Ο Άδερ (Αδάδ) καταγόταν από βασιλικό
γένος της Ιδουμαίας την εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντα
(Γ' Βασιλέων 11,14).
Ο Δαβίδ μετά την εκστρατεία στη
Συρία νίκησε και εξολόθρευσε τους Ιδουμαίους. Τότε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ
διέταξε τη θανάτωση όλου του ανδρικού πληθυσμού της Εδώμ. Για 6 μήνες ο Ιωάβ
και ο ισραηλιτικός στρατός εγκαταστάθηκε στην Ιδουμαία, μέχρις ότου
φονεύτηκε όλος ο ανδρικός πληθυσμός.
Τότε ο Άδερ, ο οποίος ήταν
μικρό παιδί, και όλοι οι Ιδουμαίοι άνδρες του βασιλικού περιβάλλοντος του
πατέρα του, διέφυγαν τη σφαγή και κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Πέρασαν από τη
Μαδιάμ και τη Φαράν, πήραν μαζί τους κι άλλους άνδρες κι όλοι μαζί πήγαν στο
Φαραώ, βασιλέα της Αιγύπτου. Ο Άδερ παρουσιάστηκε ενώπιον του Φαραώ, ο
οποίος του παραχώρησε μέρος για να μείνει και τον εφοδίασε με τρόφιμα.
Ο Άδερ απέκτησε την ευμένεια
του Φαραώ, ο οποίος του έδωσε ως γυναίκα την αδερφή της συζύγου του και
μεγαλύτερη αδερφή της βασίλισσας Θεκεμίνας. Αυτή γέννησε στον Άδερ γιο, ο
οποίος ονομάστηκε Γανηβάθ. Η βασίλισσα Θεκεμίνα τον ανέθρεψε μαζί με τους
γιους του Φαραώ.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Άδερ
πληροφορήθηκε το θάνατο του Δαβίδ και του Ιωάβ και ζήτησε την άδεια του
Φαραώ να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ο Φαραώ προσπάθησε να τον μεταπείσει
να παραμείνει στην Αίγυπτο, αλλά τελικά του έδωσε την άδεια και ο Άδερ
επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί ανακηρύχτηκε βασιλιάς και παρενοχλούσε
συνεχώς τους Ισραηλίτες
(Γ' Βασιλέων 11,14-22).
|