ΑΡΧΑΙΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟΙ |
|
ΕΔΩΜ Ή ΙΔΟΥΜΑΙΑ
Αρχαία χώρα που επεκτεινόταν νότια και νοτιοδυτικά της Νεκράς θάλασσας. Αρχικά ονομαζόταν γη ή όρος Σηείρ. Η Εδώμ ήταν ορεινή χώρα. Η κορυφή του Σηείρ φθάνει στα 1064 μέτρα, πάνω από την Αραβά. Η Εδώμ ήταν στο σύνολο της ορεινή και συνόρευε δυτικά με την κοιλάδα Αραβά, βόρεια με τη Μωάβ με φυσικό διαχωριστικό όριο τον ποταμό Ζέρεδ, ανατολικά με την αραβική έρημο και νότια με τον κόλπο της Άκαμπα.
Πρωτεύουσά της ήταν η Σελά, ενώ άλλες σημαντικές πόλεις ήταν η Βοσσόρα ή Βοσρά, η Γεσιών-Γαβερ και η Αϊλάθ, λιμάνια στην Ερυθρά θάλασσα, η Δαιδάν (Δενναβά ή Διναβά) και η Πέτρα. Οι πρώτοι κάτοικοι της Εδώμ ήταν οι Χορραίοι και κατόπιν οι Εδωμίτες έδιωξαν τους Χορραίους (Γένεση 36,20. Δευτερονόμιο 2,12). Ο Ιησούς του Ναυή όταν κατέλαβε τη Χαναάν, κατέλαβε όλες τις ορεινές και πεδινές περιοχές του βορρά και του νότου. Από το όρος Χελχά, που βρίσκεται κοντά στην περιοχή της Σηείρ, έως την πεδιάδα του Λιβάνου και το όρος Ερμών στο Βορρά (Ιησούς του Ναυή 11,16-18).
|
ΟΙ ΕΔΩΜΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΔΩΜΙΤΕΣ
Οι Εδωμίτες ή Ιδουμαίοι ήταν αρχαίος λαός. Οι Εδωμίτες ήταν απόγονοι του Ησαύ ή Εδώμ, ο οποίος ήταν αδελφός του Ιακώβ (Γένεση 25,30. 36,9) και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σηείρ, αφού εξολόθρευσαν τους κατοίκους της, τους Χορραίους (Γένεση 14,6. Δευτερονόμιο 2,12).
Η χώρα τους, η Εδώμ, αρχικά ονομαζόταν Σηείρ (Γένεση 32,3. 26,20-30) και στην Παλαιά Διαθήκη οι Ιδουμαίοι αναφέρονται ως ο λαός που κατοικούσε στο όρος Σηείρ (Β' Παραλειπομένων 20,10. 20,22-23). Σε άλλη διήγηση η Εδώμ αναφέρεται ως Εδέμ (Γ' Βασιλέων 22,48-49). Η περιοχή αυτή ήταν ορεινή (Δευτερονόμιο 2,1-12). Βρισκόταν νότια της Μωάβ και επεκτεινόταν νότια και νοτιοδυτικά της Νεκρά θάλασσας (Γένεση 32,3. Ιησούς του Ναυή 15,1. Κριτές 11,17). Πρωτεύουσά της ήταν η Σελά, ενώ άλλες σημαντικές πόλεις ήταν η Βοσσόρα ή Βοσρά (Γένεση 36,33. Παραλειπομένων Α' 1,44. Αμώς 1,12), η Εσιών-Γαβέρ, λιμάνι στην Ερυθρά θάλασσα (Γ' Βασιλειών 9,26), η Δαιδάν ή Δενναβά (Γένεση 36,32. Παραλειπομένων Α' 1,43. Ιερεμίας 49,8), η Θαιμανών (Γένεση 36,34. Παραλειπομένων Α' 1,45), η Γετθαΐμ ή Γεθθαΐμ (Γένεση 36,35. Παραλειπομένων Α' 1,46), η Μασεκκά (Γένεση 36,36. Παραλειπομένων Α' 1,47), η Ροωβώθ (Γένεση 36,37. Παραλειπομένων Α' 1,48) και η Φογώρ (Γένεση 36,39. Παραλειπομένων Α' 1,50). Η χώρα τους επί εποχής Μωυσή ήταν εύφορη, και είχε αγρούς, αμπελώνες και πηγές (Αριθμοί 20,17-19), ήταν καλά οχυρωμένη (Ψαλμός 60,9) και διασχιζόταν από δρόμους (Αριθμοί 20,17). Ανάμεσα στην Ιδουμαία και την Αραβία, βρισκόταν η Αυσίτιδα στην οποία ζούσε ο πολύπαθος Ιώβ (Ιώβ 1,1. 42,17β).
Οι βασιλιάδες που βασίλεψαν διαδοχικά στην Εδώμ, πριν αναδειχθεί βασιλιάς στους Ισραηλίτες ήταν ο Βαλάκ από την Δενναβά, ο Ιωβάβ, ο γνωστός Ιώβ, ο Ασώμ από τη χώρα των Θαιμανών, ο Αδάδ από την Γετθαΐμ, ο Σαμαδά από τη Μασεκκά, ο Σαούλ από τη Ροωβώθ, ο Βαλαεννών και ο Αράδ από την Φογώρ (Γένεση 36,31-39. Παραλειπομένων Α' 1,43-50). Ο Αδάδ νίκησε τους Μαδιανίτες στην κοιλάδα της Μωάβ (Γένεση 36,35. Παραλειπομένων Α' 1,46. Ιώβ 17δ). Η Αγία Γραφή αναφέρει και ονόματα αρχηγών φυλών των Εδωμιτών. Αυτοί ήταν ο Θαμνά, ο Γωλά, ο Ιεθέρ, ο Ολιβεμάς, ο Ηλάς, ο Φινών, ο Κενέζ, ο Θαϊμάν, ο Μαζάρ, ο Μαγεδιήλ και ο Ζαφωΐν, οι οποίοι κατοίκησαν σε διάφορες περιοχές με τις φυλές τους και έδωσαν σ' αυτές το όνομα της φυλής τους (Γένεση 36,40-43. Παραλειπομένων Α' 1,51-53).
Η Αγία Γραφή αναφέρει αρκετά στοιχεία για τους Εδωμίτες: Στην αρχή κυβερνούνταν από ηγεμόνες (Γένεση 36,15-30. 40-43. Έξοδος 15,15), αργότερα είχαν βασιλείς (Αριθμοί 20,14), και επί κυριαρχίας του βασιλείου του Ιούδα κυβερνιόντουσαν από διοικητή (Α' Βασιλέων 22,48). Ήταν σοφοί (Ιερεμίας 49,7), υπερήφανοι και εγωιστές (Ιερεμίας 49,16), μνησίκακοι (Ιεζεκιήλ 25,12), σκληροί και απάνθρωποι (Ιερεμίας 49,19). Οι Εδωμίτες ήταν ειδωλολατρικός λαός (Β' Παραλειπομένων 25,14-20), δεισιδαίμονες, ασκώντας τη μαγεία και τη μαντεία, για αυτό και επικρίνονται σκληρά (Ιερεμίας 27,9). Πληροφορίες από αρχαιολογικές ανασκαφές αναφέρουν πως είχαν αρκετούς θεούς, ένας από αυτούς, ο πιο δημοφιλής ήταν ο Κος ή Καούς, ένα αρκετά συνηθισμένο όνομα θεού σε εκείνη την περιοχή.
ΟΙ ΕΔΩΜΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΗΣΑΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
Όταν ο Ιακώβ επέστρεψε από τη Μεσοποταμία έστειλε μπροστά τους δούλους του με δώρα για να καλοπιάσει τον αδερφό του τον Ησαύ, ο οποίος εκείνη την εποχή κατοικούσε στην Εδώμ (Γένεση 32,3). Μετά τη συνάντηση και συμφιλίωση του Ιακώβ με τον Ησαύ, ο Ησαύ πήρε τις γυναίκες του, τους γιους του και τις θυγατέρες του, όλους όσοι ήταν στο σπίτι του, τα κοπάδια του και όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει στη Χαναάν, και πήγε να μείνει σε άλλη χώρα, μακριά από τον αδερφό του τον Ιακώβ. Έτσι ο Ησαύ πήγε στα βουνά Σηείρ (Εδώμ), όπου εγκαταστάθηκε (Γένεση 33,16. 36,6-8).
ΟΙ ΕΔΩΜΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ
Οι Εδωμίτες δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Ισραηλίτες. Όταν οι Εδωμίτες και οι άλλοι λαοί που κατοικούσαν στη Χαναάν, έμαθαν ότι οι Ισραηλίτες πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα και ο στρατός των Αιγυπτίων καταποντίστηκε, τρόμαξαν και τους έπιασε πανικός (Έξοδος 15,14-15). Όταν οι Ισραηλίτες ήταν στην Κάδης ο Μωυσής έστειλε αγγελιοφόρους στο βασιλιά της Εδώμ να του ζητήσουν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από τη χώρα του ειρηνικά. Ο βασιλιάς της Εδώμ αρνήθηκε και τους απείλησε με πόλεμο. Οι Ισραηλίτες προσπάθησαν να περάσουν ειρηνικά και τότε ο βασιλιάς της Εδώμ βγήκε εναντίον τους με πολυάριθμο και ισχυρό στρατό. Η κίνηση αυτή ανάγκασε τους Ισραηλίτες να αλλάξουν κατεύθυνση (Αριθμοί 20,14-21. Κριταί 11,16-17). Έτσι οι Ισραηλίτες παρέκαμψαν τη χώρα των Εδωμιτών και για πολύ καιρό τριγύριζαν γύρω από την ορεινή περιοχή του Σηείρ, σε απόσταση από τους Εδωμίτες. Ο Κύριος δεν επέτρεψε στους Ισραηλίτες, να κάνουν πόλεμο με τους Εδωμίτες, γιατί αυτή τη γη την έχει δώσει στους απογόνους του Ησαύ. Οι Ισραηλίτες πέρασαν δίπλα από τα σύνορα των Εδωμιτών, κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια και προχώρησαν προς την έρημο της Μωάβ (Αριθμοί 21,4. Δευτερονόμιο 2,1-8). Ο Βαλαάμ προφήτευσε στο Βαλάκ, στο όρος Φεγώρ, την μελλοντική καταστροφή και κατάκτηση της Εδώμ από τους Ισραηλίτες (Αριθμοί 24,18). Ο Θεός δεν επέτρεψε στους Ισραηλίτες να αποστρέφονται τους Εδωμίτες, διότι ήταν αδελφικός και συγγενικός λαός. Η τρίτη γενιά των απογόνων τους μπορούσε να γίνει δεκτή στη λατρεία και στις συγκεντρώσεις ενώπιον του Κυρίου (Δευτερονόμιο 23,8-9).
Μετά την κατάληψη της Χαναάν από τους Ισραηλίτες, τα όρια της φυλής Ιούδα εκτεινόταν νοτιοδυτικά από τα σύνορα της Ιδουμαίας και την έρημο Σιν ως την Κάδης (Ιησούς του Ναυή 15,1). Κατά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη Χαναάν 500 άντρες από τη φυλή Συμεών πήγαν στην ορεινή περιοχή της Εδώμ και αφού σκότωσαν τους Αμαληκίτες που κατοικούσαν στην περιοχή, εγκαταστάθηκαν εκεί (Α' Παραλειπομένων 4,42-43).
ΟΙ ΕΔΩΜΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ
Οι Εδωμίτες (Ιδουμαίοι) ήταν ένας από τους λαούς, τους οποίους αντιμετώπισε ο Σαούλ και νίκησε (Α' Βασιλειών 14,47). Αργότερα ο Δαβίδ κατάκτησε τους Εδωμίτες. Στην επιστροφή του από τη μάχη με τους Σύρους και τον Αδρααζάρ, ο Δαβίδ έστειλε τον Αβεσσά, να πολεμήσει τους Εδωμίτες. Ο Αβεσσά νίκησε στη Γεβελέμ, στην κοιλάδα της Νεκράς Θάλασσας, 18.000 Ιδουμαίους και τοποθέτησε στην Εδώμ στρατιωτικούς διοικητές. Έτσι έγιναν οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,13-14. Α' Παραλειπομένων 18,12-13). Ο Δαβίδ το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει από όλα τα έθνη, τα οποία είχε υποτάξει, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, καθώς και το βασίλειο του Σουβά, το αφιέρωσε στον Κύριο (Β' Βασιλειών 8,11-12. Α' Παραλειπομένων 18,11). Τότε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ διέταξε τη θανάτωση όλου του ανδρικού πληθυσμού της Εδώμ. Για 6 μήνες ο Ιωάβ και ο ισραηλιτικός στρατός εγκαταστάθηκε στην Ιδουμαία, μέχρις ότου φονεύτηκε όλος ο ανδρικός πληθυσμός (Γ' Βασιλέων 11,15-16).
Τότε ο Άδερ, ο οποίος ήταν μικρό παιδί, και όλοι οι Ιδουμαίοι άνδρες του βασιλικού περιβάλλοντος του πατέρα του, διέφυγαν τη σφαγή και κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Πέρασαν από τη Μαδιάμ και τη Φαράν, πήραν μαζί τους κι άλλους άνδρες κι όλοι μαζί πήγαν στο Φαραώ, βασιλέα της Αιγύπτου. Ο Άδερ παρουσιάστηκε ενώπιον του Φαραώ, ο οποίος του παραχώρησε μέρος για να μείνει και τον εφοδίασε με τρόφιμα. Ο Άδερ απέκτησε την ευμένεια του Φαραώ, ο οποίος του έδωσε ως γυναίκα την αδερφή της συζύγου του και μεγαλύτερη αδερφή της βασίλισσας Θεκεμίνας. Αυτή γέννησε στον Άδερ γιο, ο οποίος ονομάστηκε Γανηβάθ. Η βασίλισσα Θεκεμίνα τον ανέθρεψε μαζί με τους γιους του Φαραώ. Μερικά χρόνια αργότερα ο Άδερ πληροφορήθηκε το θάνατο του Δαβίδ και του Ιωάβ και ζήτησε την άδεια του Φαραώ να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ο Φαραώ προσπάθησε να τον μεταπείσει να παραμείνει στην Αίγυπτο, αλλά τελικά του έδωσε την άδεια και ο Άδερ επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί ανακηρύχτηκε βασιλιάς και παρενοχλούσε συνεχώς τους Ισραηλίτες (Γ' Βασιλέων 11,14-22).
Ο Σολομώντας είχε κατασκευάσει ναύσταθμο στην Αϊλάθ (Εϊλάτ), στη βόρεια ακτή της Ερυθράς Θαλάσσης, προς την Εδώμ (Γ' Βασιλέων 9,26). Πολλές από τις γυναίκες του βασιλιά Σολομώντα ήταν αλλόφυλες και ήταν κόρες ειδωλολατρών, οι οποίες κατάγονταν από τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Σύριους, τους Ιδουμαίους, τους Χετταίους, τους Αμορραίους κλπ. Ο Σολομώντας προσκολλήθηκε σ' αυτές και αγάπησε και τα έθνη τους, πράγμα το οποίο είχε απαγορεύσει ο Κύριος στους Ισραηλίτες. Ο Σολομών έχτισε ακόμη ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια στις κορυφές γύρω από την Ιερουσαλήμ, και τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς ειδωλολατρών. Σ' αυτούς τους ναούς και σ' αυτά τα θυσιαστήρια οι γυναίκες του Σολομώντα προσέφεραν θυμίαμα και θυσίες στους θεούς τους (Γ' Βασιλέων 11,1-8. 11,33).
ΟΙ ΕΔΩΜΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΩΣΑΦΑΤ
Επειδή στην Εδώμ (Εδέμ) δεν υπήρχε βασιλιάς μόνιμος και σταθερός, ο Ιωσαφάτ ναυπήγησε στη Θαρσίς (Θαρσείς) μεγάλο πλοίο για να πλεύσει στη Σωφίρ (Οφείρ, Ωφέρδε), όπου υπήρχε χρυσάφι. Μάλιστα ο βασιλιάς του βασιλείου του Ισραήλ, ο Οχοζίας, πρότεινε στον Ιωσαφάτ να του στείλει ανθρώπους για το ναυτικό του, όμως ο Ιωσαφάτ αρνήθηκε αυτή την πρόταση. Το πλοίο όμως δεν πήγε ποτέ στη Σωφίρ (Ωφέρδε), γιατί συνετρίβη στη Γασιών Γαβέρ (Ασεών Γαβέρ) (Γ' Βασιλέων 16,28ζ-η. 22,48-50).
Μετά το θάνατο του Αχαάβ, την εποχή του βασιλιά Οχοζία, οι Μωαβίτες κατεπάτησαν τη συνθήκη υποτέλειας, που είχαν συνάψει με τους Ισραηλίτες και επαναστάτησαν (Δ' Βασιλειών 1,1). Έτσι οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες, οι Εδωμίτες και οι Μιναίοι εξεστράτευσαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα. Ο στρατός τους έφτασε μέχρι την Ασασάν Θαμάρ (Εγγαδί), δυτικά της Νεκράς Θάλασσας. Ο Ιωσαφάτ φοβήθηκε και ζήτησε την βοήθεια του Θεού. Συγκέντρωσε το λαό στην αυλή του Ναού στην Ιερουσαλήμ και προσευχήθηκε στον Κύριο. Ο Θεός τους απάντησε να μην φοβηθούν γιατί θα είναι μαζί τους (Β' Παραλειπομένων 20,1-19). Το επόμενο πρωϊνό ο στρατός του Ιωσαφάτ πήγε στην έρημο Θεκωέ. Όταν έφευγε από την Ιερουσαλήμ, ο Ιωσαφάτ όρισε ψαλμωδούς να προπορεύονται του στρατού και να δοξολογούν τον Κύριο. Όταν ο στρατός του Ιωσαφάτ έφτασε στο πεδίο της μάχης και οι ψαλμωδοί δοξολογούσαν τον Κύριο, ο Κύριος έκανε ώστε οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες να μάχονται εναντίον των Εδωμιτών. Κι έτσι πολέμησαν ο ένας εναντίον του άλλου και αλληλοεξοντώθηκαν. Όταν οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες νίκησαν τους Εδωμίτες, τότε πολέμησαν μεταξύ τους. Ο στρατός του Ιωσαφάτ είχε ανεβεί σε κάποιο ύψωμα της ερήμου και παρατηρούσαν το στρατό των εχθρών που πολεμούσαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν σχεδόν όλοι (Β' Παραλειπομένων 20,20-26).
Η Μωάβ την εποχή του Αχαάβ και του Ιωσαφάτ ήταν υποτελής στο βασίλειο του Ισραήλ. Ο Μωσά (Μεσά), βασιλιάς της Μωάβ, είχε πολλά κοπάδια. Εξαιτίας μιας αποτυχημένης επανάστασής του πλήρωνε κάθε χρόνο στο βασιλιά του Ισραήλ 100.000 αρνιά και 100.000 κριάρια ακούρευτα. Όταν όμως πέθανε ο Αχαάβ, ο Μωσά αρνήθηκε να πληρώσει το φόρο στο νέο βασιλιά. Ο Ιωράμ έστειλε ανθρώπους στον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, και του ζήτησε να τον βοηθήσει στον πόλεμο κατά της Μωάβ. Ο Ιωσαφάτ δέχτηκε. Έτσι ο Ιωράμ και ο Ιωσαφάτ, μαζί με τον βασιλιά της Εδώμ προχώρησαν για να πολεμήσουν τους Μωαβίτες. Μετά από 7 ημέρες πορεία, εκεί που έφτασαν δεν υπήρχε νερό για το στρατό και για τα ζώα τους. Τότε οι τρεις βασιλιάδες ξεκίνησαν για να συναντήσουν τον προφήτη Ελισαίο για να πάρουν τη γνώμη του. Ο Ελισαίος για χάρη του Ιωσαφάτ του είπε ν' ανοίξουν μέσα στον ξηροπόταμο λάκκους και με τη βοήθεια του Θεού θα γεμίσει με νερό. Και ο Κύριος θα παραδώσει τη χώρα των Μωαβιτών στην εξουσία τους και θα καταστρέψουν τη Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,4-19).
Πράγματι το επόμενο πρωϊνό, όταν προσφέρθηκε η θυσία στον Κύριο, πολύ νερό ήρθε από την περιοχή της Εδώμ και γέμισε τον ξεροπόταμο με νερό. Στο μεταξύ, όταν οι Μωαβίτες πληροφορήθηκαν ότι οι τρεις βασιλιάδες εκστράτευσαν εναντίον τους, φοβήθηκαν και ετοιμάστηκαν για πόλεμο. Παρατάχτηκαν στα σύνορα της χώρας τους. Το πρωΐ όταν είδαν τον ήλιο να πέφτει πάνω στα νερά, τα είδαν να είναι κόκκινα σαν το αίμα. Νόμισαν πως οι τρεις βασιλιάδες πολέμησαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν. Έτσι ξεκίνησαν για να πάρουν τα λάφυρα των εχθρών. Οι Μωαβίτες όρμησαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και των Ιδουμαίων, αλλά οι Ισραηλίτες και οι Ιδουμαίοι τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα μπήκαν στη χώρα των Μωαβιτών και κατέστρεψαν όλες τις πόλεις. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, ώστε δεν έμειναν παρά μόνο οι πέτρες από τις κατεστραμένες πόλεις. Οι Ισραηλίτες που χειρίζονταν τις σφενδόνες, περικύκλωσαν την πρωτεύουσα της Μωάβ και την κατέλαβαν. Όταν ο βασιλιάς της Μωάβ είδε ότι έχασε τον πόλεμο, πήρε μαζί του 700 άνδρες και προσπάθησε να επιτεθεί στους Ιδουμαίους, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τότε πήρε τον πρωτότοκο γιο του και τον προσέφερε θυσία ολοκαυτώματος πάνω στα τείχη της πόλεως. Οι Ισραηλίτες, όταν είδαν αυτή την τραγική θυσία, συγκλονίστηκαν και αποχώρησαν από την Μωάβ (Δ' Βασιλειών 3,20-27).
ΟΙ ΕΔΩΜΙΤΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
Επί Ιωράμ (849-842 π.Χ.) ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους (Β' Παρ. 20,8 εξ.), αλλά ύστερα από μισό περίπου αιώνα ο Αμεσσίας (797-780 π.Χ.) εισέβαλε στη χώρα τους και σκότωσε χιλιάδες Εδωμίτες (Δ' Βασ. 14,7. Β' Παρ. 25,11εξ.). Κατά το συροεφραϊμιτι-κό πόλεμο οι Εδωμίτες εισέβαλαν στην Ιουδαία και απήγαγαν αιχμαλώτους (Β' Παρ. 28,17), στην περίοδο της ασσυριακής κυριαρχίας ήταν υποτελείς στους Ασσυρίους, στη βαβυλωνιακή επιχείρηση κατά της Ιερουσαλήμ πήραν μέρος στη λεηλασία της πόλης και αργότερα κατέλαβαν ιουδαϊκά εδάφη στην περιοχή της Χεβρών. Τελικά όμως κατά τη μακκαβαϊκή επανάσταση υποτάχτηκαν (Α' Μακκ. 5,65) και ενσωματώθηκαν στο ιουδαϊκό κράτος. Από την εποχή αυτή ή ίσως και προηγουμένως η όλη περιοχή της Εδώμ ονομάζεται «Ιδουμαία».
Την εποχή του Ιωράμ επαναστάτησαν (Β' Παραλειπομένων 21,8) και ανακήρυξαν άλλο βασιλιά. Αργότερα όμως ο βασιλιάς Αμασίας, εισέβαλε στη χώρα τους και σκότωσε 10.000, ρίχνοντάς τους από τα βράχια στη θάλασσα (Δ' Βασιλειών 14,7). Την περίοδο της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ βοήθησαν τους Βαβυλώνιους, εναντίον του βασιλείου του Ιούδα (Αβδιού εδ. 11. Ψαλμός 137,7). Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα και μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, πολλοί Εδωμίτες μετανάστευσαν στη νότια Ιουδαία, και τους επόμενους αιώνες ακολούθησαν και οι εναπομείναντες αφού τα εδάφη τους κατακτήθηκαν από τους Ναβαταίους. Επί ελληνιστικής περιόδου, η νότια Ιουδαία μετονομάστηκε σε Ιδουμαία (Α' Μακκαβαίων 4,29. 5,65) και οι κάτοικοί της, Ιδουμαίοι (Μάρκος 3,8). Την εποχή των Μακκαβαίων ο Ιωάννης Υρκανός κατάκτησε τους Εδωμίτες και τους υποχρέωσε να δεχθούν το Μωσαϊκό νόμο. Ιδουμαίοι ήταν και οι Ηρώδες που διοικούσαν την Παλαιστίνη την εποχή της Καινής Διαθήκης.
Τέλος αρκετές προφητείες γράφτηκαν και όλες εκπληρώθηκαν κατά γράμμα: η υποταγή τους στο Ισραήλ (Γένεση 26,23. 27,29-37), η κατάληψη της χώρας τους από τον Ισραήλ (Αριθμοί 24,18. Αβδιού εδ. 17-19), η σφαγή τους (Αβδιού εδ. 18), η ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας (Ησαΐας 34,9-17. Ιεζεκιήλ 36,7-15), κ.α. Η Εδώμ (Ιδουμαία) αναφέρεται και στους Ψαλμούς. Οι Ιδουμαίοι αναφέρονται ως εχθροί των Ισραηλιτών (Ψαλμοί 82,7. 136,7). Ο Δαβίδ αναφέρει για την Ιδουμαία, πως ο Θεός θα επεκταθεί στη χώρα αυτή και θα την υποτάξει (Ψαλμοί 59,10. 107,10) και πως ο ίδιος θα μπει νικητής στην πρωτεόυσα της Ιδουμαίας (Ψαλμοί 107,10). Ο 62ος Ψαλμός είναι γραμμένος στην έρημο της Ιδουμαίας (Ψαλμός 62). Στον Ψαλμό 136, ο οποίος αναφέρεται στα χρόνια της αιχμαλωσίας των Ισραηλιτών στη Βαβυλώνα, ο ποιητής εύχεται στον Κύριο να τιμωρήσει τους Εδωμίτες, διότι την ημέρα της πτώσης και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ, έλεγαν στους Βαβυλώνιους ν' αδειάσουν και να καταστρέψουν την Ιερουσαλήμ από τα θεμέλιά της (Ψαλμός 136,7).
|
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται η χώρα των Θαιμανών (Γένεση 36,34. Παραλειπομένων Α' 1,45. Ιώβ 2,11. 4,1. 15,1. 22,1. 42,7. 42,9. 42,17ε), την οποία την κατοικούσαν Ιδουμαίοι, απόγονοι του Ησαύ (42,17ε). Την εποχή του Ιώβ βασιλιάς των Θαιμανών ήταν ο Ελιφάζ, ο οποίος ήταν φίλος του Ιώβ (Ιώβ 2,11. 4,1. 15,1. 22,1. 42,7. 42,9. 42,17ε). Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται και οι δρόμοι της χώρας των Θαιμανών (Ιώβ 6,19). Ο Ασώμ ήταν βασιλιάς των Εδωμιτών, από την χώρα των Θαιμανών, ο οποίος βασίλευσε μετά τον Ελιφάζ (Γένεση 36,34. Παραλειπομένων Α' 1,45. Ιώβ 17δ).
|