ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

 

Ησαύ και Ιακώβ

Η Ρεβέκκα όμως ήταν στείρα κι ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι’ αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της.

Όταν έφτασε η μέρα της γέννας, η Ρεβέκκα έκανε πράγματι δίδυμους γιους. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ και τον ονόμασαν Ιακώβ.

Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε περισσότερο τον Ησαύ, ενώ η Ρεβέκκα τον Ιακώβ.

 

Ο Ιακώβ ονομάστηκε και Ισραήλ. Το όνομα αυτό θα γίνει αργότερα το εθνικό όνομα όλων των Εβραίων. Στις εβραϊκές λέξεις που συναντούμε την κατάληξη -ηλ ή -ελ σημαίνει ότι περιέχεται η λέξη «Θεός».

 

 

Ο ΙΑΚΩΒ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΥ

 

Κάποτε που ο Ησαύ γύρισε κατάκοπος και πεινασμένος στο σπίτι, ο Ιακώβ βρήκε την ευκαιρία να τον εκβιάσει για να του πάρει τα δικαιώματα του πρωτότοκου. Του πρόσφερε ψωμί και φακή με αντάλλαγμα τα πρωτοτόκια. Χωρίς να το καλοσκεφτεί ο Ησαύ δέχτηκε χάνοντας έτσι τα δικαιώματα του πρωτότοκου.

 

Πρωτότοκος ονομαζόταν το αγόρι που γεννιόταν πρώτο. Σύμφωνα με το δίκαιο της Παλαιάς Διαθήκης ο πρωτότοκος θεωρείτο ο επόμενος αρχηγός της οικογένειας και κληρονομούσε το διπλάσιο από τα άλλα αρσενικά παιδιά της οικογένειας.

 

Τα χρόνια είχαν περάσει και ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του ζήτησε να πάει στην εξοχή και να του φέρει κυνήγι, να του ετοιμάσει ένα νόστιμο φαγητό, όπως του αρέσει, και να τον ευλογήσει πριν πεθάνει.

 

Ο Ιακώβ παίρνει την ευλογία

του Ισαάκ

Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ, να πάει στο κοπάδι και να φέρει δυο καλά κατσικάκια.

Ο Ιακώβ πήγε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί.

 

Ο Ιακώβ πήγε το φαγητό στον πατέρα του και παρίστανε πως ήταν ο Ησαύ. Αλλά ο Ιακώβ ήταν δύσπιστος και τον ρώτησε πως και γύρισε τόσο γρήγορα. Κατόπιν του είπε να πλησιάσει για να τον ψηλαφίσει να δει αν ήταν ο Ησαύ. Ο Ιακώβ πλησίασε τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφισε και είπε ότι η φωνή είναι του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ. Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του Ησαύ. Μετά του ζήτησε να φάει απ' το κυνήγι. Ο Ιακώβ του έφερε κοντά το φαγητό και έφαγε. Μετά το φαγητό ο Ιακώβ πλησίασε και φίλησε τον πατέρα του. Ο Ισαάκ μύρισε τότε τη μυρωδιά από τα ρούχα του, και τον ευλόγησε.

 

Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ και ο Ιακώβ απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. Τότε ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και παρόλο που κατάλαβε την απάτη, δεν πήρε πίσω την ευλογία που έδωσε στον Ιακώβ.

 

Ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ, εξαιτίας της ευλογίας που του είχε δώσει ο πατέρας του, και ήθελε να σκοτώσει τον αδερφό του, μετά το θάνατο του πατέρα του. Η Ρεβέκκα προκειμένου να γλιτώσει τον Ιακώβ από την οργή του Ησαύ, τον έστειλε στον αδελφό της το Λάβαν στη Χαρράν, μέχρι να ξεθυμάνει ο θυμός του.

Ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ, του πρόσταξε να μην πάρει γυναίκα από τις κόρες της Χαναάν και τον κατευόδωσε ώστε να πάει στη Μεσοποταμία, στο Λάβαν.

 

 

 ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ 

 

Η σκάλα του Ιακώβ

Ο Ιακώβ έφυγε από τη Βέερ-Σεβά και πήγαινε προς τη Χαρράν. Όταν έδυε ο ήλιος έφτασε σ' έναν τόπο όπου και έμεινε για να διανυκτερεύσει. Έβαλε ένα λιθάρι για προσκέφαλο και κοιμήθηκε εκεί.

 

Στον ύπνο του τη νύχτα είδε μια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού. Ο Κύριος στάθηκε πάνω της και του είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων σου Αβραάμ και Ισαάκ. Αυτή τη χώρα που κοιμάσαι θα τη δώσω σ' εσένα και στους απογόνους σου. Πλήθος θα είναι οι απόγονοι σου όπως οι κόκκοι της σκόνης στη γη. Θα επεκταθείς δυτικά και ανατολικά, βόρεια και νότια, και θα ευλογηθούν στο πρόσωπο σου και μέσω των απογόνων σου όλα τα έθνη της γης. Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε φυλάω όπου κι αν πηγαίνεις, και θα σε φέρω πίσω σ' αυτήν εδώ τη χώρα. Δε θα σε αφήσω ώσπου να πραγματοποιήσω την υπόσχεση μου».

 

Ο Ιακώβ ξύπνησε τρομαγμένος και είπε: «Αλήθεια, ο Κύριος είναι σ' αυτό τον τόπο κι εγώ δεν το ήξερα! Εδώ δεν είναι παρά ο οίκος του Θεού, κι αυτή είναι η πύλη του ουρανού». Το πρωί που σηκώθηκε, πήρε το λιθάρι που το είχε για προσκέφαλο, το έστησε ως ιερή στήλη, κι έχυσε λάδι πάνω στην κορφή της. Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ (Οίκος Θεού).

Τότε ο Ιακώβ έκανε τάξιμο: «Αν ο Θεός είναι μαζί μου και με προστατεύσει στο ταξίδι που τώρα αρχίζω, αν μου δίνει τροφή να τρώω και ρούχα να φορώ, και με βοηθήσει να γυρίσω γερός στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο Κύριος θα είναι ο Θεός μου. Αυτό το λιθάρι που έστησα ως ιερή στήλη θα γίνει τόπος λατρείας του Θεού κι από όλα όσα αυτός θα μου δίνει, εγώ θα του δίνω το ένα δέκατο».

 

 

Ο ΙΑΚΩΒ ΣΤΗ ΧΑΡΡΑΝ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΛΑΒΑΝ

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

 

Ο Ιακώβ κατευθύνθηκε προς τη Χαρράν, στον αδερφό της μητέρας του, Λάβαν. Μια μέρα είδε ένα πηγάδι στον αγρό, κι εκεί πλάι τρία κοπάδια με πρόβατα που ξαπόσταιναν. Ο Ιακώβ ρώτησε τους βοσκούς που βρίσκεται. Εκείνοι απάντησαν ότι είναι από τη Χαρράν. Ο Ιακώβ τους ξαναρώτησε μήπως γνωρίζουν το Λάβαν, το γιο του Ναχώρ. Εκείνοι απάντησαν ότι τον γνωρίζουν και ότι η κόρη του η Ραχήλ είναι αυτή που πλησιάζει με τα πρόβατα.

Ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιακώβ μαζί τους, φτάνει η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της του Λάβαν. Ο Ιακώβ είπε στη Ραχήλ ότι είναι συγγενής του πατέρα της και γιος της Ρεβέκκας, κι εκείνη έτρεξε να το αναγγείλει στον πατέρα της. Μόλις ο Λάβαν άκουσε να γίνεται λόγος για τον Ιακώβ, το γιο της αδερφής του, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του.

 

Ο Ιακώβ έμεινε κοντά στο Λάβαν ένα μήνα. Μια μέρα ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ ποιος θέλει να είναι ο μισθός του. Ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία και της μικρότερης Ραχήλ. Τα μάτια της Λείας ήταν άτονα, ενώ η Ραχήλ είχε ωραία κορμοστασιά και όμορφο πρόσωπο. Ο Ιακώβ είχε αγαπήσει τη Ραχήλ. Ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν ότι θα του δουλέψει εφτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη κόρη του. Ο Λάβαν συμφώνησε.

Έτσι ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ εφτά χρόνια, γιατί την αγαπούσε. Όταν πέρασαν τα εφτά χρόνια ζήτησε από το Λάβαν τη μικρότερη κόρη του τη Ραχήλ. Τότε ο Λάβαν προσκάλεσε όλους τους ανθρώπους του τόπου και οργάνωσε γιορτή. Όταν νύχτωσε, πήρε την κόρη του τη Λεία και την έφερε στον Ιακώβ, ο οποίος δεν κατάλαβε ότι ήταν η Λεία. Ο Λάβαν έδωσε στη Λεία για δούλη τη Ζελφά, που ήταν δική του δούλη.

Όταν ξημέρωσε το πρωί, αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Λεία. Τότε ο Ιακώβ ζήτησε εξηγήσεις από το Λάβαν. Ο Λάβαν του είπε ότι στον τόπο του παντρεύεται πρώτα η μεγαλύτερη και μετά η μικρότερη. Και συμφώνησαν και οι δυο να δουλέψει ο Ιακώβ στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια για να πάρει και τη μικρότερη.

Μετά ο Λάβαν έδωσε στον Ιακώβ και την μικρότερη κόρη του τη Ραχήλ για γυναίκα. Στη Ραχήλ ο Λάβαν έδωσε για δούλη τη Βαλλά, που ήταν δική του δούλη. Ο Ιακώβ αγαπούσε τη Ραχήλ περισσότερο από τη Λεία. Κατόπιν δούλεψε στο Λάβαν άλλα εφτά χρόνια.

 

Ο Ιακώβ απέκτησε από τη Λεία τέσσερις γιούς, το Ρουβήν, το Συμεών, το Λευί και  τον Ιούδα. Επειδή αρχικά η Ραχήλ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, έδωσε στον Ιακώβ τη δούλη της τη Βαλλά για γυναίκα, από την οποία απέκτησε δύο γιούς, το Δαν και τον Νεφθαλί (Νεφθαλείμ).

Κατόπιν έδωσε και η Λεία τη δούλη της τη Ζελφά στον Ιακώβ για γυναίκα, από την οποία απέκτησε δύο γιούς, τον Γαδ και τον Ασήρ. Στη συνέχεια απέκτησε από τη Λεία δύο γιούς και μία κόρη, τον Ισσάχαρ, τον Ζαβουλών και τη Δείνα.

Στο τέλος ο Ιακώβ απέκτησε και από τη Ραχήλ δύο γιούς, τον Ιωσήφ και τον Βενιαμίν.

 

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ 

ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΗΣΑΥ 

 

Η συμφιλίωση Ησαύ και Ιακώβ

Όταν η Ραχήλ γέννησε τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Όλα αυτά τα χρόνια ο Ιακώβ έκανε δικά του κοπάδια, τα οποία τα κράτησε ξέχωρα από κείνα του Λάβαν. Έτσι ο Ιακώβ έγινε πάμπλουτος, απέκτησε πάρα πολλά κοπάδια και δούλους.

Επειδή ο Λάβαν δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα, τότε ο Κύριος είπε στον Ιακώβ να γυρίσει στη χώρα των προγόνων του και ότι θα είναι δίπλα του. Τότε ο Ιακώβ πήρε τους γιους του και τις γυναίκες, πήρε κι όλα τα κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντα του που είχε αποκτήσει στη Μεσοποταμία και αφού χαιρέτησε το Λάβαν ξεκίνησε να πάει πίσω στον πατέρα του, στη Χαναάν.

 

Ο Ιακώβ φοβόταν ότι ο αδερφός του θα ήταν ακόμη θυμωμένος και θα ζητούσε εκδίκηση. Γι' αυτό έστειλε μπροστά τους δούλους του με δώρα για να καλοπιάσει τον αδερφό του. Όταν μάλιστα οι δούλοι του που έστειλε να προπορευτούν του είπαν ότι ο Ησαύ έρχεται να τον συναντήσει με τετρακόσιους άντρες, φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία. Γι’ αυτό προσευχήθηκε στο Θεό και συνέχισε το δρόμο του.

Την άλλη μέρα ο Ιακώβ είδε τον Ησαύ να έρχεται με τετρακόσιους άντρες μαζί του. Ο Ιακώβ πέρασε μπροστά και προσκύνησε στη γη εφτά φορές πριν πλησιάσει τον αδερφό του. Όταν τα δύο αδέρφια συναντήθηκαν, ο Ησαύ έτρεξε και αγκάλιασε τον Ιακώβ. Φιλήθηκαν και έκλαιγαν και οι δύο μαζί.

 

Μετά τη συμφιλίωση ο Ησαύ γνώρισε την οικογένεια του Ιακώβ και ο Ιακώβ πρόσφερε στον Ησαύ ως δώρα κοπάδια με πολλά ζώα. Έτσι ο Ησαύ συγχώρεσε τον Ιακώβ και πήρε την ίδια μέρα το δρόμο της επιστροφής  για τη Σηείρ, που βρίσκεται μεταξύ της Νεκράς και Ερυθράς θαλάσσης, όπου και εγκαταστάθηκε.   Η περιοχή ονομάστηκε "Εδώμ" ή Ιδουμαία.

Ο Ιακώβ προχώρησε προς τη Συχέμ, που βρίσκεται στη Χαναάν. Εκεί εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη, σ' ένα τμήμα γης που αγόρασε και έστησε θυσιαστήριο στον Κύριο.

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΡΑΧΗΛ

 

Αργότερα ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ. Εκεί ο Κύριος εμφανίστηκε στον Ιακώβ και τον ευλόγησε. Του είπε «Δε θα ονομάζεσαι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ. Εγώ είμαι ο Θεός παντοκράτορας. Πολυάριθμοι θα είναι οι απόγονοι σου. Από σένα θα βγει λαός και άθροισμα λαών, και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα. Σ' εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα που έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ».

 

Στη συνέχεια ο Ιακώβ και η οικογένεια του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα μικρή απόσταση για να φτάσουν στην Εφραθά (Βηθλεέμ), ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει το δωδέκατο γιό του. Είχε δύσκολη γέννα και μόλις γεννήθηκε το παιδί, η Ραχήλ πέθανε. Ο πατέρας του το ονόμασε Βενιαμίν.

 

Τα επόμενα χρόνια ο Ιακώβ εγκαταστάθηκε στον τόπο του πατέρα του στη Μαμβρή, κοντά στη Χεβρών. Μετά από μερικά χρόνια ο πατέρας του ο Ισαάκ πέθανε και τον έθαψαν οι γιοι του, ο Ησαύ και ο Ιακώβ.  Εκείνη την εποχή πέθανε και η Λεία.