυλο είναι παχύτερο από τη μέση του πατέρα μου. Ο πατέρας μου σας φόρτωσε βαρύ ζυγό, αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια, αλλά εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που τρυπάνε, όπως οι σκορπιοί".

Την τρίτη μέρα πήγαν οι εκπρόσωποι των δέκα βόρειων φυλών στο βασιλιά Ροβοάμ, όπως τους είχε πει. Τότε ο βασιλιάς μίλησε στο λαό σκληρά και δεν ακολούθησε τη συμβουλή που του έδωσαν οι πρεσβύτεροι. Τους μίλησε κατά πώς τον συμβούλεψαν οι νεαροί και δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του λαού, γιατί αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε ο Κύριος να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ιεροβοάμ με τον προφήτη Αχιά (Γ' Βασιλειών 12,1-15. 12,24ξ-σ. Β' Παραλειπομένων 10,1-15).

 

Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους άκουσε, αποφάσισαν να διακόψουν τις σχέσεις τους με τους απογόνους του Δαβίδ και να μην αναγνωρίσουν τη διαδοχή τους στο βασιλικό θρόνο. Έπειτα ο Ροβοάμ έστειλε για συμβιβασμό προς τις βόρειες φυλές τον Αδωνιράμ, που ήταν ο επόπτης των φόρων, τον οποίο οι Ισραηλίτες του βορρά τον λιθοβόλησαν και τον σκότωσαν. Μετά απ' αυτό, ο Ροβοάμ ανέβηκε στην άμαξά του κι έφυγε εσπευσμένα για την Ιερουσαλήμ. Έτσι οι φυλές του βορείου Ισραήλ αποσχίστηκαν από το βασιλικό οίκο του Δαβίδ κι όταν ο Ιεροβοάμ επέστρεψε από την Αίγυπτο, τον κάλεσαν στη συγκέντρωσή τους και τον ανακήρυξαν βασιλιά του Ισραήλ, δηλαδή των δέκα βόρειων φυλών. Κανένας δεν ακολούθησε τους απογόνους του Δαβίδ, παρά μόνο οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν (Γ' Βασιλειών 12,16-20. 12,24τ-υ. Β' Παραλειπομένων 10,16-19).

 

Όταν ο Ροβοάμ έφτασε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν 180.000 άνδρες, για να πολεμήσει με τις βόρειες φυλές και να τους υποτάξει στη βασιλεία του. Τότε ο Κύριος φανερώθηκε στο Σαμαΐα, που ήταν άνθρωπος του Θεού, και του είπε, να πάει στο Ροβοάμ και στις φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν και να τους πει να μην πολεμήσουν εναντίον των βόρειων φυλών, γιατί με εντολή του Κυρίου έγινε η απόσχιση των φυλών αυτών. Οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν υπάκουσαν στην εντολή του Θεού και ο εμφύλιος ματαιώθηκε (Γ' Βασιλειών 12,21-24. 12,24φ-ψ. Β' Παραλειπομένων 11,1-4).

 

 

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΡΟΒΟΑΜ

 

Ο Ροβοάμ διαδέχτηκε τον πατέρα του (Γ' Βασιλειών 11,42-44. Β' Παραλειπομένων 9,30-31) σε ηλικία 41 ετών και βασίλευσε για 17 έτη στην Ιερουσαλήμ (Γ' Βασιλειών 14,21. Β' Παραλειπομένων 12,13) ή σε ηλικία 16 ετών και βασίλευσε για 12 έτη (Γ' Βασιλειών 12,24α). Πιθανόν όμως σωστό να είναι το δεύτερο γιατί ο Αβιά στο λόγο του προς τον Ιεροβοάμ πριν τη μεταξύ τους μάχη, αναφέρει ότι ο Ροβοάμ όταν ανέλαβε τη βασιλεία ήταν νέος σε ηλικία και άπειρος (Β' Παραλειπομένων 13,7).

 

Ο Ροβοάμ εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ. Στα χρόνια της βασιλείας του ανοικοδόμησε και οχύρωσε πολλές πόλεις στο βασίλειο του Ιούδα, όπως οι πόλεις Βηθλεέμ, Αιτάν, Θεκωέ, Βαιθσούρ, Σοκχώθ, Οδολλάμ, Γεθ, Μαρισάν, Ζιφ, Αδωραΐμ, Λαχίς, Αζηκά, Σωρεά, Αϊλώμ και Χεβρών. Σε όλες αυτές τις πόλεις, αφού τις οχύρωσε με τείχη, εγκατέστησε σ' αυτές φρούραρχους και γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, όπως λάδι και κρασί. Ακόμη τις πόλεις αυτές τις εφοδίασε με ασπίδες και δόρατα, και τις κατέστησε έτσι πολύ ισχυρές (Β' Παραλειπομένων 11,5-12).

 

Ο Ροβοάμ, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, πήρε ως σύζυγο την Μολλάθ (Μαχαλάθ), κόρη του Ιεριμούθ (Ιεριμώθ), γιου του Δαβίδ, καθώς και την Αβιγαία (Αβιαΐλ), κόρη του Ελιάβ, γιου του Ιεσσαί. Με την Αβιγαία ο Ροβοάμ απέκτησε τον Ιαούς (Ιεούς), τον Σαμαρία (Σεμαρία) και τον Ζαάμ (Ζάαμ) (Β' Παραλειπομένων 11,18-19).

Μετά από αυτές ο Ροβοάμ πήρε ως σύζυγο τη Θημάρ (Ταμάρ), μοναχοκόρη του Αβεσσαλώμ, η οποία ήταν πολύ ωραία γυναίκα (Β' Βασιλειών 14,27) και τη Μααχά, κόρη του Ουριήλ από τη Γαβαών (Β' Παραλειπομένων 13,2) και όχι του Αβεσσαλώμ, όπως λέγεται σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης (Γ' Βασιλειών 15,2. Β' Παραλειπομένων 11,20). Με τη Μααχά ο Ροβοάμ απέκτησε τον Αβιά, ο οποίος ήταν και ο διάδοχος του θρόνου (Γ' Βασιλειών 14,31. 15,1. Β' Παραλειπομένων 11,20. 11,22-23. 12,16. 13,1-2), τον Ιετθί (Αταΐ), τον Ζηζά (Ζιζά) και τον Σαλημώθ (Σελωμείθ). Συνολικά ο Ροβοάμ πήρε 18 γυναίκες και 30 παλλακίδες. Από αυτές απέκτησε 28 γιους και 60 θυγατέρες. Περισσότερο όμως απ' όλες τις γυναίκες του και τις παλλακίδες του αγάπησε τη Μααχά. Από τους γιους του ο Ροβοάμ ανέδειξε τον Αβιά, γιο της Θημάρ (Μααχά), ως αρχηγό μεταξύ των αδερφών του και ως διάδοχό του. Ο Ροβοάμ ανέθεσε στους άλλους γιους του αρμοδιότητες και τους εγκατέστησε σ' όλες τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα και του Βενιαμίν. Τους εξασφάλισε άνετη διαβίωση και βρήκε γι' αυτούς πολλές γυναίκες (Β' Παραλειπομένων 11,21-23).

 

Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν σ' όλη την περιοχή του Ισραήλ, δηλαδή στο βόρειο βασίλειο, εγκατέλειψαν τις πόλεις και τα βοσκοτόπια τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιεροβοάμ και οι διάδοχοί του τους απαγόρευσαν να υπηρετούν ως ιερείς τον Κύριο. Ο Ιεροβοάμ δεν επέτρεψε τη λατρεία του Κυρίου και διόρισε δικούς του ιερείς στους ειδωλολατρικούς ιερούς τόπους που είχε κατασκευάσει. Έτσι οι ιερείς και οι λευίτες ενίσχυσαν με την παρουσία τους το βασίλειο του Ιούδα και ισχυροποίησαν το Ροβοάμ για τρία χρόνια, δηλαδή για όσο καιρό αυτός ακολούθησε το παράδειγμα του Δαβίδ και του Σολομώντα (Β' Παραλειπομένων 11,13-17).

 

Τα επόμενα χρόνια ο Ροβοάμ δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Δαβίδ, του παππού του, και δεν πορεύτηκε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου. Έτσι έπραξε ότι δυσαρεστεί τον Κύριο και τον εξόργισε με τις αμαρτίες του, περισσότερο από τους προγόνους του. Κατασκεύασε κι αυτός ναούς σε ψηλούς τόπους και έστησε ειδωλολατρικά αγάλματα στις κορυφές των λόφων. Έτσι ολόκληρη η χώρα παρασύρθηκε στην ειδωλολατρεία και ο λαός τηρούσε όλα τα βδελυρά έθιμα των εθνών εκείνων, που ο Κύριος τα είχε διώξει από τη χώρα για να κατοικήσουν οι Ισραηλίτες (Γ' Βασιλειών 12,24α. 14,22-24. Β' Παραλειπομένων 12,1-2. 12,14).

 

Το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σισάκ (Σουσακίμ) επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ με 1200 πολεμικά άρματα και 60.000 ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Αιθίοπες και Τρωγλοδύτες. Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ.

Τότε ο προφήτης Σαμαΐας πήγε στο Ροβοάμ και στους άρχοντες του Ιούδα, που είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ εξαιτίας του Σισάκ (Σουσακίμ), και τους είπε: «Ο Κύριος λέει: "εσείς μ' εγκαταλείψατε, γι' αυτό κι εγώ θα σας εγκαταλείψω στα χέρια του Σουσακίμ». Οι άρχοντες του Ιούδα κι ο βασιλιάς ταπεινώθηκαν και είπαν: «Δίκαιος είναι ο Κύριος!» Όταν το είδε αυτό ο Κύριος, είπε στο Σαμαΐα: «Επειδή αυτοί ταπεινώθηκαν, δεν θα τους καταστρέψω, ούτε η οργή μου θα ξεσπάσει εναντίον της Ιερουσαλήμ. Θα υποταχθούν όμως και θα γίνουν υποτελείς του, για να δουν τη διαφορά ανάμεσα στη δική μου δουλεία και στη δουλεία των βασιλιάδων της γης».

Έτσι ο Σισάκ (Σουσακίμ) μπήκε νικητής στην Ιερουσαλήμ και άρπαξε τους θησαυρούς του Ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου. Πήρε ακόμα όλα τα χρυσά δόρατα και τα χρυσά αντικείμενα που φορούσαν οι στρατιώτες του Αδρααζάρ, βασιλιά της Σουβά, τα οποία ο Δαβίδ είχε πάρει όταν νίκησε το στρατό του Αδρααζάρ και τα είχε φέρει στην Ιερουσαλήμ, καθώς και όλα τα χρυσά όπλα, ασπίδες και δόρατα, που είχε κατασκευάσει ο Σολομώντας, και τα πήγε στην Αίγυπτο.

Ο Ροβοάμ αντί των χρυσών που άρπαξε ο Σισάκ (Σουσακίμ), τα αντικατέστησε με χάλκινα και τα εμπιστεύθηκε στους αρχηγούς του βασιλικού ανακτόρου. Ο Σουσακίμ εγκατέστησε κοντά στο Ροβοάμ φρουρά, η οποία πρόσεχε το βασιλικό παλάτι. Κάθε φορά που πήγαινε με επίσημη πομπή ο βασιλιάς στο Ναό του Κυρίου, τον συνόδευαν οι σωματοφύλακές του, καθώς και η φρουροί του Σουσακίμ (Β' Βασιλειών 8,7. Γ' Βασιλειών 14,25-28. Α' Παραλειπομένων 18,7. Β' Παραλειπομένων 12,2-11). Έτσι χάρη στην ταπείνωση του Ροβοάμ απετράπη η οργή του Κυρίου και δεν τιμωρήθηκε με τέλεια καταστροφή. Αυτό έγινε ακόμη, διότι στο βασίλειο του Ιούδα έγιναν και κάποια αγαθά γεγονότα (Β' Παραλειπομένων 12,12).

 

Όλη η υπόλοιπη ιστορία του Ροβοάμ βρίσκεται στο βιβλίο των «Χρονικών των Βασιλειών του Ιούδα». Επίσης η ιστορία του Ροβοάμ βρίσκεται στα «Χρονικά των λόγων του προφήτη Σαμαΐα και του προφήτη Αδδώ (Ιδδώ). Ανάμεσα στο Ροβοάμ και στον Ιεροβοάμ γινόταν συχνά πόλεμοι. Όταν ο Ροβοάμ πέθανε, τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του, στην Πόλη Δαβίδ, στην Ιερουσαλήμ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αβιά (Αβιού) (Γ' Βασιλειών 14,29-31. Β' Παραλειπομένων 11,22-23. 12,15-16). Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον έχει αναγνωρίσει Άγιο, την μνήμη του οποίου εορτάζει την Κυριακή των Προπατόρων, πριν τα Χριστούγεννα.

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.