ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

Ο ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

Ο Αβεσσαλώμ ήταν ο τρίτος γιος του Δαβίδ από τη σύζυγό του Μααχά (Μωχά), κόρη του βασιλιά της Γεδσούρ (Γεσίρ) (Β' Βασιλειών 3,3. 13,1. 14,21. 16,8. 18,12. 18,33. 19,4. Α' Παραλειπομένων 3,2). Το όνομά του σημαίνει "πατήρ ειρήνης". Ο Αβεσσαλώμ γεννήθηκε στη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Αδερφή του Αβεσσαλώμ από την Μααχά ήταν η Θημάρ (Ταμάρ) (Β' Βασιλειών 13,1. 13,4. 13,20. 13,22. 13,32).

Ο Αβεσσαλώμ ήταν εντυπωσιακά όμορφος, όπως και η αδερφή του η Θημάρ. Σε όλον τον Ισραήλ δεν υπήρχε άλλος, που να εγκωμιάζεται τόσο πολύ για την ομορφιά του. Δεν υπήρχε κανένα ψεγάδι πάνω του. Κάθε χρόνο κούρευε το κεφάλι του, γιατί τα μαλλιά του αυξάνονταν υπερβολικά και τον βάραιναν. Όταν κουρεύονταν τα μαλλιά του ζύγιζαν περίπου 2.200 γραμμάρια (Β' Βασιλειών 14,25-26). Ο Αβεσσαλώμ είχε τρεις γιους και μία κόρη, που ονομαζόταν Θημάρ (Ταμάρ). Η κόρη του ήταν πολύ ωραία γυναίκα και παντρεύτηκε τον Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα (Β' Βασιλειών 14,27).

Σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται πως η κόρη του Αβεσσαλώμ, που παντρεύτηκε τον Ροβοάμ, ονομαζόταν Μααχά, αλλά αυτό δεν αληθεύει γιατί η Μααχά ήταν κόρη του Ουριήλ από τη Γαβαών κι όχι του Αβεσσαλώμ (Γ' Βασιλέων 15,2. Β' Παραλειπομένων 11,20. 13,2).

 

 

ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ ΚΑΙ ΘΗΜΑΡ

 

Ο Αβεσσαλώμ είχε μια ωραία αδερφή, που ονομαζόταν Θημάρ (Ταμάρ). Αυτήν την ερωτεύτηκε ο ετεροθαλής αδερφός της ο Αμνών, ο μεγαλύτερος γιος του Δαβίδ από την Αχινόομ. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Ο Αμνών, σύμφωνα με τις οδηγίες του φίλου του Ιωναδάβ, γιου του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ, προφασίστηκε πως ήταν άρρωστος κι έτσι η Θημάρ πήγε για να τον φροντίσει. Τότε την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.

Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε ότι τη βίασε ο Αμνών και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του (Β' Βασιλειών 13,1-22).

 

Δαβίδ και Αβεσσαλώμ

Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του στη Βελασώρ, που βρισκόταν κοντά στα σύνορα με τη φυλή Εφραίμ. Ετοίμασε λοιπόν γιορτή  και προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.

Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν (Β' Βασιλειών 13,23-29).

Μετά απ' αυτό το γεγονός ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στον παππού του, στο βασιλιά της Γεδσούρ, τον Θολμί, κι έμεινε κοντά του τρία χρόνια, στη γη Μαχάδ. Ο βασιλιάς Δαβίδ όλο αυτό το διάστημα κράτησε πένθος για το γιο του. Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να δει τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 13,37-39).

Ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, έπεισε τον Δαβίδ να επαναφέρει τον Αβεσσαλώμ από την εξορία. Μετά πήγε στη Γεδσούρ κι έφερε από 'κει τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ, αλλά χωρίς να γίνει ακόμη δεκτός από τον πατέρα του (Β' Βασιλειών 14,1-24).

 

Ο Αβεσσαλώμ έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει τον πατέρα του. Μια μέρα κάλεσε τον Ιωάβ να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά ο Ιωάβ δε θέλησε να πάει στον Αβεσσαλώμ. Τον κάλεσε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δεν πήγε. Τότε διέταξε τους υπηρέτες του, να βάλουν φωτιά στο χωράφι του Ιωάβ, που ήταν κοντά στο δικό του και ήταν σπαρμένο κριθάρι.

Όταν οι υπηρέτες του Ιωάβ του έφεραν τα νέα, εκείνος πήγε αγανακτισμένος στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του ζήτησε το λόγο. Ο Αβεσσαλώμ του ζήτησε να μεσολαβήσει στον πατέρα του, ώστε να γίνει δεκτός, κι αν είναι ένοχος, τότε ας τον θανατώσει.

Ο Ιωάβ παρουσιάστηκε στο Δαβίδ και του ανέφερε όσα του είχε πει ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ κι εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Κι ο Δαβίδ φίλησε το γιο του (Β' Βασιλειών 14,28-33).

 

 

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν ως σωματοφύλακες μπροστά από την άμαξά του. Σηκωνόταν κάθε πρωΐ και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος στο βασιλιά για κρίση και είχε κάποια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ του έλεγε, ότι η υπόθεση του ήταν σωστή και δίκαιη, αλλά ο βασιλιάς δεν νοιάζεται για την υπόθεσή του. Τους έλεγε ότι, εάν έκρινε ο ίδιος τις διαφορές θα έδινε σε όλους το δίκιο τους. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον προσκυνήσει, τότε ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ κι έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών (Β' Βασιλειών 15,1-6).

 

Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Αβεσσαλώμ έγινε 40 ετών, ζήτησε την άδεια από τον πατέρα του να πάει στη Χεβρών για να εκπληρώσει ένα τάμα που είχε κάνει στον Κύριο. Τον καιρό που ήταν στον παππού του στην Γεδσούρ, στη Συρία, έκανε τάμα εάν ο Κύριος τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του πρόσφερε θυσίες στη Χεβρών.  Ο Δαβίδ ανύποπτος του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Αβεσσαλώμ πήγε στη Χεβρών. Από κει έστειλε κρυφά ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ και τους μήνυσε, ότι όταν θα ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας, να φωνάξουν: "ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών"».

Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει και 200 άντρες από την Ιερουσαλήμ. Αυτοί όμως ήταν ανυποψίαστοι και δεν ήξεραν τίποτα για τις προθέσεις του Αβεσσαλώμ. Ενώ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε να καλέσουν τον Αχιτόφελ το Γελμωναίο, που καταγόταν από τη Γωλά και ήταν σύμβουλος του Δαβίδ. Έτσι το συνωμοτικό στράτευμα γινόταν ολοένα και ισχυρότερο, διότι ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, συνεχώς αυξανόταν (Β' Βασιλειών 15,7-12).

 

Ένας αγγελιοφόρος πήγε στο Δαβίδ και του είπε, ότι ο Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και ότι οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του. Τότε ο Δαβίδ πήρε την οικογένειά του και τους αξιωματούχους του και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Άφησε μόνο δέκα παλλακίδες να φυλάνε το βασιλικό παλάτι. Τον ακολούθησαν ακόμη οι σωματοφύλακές του και οι ανδρείοι μαχητές του. Ο Δαβίδ και οι άντρες του πέρασαν το χείμαρρο των Κέδρων και κατευθύνονταν προς την έρημο της Αραβώθ (Β' Βασιλειών 15,13-23).

 

Ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Μαζί τους ήταν και ο Αχιτόφελ. Όταν ο Χουσί, ο σύμβουλος κι ο φίλος του Δαβίδ, έφτασε στον Αβεσσαλώμ, του ζήτησε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως έκανε και στον πατέρα του.

Τότε ο Αβεσσαλώμ ζήτησε τη γνώμη του Αχιτόφελ. Εκείνος του είπε να πλαγιάσει με τις παλλακίδες του πατέρα του, που άφησε στο ανάκτορο, έτσι ώστε όλοι οι Ισραηλίτες να μάθουν ότι ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του. Έστησαν, λοιπόν, μια σκηνή μέσα στα  ανάκτορα, και ο Αβεσσαλώμ πήγε μπροστά σ' όλους και πλάγιασε με τις παλλακίδες του πατέρα του. Εκείνο τον καιρό οι συμβουλές που έδινε ο Αχιτόφελ λογαριάζονταν σαν να ήταν λόγος θεού. Έτσι τις θεωρούσαν τόσο ο Δαβίδ όσο κι ο Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 16,15-23).

 

Μετά ο Αχιτόφελ ζήτησε από τον Αβεσσαλώμ, να του δώσει 12.000 άντρες και να καταδιώξει το Δαβίδ το ίδιο βράδυ και να του επιτεθεί, ενώ αυτός θα είναι κουρασμένος κι εξαντλημένος. Αυτός ο λόγος φάνηκε καλός στον Αβεσσαλώμ και σ' όλους του πρεσβυτέρους του Ισραήλ. Έτσι ο Αβεσσαλώμ κάλεσε και τον Χουσί, γιο του Αραχί και πρώην σύμβουλο του Δαβίδ, για ν' ακούσει και τη δική του γνώμη (Β' Βασιλειών 17,1-5).

Ο Χουσί παρουσιάστηκε στον Αβεσσαλώμ και εκείνος ζήτησε τη γνώμη του για το συγκεκριμένο θέμα. Ο Χουσί είπε στον Αβεσσαλώμ, ότι δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε ο Αχιτόφελ. Όλοι ξέρουν καλά ότι οι άντρες του Δαβίδ είναι γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές. Τώρα μάλιστα είναι και εξοργισμένοι. Ο πατέρας του ο Δαβίδ είναι έμπειρος στους πολέμους και θα βρει κάποιο καλό στρατηγικό σημείο για να στήσει το στρατό του. Εάν λοιπόν ο πατέρας του κερδίσει την πρώτη μάχη, τότε ο στρατός του Αβεσσαλώμ θα χάσει το ηθικό του και ο λαός θα φοβηθεί, γιατί ξέρει ότι ο πατέρας του είναι δυνατός και οι στρατιώτες του είναι δυνατοί και γενναίοι πολεμιστές.  Έτσι λοιπόν ο Χουσί πρότεινε στον Αβεσσαλώμ, να συγκεντρώσει όλους τους Ισραηλίτες από το Βορρά ως το Νότο, να ηγηθεί ο ίδιος ο Αβεσσαλώμ του στρατού αυτού και τότε να επιτεθεί στο Δαβίδ. Κι αν ο πατέρας του καταφύγει σε κάποια πόλη και ζητήσει βοήθεια, τότε θα την τιμωρήσουν παραδειγματικά για την πράξη της αυτή.

Αυτή η άποψη του Χουσί άρεσε στον Αβεσσαλώμ και στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και την προτίμησαν από τη συμβουλή του Αχιτόφελ. Έτσι ο Κύριος εξουδετέρωσε το σχέδιο του Αχιτόφελ, την τόσο συμφέρουσα για τον Αβεσσαλώμ, για να τον τιμωρήσει αργότερα για τις πράξεις του (Β' Βασιλειών 17,6-14).

 

Αμέσως μετά ο Χουσί γνωστοποίησε στους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, που ήταν με το μέρος του Δαβίδ, τα σχέδια του Αχιτόφελ και του Αβεσσαλώμ, και συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει αυτή τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην Αραβώθ, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Μια υπηρέτρια, λοιπόν, μετέφερε στον Αχιμάας και στον Ιωνάθαν, τους γιους του Σαδώκ και του Αβιάθαρ, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ, το μήνυμα του Χουσί κι αυτοί με τη σειρά τους στο βασιλιά Δαβίδ (Β' Βασιλειών 17,15-17).

Ένας νεαρός όμως τους είδε και το είπε στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος έστειλε ανθρώπους για να τους συλλάβουν. Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα τους και μπήκαν γρήγορα σ' ένα σπίτι στη Βαουρίμ, που είχε στην αυλή του πηγάδι και κρύφτηκαν εκεί. Η γυναίκα του σπιτιού έκλεισε το πηγάδι μ' ένα σκέπασμα και σκόρπισε από πάνω του κόκκους σιταριού για να ξεραθούν κι έτσι δεν φαινόταν τίποτα από κάτω.

Οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ πήγαν στο σπίτι αυτό και ρώτησαν τη γυναίκα, εάν είδε τους δύο άντρες. Η γυναίκα τους απάντησε ότι πέρασαν πέρα απ' το ποτάμι. Εκείνοι τους αναζήτησαν, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ.

Όταν οι άνθρωποι του Αβεσσαλώμ έφυγαν, ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας βγήκαν απ' το πηγάδι και έδωσαν στο βασιλιά Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 17,18-22).

Ο Αχιτόφελ στο μεταξύ, όταν είδε ότι δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του, σαμάρωσε το γαϊδούρι του κι έφυγε για το σπίτι του, στην πόλη του. Αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού του μετά κρεμάστηκε. Τον έθαψαν στον τάφο του πατέρα του (Β' Βασιλειών 17,23).

 

Ο Δαβίδ όταν πέρασε τον Ιορδάνη, πήγε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Ο Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ. Ως αρχιστράτηγο ο Αβεσσαλώμ διόρισε τον Αμεσσά (Αμεσσαΐ), γιο του Ισμαηλίτη Ιοθόρ και της Αβιγαίας, αδερφή της Σαρουΐας (Β' Βασιλειών 17,24-26).

 

 

Η ΗΤΤΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

Ο θάνατος του Αβεσσαλώμ

Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό του και το χώρισε σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά, αδερφού του Ιωάβ, και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Την ώρα που ο στρατός του έβγαινε από την Μαναΐμ (Μαχαναΐμ), ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό (Β' Βασιλειών 18,1-5).

 

Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ (δάσος της μεγάλης δρυός). Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους στο δάσος, παρά στο πεδίο της μάχης.

Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του (Β' Βασιλειών 18,6-9).

Ένας στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά. Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον αποτελείωσαν (Β' Βασιλειών 18,10-16).

Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και τον έριξε σ' ένα λάκκο στο δάσος κι έριξε από πάνω του ένα μεγάλο σωρό από πέτρες. Ύστερα έφυγαν οι Ισραηλίτες, καθένας για το σπίτι του. Κατά σύμπτωση, όταν ακόμα ζούσε Αβεσσαλώμ, είχε στήσει για τον αυτόν του μια αναμνηστική στήλη, κοντά στο σημείο που πέθανε, στην Κοιλάδα του Βασιλέως, γιατί σκεφτόταν ότι δεν είχε γιο για να διατηρήσει τη μνήμη του ονόματός του. Είχε δώσει μάλιστα το όνομά του στη στήλη και ονομάστηκε «Χειρ Αβεσσαλώμ» (Β' Βασιλειών 18,17-18).

Όταν οι αγγελιαφόροι πήγαν την είδηση στο Δαβίδ, εκείνος ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη κι έκλαψε. Και καθώς πήγαινε προς τα κει έλεγε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ! Γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να είχα σκοτωθεί εγώ αντί για σένα, Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» (Β' Βασιλειών 18,28-33). Ο 3ος ψαλμός αναφέρεται στη στάση του Αβεσσαλώμ.

 

Σημειώνεται ότι έξω από την Ιερουσαλήμ, στο Όρος των Ελαιών, σώζεται μέχρι σήμερα οικοδόμημα που φέρει το όνομα «Τάφος του Αβεσσαλώμ», που προφανώς όμως πρόκειται για μνημείο της μεταγενέστερης ελληνορωμαϊκής εποχής. Έχει βάση περίπτερο τετράγωνο που υψώνεται κυλινδρικά και καταλήγει σε κόλουρο κώνο.

 

 

 

Ο θάνατος του Αβεσσαλώμ

Ο τάφος του Αβεσσαλώμ