ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

ΑΜΝΩΝ ΚΑΙ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

Δαβίδ και Αβεσσαλώμ

Ο Αμνών, ο μεγαλύτερος γιος του Δαβίδ από την Αχινόομ, ερωτεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του Θημάρ, η οποία ήταν ωραιότατη στην εμφάνιση και αδερφή του Αβεσσαλώμ, παιδιά του Δαβίδ από την Μααχά. Ο Αμνών υπέφερε τόσο πολύ από την αγάπη του αυτή, ώστε αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Όταν ήρθε ο πατέρας του να τον δει, ο Αμνών, του είπε να του στείλει την αδερφή του, την Θημάρ να τον φροντίσει και να του ετοιμάσει φαγητό. Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Θημάρ να φροντίσει τον αδερφό της.

Η Θημάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, του ετοίμασε φαγητό, αλλά εκείνος δεν ήθελε να φάει. Αφού έδιωξε όλους τους παριστάμενους, ζήτησε από τη Θημάρ να του πάει το φαγητό στο δωμάτιό του. Εκεί ο Αμνών ζήτησε από τη Θημάρ να κοιμηθεί μαζί του. Η Θημάρ αντέδρασε και του είπε να μη διαπράξει αυτή την ανοησία, αλλά να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα τους, ο οποίος δεν θα εμπόδιζε αυτό τον γάμο. Ο Αμνών όμως, δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της Θημάρ και καθώς ήταν δυνατότερος απ' αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.

Ο Αμνών έπειτα από την πράξη του μίσησε τη Θημάρ και την έδιωξε από το σπίτι του, παρά τις παρακλήσεις της. Ζήτησε μάλιστα από ένα δούλο του να πετάξει έξω από το σπίτι τη Θημάρ.

 

Η Θημάρ έφυγε από το σπίτι του Αμνών και έκλαψε τη δυστυχία της. Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ κατάλαβε τι έγινε και την πήρε στο σπίτι του. Μετά το γεγονός αυτό ο Αβεσσαλώμ, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών και τον μίσησε πολύ που είχε ατιμάσει την αδερφή του. Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ, που ο Αμνών ατίμασε την αδερφή του. Δεν τον τιμώρησε όμως, γιατί ήταν ο πρωτότοκος και τον αγαπούσε ιδιαίτερα.

 

Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ αποφάσισε να κουρέψει τα πρόβατά του και ετοίμασε γιορτή, στην οποία προσκάλεσε τον πατέρα του και όλα τ' αδέρφια του. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να πάει, παρά την επιμονή του Αβεσσαλώμ, παρά μόνο τον ευλόγησε και του ευχήθηκε.

Ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε πλούσιο τραπέζι και τ' αδέρφια του πήγαν όλα. Μετά στο γλέντι που έγινε, όταν ο Αμνών είχε έρθει στο κέφι από το κρασί, τότε ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους υπηρέτες του και τον σκότωσαν.

Μετά απ' αυτό το γεγονός ο Αβεσσαλώμ κατέφυγε στον παππού του, στο βασιλιά της Γεδσούρ, τον Θολμί, κι έμεινε κοντά του τρία χρόνια. Ο βασιλιάς Δαβίδ όλο αυτό το διάστημα κράτησε πένθος για το γιο του. Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να δει τον Αβεσσαλώμ.

Έτσι ο Δαβίδ είπε στον Ιωάβ να πάει να φέρει πίσω τον Αβεσσαλώμ. Τότε ο Ιωάβ πήγε στη Γεδσούρ κι έφερε από εκεί τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ, αλλά χωρίς να γίνει ακόμη δεκτός από τον πατέρα του. Λίγο καιρό αργότερα ο Δαβίδ κάλεσε τον Αβεσσαλώμ κι εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά του κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε. Κι ο Δαβίδ φίλησε το γιο του.

 

 

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

Μετά απ' αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ σηκωνόταν κάθε πρωΐ και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη της Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος στο βασιλιά για κρίση και είχε κάποια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ του έλεγε, ότι η υπόθεση του ήταν σωστή και δίκαιη, αλλά ο βασιλιάς δεν νοιάζεται για την υπόθεσή του. Τους έλεγε ότι, εάν έκρινε ο ίδιος τις διαφορές θα έδινε σε όλους το δίκιο τους. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον προσκυνήσει, τότε ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του και τον φιλούσε. Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ κι έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών.

 

Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Αβεσσαλώμ έγινε 40 ετών, ζήτησε την άδεια από τον πατέρα του να πάει στη Χεβρών για να εκπληρώσει ένα τάμα που είχε κάνει στον Κύριο. Τον καιρό που ήταν στον παππού του στην Γεδσούρ, έκανε τάμα εάν ο Κύριος τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του πρόσφερε θυσίες στη Χεβρών.  Ο Δαβίδ ανύποπτος του έδωσε την άδεια κι έτσι ο Αβεσσαλώμ πήγε στη Χεβρών. Από κει έστειλε κρυφά ανθρώπους σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ για να τον ανακηρύξουν βασιλιά.

Μαζί με τον Αβεσσαλώμ πήγε και ο Αχιτόφελ ο Γελμωναίος, που ήταν σύμβουλος του Δαβίδ. Έτσι το συνωμοτικό στράτευμα γινόταν ολοένα και ισχυρότερο, διότι ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, συνεχώς αυξανόταν.

 

Ένας αγγελιοφόρος ήρθε στο Δαβίδ και του είπε, ότι ο Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και ότι οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του. Τότε ο Δαβίδ πήρε την οικογένειά του και τους αξιωματούχους του και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Τον ακολούθησαν ακόμη οι 600 επίλεκτοι και ανδρείοι μαχητές του, καθώς και 600 Γεθθαίοι.

Ο Δαβίδ και οι άντρες του πέρασαν το χείμαρρο των Κέδρων και κατευθύνονταν προς την έρημο της Αραβώθ. Εκεί προστέθηκε στη συνοδεία του Δαβίδ και ο αρχιερέας Σαδώκ μαζί με τους Λευίτες, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης. Αλλά ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, οι ιερείς, καθώς και οι γιοι τους Αχιμάας και Ιωνάθαν, με εντολή του Δαβίδ, ξανάφεραν την Κιβωτό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ και έμειναν εκεί.

Λίγο παρακάτω συνάντησε το Δαβίδ ο Χουσί, ο σύμβουλος και ο στενός του φίλος. Ο Δαβίδ του είπε να γυρίσει στην πόλη και να προσφέρει δήθεν τις υπηρεσίες του στον Αβεσσαλώμ, έτσι ώστε να καταστρέψει τα σχέδια του Αχιτόφελ. Στην Ιερουσαλήμ θα έχει ως συνεργάτες το Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους ιερείς, καθώς και τους γιους τους, τον Αχιμάας, γιο του Σαδώκ, και τον Ιωνάθαν, γιο του Αβιάθαρ, στους οποίους θα γνωστοποιεί τα σχέδια του Αβεσσαλώμ και του Αχιτόφελ. Ο Χουσί, ο σύμβουλος του Δαβίδ, πείσθηκε και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ την ώρα που έφτανε εκεί ο Αβεσσαλώμ.

 

Μόλις ο Δαβίδ είχε προχωρήσει λίγο πήγε και τον συνάντησε ο Σιβά, ο υπηρέτης του Μεμφιβοσθέ, ο οποίος πήγε τρόφιμα στο Δαβίδ. Ο Δαβίδ τον ρώτησε που είναι ο κύριός του. Ο Σιβά του απάντησε ότι ο κύριός του έμεινε στην Ιερουσαλήμ, γιατί πιστεύει ότι οι Ισραηλίτες θα του αποδώσουν τη βασιλεία του παππού του. Τότε ο Δαβίδ του αποκρίθηκε ότι όσα ανήκουν στο Μεμφιβοσθέ είναι τώρα δικά του. Και ο Σιβά προσκύνησε το Δαβίδ για την εύνοιά του.

 

Δαβίδ και Σεμεΐ

Όταν ο Δαβίδ πλησίαζε στη Βαχουρίμ, τον πλησίασε κάποιος που ονομαζόταν Σεμεΐ και ήταν συγγενής του Σαούλ. Αυτός άρχισε να καταριέται το Δαβίδ για το χαμό των απογόνων του Σαούλ και να του ρίχνει πέτρες.

Τότε ο Αβεσσά, ανηψιός του Δαβίδ, ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια, να πάρει το κεφάλι αυτού του ανθρώπου. Τότε ο Δαβίδ επιτίμισε τον Αβεσσά και του είπε, ότι αν ο γιος του, ο Αβεσσαλώμ, ζητάει το θάνατο του πατέρα του, γιατί όχι κι αυτός ο άνθρωπος;

Έτσι τον άφησαν να βρίζει και ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σεμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα.

 

Ο Αβεσσαλώμ και όλοι οι Ισραηλίτες που ήταν μαζί του μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Μαζί τους ήταν και ο Αχιτόφελ. Μόλις ο Χουσί, ο σύμβουλος κι ο φίλος του Δαβίδ, έφτασε στον Αβεσσαλώμ, του ζήτησε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως έκανε και στον πατέρα του. Μετά ο Αχιτόφελ ζήτησε από τον Αβεσσαλώμ, να του δώσει 12.000 άντρες και να καταδιώξει το Δαβίδ το ίδιο βράδυ και να του επιτεθεί, ενώ αυτός θα είναι κουρασμένος κι εξαντλημένος. Αυτός ο λόγος φάνηκε καλός στον Αβεσσαλώμ. Όμως ο Αβεσσαλώμ κάλεσε και τον Χουσί, πρώην σύμβουλο του Δαβίδ, για ν' ακούσει και τη δική του γνώμη.

Ο Χουσί είπε στον Αβεσσαλώμ, ότι δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε ο Αχιτόφελ. Όλοι ξέρουν καλά ότι οι άντρες του Δαβίδ είναι γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές. Τώρα μάλιστα είναι και εξοργισμένοι. Ο πατέρας του ο Δαβίδ είναι έμπειρος στους πολέμους και θα βρει κάποιο καλό στρατηγικό σημείο για να στήσει το στρατό του. Εάν λοιπόν ο πατέρας του κερδίσει την πρώτη μάχη, τότε ο στρατός του Αβεσσαλώμ θα χάσει το ηθικό του και ο λαός θα φοβηθεί, γιατί ξέρει ότι ο πατέρας του είναι δυνατός και οι στρατιώτες του είναι δυνατοί και γενναίοι πολεμιστές.  Έτσι λοιπόν ο Χουσί πρότεινε στον Αβεσσαλώμ, να συγκεντρώσει όλους τους Ισραηλίτες από το Βορρά ως το Νότο, να ηγηθεί ο ίδιος ο Αβεσσαλώμ του στρατού αυτού και τότε να επιτεθεί στο Δαβίδ.

Αυτή η άποψη του Χουσί άρεσε στον Αβεσσαλώμ και την προτίμησε από τη συμβουλή του Αχιτόφελ. Έτσι ο Κύριος εξουδετέρωσε το σχέδιο του Αχιτόφελ, την τόσο συμφέρουσα για τον Αβεσσαλώμ, για να τον τιμωρήσει αργότερα για τις πράξεις του.

 

Αμέσως μετά ο Χουσί γνωστοποίησε στους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, τα σχέδια του Αχιτόφελ και του Αβεσσαλώμ, και συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει αυτή τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν κι ο Αχιμάας έδωσαν στο Δαβίδ το μήνυμα του Χουσί. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη. Ο Αχιτόφελ στο μεταξύ, όταν είδε, ότι δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του, πήγε στο σπίτι του, και αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του, μετά κρεμάστηκε.

 

Ο Δαβίδ όταν πέρασε τον Ιορδάνη, πήγε στη Μαναΐμ. Εκεί ο Ουεσβί από τη Ραββάθ, γιος του Ναάς, πρώην βασιλιά των Αμμωνιτών, ο Μαχίρ από την Λωδαβάρ και ο Βερζελλί, από την Ρωγελλίμ της Γαλαάδ, έφεραν στο Δαβίδ τρόφιμα για να φάνε ο Δαβίδ και ο στρατός που τον ακολουθούσε, επειδή ήταν όλοι τους πεινασμένοι και διψασμένοι από την πορεία τους στην έρημο.

 

 

Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

 

Ο Αβεσσαλώμ πέρασε τον Ιορδάνη, μαζί με όλο τον ισραηλιτικό στρατό και στρατοπέδευσε στη Γαλαάδ. Ως αρχιστράτηγο ο Αβεσσαλώμ διόρισε τον Αμεσσά, ο οποίος ήταν κι αυτός ανηψιός του Δαβίδ. Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό που τον ακολουθούσε και χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά, αδερφού του Ιωάβ, και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Τέλος, ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, στον Ιωάβ, στον Αβεσσά και στον Εθθί να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό. Κι όλος ο στρατός του πληροφορήθηκε την εντολή του βασιλιά προς τους στρατηγούς του, σχετικά με τον Αβεσσαλώμ.

 

Ο θάνατος του Αβεσσαλώμ

Ο στρατός του Δαβίδ βγήκε από την πόλη για ν' αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ. Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή.

Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του.

Ένας στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος του είπε να τον σκοτώσει επί τόπου, αλλά ο στρατιώτης είπε στον Ιωάβ, ότι κι αν ακόμη του έδινε μεγάλη αμοιβή, δεν θ' άπλωνε φονικό χέρι στο γιο του βασιλιά, γιατί όλος ο στρατός άκουσε το βασιλιά που έδινε την εντολή στους στρατηγούς του.

Τότε ο Ιωάβ πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός και κρεμασμένος στη βελανιδιά. Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ και τον αποτέλειωσαν. Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και το έριξε σ' ένα λάκκο στο δάσος, ρίχνοντας από πάνω του μεγάλο σωρό από πέτρες.

 

Μετά τη μάχη ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, καθώς και ο Χουσί, πήραν την άδεια από τον Ιωάβ, ν' αναγγείλουν τα ευχάριστα νέα στο βασιλιά. Ο Δαβίδ περίμενε ανάμεσα στις δύο πύλες της πόλεως. Πρώτος έφτασε ο Αχιμάας, ο οποίος προσκύνησε το βασιλιά και του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του εναντίον του στρατού του Αβεσσαλώμ. Μετά ο Δαβίδ τον ρώτησε, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Αχιμάας απάντησε, ότι τον έστειλε ο Ιωάβ και ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε ο Αβεσσαλώμ.

Εκείνη τη στιγμή είχε φτάσει και ο Χουσί, ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του ανήγγειλε τη νίκη του στρατού του Δαβίδ. Ο Δαβίδ ρώτησε τον Χουσί, εάν ο γιος του ο Αβεσσαλώμ ήταν καλά. Ο Χουσί απάντησε ότι οι εχθροί του βασιλιά στασίασαν εναντίον του, γι' αυτό ας έχουν την τύχη του γιου του βασιλιά, του Αβεσσαλώμ. Τότε ο Δαβίδ ταράχτηκε. Ανέβηκε πάνω στο χώρο που βρισκόταν πάνω από την πύλη και θρήνησε με πολύ πόνο για το θάνατο του γιου του, κράζοντας: "γιε μου Αβεσσαλώμ, γιε μου, μακάρι να πέθαινα εγώ αντί για σένα".

 

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

 

Σ' όλες τις φυλές του Ισραήλ γίνονταν έντονες συζητήσεις για να επαναφέρουν ως βασιλιά τους το Δαβίδ. Αυτά που έλεγαν οι Ισραηλίτες, έφτασαν και στο βασιλιά Δαβίδ. Έστειλε μήνυμα, λοιπόν, στο Σαδώκ και στον Αβιάθαρ, τους ιερείς, να πουν στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα, ότι ο βασιλιάς τους θεωρεί αδέρφια του, παρά την προσήλωσή τους στον Αβεσσαλώμ. Και στον Αμεσσά, που ήταν ο αρχιστράτηγος του Αβεσσαλώμ, έστειλε μήνυμα, ότι τον προορίζει για τη θέση του Ιωάβ.

Τα λόγια του βασιλιά Δαβίδ άρεσαν στους άνδρες της φυλής Ιούδα, οι οποίοι με ομόφωνη συμφωνία δήλωναν την αφοσίωσή τους στο βασιλιά και του έστειλαν μήνυμα, με το οποίο τον παρακαλούσαν να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ. Έτσι ο Δαβίδ άφησε τη Μαναΐμ, όπου βρισκόταν κι έφτασε στον Ιορδάνη. Εκεί στα Γάλγαλα, τον υποδέχτηκαν οι άντρες της φυλής Ιούδα και τον βοήθησαν να περάσει το ποτάμι.

 

Τότε έτρεξε κι ο Σεμεΐ, που καταγόταν από τη Βαουρίμ, να πάει κι αυτός, μαζί μ' έναν άνδρα από τη φυλή Ιούδα, για να προϋπαντήσει το βασιλιά Δαβίδ. Μαζί του ήταν και 1.000 άνδρες από τη φυλή Βενιαμίν. Εκεί πήγαν επίσης και ο Σιβά, ο υπηρέτης της οικογένειας του Σαούλ, με τους δεκαπέντε γιους του και τους είκοσι υπηρέτες του. Αυτοί όλοι πήγαν στον Ιορδάνη για να προϋπαντήσουν το βασιλιά και να τον βοηθήσουν να περάσει τον Ιορδάνη.

Όταν ο Δαβίδ πέρασε τον Ιορδάνη, ο Σεμεΐ προσκύνησε το βασιλιά και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά που έδειξε, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειπε την Ιερουσαλήμ. Τότε ο Αβεσσά, αδερφός του Ιωάβ, πήρε το λόγο και ζήτησε να θανατωθεί ο Σεμεΐ, επειδή καταράστηκε τον εκλεκτό του Κυρίου. Αλλά ο Δαβίδ επιτίμησε πάλι τον Αβεσσά και του είπε, ότι κατά την ημέρα αυτή που ξαναγίνεται βασιλιάς στον Ισραήλ, κανείς δεν πρέπει να θανατωθεί. Μετά γύρισε και υποσχέθηκε στο Σεμεΐ, ότι δεν πρόκειται να θανατωθεί.

 

Ο Βαρζελλί ο Γαλααδίτης, κατέβηκε από την Ρωγελλίμ και πέρασε μαζί με το βασιλιά τον Ιορδάνη, για να τον αποχαιρετήσει εκεί. Ο Βερζελλί ήταν πολύ πλούσιος και πολύ ηλικιωμένος, 80 χρονών. Αυτός φρόντιζε για τη διατροφή του βασιλιά, για όσο διάστημα εκείνος βρισκόταν στη Μαναΐμ.  Ο Δαβίδ είπε στο Βερζελλί να πάει μαζί του στην Ιερουσαλήμ.

Εκείνος όμως απάντησε στο Δαβίδ, ότι είναι πολύ γέρος για να ζήσει στην Ιερουσαλήμ και γι' αυτό ζήτησε από το βασιλιά να του επιτρέψει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στην πατρίδα του και να ταφεί, κοντά στον τάφο των γονέων του. Στο τέλος του ζήτησε αντί γι' αυτόν να πάρει μαζί του στην Ιερουσαλήμ το γιο του τον Χαμαάμ.

Ο Δαβίδ ικανοποίησε τα αιτήματα του Βερζελλί και του υποσχέθηκε, πως θα πάρει μαζί του στην Ιερουσαλήμ το γιο του, τον Χαμαάμ, και θα κάνει γι' αυτόν ότι του ζητήσει.

Έτσι όλος ο στρατός και ο λαός πέρασε τον Ιορδάνη. Ο Δαβίδ, αφού πέρασε τον Ιορδάνη, έφτασε στα Γάλγαλα. Τον συνόδευαν οι άνδρες της φυλής Ιούδα και αρκετοί από τις άλλες φυλές.

 

Όταν ο Δαβίδ έμπαινε στην Ιερουσαλήμ, ο Μεμφιβοσθέ, εγγονός του Σαούλ, πήγε κι αυτός για να προϋπαντήσει το βασιλιά. Αυτός για να δείξει το πένθος του, από την ημέρα που ο Δαβίδ είχε φύγει από την Ιερουσαλήμ, δεν έπλυνε τα πόδια του, ούτε έκοψε τα νύχια του, ούτε περιποιήθηκε το μουστάκι του, ούτε έπλυνε τα ρούχα του. Όταν τον είδε ο Δαβίδ, τον ρώτησε γιατί δεν τον ακολούθησε, όταν εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ.

Εκείνος απάντησε, ότι εξαπατήθηκε από τον υπηρέτη του και ότι του είχε ζητήσει να του σαμαρώσει το γαϊδούρι του για να τον ακολουθήσει, επειδή είναι ανάπηρος στα πόδια, αλλά εκείνος αντί γι' αυτό τον συκοφάντησε στον βασιλιά. Στη συνέχεια ο Μεμφιβοσθέ ευχαρίστησε το βασιλιά, που αντί να τον θανατώσει τον έβαλε να καθίσει στο βασιλικό τραπέζι. Ο Δαβίδ τον συγχώρησε και διέταξε εκείνος και ο Σιβά να μοιραστούν τα κτήματα και την περιουσία του Σαούλ.