ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΛΑΒΑΝ

 

Ο ΛΑΒΑΝ

 

Ο Λάβαν ήταν γιος του Βαθουήλ (Βεθουήλ) (Γένεση 28,5), εγγονός του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ, και αδερφός της Ρεβέκκας (Γένεση 24,15. 24,29). Το όνομά του σημαίνει "λευκός". Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ως Αραμαίος (Γένεση 25,20. 31,20-22). Κατοικούσε με την οικογένειά του στη Χαρράν της Μεσοποταμίας, κοντά σε έναν παραπόταμο του Ευφράτη (Γένεση 11,31).

 

 

Ο ΛΑΒΑΝ ΚΑΙ Η ΡΕΒΕΚΚΑ

 

Ο Αβραάμ είχε στείλει στη Μεσοποταμία, τον υπηρέτη του Ελιέζερ να βρει γυναίκα για το γιο του Ισαάκ. Όταν αυτός συνάντησε σ' ένα πηγάδι έξω από τη Χαρράν, την Ρεβέκκα, την αδερφή του Λάβαν, κατάλαβε ότι ήταν η γυναίκα που ήθελε να δώσει ο Θεός στον Ισαάκ. Η Ρεβέκκα του έδωσε νερό να πιει και πότισε και τις καμήλες του και ο Ελιέζερ της έδωσε δώρα. Τότε η Ρεβέκκα έτρεξε στο σπίτι της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα στους δικούς της (Γένεση 24,1-28).

Όταν ο Λάβαν άκουσε τα λόγια που της είχε πει ο άνθρωπος, έτρεξε να τον συναντήσει έξω από την πόλη κοντά στην πηγή, όπου στεκόταν ακόμη μαζί με τις καμήλες και περίμενε. Τον προσκάλεσε στο σπίτι του και τον περιποιήθηκε.

Ο δούλος του Αβραάμ τους διηγήθηκε όλη την ιστορία, τι του είπε ο κύριός του, πως ξεκίνησε από τη Χαναάν, πως έφτασε στη Μεσοποταμία και τι επακολούθησε στην πηγή με τη Ρεβέκκα. Κατόπιν τους είπε αν δέχονται η Ρεβέκκα να παντρευτεί με τον Ισαάκ.

Ο Λάβαν και ο Βαθουήλ αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι. Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεση σου. Πάρ' την και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο Κύριος».

Όταν ο δούλος του Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο. Έπειτα έκανε πλούσια δώρα στη Ρεβέκκα, στον αδερφό της και στη μητέρα της. Το πρωί, οι γονείς και τα αδέρφια της Ρεβέκκας αφού της ευχήθηκαν και την ευλόγησαν, την άφησαν να φύγει για τη Χαναάν (Γένεση 24,29-67).

 

 

Ο ΛΑΒΑΝ ΚΑΙ Ο ΙΑΚΩΒ

 

O Ιακώβ και ο Λάβαν

Αργότερα, ο Ιακώβ για να αποφύγει την οργή του Ησαύ, πήγε στη Μεσοποταμία, στον αδερφό της μητέρας του το Λάβαν. Μόλις ο Λάβαν άκουσε από την κόρη του Ραχήλ, να γίνεται λόγος για τον Ιακώβ, το γιο της αδερφής του, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του.

Ο Ιακώβ διηγήθηκε στο Λάβαν όλα τα γεγονότα που συνέβησαν στην πατρίδα του και έμεινε κοντά του ένα μήνα. Μια μέρα ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Επειδή είσαι συγγενής μου δε σημαίνει ότι πρέπει να μου δουλεύεις χωρίς μισθό. Πες μου, ποιος θέλεις να είναι ο μισθός σου;» Ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης Ραχήλ. Τα μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο πρόσωπο. Ο Ιακώβ είχε αγαπήσει τη Ραχήλ.

Απάντησε λοιπόν: «θα σου δουλέψω εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη σου». Ο Λάβαν του είπε «Είναι προτιμότερο να τη δώσω σ' εσένα, παρά σ' έναν ξένο. Μείνε κοντά μου».

 

Έτσι ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ εφτά χρόνια, γιατί την αγαπούσε. Μετά είπε στο Λάβαν: «Ο χρόνος της δουλειάς μου συμπληρώθηκε. Δώσ' μου τη γυναίκα μου να μείνω μαζί της». Τότε ο Λάβαν προσκάλεσε όλους τους ανθρώπους του τόπου και οργάνωσε γιορτή. Όταν νύχτωσε, πήρε την κόρη του τη Λεία και την έφερε στον Ιακώβ, ο οποίος δεν κατάλαβε ότι ήταν η Λεία. Ο Λάβαν έδωσε στη Λεία για δούλη τη Ζελφά, που ήταν δική του δούλη.

Όταν ξημέρωσε το πρωί, αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Λεία. Τότε ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Τι ήταν αυτό που μου έκανες; Δε σου δούλεψα για τη Ραχήλ; Γιατί με εξαπάτησες;» Ο Λάβαν απάντησε: «Δεν έχουμε τη συνήθεια στον τόπο μας να δίνουμε τη μικρότερη πριν από τη μεγαλύτερη. Πάρε τη Λεία και θα σου δώσω και τη Ραχήλ αν μου δουλέψεις άλλα εφτά χρόνια».

Ο Ιακώβ συμφώνησε. Μετά ο Λάβαν του έδωσε την κόρη του τη Ραχήλ για γυναίκα. Στη Ραχήλ ο Λάβαν έδωσε για δούλη τη Βαλλά, που ήταν δική του δούλη. Κατόπιν ο Ιακώβ δούλεψε στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια (Γένεση 29,1-30).

 

Όταν η Ραχήλ γέννησε τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Άσε με να φύγω και να πάω στον τόπο μου, στην πατρίδα μου. Δώσε μου τις γυναίκες μου, που γι' αυτές σου δούλεψα, και τα παιδιά μου, και να φύγω. Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα».

Ο Λάβαν του είπε: «Έχω καταλάβει ότι ο Κύριος με ευλόγησε εξαιτίας σου. Όρισε μου, την αμοιβή σου κι εγώ θα σου τη δώσω».

Ο Ιακώβ του είπε: «Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κοπάδια σου με τη δική μου φροντίδα. Είχες λίγα πριν έρθω, και έγιναν πολλά. Πράγματι, ο Θεός σε ευλόγησε με τον ερχομό μου. Τώρα πρέπει κι εγώ να φροντίσω το σπίτι μου».

Ο Λάβαν ρώτησε: «Τι να σου δώσω για μισθό;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα μου δώσεις τίποτε. Αν μου κάνεις αυτό που θα σου πω, εγώ πάλι θα βοσκήσω τα πρόβατα σου και θα σου τα φυλάξω. Θα περάσω σήμερα απ' όλα τα κοπάδια σου. Βάλε στην άκρη όσα κατσίκια είναι διάστικτα και παρδαλά, και όσα πρόβατα είναι σκουρόχρωμα και τελείως μαύρα. Αυτά θα είναι ο μισθός μου. Έτσι θ' αποδεικνύεται η εντιμότητα μου. Αν έχω πρόβατα ή κατσίκια που δε θα είναι διάστικτα ή παρδαλά ή μαύρα, αυτά θα θεωρούνται ότι τα έχω κλέψει».

Ο Λάβαν συμφώνησε και την ίδια μέρα ξεχώρισε όσους τράγους και κατσίκια είχαν ραβδώσεις ή ήταν διάστικτα και παρδαλά, καθώς και όλα τα πρόβατα που ήταν σκουρόχρωμα ή τελείως μαύρα, και τα έδωσε να τα φυλάνε οι γιοι του. Και απομακρύνθηκε σε απόσταση τριών ημερών από τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ έβοσκε τα υπόλοιπα πρόβατα του Λάβαν. Ακόμη ο Ιακώβ έκανε δικά του κοπάδια, τα οποία τα κράτησε ξέχωρα από κείνα του Λάβαν (Γένεση 30,25-43).

 

Η πλεονεξία όμως του Λάβαν και η συμπεριφορά του, ανάγκασαν τον Ιακώβ, επειδή δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα, να πάρει την απόφαση να φύγει. Έτσι πήρε τους γιους του και τις γυναίκες, πήρε κι όλα τα κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντα του που είχε αποκτήσει στη Μεσοποταμία και ξεκίνησε να πάει πίσω στον πατέρα του, στη Χαναάν.

Ο Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατα του και η Ραχήλ επωφελήθηκε κι έκλεψε τα ειδώλια του πατέρα της. Ο Ιακώβ έφυγε βιαστικά χωρίς να το αναγγείλει στο Λάβαν (Γένεση 31,1-21).

Μετά από τρεις μέρες ανάγγειλαν στο Λάβαν ότι ο Ιακώβ είχε φύγει. Τότε αυτός πήρε μαζί του τους συγγενείς του και καταδίωξε τον Ιακώβ. Μετά από εφτά μέρες τον πρόφτασε όταν εκείνος είχε κατασκηνώσει στα βουνά της Γαλαάδ. 

Ο Λάβαν άρχισε να ρωτάει τον Ιακώβ: «Γιατί έφυγες κρυφά και πήρες μαζί σου τις θυγατέρες μου, σαν να ήταν αιχμάλωτες πολέμου; Γιατί δεν με ειδοποίησες να σε ξεπροβοδίσω με γιορτές και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες; Γιατί δε μ' άφησες να φιλήσω τα εγγόνια μου και τις κόρες μου; Φέρθηκες ανόητα! Θα μπορούσα να σου κάνω κακό. Αλλά ο Θεός του πατέρα σου μου είπε χτες τη νύχτα: "Πρόσεξε να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό". Τώρα λοιπόν έφυγες γιατί νοστάλγησες το σπίτι του πατέρα σου. Γιατί όμως έκλεψες τους θεούς μου;»

 

Ο Ιακώβ αποκρίθηκε στο Λάβαν «Φοβήθηκα και σκέφτηκα ότι θα μου έπαιρνες τις θυγατέρες σου. Αλλά εκείνος στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου δε θα ζήσει. Ψάξε εδώ μπροστά στους συγγενείς μας και ότι είναι δικό σου και το έχω, πάρ' το». Αλλά ο Ιακώβ δεν ήξερε ότι η Ραχήλ ήταν που είχε κλέψει τους θεούς.

Ο Λάβαν πήγε στη σκηνή του Ιακώβ, στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή των δύο δούλων γυναικών, αλλά δε βρήκε τίποτε. Όταν βγήκε από τη σκηνή της Λείας μπήκε στη σκηνή της Ραχήλ. Η Ραχήλ είχε βάλει τα ειδώλια, κάτω από το σαμάρι της καμήλας και είχε καθίσει από πάνω. Ο Λάβαν έψαξε όλη τη σκηνή αλλά δε βρήκε τίποτα (Γένεση 31,22-35).

 

Ο Ιακώβ θύμωσε με τον Λάβαν και τον επέπληξε ότι άδικα τον κατηγόρησε. Ο Λάβαν πρότεινε στον Ιακώβ να κάνουν μια συμφωνία και να βάλουν κάτι ως μνημείο ανάμεσα τους. Πήρε τότε ο Ιακώβ ένα λιθάρι και το έστησε για αναμνηστική στήλη. Κατόπιν μάζεψαν όλοι μαζί πέτρες και έκαναν ένα σωρό. Ο Ιακώβ και ο Λάβαν έκαναν συμφωνία ειρήνης μεταξύ τους και ονόμασαν το σωρό εκείνο Γαλαάδ και  την τοποθεσία Μισπά. Μετά ο Ιακώβ πρόσφερε θυσία πάνω στο βουνό, έφαγαν όλοι μαζί και πέρασαν τη νύχτα στο βουνό.

Ο Λάβαν το πρωί αφού φίλησε τις κόρες του και τα εγγόνια του, τους ευλόγησε, και κατόπιν έφυγε και γύρισε στον τόπο του (Γένεση 31,36-54 και 32,1).