ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

 

 

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΑΚΩΒ

 

Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΑΚΩΒ

 

Ο πατριάρχης Ιακώβ

Ο Ιακώβ ήταν Πατριάρχης του Ισραήλ και πρόγονος του Ιησού. Ήταν ο δεύτερος γιος του Πατριάρχη Ισαάκ και της Ρεβέκκας (Γένεση 25,20-28. Ιησούς του Ναυή 24,4). Ο Ιακώβ έζησε περίπου το 1840-1693 π.Χ.

Ήταν μικρότερος και δίδυμος αδερφός του Ησαύ και πατέρας 12 γιων οι οποίοι έγιναν προπάτορες των 12 φυλών του Ισραήλ (Γένεση κεφ. 25-49). Τα παιδιά του Ιακώβ ήταν ο Ρουβήν, ο Συμεών, ο Λευΐ, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ, ο Ζαβουλών, ο Δαν, ο Νεφθαλείμ, ο Γαδ, ο Ασήρ, ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν. Ο Ιακώβ είχε και μια κόρη τη Δείνα (Γένεση 29,31-35 και 30,1-24. Γένεση 35,26).

 

Ο Ιακώβ ονομάστηκε και Ισραήλ. Το όνομα αυτό θα γίνει αργότερα το εθνικό όνομα όλων των Εβραίων. Κατά τη γέννησή του κρατούσε τη φτέρνα του αδερφού του, γι αυτό και ονομάστηκε Ιακώβ, που σημαίνει "υποσκελιστής" (Γένεση 25,26). Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Ιακώβ έζησε περίπου τον 18ο αι. π.Χ.

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

 

Η μητέρα του η Ρεβέκκα ήταν στείρα και ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι' αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της. Ο Ισαάκ ήταν εξήντα χρονών όταν γεννήθηκαν οι γιοι του. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον ονόμασαν Ιακώβ. Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ (Γένεση 25,20-28).

 

 

Ο ΙΑΚΩΒ ΠΑΙΡΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΣΑΥ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΥ

 

Κάποτε που ο Ιακώβ ετοίμαζε ένα φαγητό, έτυχε να γυρίσει ο Ησαύ κατάκοπος και πεινασμένος από τους αγρούς, ο Ιακώβ βρήκε την ευκαιρία να τον εκβιάσει για να του πάρει τα δικαιώματα του πρωτότοκου. Του πρόσφερε ψωμί και φακή με αντάλλαγμα τα πρωτοτόκια. Χωρίς να το καλοσκεφτεί ο Ησαύ δέχτηκε και παραιτήθηκε έτσι από τα δικαιώματα του πρωτότοκου (Γένεση 25,27-34).

 

Ο Ισαάκ ευλογεί τον Ιακώβ

Τα χρόνια όμως είχαν περάσει και ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του ζήτησε να του φέρει κυνήγι και να τον ευλογήσει πριν πεθάνει.

Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ, να πάει να φέρει δυο καλά κατσικάκια, να τα μαγειρέψει και να τα πάει στον πατέρα σου, για να ευλογήσει αυτόν πριν πεθάνει.

Ο Ιακώβ πήρε δυο κατσικάκια και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη τα μαγείρεψε πολύ νόστιμα, όπως τα ήθελε ο Ισαάκ. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έδωσε το φαγητό, που είχε ετοιμάσει, για να το πάει στον πατέρα του.

Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε. Δεν τον αναγνώρισε, όμως, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε, του έφερε και κρασί και ήπιε. Τότε ο Ισαάκ τον φίλησε και τον ευλόγησε.

Όταν γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι, ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. Τότε ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και παρόλο που κατάλαβε την απάτη, δεν πήρε πίσω την ευλογία που έδωσε στον Ιακώβ (Γένεση 27,1-40).

Έτσι ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ, εξαιτίας της ευλογίας που του είχε δώσει ο πατέρας του, και ήθελε να σκοτώσει τον αδερφό του. Η Ρεβέκκα προκειμένου να γλιτώσει τον Ιακώβ από την οργή του Ησαύ, τον έστειλε στον αδελφό της το Λάβαν στη Χαρράν, μέχρι να ξεθυμάνει ο θυμός του (Γένεση 27,41-46. 28,1-9). Ο Ισαάκ τον ευλόγησε ξανά πριν φύγει (Γένεση 28,3).

Είναι αλήθεια πως και η Ρεβέκκα αλλά και ο Ιακώβ αμάρτησαν εξαπατώντας τον Ισαάκ. Δια τούτο τιμωρήθηκαν από το Θεό. Η μεν Ρεβέκκα δια της 20ετούς ξενιτείας του Ιακώβ τον οποίο δεν ξαναείδε, ο δε Ιακὠβ δια της ξενιτείας του.

 

 

 ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ 

 

Η σκάλα του Ιακώβ

Ο Ιακώβ έφυγε από τη Βέερ-Σεβά και πήγαινε προς τη Χαρράν. Όταν έδυε ο ήλιος έφτασε σ' έναν τόπο όπου και έμεινε για να διανυκτερεύσει. Έβαλε ένα λιθάρι για προσκέφαλο και κοιμήθηκε εκεί.

Στον ύπνο του τη νύχτα είδε μια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού. Ο Κύριος του φανερώθηκε στο ίδιο όνειρο και του υποσχέθηκε ότι θα τον προστάτευε σε όλη του τη ζωή

Ο Ιακώβ το πρωί που σηκώθηκε, πήρε το λιθάρι που το είχε για προσκέφαλο, το έστησε ως ιερή στήλη, κι έχυσε λάδι πάνω στην κορφή της. Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ, που σημαίνει "Οίκος Θεού" (Γένεση 28,10-22).

 

 

 

Ο ΙΑΚΩΒ ΣΤΗ ΧΑΡΡΑΝ

 

Ο Ιακώβ κατευθύνθηκε προς τη Χαρράν, στον αδερφό της μητέρας του, Λάβαν. Μια μέρα είδε ένα πηγάδι στον αγρό, κι εκεί πλάι τρία κοπάδια με πρόβατα που ξαπόσταιναν. Ο Ιακώβ ρώτησε τους βοσκούς που βρίσκεται. Εκείνοι απάντησαν ότι είναι από τη Χαρράν. Ο Ιακώβ τους ξαναρώτησε μήπως γνωρίζουν το Λάβαν, το γιο του Ναχώρ. Εκείνοι απάντησαν ότι τον γνωρίζουν και ότι η κόρη του η Ραχήλ είναι αυτή που πλησιάζει με τα πρόβατα.

Ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιακώβ μαζί τους, φτάνει η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της του Λάβαν. Ο Ιακώβ είπε στη Ραχήλ ότι είναι συγγενής του πατέρα της και γιος της Ρεβέκκας, κι εκείνη έτρεξε να το αναγγείλει στον πατέρα της. Μόλις ο Λάβαν άκουσε να γίνεται λόγος για τον Ιακώβ, το γιο της αδερφής του, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του.

 

Ο Ιακώβ έμεινε κοντά στο Λάβαν ένα μήνα. Μια μέρα ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ ποιος θέλει να είναι ο μισθός του. Ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης Ραχήλ. Τα μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο πρόσωπο. Ο Ιακώβ είχε αγαπήσει τη Ραχήλ. Ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν ότι θα του δουλέψει εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη του. Ο Λάβαν συμφώνησε.

Έτσι ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ εφτά χρόνια, γιατί την αγαπούσε. Όταν πέρασαν τα εφτά χρόνια ζήτησε από το Λάβαν τη μικρότερη κόρη του τη Ραχήλ. Τότε ο Λάβαν προσκάλεσε όλους τους ανθρώπους του τόπου και οργάνωσε γιορτή. Όταν νύχτωσε, πήρε την κόρη του τη Λεία και την έφερε στον Ιακώβ, ο οποίος δεν κατάλαβε ότι ήταν η Λεία. Η καλύπτρα που σκέπαζε το πρόσωπο της Λείας και το σκοτεινό δωμάτιο ξεγέλασαν τον Ιακώβ. Ο Λάβαν έδωσε στη Λεία για δούλη τη Ζελφά, που ήταν δική του δούλη.

Όταν ξημέρωσε το πρωί, αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Λεία. Τότε ο Ιακώβ ζήτησε εξηγήσεις από το Λάβαν. Ο Λάβαν του είπε ότι στον τόπο του παντρεύεται πρώτα η μεγαλύτερη και μετά η μικρότερη. Και συμφώνησαν και οι δυο να δουλέψει ο Ιακώβ στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια για να πάρει και τη μικρότερη.

Μετά ο Λάβαν έδωσε στον Ιακώβ και την μικρότερη κόρη του τη Ραχήλ για γυναίκα. Στη Ραχήλ ο Λάβαν έδωσε για δούλη τη Βαλλά, που ήταν δική του δούλη. Ο Ιακώβ αγαπούσε τη Ραχήλ περισσότερο από τη Λεία. Κατόπιν δούλεψε στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια (Γένεση 29,1-30).

 

Ο Ιακώβ απέκτησε από τη Λεία τέσσερις γιούς, το Ρουβήν, το Συμεών, το Λευί και  τον Ιούδα, από τον οποίο προήλθαν οι επόμενες γενιές στο γενεαλογικό δέντρο του Χριστού. Επειδή αρχικά η Ραχήλ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, έδωσε στον Ιακώβ τη δούλη της τη Βαλλά για γυναίκα, από την οποία απέκτησε δύο γιούς, το Δαν και τον Νεφθαλί (Νεφθαλείμ).

Κατόπιν έδωσε και η Λεία τη δούλη της τη Ζελφά στον Ιακώβ για γυναίκα, από την οποία απέκτησε δύο γιούς, τον Γαδ και τον Ασήρ. Στη συνέχεια απέκτησε από τη Λεία δύο γιούς και μία κόρη, τον Ισσάχαρ, τον Ζαβουλών και τη Δείνα. Στο τέλος ο Ιακώβ απέκτησε και από τη Ραχήλ δύο γιούς, τον Ιωσήφ και τον Βενιαμίν (Γένεση 29,31-35. 30,1-24. 35,26).

 

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ 

 

Η συμφιλίωση Ησαύ και Ιακώβ

Όταν η Ραχήλ γέννησε τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Όλα αυτά τα χρόνια ο Ιακώβ έκανε δικά του κοπάδια, τα οποία τα κράτησε ξέχωρα από κείνα του Λάβαν. Έτσι ο Ιακώβ έγινε πάμπλουτος, απέκτησε πάρα πολλά κοπάδια και δούλους.

Επειδή ο Λάβαν δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα, τότε ο Κύριος είπε στον Ιακώβ να γυρίσει στη χώρα των προγόνων του και ότι θα είναι δίπλα του. Τότε ο Ιακώβ πήρε τους γιους του και τις γυναίκες, πήρε κι όλα τα κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντα του που είχε αποκτήσει στη Μεσοποταμία και αφού χαιρέτησε το Λάβαν ξεκίνησε να πάει πίσω στον πατέρα του, στη Χαναάν (Γένεση 31,36-55).

 

Ο Ιακώβ φοβόταν ότι ο αδερφός του θα ήταν ακόμη θυμωμένος και θα ζητούσε εκδίκηση. Γι' αυτό έστειλε μπροστά τους δούλους του με δώρα για να καλοπιάσει τον αδερφό του. Όταν μάλιστα οι δούλοι του που έστειλε να προπορευτούν του είπαν ότι ο Ησαύ έρχεται να τον συναντήσει με τετρακόσιους άντρες, φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία. Γι’ αυτό προσευχήθηκε στο Θεό και συνέχισε το δρόμο του.

Την άλλη μέρα ο Ιακώβ είδε τον Ησαύ να έρχεται με τετρακόσιους άντρες μαζί του. Ο Ιακώβ πέρασε μπροστά και προσκύνησε στη γη εφτά φορές πριν πλησιάσει τον αδερφό του. Όταν τα δύο αδέρφια συναντήθηκαν, ο Ησαύ έτρεξε και αγκάλιασε τον Ιακώβ. Φιλήθηκαν και έκλαιγαν και οι δύο μαζί.

Μετά τη συμφιλίωση ο Ησαύ γνώρισε την οικογένεια του Ιακώβ και ο Ιακώβ πρόσφερε στον Ησαύ ως δώρα κοπάδια με πολλά ζώα. Έτσι ο Ησαύ συγχώρεσε τον Ιακώβ και πήρε την ίδια μέρα το δρόμο της επιστροφής  για τη Σηείρ, που βρίσκεται μεταξύ της Νεκράς και Ερυθράς θαλάσσης, όπου και εγκαταστάθηκε.   Η περιοχή ονομάστηκε "Εδώμ" ή Ιδουμαία.

Ο Ιακώβ προχώρησε προς τη Συχέμ, που βρίσκεται στη Χαναάν. Εκεί εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη, σ' ένα τμήμα γης που αγόρασε και έστησε θυσιαστήριο στον Κύριο (Γένεση κεφ. 33).

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΑΧΗΛ

 

Αργότερα ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ. Εκεί ο Κύριος εμφανίστηκε στον Ιακώβ, τον ευλόγησε και του έδωσε το όνομα Ισραήλ (Γένεση 32,23-33).

Στη συνέχεια ο Ιακώβ και η οικογένεια του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα μικρή απόσταση για να φτάσουν στην Εφραθά (Βηθλεέμ), ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει το δωδέκατο γιό του. Είχε δύσκολη γέννα και μόλις γεννήθηκε το παιδί, η Ραχήλ πέθανε. Ο πατέρας του το ονόμασε Βενιαμίν (Γένεση 35,16-21. 48,7).

 

Τα επόμενα χρόνια ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στον τόπο του πατέρα του στη Μαμβρή, κοντά στη Χεβρών. Μετά από μερικά χρόνια ο πατέρας του ο Ισαάκ πέθανε και τον έθαψαν οι γιοι του, ο Ησαύ και ο Ιακώβ.  Εκείνη την εποχή πέθανε και η Λεία (Γένεση 49,30-31).

 

 

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

 

Ο γιος του ο Ιωσήφ, ήταν ακόμη παιδί δεκαεφτά ετών, όταν έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδερφούς του. Ο Ιωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη. Ο Ιακώβ περισσότερο απ' όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι' αυτό και του έκανε δώρο έναν πολύχρωμο χιτώνα. Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας τους τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους, άρχισαν να τον μισούν και να μην του φέρονται φιλικά. Μάλιστα μετά από δύο όνειρα που είδε τ' αδέρφια του τον φθόνησαν περισσότερο.

Μια μέρα, ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ να πάει στ' αδέρφια του, εκεί που έβοσκαν τα πρόβατα στη Συχέμ, για να δει τι γίνονταν. Όταν αργότερα οι γιοι του του ανακοίνωσαν το χαμό του Ιωσήφ, ο Ιακώβ στενοχωρήθηκε πολύ (Γένεση κεφ. 37).

 

Τα επόμενα χρόνια έπεσε πείνα στη Χαναάν και ο Ιακώβ έμαθε ότι στην Αίγυπτο υπήρχε σιτάρι. Γι' αυτό έστειλε τους γιούς του να πάνε στην Αίγυπτο για να φέρουν σιτάρι. Αλλά το Βενιαμίν, τον αδερφό του Ιωσήφ, δεν τον έστειλε μαζί με τ' αδέρφια του, γιατί φοβήθηκε μήπως του συμβεί κανένα κακό (Γένεση 42,1-4).

Στο μεταξύ ο Ιωσήφ είχε γίνει άρχοντας στην Αίγυπτο. Όταν τ' αδέρφια του πήγαν στην Αίγυπτο, ο Ιωσήφ τους αναγνώρισε, και αφού τους υπέβαλε σε διάφορες δοκιμασίες, τελικά τους φανερώθηκε και συμφιλιώθηκε μαζί τους. Στη συνέχεια τους ζήτησε να φέρουν και τον πατέρα τους και να εγκατασταθούν στην Αίγυπτο (Γένεση κεφ. 43-45).

Όταν εκείνοι ήρθαν στη Χαναάν είπαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, ότι ο Ιωσήφ ζει και είναι άρχοντας στην Αίγυπτο. Αλλά ο Ιακώβ έμενε ασυγκίνητος, γιατί δεν τους πίστευε. Του επανέλαβαν τότε όλα όσα τους είχε πει ο Ιωσήφ. Ύστερα είδε τ' αμάξια που είχε στείλει ο Ιωσήφ για να τον μεταφέρουν, και τότε ο Ιακώβ συνήλθε και είπε: «Μου φτάνει ότι ζει ακόμα ο Ιωσήφ, το παιδί μου. Θα πάω να τον δω πριν πεθάνω» (Γένεση 45,25-28).

 

Οι γιοί του τον ανέβασαν, πάνω στ' αμάξια που είχε στείλει ο Φαραώ για να τους μεταφέρουν. Πήραν μαζί τις γυναίκες, τα παιδιά τους και  τα κοπάδια τους, που είχαν αποκτήσει στη Χαναάν, και πήγαν στην Αίγυπτο.

Όταν έφτασαν στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ όταν είδε τον Ιωσήφ έπεσε στην αγκαλιά του και έκλαιγε συνέχεια (Γένεση κεφ. 46). Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα του, που ήταν τότε 130 ετών, και τ' αδέρφια του στο καλύτερο μέρος της Αιγύπτου, στην περιοχή της Γεσέμ (Γεσέν) (Γένεση 47,1-11. 47,27).

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

 

Ο Ιακώβ έζησε στην Αίγυπτο 17 χρόνια. Η διάρκεια της ζωής του ήταν 147 χρόνια (Γένεση 47,28-31). Λίγο πριν πεθάνει ο Ιακώβ ευλόγησε τον Ιωσήφ και τα παιδιά του (Γένεση κεφ. 48). Μετά κάλεσε τους γιους του τους ευλόγησε, τον καθένα με ξεχωριστή ευλογία, και προφήτευσε το τι επρόκειτο να τους συμβεί (Γένεση 49,1-27). Οι γιοί του αποτέλεσαν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Όταν τελείωσε τις εντολές του προς τους γιους του, μάζεψε τα πόδια του στο κρεβάτι και ξεψύχησε (Γένεση 49,28-33).

Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα του και τον θρήνησε. Ύστερα διέταξε τους γιατρούς που ήταν στην υπηρεσία του να βαλσαμώσουν τον πατέρα του. Οι Αιγύπτιοι κήρυξαν κι αυτοί πένθος εβδομήντα ημερών για τον Ιακώβ.

Όταν πέρασαν οι μέρες του θρήνου, ο Ιωσήφ μετέφερε το σώμα του πατέρα του στη γη Χαναάν, στη Χεβρών, και το έθαψε στον τάφο του Αβραάμ στον αγρό Μαχπελά (Γένεση κεφ. 50).

 

Το όνομα του αναφέρεται αρκετές φορές και στην Καινή Διαθήκη. Αναφέρεται και στον κατάλογο των ηρώων της πίστεως (προς Εβραίους 11,20-21). Το όνομά του αναφέρεται και στο γενεαλογικό πίνακα των απογόνων του Αβραάμ (Α' Παραλειπομένων 1,34) και στο γενεαλογικό πίνακα του Ιησού Χριστού (Λουκάς 3,34). Η διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, αναφέρεται και στο βιβλίο των Ψαλμών (Ψαλμοί 104,9-11). Ο Ιακώβ εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).

 

 

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

 

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες τρισμακάριοι, ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

 

Κάθισμα


Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὑμνήσωμεν πιστοί, τοὺς Προπάτορας πάντας, Χριστοῦ τοῦ δι' ἡμᾶς, ἐπὶ γῆς ὁραθέντος, δοξάζοντες ἐν ᾄσμασι, τὸν αὐτοὺς θαυμαστώσαντα, ὡς τὴν ἔλευσιν, προεκτυπώσαντας τούτου, καὶ τὴν γέννησιν, τὴν ἐκ Παρθένου ἀφράστως, τῷ κόσμῳ κηρύξαντας.