ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ |
|
|
|
ΔΙΚΑΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ |
|
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ
Ο Ιησούς ήταν γιος του Ναυή ή Νουμ (Αριθμοί 13,9. Α' Παραλειπομένων 7,27. Γ' Βασιλέων 16,34) και εγγονός του Ελισαμαΐ, αρχηγού της φυλής Εφραίμ (Αριθμοί 1,10). Το αρχικό του όνομα ήταν Αυσή ή Οσέας, (Αριθμοί 13,9), ονομάστηκε όμως Ιησούς (Ιησουέ) από το Μωυσή όταν τον έστειλε να κατασκοπεύσει τη γη Χαναάν (Αριθμοί 13,17). Γεννήθηκε προφανώς στην Αίγυπτο γύρω στο 1491 π.Χ. και καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ. Ο Ιησούς του Ναυή ήταν ένας από τους 12 κατασκόπους, που έστειλε ο Μωυσής στη Χαναάν (Αριθμοί 13,8) και διάδοχος του Μωυσή (Αριθμοί 27,12-23. Δευτερονόμιο 31,1-8). Ήταν γεμάτος με πνεύμα σοφίας, ήταν γενναίος άντρας και είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο Θεό.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Κατά την περίοδο της εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, ο Ιησούς του Ναυή ήταν βοηθός του Μωυσή (Έξοδος 33,11), τον οποίο υπηρέτησε πιστά και τα σαράντα χρόνια. Όταν οι Ισραηλίτες πολέμησαν τους Αμαληκίτες στη Ραφιδείν, ο Μωυσής τον όρισε αρχηγό του στρατού του. Κατά τη μάχη αυτή ο Μωυσής μαζί με τον Ααρών και τον Ωρ, ανέβηκαν στη κορυφή ενός λόφου και όταν ο Μωυσής ύψωνε τα χέρια του, ο Ιησούς του Ναυή νικούσε. Επειδή όμως τα χέρια του Μωυσή κουράζονταν, ο Ααρών και ο Ωρ στήριζαν τα χέρια του. Μ' αυτό τον τρόπο, τα χέρια του Μωυσή έμειναν σταθερά υψωμένα ως τη δύση του ήλιου, οπότε ο Ιησούς νίκησε τους Αμαληκίτες. Μετά από τη μάχη ο Κύριος έστειλε μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, μέσω του Μωυσή, ότι κάποια στιγμή θα εξαφανίσει τους Αμαληκίτες από τη γη (Έξοδος 17,8-16).
Ο Ιησούς απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη του Μωυσή, είχε το μεγάλο προνόμιο να συνοδεύει τον Μωυσή στις διάφορες μετακινήσεις του. Όταν ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά για να πάρει τις λίθινες πλάκες με τις εντολές του Κυρίου, ο Ιησούς του Ναυή τον συνόδευσε κατά την ανάβασή του (Έξοδος 24,13). Αλλά κι όταν ο Μωυσής κατέβηκε από το βουνό, άκουσε τις φωνές του λαού από το στρατόπεδο που θυσίαζαν στον ψεύτικο θεό και είπε στο Μωυσή ότι ακούει πολεμικές κραυγές. Ο Μωυσής του είπε ότι αυτές δεν ήταν πολεμικές κραυγές, αλλά κραυγές μεθυσμένων. Ο Μωυσής, όταν τους είδε να προσκυνούν το χρυσό μοσχάρι τόσος θυμός τον έπιασε, που του έπεσαν οι πλάκες με το Νόμο κι έσπασαν. Έπειτα αφού κατέστρεψε το χρυσό μοσχάρι, τιμώρησε με θάνατο όσους αμάρτησαν μπροστά στον Κύριο (Έξοδος 32,17-18). Ως αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης του Μωυσή, μόνο ο Ιησούς ορίστηκε να φυλάει τη Σκηνή του Μαρτυρίου, που ήταν το επίκεντρο της λατρείας των Ισραηλιτών κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο. Συγκεκριμένα μετά την απιστία των Ισραηλιτών με το χρυσό μοσχάρι, ο Μωυσής πήρε την προσωρινή Σκηνή του Μαρτυρίου και την τοποθέτησε έξω από το στρατόπεδο. Όταν ο Μωυσής μετά τις συνομιλίες του με τον Κύριο επέστρεφε από τη Σκηνή στο στρατόπεδο, άφηνε στη Σκηνή ως φύλακα, τον Ιησού του Ναυή (Έξοδος 33,7-11).
Όταν ο Μωυσής επέλεξε τους εβδομήντα άντρες από τους γέροντες του λαού, ώστε να σηκώνουν μαζί του το βάρος του λαού, τους έβαλε να σταθούν γύρω από τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Τότε ο Κύριος κατέβηκε μέσα στη νεφέλη και πήρε από το πνεύμα που είχε δώσει στο Μωυσή και έδωσε απ' αυτό στους πρεσβυτέρους. Μόλις ήρθε το πνεύμα πάνω τους, άρχισαν να προφητεύουν και να μιλάνε με σοφά λόγια. Δύο από τους πρεσβυτέρους, ο Ελδάδ και ο Μωδάδ, είχαν μείνει στο στρατόπεδο. Το πνεύμα του Κυρίου πήγε και σ' αυτούς, αλλά για λόγους ταπεινοφροσύνης δεν πήγαν μαζί με τους άλλους στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Έτσι φωτισμένοι κι αυτοί από το Θεό, άρχισαν κι αυτοί να μιλάνε με σοφά λόγια προς το λαό. Τότε έτρεξε ένας νέος και ανάγγειλε στο Μωυσή, πως ο Ελδάδ και ο Μωδάδ προφητεύουν στο στρατόπεδο. Τότε ο Ιησούς του Ναυή, που ήταν ο βοηθός του Μωυσή, ζήτησε από το Μωυσή, να τους σταματήσει. Αλλά ο Μωυσής του απάντησε: «Ζηλεύεις εσύ για λογαριασμό μου; Μακάρι να 'δινε ο Κύριος το Πνεύμα του σε όλο το λαό και να τους έκανε προφήτες! Μετά γύρισαν όλοι πίσω στο στρατόπεδο (Αριθμοί 11,10-30).
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΥΣ ΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Όταν οι Ισραηλίτες ήταν στην έρημο Φαράν, ο Μωυσής έστειλε κατασκόπους στη γη Χαναάν. Ο Ιησούς ήταν εκπρόσωπος της φυλής Εφραίμ. Το αρχικό του όνομα ήταν Αυσή ή Οσέας, αλλά ο Μωυσής τον μετονόμασε σε Ιησού. Μαζί με τον Σαμουήλ της φυλής Ρουβήν, τον Σαφάτ της φυλής Συμεών, τον Χάλεβ της φυλής Ιούδα, τον Ιλαάλ της φυλής Ισσάχαρ, τον Φαλτί της φυλής Βενιαμίν, τον Γουδιήλ της φυλής Ζαβουλών, τον Γαδί της φυλής Μανασσή, τον Αμιήλ της φυλής Δαν, τον Σαθούρ της φυλής Ασήρ, τον Ναβί της φυλής Νεφθαλίμ και τον Γουδιήλ της φυλής Γαδ μπήκαν στη χώρα από τα νότια. Όταν μπήκαν στη Χαναάν, ήταν τελευταίες μέρες της Άνοιξης και αρχές Καλοκαιριού, όταν πλέον είχαν ωριμάσει τα πρώιμα σταφύλια. Οι κατάσκοποι έλεγξαν όλη τη χώρα, από την έρημο Σιν και έφτασαν έως τη Ροόβ που βρίσκεται βόρεια και πάει ο δρόμος προς την Αϊμάθ. Μετά επέστρεψαν στην έρημο και έφτασαν στη Χεβρών, όπου κατοικούσαν ο Αχιμά (Αχιμάν), ο Σουσί (Σεσσί) και ο Θολαμί (Θελαμί), γιοι του γίγαντα Ανάκ (Ενάκ). Έφτασαν ως την Εσκώλ, όπου έκοψαν μια κληματόβεργα με ένα τσαμπί σταφύλι που το σήκωναν δύο, περασμένο σ' ένα ξύλο. Έκοψαν επίσης ρόδια και σύκα. Ο τόπος ονομάστηκε Εσκώλ (Φαράγγι Βότρυος), από το σταφύλι που έκοψαν εκεί οι Ισραηλίτες. Πήραν μαζί τους κάποια από τα προϊόντα του τόπου και αφού εξερεύνησαν τη χώρα για σαράντα μέρες, γύρισαν στο Μωυσή, και σ' ολόκληρη την ισραηλιτική κοινότητα που είχαν στρατοπεδεύσει στην έρημο Φαράν, στην Κάδης (Αριθμοί 13,1-27. Δευτερονόμιο 1,19-24). Τους έδωσαν την αναφορά τους και τους έδειξαν τους καρπούς της χώρας. Είπαν λοιπόν στο Μωυσή: «Πήγαμε στη χώρα που μας έστειλες. Είναι πράγματι μια χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι. Να και οι καρποί της. Αλλά ο λαός που κατοικεί εκεί είναι δυνατός. Οι πόλεις είναι οχυρωμένες και πολύ μεγάλες. Είδαμε εκεί και τους απογόνους του Ανάκ, τους γίγαντες. Οι Αμαληκίτες κατοικούν στο νότιο τμήμα της χώρας, οι Χετταίοι, οι Ευαίοι, οι Ιεβουσαίοι και οι Αμορραίοι κατοικούν στα βουνά, ενώ οι Χαναναίοι κατοικούν στην περιοχή, από παραθαλάσσια μέχρι τον Ιορδάνη» (Αριθμοί 13,27-30. Δευτερονόμιο 1,25). Ο λαός όταν τ' άκουσε, έμεινε σκεπτικός και σιωπηλός. Επειδή όμως είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν εναντίον του Μωυσή, ο Χάλεβ και ο Ιησούς του Ναυή προσπάθησαν να τους καθησυχάσουν. Ο Χάλεβ τους είπε, ότι είναι κι αυτοί ισχυροί και ότι θα υπερισχύσουν στους κατοίκους της Χαναάν. Οι υπόλοιποι όμως δέκα, άρχισαν να διαδίδουν στους Ισραηλίτες φοβερά πράγματα σχετικά με τη χώρα που είχαν εξερευνήσει. Έλεγαν: «Είδαμε εκεί άντρες μεγαλόσωμους. Είδαμε ακόμα εκεί γίγαντες, τους απογόνους του Ανάκ, από τη γενιά των γιγάντων! Εμείς νιώθαμε σαν ακρίδες μπροστά τους, αλλά και στα δικά τους μάτια έτσι φαινόμασταν» (Αριθμοί 13,30-33). Τότε ολόκληρη η κοινότητα άρχισε να φωνάζει και να παραπονιέται ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών (Αριθμοί 14,1-4. Δευτερονόμιο 1,26-28).
Τότε ο Μωυσής κι ο Ααρών έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη, μπροστά σ' όλη την κοινότητα των Ισραηλιτών, που είχε συναχθεί εκεί. Ο Ιησούς του Ναυή κι ο Χάλεβ έσκισαν τα ρούχα τους από την απόγνωση και μαζί με το Μωυσή, προσπάθησαν να ενθαρρύνουν το λαό να μην επαναστατήσει εναντίον του Κυρίου και ότι με τη βοήθειά του θα κατακτήσουν τη χώρα που τους υποσχέθηκε (Αριθμοί 14,5-9. Δευτερονόμιο 1,29-33). Κι ενώ ολόκληρη η κοινότητα σκεφτόταν να τους λιθοβολήσει, φάνηκε η δόξα του Κυρίου πάνω από τη Σκηνή του Μαρτυρίου μπροστά στα μάτια των Ισραηλιτών και τους αναχαίτισε από το έγκλημα. Ο Κύριος αρχικά απείλησε με θάνατο και καταστροφή τους Ισραηλίτες, αλλά στη συνέχεια είπε στους Ισραηλίτες ότι κανείς από αυτούς που ήταν από είκοσι ετών και πάνω δε θα δει τη χώρα της Χαναάν και τα κορμιά τους θα μείνουν σ' ετούτη εδώ την έρημο. Όλοι εκτός από το Χάλεβ και τον Ιησού του Ναυή. Θα περιπλανιούνται όλοι για σαράντα χρόνια, ώσπου όλοι να πεθάνουν στην έρημο. Μόνο τα παιδιά τους θα γνωρίσουν τη χώρα που αυτοί περιφρόνησαν (Αριθμοί 14,10-35. Δευτερονόμιο 1,34-40).
Τους άντρες που είχε στείλει ο Μωυσής για να κατασκοπεύσουν τη χώρα, επειδή διέδιδαν συκοφαντίες γι' αυτήν και τη δυσφημούσαν, κι έτσι έκαναν όλη την κοινότητα να παραπονιέται εναντίον του Θεού, ο Κύριος τους χτύπησε με θανατικό και πέθαναν. Από τους κατασκόπους εκείνους, οι μόνοι που επέζησαν ήταν ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ (Αριθμοί 14,36-38).
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ ΔΙΑΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟ ΜΩΥΣΗ
Όταν ο Κύριος προανήγγειλε στο Μωυσή ότι πλησιάζει η ώρα να πεθάνει, ο Μωυσής ζήτησε από το Θεό να του ορίσει τον διάδοχό του. Ο Κύριος υπέδειξε ως τον πιο κατάλληλο τον Ιησού του Ναυή, ο οποίος σύμφωνα με τον Ιώσηπο ήταν 85 ετών. Ο Μωυσής, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, αφού έφερε τον Ιησού τον Ναυή ενώπιον του ιερέα Ελεάζαρ και της κοινότητας, του ανέθεσε το αξίωμα του αρχηγού και του έδωσε διοικητικές αρμοδιότητες πάνω στην κοινότητα (Αριθμοί 27,12-23. Δευτερονόμιο 31,1-8). Ο Μωυσής είχε πει στον Ιησού του Ναυή, ότι αυτά που έκανε ο Κύριος στους δύο βασιλείς των Αμορραίων, Σηών και Ωγ, τα ίδια θα κάνει και στους άλλους βασιλιάδες των εθνών της Χαναάν, όταν περάσουν τον Ιορδάνη. Γι' αυτό να μη φοβηθούν, γιατί ο Κύριος θα πολεμήσει μαζί τους (Δευτερονόμιο 3,21-22. 31,4-6). Μετά ο Μωυσής κάλεσε τον Ιησού και του είπε μπροστά σ' όλους τους Ισραηλίτες, να είναι θαρραλέος και δυνατός, γιατί αυτός θα οδηγήσει το λαό στη Γη της Επαγγελίας κι αυτός θα τη μοιράσει. Ο Κύριος θα προπορεύεται και θα είναι πάντα μαζί του (Δευτερονόμιο 31,7-8. 31,23). Ο Μωυσής και ο Ιησούς του Ναυή, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πήγαν και στάθηκαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Εκεί τους παρουσιάστηκε ο Κύριος μέσα σε μια στήλη νεφέλης, η οποία ήρθε και στάθηκε στην είσοδο της Σκηνής. Ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή και του είπε, ότι επειδή ο λαός, όταν θα μπει στη Γη της Επαγγελίας, θα φάει και θα χορτάσει, και τότε θ' αρχίσει να λατρεύει άλλους θεούς και θα παραβιάσει τη διαθήκη που έχει κάνει με τον Κύριο. Όταν θα γίνει αυτό ο θυμός και η οργή του Κυρίου θα πέσει πάνω τους και θα τους αποστραφεί. Τότε θα τους βρουν πολλές συμφορές και θλίψεις, και θ' αναρωτιούνται, γιατί γίνονται όλα αυτά. Γι' αυτό, λοιπόν, τους έδωσε ένα τραγούδι για να το τραγουδάνε οι Ισραηλίτες, ως μια υπενθύμιση για την ημέρα που θα γινόταν αυτό (Δευτερονόμιο 31,14-23). Στη συνέχεια ο Μωυσής κάλεσε κοντά του τους αρχηγούς των φυλών, τους πρεσβυτέρους του λαού, τους δικαστές και τους γραμματείς, και τους έκανε γνωστή την προειδοποίηση του Κυρίου και τους είπε ακόμη μια φορά να μείνουν πιστοί στον Κύριο και να μην παρεκκλίνουν από το δρόμο του. Ο Μωυσής, έχοντας μαζί του και τον Ιησού του Ναυή, τους απάγγειλε το τραγούδι που του έδωσε ο Κύριος, από την αρχή ως το τέλος (Δευτερονόμιο 31,27-30. 32,44-52).
Ο Ιησούς, γιος του Ναυή, ήταν γεμάτος με πνεύμα σοφίας, γιατί ο Μωυσής είχε επιθέσει τα χέρια του πάνω του. Οι Ισραηλίτες ήταν υπάκουοι σ' αυτόν, κι ακολουθούσαν τις οδηγίες που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή (Δευτερονόμιο 34,9).
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟΥΣ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝ
Μετά το θάνατο του Μωυσή ο Κύριος έδωσε συμβουλές στον Ιησού και τον ενθάρρυνε. Του είπε: «Ο δούλος μου ο Μωυσής πέθανε. Ετοιμάσου, λοιπόν, τώρα εσύ και όλος αυτός ο λαός, να διαβείτε τον Ιορδάνη και να μπείτε στη χώρα που σας έχω υποσχεθεί. Κανείς δε θα μπορέσει να σου αντισταθεί όσο θα ζεις. Εγώ θα είμαι μαζί σου, όπως ήμουν και με το Μωυσή. Δε θα σ' αφήσω, δε θα σ' εγκαταλείψω. Να είσαι θαρραλέος και δυνατός, και να φροντίζεις να ενεργείς απαρέγκλιτα σύμφωνα με το σύνολο του νόμου που σου παρέδωσε ο δούλος μου, ο Μωυσής. Μην πάψεις ποτέ να επαναλαμβάνεις τις εντολές αυτού του βιβλίου του νόμου και να το μελετάς μέρα και νύχτα, για να εφαρμόζεις πιστά όλα όσα είναι γραμμένα σ' αυτό. Τότε θα έχεις επιτυχία στα έργα σου και θα ευημερείς (Ιησούς του Ναυή 1,1-9).
Τότε ο Ιησούς διέταξε τους άρχοντες του λαού να εφοδιαστούν με τρόφιμα, γιατί ύστερα από τρεις μέρες θα περάσουν τον Ιορδάνη, για να καταλάβουν τη χώρα της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 1,10-11). Και στους άρχοντες των φυλών Ρουβήν, Γαδ και μισή Μανασσή, τους υπενθύμισε την εντολή του Μωυσή, ότι θα αφήσουν τον άμαχο πληθυσμό και τα ζώα τους στη γη που τους έδωσε ο Μωυσής ανατολικά του Ιορδάνη, και οι άντρες θα ακολουθούσαν τους υπόλοιπους Ισραηλίτες έως την πλήρη κατάκτηση της Χαναάν. Οι άρχοντες των τριών φυλών δήλωσαν πίστη στον Ιησού του Ναυή, όπως και παλιότερα στο Μωυσή (Ιησούς του Ναυή 1,12-18).
Έπειτα ο Ιησούς του Ναυή, έστειλε από τη Σαττείν κρυφά δύο κατασκόπους, με την εντολή να πάνε να δουν την περιοχή και ειδικά την πόλη της Ιεριχώ. Αυτοί έφτασαν στην Ιεριχώ, στο σπίτι μιας γυναίκας πόρνης, που ονομαζόταν Ραάβ και διανυκτέρευσαν εκεί. Οι κάτοικοι της πόλης τους πήραν είδηση και ειδοποίησαν το βασιλιά. Αμέσως ήρθαν στο σπίτι της Ραάβ στρατιώτες του βασιλιά και της ζήτησαν να τους παραδώσει τους ξένους επειδή ήταν κατάσκοποι. Η γυναίκα είχε κρύψει καλά τους δυο άντρες και έστειλε τους στρατιώτες του βασιλιά προς άλλη κατεύθυνση. Η Ραάβ είπε στους δύο άντρες ότι είναι σίγουρη, πως ο Κύριος θα παραδώσει στους Ισραηλίτες όλη τη χώρα και πως οι κάτοικοι της Ιεριχώ και όλη της περιοχής, έχουν μάθει τα κατορθώματα που έκανε ο Κύριος στους Ισραηλίτες από τότε που φύγανε από την Αίγυπτο και τους έχει καταλάβει πανικός. Ακόμη η Ραάβ τους ζήτησε όταν καταλάβουν την πόλη, να δείξουν στην ίδια, στους γονείς της και στ' αδέρφια της, την ίδια καλοσύνη, που έδειξε και κείνη σ' αυτούς. Οι δύο άντρες της το υποσχέθηκαν και τότε η γυναίκα τους κατέβασε με σκοινί, από κάποιο παράθυρο, έξω από το τείχος της πόλης. Μετά οι δυο άντρες αφού κρύφτηκαν στα βουνά για τρεις ημέρες, πέρασαν τον Ιορδάνη και ήρθαν στον Ιησού του Ναυή, στον οποίο και διηγήθηκαν όλα όσα τους είχαν συμβεί (Ιησούς του Ναυή 2,1-24).
Την άλλη μέρα ο Ιησούς και όλος ο λαός έφυγαν από τη Σαττείν και κατέβηκαν στις όχθες του Ιορδάνη. Εκεί στρατοπέδευσαν για τρεις ημέρες, ως την ημέρα που θα περνούσαν τον ποταμό. Την εποχή εκείνη ο Ιορδάνης ήταν γεμάτος και έτοιμος να ξεχειλίσει. Πρώτοι μπροστά πήγαιναν οι ιερείς που σήκωναν την Κιβωτό της Διαθήκης. Όταν οι ιερείς με την Κιβωτό έφτασαν στο ποτάμι, τότε τα νερά μαζεύτηκαν και χωρίστηκαν, όπως και στην Ερυθρά θάλασσα, κι έτσι ο λαός πέρασε τον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ. Τα νερά που χωρίστηκαν σχημάτισαν πάγο από το σημείο εκείνο έως την Καριαθιαρίμ από τη μια μεριά και έως την Νεκρά θάλασσα από το άλλο (Ιησούς του Ναυή 3,1-17. 24,11).
Όταν πέρασαν τον Ιορδάνη, ο Ιησούς κάλεσε δώδεκα άντρες, έναν από κάθε φυλή, και, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, έβγαλαν δώδεκα πέτρες μέσα από τον Ιορδάνη, μία για κάθε φυλή του Ισραήλ, και τις απόθεσαν εκεί στο στρατόπεδο. Ο Ιησούς έστησε επίσης δώδεκα πέτρες μέσα στον Ιορδάνη, στο σημείο ακριβώς όπου πάτησαν τα πόδια των ιερέων που μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης. Όταν περνούσαν οι Ισραηλίτες, μπροστά πήγαιναν οι άντρες που κουβαλούσαν τις πέτρες. Μετά από το μνημείο που στήσανε, ως ανάμνηση του γεγονότος και της θαυματουργικής επέμβασης του Κυρίου, τα νερά του Ιορδάνη ξαναγύρισαν στον τόπο τους, όπως και πριν. Εκείνη τη μέρα ο Κύριος ανέδειξε τον Ιησού μεγάλο άντρα στα μάτια των Ισραηλιτών. Ο λαός τον σέβονταν σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, όπως είχαν σεβαστεί το Μωυσή (Ιησούς του Ναυή 4,1-18). Όταν οι Ισραηλίτες πέρασαν τον Ιορδάνη, ήταν η δέκατη μέρα του μήνα Νισάν, και στρατοπέδευσαν στα Γάλγαλα, ανατολικά της Ιεριχώς (Ιησούς του Ναυή 4,19). Εκεί στα Γάλγαλα ο Ιησούς του Ναυή έστησε τους δώδεκα λίθους, ως ανάμνηση του γεγονότος, που ο Κύριος χώρισε τα νερά του Ιορδάνη και πέρασαν οι Ισραηλίτες (Ιησούς του Ναυή 4,20-24).
Έπειτα από τη διάβαση του Ιορδάνη οι Ισραηλίτες χρειάστηκαν να πολεμήσουν με διάφορους λαούς, που στάθηκαν εμπόδιο στο δρόμο τους. Οι λαοί αυτοί είχαν πολιτείες με ισχυρά τείχη και πολεμιστές πολλούς και δυνατούς. Όμως, με τη βοήθεια του Κυρίου κατόρθωσαν να τους νικήσουν. Όταν οι βασιλιάδες των Αμορραίων, που κατοικούσαν στα δυτικά του Ιορδάνη, και οι βασιλιάδες της Φοινίκης, που κατοικούσαν στα παραθαλάσσια, έμαθαν ότι αποξήρανε ο Θεός τα νερά του Ιορδάνη για να περάσουν οι Ισραηλίτες, πανικοβλήθηκαν και δεν είχαν πια το θάρρος να τους αντιμετωπίσουν (Ιησούς του Ναυή 5,1).
Μετά το στήσιμο των λίθων ο Ιησούς του Ναυή, έφτιαξε κοφτερά μαχαίρια από πέτρα και έκανε περιτομή στους Ισραηλίτες, για δεύτερη φορά, κοντά στην τοποθεσία που ονομάζεται Βουνό των Ακροβυστιών. Κι αυτό διότι όλοι οι Ισραηλίτες που είχαν γεννηθεί στην έρημο, στη διάρκεια των 42 χρόνων που περιπλανήθηκαν στη Μαβγαρίτιδα έρημο, δεν είχαν περιτμηθεί. Όλοι οι άντρες που περιτμήθηκαν παρέμειναν στο στρατόπεδο, έως ότου θεραπεύτηκαν οι πληγές τους. Γι' αυτό και ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Γάλγαλα, δηλαδή "αφαίρεσις" (Ιησούς του Ναυή 5,2-9). Οι Ισραηλίτες έμειναν στρατοπεδευμένοι στα Γάλγαλα και γιόρτασαν εκεί το Πάσχα, την 14 μέρα του μήνα Νισάν. Από την ημέρα εκείνη σταμάτησε να πέφτει το μάννα, αφού πια μπορούσαν κι έτρωγαν από τα προϊόντα της Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 5,10-12).
Μια μέρα, όταν ο Ιησούς του Ναυή βρίσκονταν κοντά στην Ιεριχώ, είδε ξαφνικά έναν άγγελο, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των στρατευμάτων του Κυρίου, να στέκεται μπροστά του με μια γυμνή ρομφαία στο χέρι του. Ο Ιησούς τον πλησίασε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε (Ιησούς του Ναυή 5,13-15).
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΩΣ
Η Ιεριχώ είχε τα τείχη της κλειστά κι αμπαρωμένα. Κανείς δεν έβγαινε ούτε έμπαινε στην πόλη. Ο Κύριος έδωσε οδηγίες στον Ιησού του Ναυή για το πως θα καταληφθεί η πόλη. Έτσι σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, μπροστά πήγαινε η εμπροσθοφυλακή του στρατού. Ακολουθούσαν οι εφτά ιερείς που κρατούσαν τις κεράτινες σάλπιγγες και οι οποίοι σάλπιζαν ασταμάτητα, ενώ εκείνοι που μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης του Κυρίου τους ακολουθούσαν. Πίσω ακολουθούσε το υπόλοιπο του στρατεύματος, που ήταν και η οπισθοφυλακή της Κιβωτού. Ο στρατός είχε πάρει ρητή διαταγή από τον Ιησού, να μη μιλήσει καθόλου ούτε να φωνάξει, ώσπου ο ίδιος να δώσει διαταγή. Έτσι η Κιβωτός του Κυρίου, μαζί με τους ιερείς και το στρατό, έκανε μια φορά το γύρο της πόλης κι έπειτα επέστρεφαν στο στρατόπεδο. Το ίδιο έκαναν για έξι μέρες. Την έβδομη μέρα σηκώθηκαν με την αυγή κι έκαναν εφτά φορές το γύρο της πόλης με τον ίδιο τρόπο. Ήταν η μόνη μέρα που έκαναν το γύρο της πόλης εφτά φορές. Την έβδομη φορά, όταν οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες, μετά ο Ιησούς είπε στο στρατό «Φωνάξτε τώρα! Ο Κύριος σας παρέδωσε την πόλη!» (Ιησούς του Ναυή 6,1-19. 24,11).
Όταν ο στρατός άκουσε τον ήχο της σάλπιγγας, ξέσπασε σε μεγάλο αλαλαγμό και σωριάστηκαν τα τείχη μόνα τους. Τότε ο στρατός επιτέθηκε στην πόλη και την κατέλαβαν. Όλοι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, καθώς και τα ζώα της πόλης παραδόθηκαν στη σφαγή. Τότε είπε ο Ιησούς έδωσε εντολή στους δύο άνδρες, που είχαν κατασκοπεύσει τη χώρα, να πάρουν τη Ραάβ και τους συγγενείς της και τα υπάρχοντά της και να τους τους πάνε σε ασφαλές μέρος έξω από το στρατόπεδο των Ισραηλιτών. . Ύστερα έβαλαν φωτιά στην πόλη κι έκαναν στάχτη ότι βρισκόταν μέσα σ' αυτήν. Το ασήμι, το χρυσάφι και άλλα πολύτιμα αντικείμενα τα πήραν και τα τοποθέτησαν στο θησαυροφυλάκιο του οίκου του Κυρίου. Η Ραάβ και οι συγγενείς της εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους Ισραηλίτες (Ιησούς του Ναυή 6,20-25). Ο Ιησούς του Ναυή έκανε όρκο αναθέματος γι' αυτή την πόλη. Όποιος θα τολμούσε να την ανοικοδομήσει ξανά και να την οχυρώσει, να ήταν καταραμένος και μόνο αν έβαζε το σώμα του νεκρού πρωτότοκου γιου του στα θεμέλια της πόλης και μόνο με το σώμα του νεκρού νεότερου γιου του θα στηνόταν οι πύλες της. Αυτό έκαμε και αυτό έπαθε ο Αχιήλ (Οζάς) από τη Βαιθήλ. Αυτός με τον Αβιρών, τον πρωτότοκο γιο του, θεμελίωσε την πόλη, και με τον νεότερο γιο του, τον Σεγούβ, έστησε τις πύλες της. Κι αυτό έγινε ως θεία τιμωρία για να εκπληρωθεί ο λόγος, που είχε εξαγγείλει ο Κύριος με τον Ιησού του Ναυή (Ιησούς του Ναυή 6,26. Γ' Βασιλέων 16,34).
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΪ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΩΝ
Οι Ισραηλίτες όμως αμάρτησαν σοβαρά στο θέμα των αφιερωμάτων. Ο Άχαρ, γιος του Χαρμί και απόγονος του Ζαμβρί και του Ζαρά, από τη φυλή Ιούδα, πήρε για δικά του μερικά από τα αφιερώματα. Εξαιτίας αυτού, λοιπόν, ο Κύριος οργίστηκε εναντίον των Ισραηλιτών (Ιησούς του Ναυή 7,1). Από την Ιεριχώ ο Ιησούς έστειλε ανθρώπους στη Γαΐ, που βρίσκεται απέναντι από τη Βαιθήλ, με τη διαταγή να κατασκοπεύσουν την περιοχή. Εκείνοι όταν επέστρεψαν στον Ιησού του ανάφεραν, ότι δεν είναι ανάγκη να πάει όλος ο στρατός για να καταλάβει τη Γαΐ γιατί είναι μικρή πόλη. Ξεκίνησαν, λοιπόν, να πολεμήσουν περίπου 3.000 άντρες, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στους κατοίκους της Γαΐ, οι οποίοι σκότωσαν 36 από τους Ισραηλίτες και τους άλλους τους καταδίωξαν. Έτσι ο λαός λύγισε και καταλείφθηκε από πανικό. Τότε ο Ιησούς έσκισε τα ρούχα του, έριξε χώμα στο κεφάλι του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη μπροστά στην Κιβωτό του Κυρίου ως το βράδυ και προσευχήθηκε. Και μαζί μ' αυτόν και οι πρεσβύτεροι του λαού (Ιησούς του Ναυή 7,2-9).
Ο Κύριος απάντησε στον Ιησού: «Σήκω πάνω. Τι έπεσες με το πρόσωπο καταγής; Οι Ισραηλίτες αμάρτησαν, παρέβηκαν τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν απέναντι μου. Πήραν πράγματα από τα αφιερώματα και τα έκρυψαν ανάμεσα στα πράγματα τους. Γι' αυτό και δε θα μπορέσουν πια ν' αντισταθούν στους εχθρούς τους. Θα τρέπονται σε φυγή μπροστά τους, γιατί τώρα αυτοί οι ίδιοι καταδίκασαν τους εαυτούς τους. Δε θα είμαι πια μαζί σας, αν δεν πετάξετε μακριά σας τα απαγορευμένα αντικείμενα. Σήκω, λοιπόν, προετοίμασε το λαό και πες τους να καθαριστούν. Αύριο το πρωί θα πλησιάστε κάθε φυλή χωριστά και η φυλή που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο θα πλησιάσει κατά συγγένειες. Η συγγένεια που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο, θα πλησιάσει κατά οικογένειες. Και η οικογένεια που θα υποδείξει ο Κύριος με κλήρο θα πλησιάσει, ο ένας άντρας μετά τον άλλο. Κι ο Κύριος θα φανερώσει ποιος απ' αυτούς έχει τα απαγορευμένα αντικείμενα. Τότε θα καεί αυτός μαζί με όλα του τα υπάρχοντα, γιατί παρέβηκε τις υποχρεώσεις του απέναντι μου και ντρόπιασε τους Ισραηλίτες» (Ιησούς του Ναυή 7,10-15).
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Ιησούς διέταξε να πλησιάσουν οι Ισραηλίτες κατά φυλές. Πλησίασαν μία μία χωριστά και κληρώθηκε η φυλή Ιούδα. Μετά διέταξε να πλησιάσουν μία μία οι συγγένειες της φυλής Ιούδα και κληρώθηκε η συγγένεια των Ζαραΐ. τελικά αφού πλησίασαν κατά οικογένειες και μετά οι άνδρες, ο κλήρος έπεσε στον Άχαρ, γιός του Χαρμί και απόγονος του Ζαμβρί και του Ζαρά. Ο Άχαρ ομολόγησε την πράξη του, ότι πράγματι αυτός πήρε τα αφιερώματα και τα έκρυψε μέσα στη σκηνή του. Αυτά που κράτησε ήταν μια πολύχρωμη φορεσιά, 200 ασημένια δίδραχμα και μία ράβδο χρυσή. Έψαξαν τη σκηνή του και πράγματι τα βρήκαν. Τότε συνέλαβαν τον Άχαρ και τον οδήγησαν στο φαράγγι Αχώρ, μαζί με την οικογένειά του, τα ζώα του και όλα του τα υπάρχοντα. Τότε όλοι οι Ισραηλίτες θανάτωσαν αυτόν και τους συγγενείς του με λιθοβολισμό και μετά έστησαν ένα μεγάλο σωρό από πέτρες πάνω από το πτώμα του. Έτσι σταμάτησε η οργή του Κυρίου. Γι' αυτό ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Εμέκ Αχώρ, που σημαίνει "κοιλάδα του Αχώρ" (Ιησούς του Ναυή 7,16-26).
Μετά από τα γεγονότα αυτά ο Ιησούς ετοιμάστηκε να επιτεθεί στη Γαΐ με όλο του το στρατό. Διάλεξε 30.000 γενναίους άντρες και τους έστειλε να στήσουν ενέδρα από το πίσω μέρος της πόλης, δυτικά προς τη Βαιθήλ. Ο Ιησούς με το στρατό του προχώρησαν κι έφτασαν απέναντι από τη Γαΐ, ανατολικά της πόλης. Μόλις ο βασιλιάς της Γαΐ είδε τους Ισραηλίτες έσπευσε με όλο το στρατό του να βγει από την πόλη και να τους καταδιώξει, όπως έκανε και την προηγούμενη φορά. Ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες προσποιήθηκαν ότι φοβήθηκαν και τράπηκαν δήθεν σε φυγή. Τότε όλος ο πληθυσμός της πόλης βγήκε για να καταδιώξει τους Ισραηλίτες. Έτσι απομακρύνθηκαν από την πόλη και την άφησαν ανυπεράσπιστη (Ιησούς του Ναυή 8,1-17). Μόλις ο Ιησούς του Ναυή ύψωσε το χέρι του, τότε οι στρατιώτες της ενέδρας έτρεξαν γρήγορα μέσα στην πόλη, την κατέλαβαν κι αμέσως την παρέδωσαν στη φωτιά. Όταν οι άντρες της Γαΐ κοίταξαν πίσω τους και είδαν τον καπνό ν' ανεβαίνει από την πόλη προς τον ουρανό, κατάλαβαν πως έχασαν τη μάχη και δεν ήξεραν από που να φύγουν. Όταν ο Ιησούς του Ναυή και ο στρατός του είδαν ότι οι άντρες της ενέδρας είχαν κυριέψει την πόλη, και είδαν και τον καπνό που ανέβαινε απ' αυτήν, γύρισαν και χτύπησαν τους άντρες της Γαΐ. Οι Ισραηλίτες από την πόλη βγήκαν κι αυτοί στην καταδίωξη, κι έτσι οι άντρες της Γαΐ βρέθηκαν περικυκλωμένοι ανάμεσα σε δύο στρατούς. Οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και θανάτωσαν όλους τους κατοίκους της Γαΐ, γύρω στις 12.000. Το βασιλιά της πόλης τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Ιησού. Πήραν για τον εαυτό τους μόνο τα ζώα και τα λάφυρα εκείνης της πόλης, σύμφωνα με την εντολή που είχε δώσει ο Κύριος στον Ιησού. Μετά πυρπόλησαν τη Γαΐ και τη μετέβαλαν σε σωρό ερειπίων. Το βασιλιά της Γαΐ τον κρέμασαν σ' ένα διχαλωτό ξύλο και κατά τη δύση του ήλιου πήραν το πτώμα του και το έριξαν σ' ένα λάκκο, όπου και το σκέπασαν με πέτρες (Ιησούς του Ναυή 8,18-29).
Η ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΓΑΒΑΩΝΙΤΩΝ
Στο όρος Εβάλ ο Ιησούς έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο. Έτσι είχε διατάξει τους Ισραηλίτες ο Μωυσής και είναι γραμμένο στο βιβλίο του Νόμου του Μωυσή. Το θυσιαστήριο ήταν από αλάξευτες πέτρες, που δεν τις είχε αγγίξει σιδερένιο εργαλείο. Πάνω σ' αυτό, πρόσφεραν στον Κύριο ολοκαυτώματα και θυσίες ευχαριστίας. Εκεί, πάνω στις πέτρες του θυσιαστηρίου, ο Ιησούς χάραξε ενώπιον των Ισραηλιτών ένα αντίγραφο του Νόμου που είχε γράψει ο Μωυσής. Έπειτα όλος ο λαός, όλοι οι πρεσβύτεροι, οι δικαστές και οι αρχηγοί των φυλών, καθώς και οι ξένοι που ζούσαν ανάμεσά τους, στάθηκαν από τη μια της Κιβωτού της Διαθήκης κι από την άλλη μεριά στέκονταν οι Λευίτες, που βάσταζαν την Κιβωτό. Οι μισοί στάθηκαν από τη μεριά του όρους Γαριζίν και οι άλλοι μισοί από την πλευρά του όρους Εβάλ, όπως τους είχε δώσει εντολή ο Μωυσής. Κατόπιν, ο Ιησούς διάβασε στους Ισραηλίτες όλες τις εντολές του Νόμου, τις ευλογίες και τις κατάρες, που ήταν γραμμένες στο βιβλίο του Νόμου (Ιησούς του Ναυή 9,2).
Τα κατορθώματα των Ισραηλιτών τα έμαθαν οι βασιλιάδες σε όλη την πεδινή και ορεινή περιοχή της Χαναάν, δηλαδή οι βασιλιάδες των Χετταίων, των Αμορραίων, των Χαναναίων, των Φερεζαίων, των Ευαίων, των Γεργεσαίων και των Ιεβουσαίων. Αυτοί συνασπίστηκαν για να πολεμήσουν ενωμένοι τον Ιησού του Ναυή και τους Ισραηλίτες (Ιησούς του Ναυή 9,1). Οι κάτοικοι όμως της Γαβαών, που ήταν Χορραίοι, όταν έμαθαν τι είχε κάνει ο Ιησούς του Ναυή στην Ιεριχώ και στη Γαΐ, φοβήθηκαν και αποφάσισαν να ενεργήσουν με πανουργία για να γλιτώσουν την καταστροφή. Ξεκίνησαν, λοιπόν, έχοντας φορτωμένα τα γαϊδούρια τους με παλιά και με μπαλωμένα ασκιά κρασιού, φόρεσαν παλιά παπούτσια και μπαλωμένα, κουρελιασμένα ρούχα και πήραν για το δρόμο ξερό και μουχλιασμένο ψωμί. Πήγαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών, στα Γάλγαλα, και προσπάθησαν να πείσουν τον Ιησού και τους Ισραηλίτες, ότι έρχονται από μια μακρινή χώρα και θέλουν να κάνουν συμμαχία μαζί τους. Οι άρχοντες των Ισραηλιτών είδαν τα τρόφιμά τους πως ήταν ξερά και μουχλιασμένα και κάνανε μαζί τους συνθήκη ειρήνης, χωρίς όμως να ζητήσουν τη συμβουλή του Κυρίου (Ιησούς του Ναυή 9,3-21). Τρεις μέρες, όμως, μετά τη σύναψη αυτής της συνθήκης, οι Ισραηλίτες πληροφορήθηκαν ότι αυτοί ήταν γείτονες τους και κατοικούσαν εκεί γύρω. Την τρίτη μέρα έφτασαν έξω από τις πόλεις των Γαβαωνιτών, Γαβαών, Κεφιρά, Βηρώθ και Ιαρίν, αλλά δεν μπορούσαν όμως να τους επιτεθούν, επειδή οι αρχηγοί των Ισραηλιτών τους είχαν δώσει επίσημο όρκο στο όνομα του Κυρίου. Ο Ιησούς του Ναυή δεν τους επιτέθηκε, αλλά από κείνη τη μέρα, οι Γαβαωνίτες γίνανε δούλοι των Ισραηλιτών και τους υποχρέωσαν να κόβουν ξύλα και να βγάζουν νερό για το θυσιαστήριο του Κυρίου (Ιησούς του Ναυή 9,22-27).
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΙΕΒΟΥΣΑΙΩΝ (ΑΜΟΡΡΑΙΩΝ) ΒΑΣΙΛΙΑΔΩΝ
Ο Αδωνιβεζέκ, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, όταν έμαθε τι έκαναν οι Ισραηλίτες στην Ιεριχώ και στη Γαΐ, και την παράδοση της Γαβαών, έστειλε αγγελιαφόρους στον Ελάμ, βασιλιά της Χεβρών, στον Φιδών, βασιλιά της Ιεριμούθ, στον Ιεφθά, βασιλιά της Λαχίς, και στον Δαβίν, βασιλιά της Οδολλάμ, για να πολεμήσουν εναντίον των Γαβαωνιτών, διότι συμμάχησαν με τους Ισραηλίτες. Έτσι οι πέντε Ιεβουσαίοι (Αμορραίοι) βασιλιάδες, που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή της Χαναάν, συμμάχησαν, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη Γαβαών με όλα τους τα στρατεύματα (Ιησούς του Ναυή 10,1-5).
Οι Γαβαωνίτες έστειλαν μήνυμα στον Ιησού του Ναυή, στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και του ζητούσαν βοήθεια. Αμέσως ο Ιησούς, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου, έφυγε από τα Γάλγαλα, μαζί με όλο το στρατό του και τους επίλεκτους πολεμιστές. Μετά από ολονύκτια πορεία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των πέντε Ιεβουσαίων βασιλιάδων. Οι Ιεβουσαίοι μόλις αντίκρυσαν τους Ισραηλίτες πανικοβλήθηκαν και οι Ισραηλίτες, με τη δύναμη του Κυρίου, τους συνέτριψαν. Τους καταδίωκαν και τους σκότωναν σε όλο το δρόμο από την Ωρωνίν έως την Αζηκά και τη Μακηδά. Και καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι, ο Κύριος έριξε εναντίον τους χαλάζι, σαν πέτρες από τον ουρανό, ως την Αζηκά. Μάλιστα πιο πολλοί σκοτώθηκαν από το χαλάζι παρά από τους Ισραηλίτες στη μάχη. Και επειδή η μάχη κράτησε ως το βράδυ χωρίς να νικήσουν ολοκληρωτικά, τότε ο Ιησούς του Ναυή παρακάλεσε τον Κύριο να σταματήσει τον ήλιο πάνω από τη Γαβαών και τη σελήνη πάνω από την κοιλάδα Αιλών, ώσπου να τελειώσουν τη μάχη. Πράγματι, ο ήλιος στάθηκε, καταμεσής του ουρανού και δεν πήγαινε να δύσει κι αυτό κράτησε σχεδόν μια μέρα. Ποτέ μέχρι τότε δεν υπήρξε τόση μεγάλη μέρα (Ιησούς του Ναυή 10,6-15).
Οι πέντε βασιλιάδες πανικόβλητοι, τράπηκαν σε φυγή και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά στη Μακηδά. Κάποιοι τους είδαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού, ο οποίος διέταξε να κλείσουν την είσοδο με μεγάλες πέτρες και να εγκαταστήσουν φρουρά. Κατόπιν χτύπησαν τους Ιεβουσαίους, την ώρα που έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Όσοι απ' αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Στο τέλος ο Ιησούς διέταξε να βγάλουν τους πέντε βασιλιάδες από τη σπηλιά και έδωσε εντολή στους αρχηγούς του στρατού να βάλουν τα πόδια τους πάνω στον τράχηλο των βασιλιάδων αυτών, ως ένδειξη εξουσίας και δύναμης. Έπειτα τους θανάτωσε και τους κρέμασε σε πέντε ξύλα, όπου έμειναν κρεμασμένοι ως το βράδυ. Πριν νυχτώσει τους κατέβασαν και τους έριξαν στην ίδια σπηλιά, όπου είχαν κρυφτεί και έφραξαν την είσοδο της σπηλιάς με μεγάλες πέτρες (Ιησούς του Ναυή 10,16-27).
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΧΑΝΑΑΝ
Μετά την ήττα των πέντε βασιλιάδων, ο Ιησούς του Ναυή πολιόρκησε και κατέλαβε όλες τις ορεινές και πεδινές περιοχές του νότου. Την ίδια μέρα επιτέθηκε και κατέλαβε τη Μακηδά. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτήν, και φέρθηκαν στο βασιλιά της, όπως στο βασιλιά της Ιεριχώς (Ιησούς του Ναυή 10,28). Αμέσως μετά κατέλαβε τις πόλεις Λεβνά και Λαχίς, την οποία και κατέλαβε την επόμενη μέρα της πολιορκίας της. Οι Ισραηλίτες σκότωσαν όλους τους κατοίκους των πόλεων αυτών, τους βασιλιάδες τους και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτές. Ο Ελάμ, βασιλιάς της Γαζέρ, βγήκε στον πόλεμο για να βοηθήσει τη Λαχίς, αλλά ο Ιησούς τον χτύπησε, αυτόν και το στρατό του, και κανένα δεν άφησε να ξεφύγει (Ιησούς του Ναυή 10,29-33). Μετά από τη Λαχίς ο Ιησούς του Ναυή και οι Ισραηλίτες πολιόρκησαν και κατέλαβαν την ίδια μέρα την Οδολλάμ. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτή (Ιησούς του Ναυή 10,34-35).
Έπειτα οι άντρες της φυλής Ιούδα κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Κατέσφαξαν τους κατοίκους της και παρέδωσαν την πόλη στη φωτιά (Κριταί 1,8). Ο Χάλεβ πήγε στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα και ζήτησε από τον Ιησού του Ναυή για λογαριασμό του τη Χεβρών, την οποία την κατοικούσαν την εποχή εκείνη οι γίγαντες Ενακίτες. Η Χεβρών λεγόταν τότε Αρβόκ ή Κιριάθ-Αρβά ή Καριαθαρβοκσεφέρ (πόλη του Αρβά, ο Αρβά ήταν ο πιο μεγαλόσωμος άνθρωπος ανάμεσα στους Ενακίτες) (Ιησούς του Ναυή 14,6-15. Κριταί 1,10). Ο Χάλεβ, σύμφωνα με εντολή του Ιησού του Ναυή, κατέλαβε τη Χεβρών, η οποία ήταν η πρωτεύουσα των Ενακιτών και εξολόθρευσε τους τρεις γιούς του Ενάκ, τον Αχιμά (Αχιμάν), τον Σουσί (Σεσσί) και τον Θολαμί (Θελαμί) (Ιησούς του Ναυή 15,13-14. Κριταί 1,10). Έτσι οι Ισραηλίτες μετά την Οδολλάμ πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Χεβρών. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτή (Ιησούς του Ναυή 10,36-37). Στη συνέχεια ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες στράφηκαν εναντίον της Δαβίρ, την οποία πολιόρκησαν και κατέλαβαν, καθώς και όλες τις γύρω πόλεις. Την πόλη την κυρίεψε ο Γοθονιήλ, γιος του Κενέζ και ανιψιός του Χάλεβ. Σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλης, το βασιλιά της και οτιδήποτε ανέπνεε σ' αυτές (Ιησούς του Ναυή 10,38-39. 15,15-19. Κριταί 1,11-13). Η κατάληψη της Χεβρών και της Δαβίρ αναφέρεται στο κεφάλαιο 10,36-39, αλλά και στα κεφάλαια 14,6-15 και 15,13-17. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές επιχειρήσεις του Ιησού του Ναυή, αλλά για μία. Η πρώτη στο κεφάλαιο 10 αναφέρεται περιληπτικά, ενώ στα κεφάλαια 14 και 15 αναλυτικά, λόγω της σπουδαιότητας των πόλεων αυτών, αλλά και επειδή σχετίζονται με το Χάλεβ.
Μετά τη Δαβίρ, ο Ιησούς του Ναυή πολιόρκησε και κατέλαβε με μία εκστρατεία, και όλες τις υπόλοιπες ορεινές και πεδινές περιοχές του νότου. Εκτός από τις άλλες πόλεις, κατέλαβε την περιοχή της Ναγέβ, την Ασηδώθ, καθώς και όλη την περιοχή από την Κάδης-Βαρνή έως τη Γάζα, και από την περιοχή της Γοσόμ ως τη Γαβαών. Σκότωσαν όλους τους βασιλιάδες και τους κατοίκους των πόλεων αυτών, καθώς και κάθε πλάσμα ζωντανό. Δεν άφησαν κανένα να ξεφύγει, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Ύστερα ο Ιησούς και οι Ισραηλίτες επέστρεψαν στο στρατόπεδο στα Γάλγαλα (Ιησούς του Ναυή 10,40-42. 11,16. 12,8).
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΧΑΝΑΑΝ
Όταν έμαθε τα γεγονότα αυτά ο Ιαβίν, βασιλιάς της Ασώρ, έστειλε αγγελιαφόρους και συμμάχησε με τον Ιωβάβ, βασιλιά της Μαρών, τον Συμοών, βασιλιά της Αζίφ, το βασιλιά της Σιδώνας, καθώς και με άλλους βασιλιάδες των ορεινών περιοχών στα βόρεια της Χαναάν, όπως στην Άραβα, απέναντι από τη από τη λίμνη Κενερώθ (Γεννησαρέτ), και στην Φεναεδδώρ, καθώς και στους λαούς που κατοικούσαν στις περιοχές δυτικά και ανατολικά της Χαναάν, όπως στους Χαναναίους, στους Αμορραίους, που κατοικούσαν στα παράλια της Μεσογείου, στους Χετταίους, στους Φερεζαίους, στους Ιεβουσαίους, που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή, και στους Ευαίους, που κατοικούσαν κοντά στο όρος Αερμών, στη χώρα Μασσηφά. Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες ένωσαν τις δυνάμεις τους για πόλεμο κατά των Ισραηλιτών και ξεκίνησαν με αναρίθμητο στρατό, με πάρα πολλά άλογα και άμαξες, και στρατοπέδευσαν κοντά στη λίμνη Μαρών (Σαμαχωνίτιδα λίμνη) (Ιησούς του Ναυή 11,1-5). Αυτοί αναφέρονται ως οι 12 βασιλείς των Αμορραίων, εναντίον των οποίων ο Κύριος κατά τη διάρκεια της μάχης εξαπέστειλε σμήνη από σφήκες (Ιησούς του Ναυή 24,11-12). Ο Ιησούς του Ναυή και οι πολεμιστές του, με τη βοήθεια του Κυρίου, τους επιτέθηκαν με ορμή αιφνιδιαστικά στη λίμνη Μαρών, τους χτύπησαν και τους καταδίωξαν ως τη Σιδώνα και ως τη λίμνη Μασερών και στις πεδιάδες Μασσώχ. Τους κατατρόπωσαν και τους σκότωσαν όλους και δεν ξέφυγε κανένας. Ο Ιησούς έκοψε τα νεύρα από τα πόδια των αλόγων τους και έκαψε τις άμαξες τους, όπως είχε πει ο Κύριος για να τα αχρηστεύσει (Ιησούς του Ναυή 11,6-9. 12,8).
Μετά τη μάχη αυτή ο Ιησούς του Ναυή χωρίς να σταματήσει κατέλαβε την Ασώρ, που ήταν η πρωτεύουσα όλων εκείνων των βασιλείων της βόρειας Χαναάν, και έβαλε φωτιά στην πόλη. Σκότωσε το βασιλιά της και παρέδωσε στη σφαγή όλους τους κατοίκους της και τα ζώα της πόλης. Έτσι ο Ιησούς κατέκτησε όλες τις πόλεις και τις περιοχές του βορρά. Παρέδωσε τους βασιλιάδες τους και όλους τους κατοίκους και τα ζώα στη σφαγή. Ωστόσο οι Ισραηλίτες, δεν έκαψαν τις πόλεις που βρίσκονταν στα υψώματα, εκτός από την Ασώρ, που την παρέδωσαν στη φωτιά. Πήραν για τον εαυτό τους όλα τα λάφυρα των πόλεων εκείνων, αλλά τους ανθρώπους, όμως, τους κατάσφαξαν, όπως και τα ζώα τους, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου στο Μωυσή (Ιησούς του Ναυή 11,10-15).
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΛΟΙΠΗΣ ΧΑΝΑΑΝ
Μετά από τις μάχες αυτές ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε όλη τη χώρα. Κατέλαβε όλες τις ορεινές και πεδινές περιοχές του βορρά και του νότου. Κατέλαβε όλη τη Χαναάν από το όρος Χελχά, που βρίσκεται κοντά στη Σηείρ στο Νότο, έως τη Βααλγάδ, την πεδιάδα του Λιβάνου και το όρος Ερμών στο Βορρά. Με τη βοήθεια του Κυρίου, νίκησε και θανάτωσε τους βασιλιάδες όλων των περιοχών αυτών, τους οποίους πολέμησε για πολύ καιρό (Ιησούς του Ναυή 11,16-20. 12,7). Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς του Ναυή, εξολόθρευσε τους γίγαντες Ενακίμ (Ανακίμ), που ζούσαν στη Χεβρών, στη Δαβίρ, στην Αναβώθ και σ' ολόκληρη την ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα και του Ισραήλ. Τους αφάνισε και κατέστρεψε τις πόλεις τους. Δεν απόμεινε πια απόγονος του γίγαντα Ενάκ (Ανάκ) στη χώρα, παρά μόνο μερικοί στη Γάζα, στη Γεθ και στην Ασεδώθ (Ασδώδ) (Ιησούς του Ναυή 11,21-22). Έτσι ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε ολόκληρη τη χώρα και εκτέλεσε όλες τις εντολές που είχε δώσει ο Κύριος στο Μωυσή, χωρίς να παραλείψει τίποτα (Ιησούς του Ναυή 11,23)
Ο Ιησούς του Ναυή συνολικά νίκησε 29 βασιλιάδες της Χαναάν, οι οποίοι ήταν Χαναναίοι, Αμορραίοι, Χετταίοι, Φερεζαίοι, Ευαίοι και Ιεβουσαίοι. Αυτοί ήταν ο βασιλιάς της Ιεριχώ, της Γαΐ, της Ιερουσαλήμ, της Χεβρών, της Ιεριμούθ, της Λαχίς, του Αϊλάμ (Εγλών), της Γαζέρ, της Δαβίρ, της Γαδέρ, της Ερμάθ, της Αράθ, της Λεβνά, της Οδολλάμ, της Ηλάθ, της Ταφούγ, της Οφέρ, της Αφέκ της πεδιάδας Σαρών, της Ασώρ, της Συμοών, της Μαρών, της Αζίφ, της Κάδης, της Τανάχ, της Μαγεδών, της Ιεκονάμ στο όρος Κάρμηλος, της Δωρ του Ναφεδδώρ, της Γωΐμ της Γαλιλαίας και της Θαρσά (Ιησούς του Ναυή 12,7-24).
Ο Ιησούς του Ναυή είχε φτάσει σε βαθιά γεράματα, όταν κατέλαβε τις βόρειες και νότιες περιοχές της Χαναάν. Όμως απόμειναν κι άλλες περιοχές που δεν είχαν κατακτηθεί, όπως ολόκληρη η περιοχή των Φιλισταίων και των Γεσουριτών. Η μια περιοχή ξεκινάει από την έρημο ανατολικά της Αιγύπτου και φτάνει μέχρι την Εκρών (Ακκαρών). Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει τα πέντε βασίλεια των Φιλισταίων, της Γάζας, της Ασδώθ (Άζωτος), της Ασκάλωνας, της Γαθ και της Ακκαρών (Εκρών), καθώς και εδάφη των Ευαίων (Ιησούς του Ναυή 13,1-3. Κριταί 1,18). Απομένει επίσης ολόκληρη η περιοχή των Χαναναίων που βρίσκεται απέναντι από τη Γάζα, κοντά στη Θαϊμάν, καθώς και η χώρα των Σιδωνίων, ως την Αφέκ και τα σύνορα των Αμορραίων. Επίσης απομένει όλη η περιοχή των Γαβλιτών Φιλισταίων, η περιοχή ανατολικά από το όρος Λίβανος και η περιοχή από τη Γαλγάλ, στους πρόποδες του Ερμών, έως την είσοδο της περιοχής Εμάθ. Επίσης απομένει η ορεινή περιοχή από το Λίβανο ως τη Μασερεφωθαΐμ (Ιησούς του Ναυή 13,4-6).
Ακόμη οι Ισραηλίτες της φυλής Βενιαμίν, δεν μπόρεσαν να εξολοθρεύσουν τους Ιεβουσαίους που κατοικούσαν στην Ιεβούς (Ιερουσαλήμ) (Ιησούς του Ναυή 15,63-64). Παρόμοια και η φυλή του Εφραίμ, η οποία αρχικά δεν εξολόθρευσε τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γαζέρ, οι οποίοι ζούσαν ανάμεσα στους Ισραηλίτες μέχρι που ο Φαραώ εκστράτευσε εναντίον της και την κατέλαβε (Ιησούς του Ναυή 16,10). Αλλά και η φυλή Μανασσή δεν κατόρθωσε, στις πόλεις Βαιθσάν, Δωρ, Μαγεδδώ και Ναφετά, να εξολοθρεύσει τους Χαναναίους που κατοικούσαν σ' αυτές. Αλλά κι όταν έγιναν ισχυροί οι Ισραηλίτες και έκαναν υποτελείς τους Χαναναίους, δεν θέλησαν να τους εξολοθρεύσουν (Ιησούς του Ναυή 17,12-13). Πριν ξεκινήσει η διανομή της Χαναάν στη Σηλώ, ο Ιησούς παρατήρησε τους Ισραηλίτες, γιατί δεν κατέκτησαν όλη τη χώρα, την οποία ο Κύριος έδωσε σ' αυτούς (Ιησούς του Ναυή 18,2-3).
Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΑΝ
Μετά από όλα αυτά ο Ιησούς του Ναυή μοίρασε τη Χαναάν ανάμεσα στις 12 φυλές του Ισραήλ. Η διανομή έγινε ενώπιον του Κυρίου στη Σηλώ, δυτικά του Ιορδάνη, στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου (Ιησούς του Ναυή 14,2. 18,1). Η διανομή της χώρας έγινε με κλήρο, από τον Ελεάζαρ, τον Ιησού του Ναυή και από τους αρχηγούς των ισραηλιτικών φυλών, οι οποίοι ήταν ο Χάλεβ, γιος του Ιεφοννή, από τη φυλή Ιούδα, ο Σαλαμιήλ, γιος του Εμιούδ, από τη φυλή Συμεών, ο Ελδάδ, γιος του Χασλών, από τη φυλή Βενιαμίν, ο Βακχίρ, γιος του Εγλί, από τη φυλή Δαν, ο Ανιήλ, γιος του Σουφί, από τη φυλή Μανασσή, ο Καμουήλ, γιος του Σαβαθάν, από τη φυλή Εφραίμ, ο Ελισαφάν, γιος του Φαρνάχ, από τη φυλή Ζαβουλών, ο Φαλτιήλ, γιος του Οζά, από τη φυλή Ισσάχαρ, ο Αχιώρ, γιος του Σελεμί, από τη φυλή Ασήρ, ο Φαδαήλ, γιος του Ιαμιούδ, από τη φυλή Νεφθαλείμ (Αριθμοί 34,16-29. Ιησούς του Ναυή 14,1-5). Ο Ιησούς του Ναυή εξαίρεσε από τη διανομή τη φυλή του Ιούδα, η οποία παρέμεινε εντός των ορίων της στο Νότο, τις φυλές του Μανασσή και του Εφραίμ, οι οποίες παρέμειναν στην περιοχή τους στα βόρεια, και τους Λευίτες, οι οποίοι δεν πήραν μερίδιο, γιατί το μερίδιο τους περιορίζονταν στα ιερατικά τους καθήκοντα προς τον Κύριο και ζούσαν ανάμεσα στις άλλες φυλές (Ιησούς του Ναυή 18,5-7). Ακόμη ο Ιησούς εξαίρεσε από τη διανομή τις φυλές Γαδ, Ρουβήν και μισή Μανασσή, στις οποίες επικύρωσε την περιοχή δυτικά του Ιορδάνη, όπως είχε υποσχεθεί ο Μωυσής (Ιησούς του Ναυή 13,9-12. 18,7). Στη συνέχεια έστειλε τρεις άνδρες από κάθε φυλή για να διασχίσουν όλη τη Χαναάν και να περιγράψουν στον Ιησού με λεπτομέρειες τη χώρα, ώστε να γίνει σωστά η διανομή. Τους έδωσε την εντολή να κάνουν ένα σχέδιο της χώρας, χωρισμένης σε εφτά μερίδια και να του το φέρουν. Εκείνοι πήγαν και περιηγήθηκαν τη χώρα, κατέγραψαν σε βιβλίο τα εφτά μερίδια κι έκαναν έναν κατάλογο με όλες τις πόλεις. Έπειτα επέστρεψαν στον Ιησού στη Σηλώ, και ο Ιησούς έβαλε γι' αυτούς κλήρο ενώπιον του Κυρίου (Ιησούς του Ναυή 18,4. 18,8-10). Κατά σειρά κληρώθηκαν οι φυλές Βενιαμίν, Συμεών, Ζαβουλών, Ισσάχαρ, Ασήρ, Νεφθαλί και Δαν (Ιησούς του Ναυή 18,11-19,48).
Οι κόρες του Σαλπαάδ, απογόνου του Μανασσή, η Μααλά, η Νουά, η Εγλά, η Μελχά και η Θερσά, παρουσιάστηκαν μπροστά στον Ιησού του Ναυή, στον Ελεάζαρ και μπροστά στους αρχηγούς των φυλών, και τους είπαν ότι επειδή ο πατέρας τους πέθανε στην έρημο, ο Κύριος, δια μέσου του Μωυσή, διέταξε να πάρουν αυτές το μερίδιο του πατέρα τους. Έτσι στις κόρες του Σαλπαάδ, δόθηκε κλήρος στην περιοχή της Γαλαάδ (Ιησούς του Ναυή 17,3-6). Μετά τη διανομή η φυλή Μανασσή δυσφόρησε στον Ιησού για το κληρονομικό μερίδιο που πήρανε, γιατί θεώρησαν ότι είναι πάρα πολλοί και το κομμάτι γης που πήρανε ήταν πολύ μικρό. Ο Ιησούς τους είπε ότι θα μπορούσαν να ξεχερσώσουν ένα μέρος από το δάσος, στο όρος Εφραίμ, στο οποίο κατοικούσαν και επιπλέον να καταλάβουν τις πόλεις των Χαναναίων που κατοικούσαν ανάμεσά τους, έστω κι αν αυτές είχαν ισχυρό ιππικό (Ιησούς του Ναυή 17,14-18).
Όταν οι Ισραηλίτες τελείωσαν τη διανομή όλης της χώρας, έδωσαν στον Ιησού του Ναυή, έναν κλήρο γης από τα εδάφη τους. Σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, του έδωσαν την πόλη που ζήτησε, τη Θαμνασαράχ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ. Ο Ιησούς ανοικοδόμησε και οχύρωσε την πόλη και εγκαταστάθηκε σ' αυτήν (Ιησούς του Ναυή 19,49-50. 21,42). Σ' αυτή την πόλη ο Ιησούς τοποθέτησε τα μαχαίρια, με τα οποία είχε είχε κάνει περιτομή στους Ισραηλίτες, όταν πέρασαν τον Ιορδάνη (Ιησούς του Ναυή 21,42).
Έπειτα ο Ιησούς του Ναυή, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, όρισε κάποιες πόλεις ως πόλεις καταφυγής. Σ' αυτές μπορούσε να καταφεύγει κάθε φονιάς, που είχε σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να το θέλει. Οι πόλεις καταφυγής χρησίμευαν ως άσυλο και καταφύγιο γι' αυτόν, για να μην τον σκοτώσει ο εκδικητής του θύματος, έως ότου οδηγηθεί ενώπιον του λαού για να δικαστεί ή μέχρις ότου πεθάνει ο αρχιερέας, που ιεράτευε εκείνη την εποχή. Τότε μόνο μπορούσε ο φονιάς να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο Ιησούς του Ναυή ξεχώρισε ως πόλεις καταφυγής, την Κάδης στη Γαλιλαία, στην ορεινή περιοχή της φυλής Νεφθαλί, τη Συχέμ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, την Χεβρών, στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα, τη Βοσόρ, που βρισκόταν στην έρημο της φυλής Ρουβήν, τη Αρημώθ (Ραμώθ) στη Γαλαάδ, στα όρια της φυλής Γαδ και την Γαυλών στη Βασάν, στα όρια της φυλής Μανασσή (Ιησούς του Ναυή 20,1-9).
Μετά τη διανομή της Χαναάν στη Σηλώ, προσήλθαν οι αρχηγοί των οικογενειών της φυλής Λευΐ, στον Ιησού του Ναυή, τον αρχιερέα Ελεάζαρ και τους αρχηγούς των φυλών του Ισραήλ, και ζήτησαν για τους εαυτούς τους πόλεις για να κατοικήσουν και βοσκοτόπια για τα ζώα τους. Έτσι, οι αρχηγοί των φυλών παραχώρησαν στους Λευίτες από το μερίδιο τους, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, 48 πόλεις μαζί με τα βοσκοτόπια τους (Ιησούς του Ναυή 21,1-8). Έτσι, ο Κύριος έδωσε στους Ισραηλίτες ολόκληρη τη χώρα που είχε υποσχεθεί με όρκο στους προπάτορές τους. Μετά τη διανομή που έγινε ενώπιον του Κυρίου στη Σηλώ, στην είσοδο της Σκηνής του Μαρτυρίου, όλες οι φυλές εγκαταστάθηκαν στις περιοχές τους (Ιησούς του Ναυή 19,51. 21,43-45. 24,13. Ψαλμοί 77,54-55. 104,43-45).
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ
Υπάρχει όμως ένα ερώτημα προς απάντηση: Οι Ισραηλίτες κατηγορήθηκαν ως ληστρική δολοφονική φυλή, διότι θανάτωσαν στο πέρασμά τους οτιδήποτε ανέπνεε, άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ζώα. Θα πρέπει όμως να εξετάσουμε τα πράγματα βάση του δικαίου που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Οι αντίπαλοι των Ισραηλιτών επιδίδονταν σε πολύ σκληρότερες πράξεις. Δεν σκότωναν απλώς, αλλά βασάνιζαν απάνθρωπα τους ηττημένους αντιπάλους τους και ατίμαζαν τους νέους και τις νέες. Μία επιγραφή του Ασσουρμπανιμπάλ βασιλιά της Νινευή περί του 7ου αιώνα π.Χ μας πείθει για αυτό: «...αρκετούς εξ’ αυτών έγδαρα ζωντανούς και τα δέρματά τους τα κρέμασα στους τοίχους... άλλων έκοψα τη μύτη, άλλων τα πόδια, άλλων τας χείρας, και άλλων τα αυτιά. Από άλλους έβγαλα τα μάτια... ητίμασα τους νέους και τας νεάνιδας...». Πρέπει επίσης να κατανοήσουμε πως η θανάτωση των Χαναναίων έγινε για να κατατροπωθεί η ειδωλολατρία και όχι το ανθρώπινο πρόσωπο. Ήταν μια μορφή θεομηνίας που η εκτέλεση αυτής παραδόθηκε στον Ισραηλιτικό λαό. Ένας και μοναδικός ήταν ο σκοπός του Θεού: η διαφύλαξη της πίστεως των Ισραηλιτών και η αποφυγή της αναμείξεών τους με τα όμορα ειδωλολατρικά έθνη.
ΑΠΕΙΛΗ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μετά τη διανομή ο Ιησούς του Ναυή επαίνεσε τις φυλές ανατολικά του Ιορδάνη, για την πιστότητά τους στον Μωυσή και στον ίδιο. Αμέσως μετά τους ευλόγησε και αφού τους έδωσε οδηγίες να εφαρμόζουν τις εντολές του Θεού, τους κατευόδωσε για να εγκατασταθούν στις περιοχές τους (Ιησούς του Ναυή 22,1-9). Όταν οι φυλές αυτές έφτασαν στον Ιορδάνη, οικοδόμησαν στα Γάλγαλα ένα μεγάλο θυσιαστήριο, ως μνημείο ενότητας όλων των φυλών (Ιησούς του Ναυή 22,10). Οι άλλοι Ισραηλίτες όταν άκουσαν, ότι έχτισαν θυσιαστήριο δυτικά του Ιορδάνη, συγκεντρώθηκε ολόκληρη η ισραηλιτική κοινότητα στη Σηλώ, για να εκστρατεύσουν εναντίον των δυόμιση φυλών. Πρώτα όμως έστειλαν το Φινεές, γιο του αρχιερέα Ελεάζαρ, και μαζί του δέκα άρχοντες, χιλίαρχους, έναν από κάθε φυλή, στις δυόμιση αυτές φυλές, στη Γαλαάδ. Πήγαν λοιπόν και τους είπαν εξ ονόματος όλης της ισραηλιτικής κοινότητας, ότι η πράξη τους ήταν προσβλητική για τον Κύριο και τους κάλεσαν να μην αποστατήσουν κατά του Κυρίου, χτίζοντας δικό τους θυσιαστήριο (Ιησούς του Ναυή 22,11-20). Τότε οι αρχηγοί της φυλής Ρουβήν, Γαδ και μισή Μανασσή απάντησαν στους άρχοντες των άλλων φυλών, ότι το θυσιαστήριο χτίστηκε ως ένα μνημείο μαρτυρίας και ενότητας όλων των φυλών για τις επερχόμενες γενιές και όχι για να αποστατήσουν από τον Κύριο, θυσιάζοντας σε δικό τους θυσιαστήριο, αλλά αναγνώριζαν ως μόνο θυσιαστήριο του Κυρίου αυτό που ήταν μπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου (Ιησούς του Ναυή 22,21-29). Όταν ο ιερέας Φινεές και οι άρχοντες της ισραηλιτικής κοινότητας άκουσαν αυτά τα λόγια, τους φάνηκαν λογικά και επέστρεψαν στη Χαναάν. Η απάντηση ευχαρίστησε τους Ισραηλίτες και ο Ιησούς ονόμασε το θυσιαστήριο: «ο βωμός αυτός είναι μαρτυρία μεταξύ μας, ότι ο Κύριος είναι ο Θεός μας» και το ονόμασαν «Εδ» που σημαίνει «Μαρτυρία» (Ιησούς του Ναυή 22,30-34).
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΑΥΗ
Πριν ολοκληρωθεί η εγκατάσταση των Ισραηλιτών στις περιοχές τους, ένας άγγελος του Κυρίου ήρθε από τα Γάλγαλα στον Κλαυθμώνα (Βοχίμ) και στη Βαιθήλ, όπου κατοικούσαν οι Ισραηλίτες και τους είπε: «Ο Κύριος σας έβγαλε από την Αίγυπτο και σας έφερε στη χώρα που είχε υποσχεθεί στους προπάτορές σας. σας είχα πει να μην έρθετε σε συμφωνία με τους κατοίκους της χώρας και να καταστρέψετε τα θυσιαστήρια και τα είδωλά τους. Δεν υπακούσατε στην εντολή μου και δεν κάνατε αυτά που σας είπα. Δεν θα ακυρώσω τη διαθήκη μου μαζί σας, αλλά δεν θα διώξω από μπροστά σας τους κατοίκους αυτής της χώρας. Θα είναι εχθροί σας και οι θεοί τους θα είναι μια συνεχής παγίδα για σας». Όταν ο άγγελος του Κυρίου τους είπε αυτά τα λόγια, ο λαός φώναζε δυνατά και έκλαψε. Γι' αυτό ονόμασαν εκείνο τον τόπο Κλαυθμώνα (Βοχίμ) και πρόσφεραν εκεί θυσίες στον Κύριο (Κριταί 2,1-5). Μετά το γεγονός αυτό ο Ιησούς του Ναυή, άφησε ελεύθερους του ισραηλίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που κληρονόμησαν (Κριταί 2,6).
Όταν κατέπαυσαν όλοι οι πόλεμοι των Ισραηλιτών με τους γύρω λαούς, ο Ιησούς του Ναυή είχε πλέον πια γεράσει. Ο Ιησούς συγκέντρωσε όλες τις φυλές του Ισραήλ στη Σηλώ. Κάλεσε τους πρεσβυτέρους του λαού, τους αρχηγούς των φυλών και τους αξιωματούχους του και τους έδωσε τις τελευταίες παραγγελίες του. Τους υπενθύμισε να μείνουν πιστοί στη λατρεία του μόνου αληθινού Θεού, να φυλάσσουν τις εντολές που είναι γραμμένες στο βιβλίο του Νόμου του Μωυσή και τους προέτρεψε να μην έρθουν σε επαφή με τα ειδωλολατρικά έθνη που απόμειναν στη Χαναάν (Ιησούς του Ναυή 23,1-16). Έπειτα από λίγο καιρό, ο Ιησούς του Ναυή συγκέντρωσε για δεύτερη φορά όλες τις φυλές του Ισραήλ στη Σηλώ. Κάλεσε ιδιαίτερα τους πρεσβυτέρους του λαού και τους αξιωματούχους του να σταθούν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου και ανανέωσε τη διαθήκη του λαού με τον Κύριο (Ιησούς του Ναυή 24,1-25). Έπειτα έγραψε όσα ειπώθηκαν στο βιβλίο των Νόμων του Θεού, πήρε μια μεγάλη πέτρα και την έστησε όρθια, κάτω από ένα δέντρο που βρισκόταν απέναντι από τη Σκηνή του Μαρτυρίου, ως ένα μνημείο ανάμνησης της ανανέωσης της διαθήκης με τον Κύριο (Ιησούς του Ναυή 24,26-28). Οι Ισραηλίτες πράγματι λάτρεψαν τον Κύριο για όσο ζούσε ο Ιησούς του Ναυή, οι αρχηγοί των φυλών και οι πρεσβύτεροι του λαού (Ιησούς του Ναυή 24,29. Κριταί 2,7).
Μετά τα γεγονότα αυτά πέθανε ο Ιησούς, γιος του Ναυή, ο πιστός δούλος του Κυρίου, σε ηλικία 110 ετών, γύρω στο 1381 π.Χ.. Τον έθαψαν στην περιοχή που είχε λάβει ως μερίδιο, στη Θαμνασαράχ (Θαμναθαρές), στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, βόρεια του όρους Γαάς (Ιησούς του Ναυή 24,30-31. Κριταί 2,8-9). Οι Ισραηλίτες μέσα στο μνήμα του τοποθέτησαν και τα πέτρινα μαχαίρια, με τα οποία ο Ιησούς είχε κάνει περιτομή στους Ισραηλίτες στα Γάλγαλα, καθώς περνούσαν τον Ιορδάνη, ενώ τα οστά του Ιωσήφ, που φέρανε από την Αίγυπτο, τα έθαψαν στη Συχέμ, στον αγρό που είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους Αμορραίους και τον οποίο έδωσε στους απογόνους του Ιωσήφ, ως κληρονομιά και ιδιοκτησία τους (Ιησούς του Ναυή 24,31-32).
Ο Ιησούς του Ναυή υπήρξε αρχηγός του Ισραήλ για 25 χρόνια. Στη θρησκευτική ιστορία και τη συνείδηση των Ισραηλιτών κατέλαβε μια θέση δίπλα στο Μωυσή. Ήταν μεταξύ των ελάχιστων ανδρών (αυτός κι ο Χάλεβ), που βγήκαν από την αιχμαλωσία της Αιγύπτου και εισήλθαν στην Γη της Επαγγελίας, και μάλιστα ήταν ο ηγέτης του πολυάριθμου πλήθους που κατέλαβε εκείνη τη γη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Στην Καινή Διαθήκη, και στην προς Εβραίους επιστολή, αναφέρεται μεταξύ των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,30). Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, ο ίδιος ο Ιησούς του Ναυή υπήρξε ο συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης. Το ομώνυμο βιβλίο είναι το έκτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και εξιστορεί την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες υπό την ηγεσία του Ιησού του Ναυή.
|
|
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
Κοντάκιον
Ἦχος
β’. Αὐτόμελον.
Κάθισμα
|
|