ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ |
|
ΗΣΑΥ |
Ο ΗΣΑΥ
Πρωτότοκος γιος του πατριάρχη Ισαάκ και της Ρεβέκκας (Γένεση 25,24-25. Ιησούς του Ναυή 24,4), δίδυμος αδερφός του Ιακώβ. Το όνομά του "Ησαύ" σημαίνει τριχωτός ενώ "Εδώμ" σημαίνει «κόκκινος». Το όνομα αυτό του αποδόθηκε καθώς πούλησε τα πρωτοτόκιά του για ένα "κοκκινωπό φαγητό" και επειδή όταν γεννήθηκε ήταν πολύ κόκκινος. Από το όνομά του ονομάστηκαν και οι απόγονοι του οι Εδωμίτες, οι οποίοι κατοίκησαν νότια της Νεκράς Θάλασσας. Τα εδάφη στα οποία κατοίκησαν οι απόγονοί του, αποτελούνταν κυρίως από κοκκινόχωμα.
Ο Ησαύ πήρε γυναίκες από τη Χαναάν. Την Αδά , κόρη του Αϊλώμ (Αϊλών) του Χετταίου, με την οποία απέκτησε τον Ελιφάς (Ελιφάζ), την Ολιβεμά (Ολιβαμά), κόρη του Ανά και εγγονή του Σεβεγών του Ευαίου, με την οποία απέκτησε τον Ιεούς (Ιεούλ), και την Βασεμάθ (Μαελέθ), κόρη του Ισμαήλ και αδερφή του Ναβαϊώθ (Νεβαϊώθ), με την οποία απέκτησε τον Ραγουήλ, τον Ιεγλόμ και τον Κορέ (Γένεση 28,9. 36,1-5. Παραλειπομένων Α' 1,35). Απόγονος και εγγονός του Ησαύ ήταν ο Ζαρέ (Ζαρέθ), ο οποίος ήταν ο πατέρας του Ιώβ (Ιώβ 42,17γ).
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
Η Ρεβέκκα ήταν στείρα και ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι' αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον ονόμασαν Ιακώβ. Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ (Γένεση 25,20-28).
Ο ΗΣΑΥ ΠΟΥΛΑΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΥ
Κάποτε που ο Ιακώβ ετοίμαζε ένα φαγητό, έτυχε να γυρίσει ο Ησαύ κατάκοπος από τους αγρούς. Ο Ησαύ είπε στον Ιακώβ: «Άσε με να φάω απ' αυτό το κοκκινωπό φαγητό, γιατί είμαι εξαντλημένος». Γι' αυτό το λόγο και ο Ισαάκ μετά την πώληση των πρωτοτοκίων, τον ονόμασε Εδώμ. Ο Ιακώβ του απάντησε: «Πούλησε μου σήμερα τα δικαιώματα σου του πρωτότοκου». Και ο Ησαύ είπε: «Εγώ πεθαίνω τώρα! Τι να τα κάνω τα δικαιώματα του πρωτότοκου;» «Ορκίσου το μου τώρα!» του είπε ο Ιακώβ. Ο Ησαύ του το ορκίστηκε και πούλησε στον αδερφό του τα δικαιώματα του πρωτότοκου. Τότε ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί και φακή. Εκείνος έφαγε, ήπιε κι ύστερα σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι ο Ησαύ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα του πρωτότοκου (Γένεση 25,27-34).
ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΟΥ ΗΣΑΥ
Σε ηλικία σαράντα ετών παντρεύτηκε γυναίκες από τις κοπέλες της Χαναάν. Την Ιουδίθ, κόρη του Χετταίου Βεώχ (Βεηρί) και τη Βασεμάθ, κόρη του Ελών (Αϊλών) του Χετταίου. Αυτές έγιναν αιτία να πικραθούν ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα (Γένεση 26,34-35).
Ο ΗΣΑΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ
Τα χρόνια είχαν περάσει και ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του και του είπε: «Γιε μου! Εγώ γέρασα, και δεν ξέρω ποια μέρα θα πεθάνω. Πάρε, λοιπόν, το κυνηγετικά σου όπλα, και πήγαινε στην εξοχή να μου φέρεις κυνήγι. Ετοίμασε μου ένα νόστιμο φαγητό, όπως μου αρέσει, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσω πριν πεθάνω».
Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη παρότρυνε τον γιό της Ιακώβ να πάει εκείνος στη θέση του με άλλα σφάγια ντυμένος με δασύτριχα ενδύματα από δέρμα κατσικιών. Ο Ισαάκ δεν αντιλήφθηκε την απάτη, εξέφρασε την απορία του για το πότε πρόλαβε και γύρισε ο Ησαύ τόσο γρήγορα. Ζήτησε να ψηλαφήσει το γιό του λέγοντας: "Η μεν φωνή είναι του Ιακώβ, ενώ τα χέρια είναι του Ησαύ. Έτσι ευλόγησε τον Ιακώβ.
Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το έφερε στον πατέρα του. Είπε στον πατέρα του: «Σήκω, πατέρα μου, να φας απ' το κυνήγι του γιου σου για να με ευλογήσεις». Ο Ισαάκ ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ;» Κι αυτός απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκος σου, ο Ησαύ». Τότε ο Ισαάκ ταράχτηκε βαθιά και είπε: «Ποιος λοιπόν ήταν αυτός που μου έφερε το κυνήγι; Έφαγα πια πριν έρθεις εσύ και τον ευλόγησα, και θα παραμείνει ευλογημένος».
Όταν ο Ησαύ άκουσε τα λόγια του πατέρα του, άρχισε να φωνάζει δυνατά, γεμάτος πίκρα: «Ευλόγησε με κι εμένα, πατέρα μου!» Ο Ισαάκ του είπε: «Ο αδερφός σου ήρθε με απάτη και πήρε την ευλογία σου». Ο Ησαύ απάντησε: «Καλά τον είπαν Ιακώβ, αφού δύο φορές με υποσκέλισε. Άρπαξε τα δικαιώματα μου του πρωτοτόκου, και τώρα πήρε και την ευλογία μου! Δεν κράτησες, πατέρα, καμιά ευλογία και για μένα;» Ο Ισαάκ του απάντησε: «Τον έκανα κύριο σου, του έδωσα όλους τους αδερφούς του για δούλους και τον εφοδίασα με στάρι και κρασί. Τι μπορώ να κάνω για σένα γιε μου;» Ο Ησαύ είπε: «Μόνο αυτήν την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησε με κι εμένα!» και έκλαιγε με δυνατές φωνές (Γένεση 27,1-40).
Έτσι ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ, εξαιτίας της ευλογίας, που του είχε δώσει ο πατέρας του, ορκίσθηκε να σκοτώσει τον αδελφό του. Η Ρεβέκκα που παρακολουθούσε τα γεγονότα έσπευσε και συμβούλευσε τον Ιακώβ να φύγει μακριά στη Χαρράν στον αδελφό της Λάβαν, μέχρι να ξεθυμάνει ο θυμός του (Γένεση 27,41-46).
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΗΣΑΥ
Ο Ησαύ είδε ότι ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ και τον έστειλε να φύγει στη Μεσοποταμία για να πάρει από 'κει γυναίκα. Επίσης είδε ότι καθώς ο Ιακώβ τον ευλογούσε, τον πρόσταξε να μην πάρει γυναίκα από τις κόρες της Χαναάν. Τότε κατάλαβε ότι οι κόρες της Χαναάν δεν άρεσαν στον πατέρα του. Γι' αυτό πήγε στον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ, και πήρε για γυναίκα την κόρη του τη Μαελέθ (Μαχαλάθ), αδερφή του Ναβαϊώθ (Νεβαϊώθ), χώρια απ' τις άλλες γυναίκες που είχε (Γένεση 28,6-9).
Στο κεφάλαιο 36 όπου υπάρχει ο κατάλογος των απογόνων του Ησαύ, υπάρχει μια διαφοροποίηση σχετικά με τις γυναίκες που πήρε ο Ησαύ. Εκεί μας λέει ότι ο Ησαύ πήρε γυναίκες από τη Χαναάν. Την Αδά, κόρη του Αϊλώμ (Αϊλών) του Χετταίου, την Ολιβεμά (Ολιβαμά), κόρη του Ανά και εγγονή του Σεβεγών του Ευαίου, και την Βασεμάθ (Μαελέθ), κόρη του Ισμαήλ και αδερφή του Ναβαϊώθ (Νεβαϊώθ). Η Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάς (Ελιφάζ), η Βασεμάθ γέννησε το Ραγουήλ, και η Ολιβεμά γέννησε τον Ιεούς (Ιεούλ), τον Ιεγλόμ και τον Κορέ (Γένεση 36,1-5. Παραλειπομένων Α' 1,35).
Ο Ησαύ πήρε τις γυναίκες του, τους γιους του και τις θυγατέρες του, όλους όσοι ήταν στο σπίτι του, τα κοπάδια του, όλα τα ζώα του και όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει στη Χαναάν, και πήγε να μείνει σε άλλη χώρα, μακριά από τον αδερφό του τον Ιακώβ. Η περιουσία τους ήταν τόσο πολύ μεγάλη, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί, και η χώρα όπου έμεναν δεν ήταν δυνατό να τους χωρέσει από τα πολλά κοπάδια τους. Έτσι ο Ησαύ κατοίκησε στα βουνά Σηείρ (Γένεση 36,6-8).
Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΜΕ ΤΟΝ ΗΣΑΥ
Όταν ο Ιακώβ επέστρεψε από τη Μεσοποταμία έστειλε μπροστά τους δούλους του με δώρα για να καλοπιάσει τον Ησαύ, ο οποίος κατοικούσε στην Εδώμ. Στο μεταξύ ο Ησαύ ερχόταν να τον συναντήσει με τετρακόσιους άντρες (Γένεση 32,2-22). Όταν τα δύο αδέρφια συναντήθηκαν, ο Ησαύ έτρεξε και αγκάλιασε τον Ιακώβ. Φιλήθηκαν και έκλαιγαν και οι δύο μαζί. Ο Ησαύ, αφού γνώρισε την οικογένεια του Ιακώβ, τον ρώτησε για τα δώρα που του έστειλε. Ο Ιακώβ απάντησε: «Ήθελα να κερδίσω την εύνοια σου, κύριε μου». Ο Ησαύ του είπε: «Έχω αρκετά, αδερφέ μου! Κράτησε τα σου ανήκουν». Ο Ιακώβ του απάντησε «Όχι, σε παρακαλώ! Αν έχω κερδίσει την εύνοια σου, δέξου τα δώρα μου. Τόσο καλά με δέχτηκες. Δέξου λοιπόν τα δώρα που σου έφερα, γιατί ο Θεός με βοήθησε και έχω απ' όλα». Και επέμενε τόσο, ώστε ο Ησαύ τα δέχτηκε. Έτσι ο Ησαύ συγχώρεσε τον Ιακώβ και πήρε την ίδια μέρα το δρόμο της επιστροφής για τη Σηείρ, όπου εγκαταστάθηκε. Αυτή βρίσκεται μεταξύ της Νεκράς και Ερυθράς θαλάσσης χώρα, η οποία και ονομάσθηκε "Εδώμ" ή Ιδουμαία. Ο Ιακώβ προχώρησε προς τη Σουκκώθ, όπου έχτισε σπίτι για τον εαυτό του και έφτιαξε μαντριά για τα κοπάδια του (Γένεση κεφ. 33).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Παλαιά Διαθήκη δεν μας δίνει πληροφορίες για το τέλος του Ησαύ. Αναφέρεται όμως ότι ο Κύριος του έδωσε ως κληρονομιά την περιοχή της Σηείρ (Ιησούς του Ναυή 24,4). Στην επιστολή προς Εβραίους ο Ησαύ χαρακτηρίζεται "πόρνος" και "βέβηλος" (Εβραίους 12,16-17). Ο προφήτης Μαλαχίας αναφέρει ότι ο Κύριος αγάπησε τον Ιακώβ και μίσησε τον Ησαύ (Μαλαχίας 1,2-3).
|