ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΑΒΕΣΣΑΪ (ΑΒΕΣΣΑ)

 

Ο ΑΒΕΣΣΑΪ (ΑΒΕΣΣΑ), ΑΝΗΨΙΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Ο Αβεσσαΐ (Αβεσσά, Αβεσαά, Αβισάϊ) ήταν ο δεύτερος γιος της Σαρουΐας, αδερφής του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 26,6. Β' Βασιλειών 2,18. 16,9-10. 18,2. 19,21-22. 21,17. 23,18. Α' Παραλειπομένων 18,12). Τ' άλλα αδέρφια του ήταν ο Ιωάβ και ο Ασαήλ (Α' Βασιλειών 26,6. Β' Βασιλειών 2,18. 3,30. 10,10. 18,2. 23,18. Α' Παραλειπομένων 2,16. 11,20. 19,11). Ο Αβεσσά ανήκε στο σώμα των επιλέκτων του στρατού του Δαβίδ, και μάλιστα ήταν ο αρχηγός των τριών άλλων δυνατών δεύτερης σειράς, ανδρείων του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 23,18. Α' Παραλειπομένων 11,20-21).

 

 

Ο ΑΒΕΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΖΙΦ

 

Όταν ο Σαούλ καταδίωκε τον Δαβίδ στην έρημο Ζιφ, ο Δαβίδ πήρε τον Αβιμέλεχ τον Χετταίο και τον Αβεσσά (Αβισάϊ), γιο της αδερφής του της Σαρουΐας, και πήγαν στο στρατόπεδο του Σαούλ τη νύχτα. Είδε που κοιμόταν ο Σαούλ κι ο Αβεννήρ, ο αρχιστράτηγός του. Ο Σαούλ και ο Αβεννήρ κοιμόντουσαν στο κέντρο του στρατοπέδου, ενώ οι άλλοι στρατιώτες κοιμόντουσαν στις σκηνές τους γύρω από τον Σαούλ. Ο Δαβίδ τους είπε, ποιος από τους δυο θα τον ακολουθήσει για να μπουν στο στρατόπεδο του Σαούλ. Προθυμοποιήθηκε ο Αβεσσά. Έτσι έφτασαν μέχρι τη σκηνή που κοιμόταν ο Σαούλ. Τον είδαν να κοιμάται με το ακόντιο του μπηγμένο στο έδαφος, πλάι στο κεφάλι του.

Τότε ο Αβεσσά ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια να τον σκοτώσει, αλλά ο Δαβίδ τον εμπόδισε ν' απλώσει χέρι πάνω του, γιατί ο Σαούλ έχει χριστεί βασιλιάς από τον Θεό και μόνο ο ίδιος ο Κύριος θα θέσει τέρμα στη ζωή του Σαούλ, είτε πεθάνει από φυσικό θάνατο, είτε σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης. Του είπε όμως να πάρει το ακόντιο, που είναι κοντά στο κεφάλι του και το δοχείο με το νερό. Έτσι πήρε ο Δαβίδ το ακόντιο και το δοχείο με το νερό, και έφυγαν χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση (Α' Βασιλειών 26,6-12).

 

 

Ο ΑΒΕΣΣΑ ΩΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

 

Ο Αβεσσά ανήκε στο σώμα των επιλέκτων του στρατού του Δαβίδ, και μάλιστα ήταν ο αρχηγός των τριών άλλων δυνατών δεύτερης σειράς, ανδρείων του Δαβίδ. Ήταν ο πιο ένδοξος από τους δύο άλλους, της ίδιας σειράς, αλλά λιγότερο δυνατός από τους τρεις καλύτερους, τον Ιεσεβάαλ (Ιεβοσθέ), το γιο του Αχαμανί, τον Ελεανάν, το γιο του Δωδαΐ, και τον Σαμαΐα (Β' Βασιλειών 23,18-19. Α' Παραλειπομένων 11,20-21). Μια μέρα ο Αβεσσά με το σπαθί του (ή με το δόρυ του), σκότωσε 300 εχθρούς (Α' Παραλειπομένων 11,20).

 

Ο Αβεννήρ μετά την ανακήρυξη του Ιεβοσθέ, ως βασιλιά στον Ισραήλ, κατευθύνθηκε στη Γαβαών. Ο στρατός του Δαβίδ, με αρχιστράτηγο τον Ιωάβ, γιο της Σαρουΐας και αδερφό του Αβεσσά, παρατάχτηκε απέναντί του για μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά σε μια πηγή στη Γαβαών και στρατοπέδευσαν οι μεν από τη μια πλευρά της πηγής και οι δε απ' την άλλη. Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβεννήρ από τους άντρες του Δαβίδ. Εκεί ήταν και οι τρεις γιοι της Σαρουΐας, ο Ιωάβ, ο Αβεσσά και ο Ασαήλ. Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά, μετά το θάνατο του αδερφού τους του Ασαήλ από τον Αβεννήρ, τον καταδίωξαν ως αργά το απόγευμα. Έφτασαν ως το βουνό Αμμάν, απέναντι από τη Γαΐ, στην έρημο της Γαβαών κι εκεί ο Αβεννήρ κατέφυγε σε δικό του στρατόπεδο και γλίτωσε (Β' Βασιλειών 2,12-31). Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά για πολύ καιρό προσπαθούσαν να βρουν ευκαιρία για να εκδικηθούν τον Αβεννήρ. Έτσι μια μέρα ο Ιωάβ σκότωσε τον Αβεννήρ, όταν αυτός είχε επισκεφτεί τη Χεβρών (Β' Βασιλειών 3,22-30).

 

Στους κατακτητικούς πολέμους του Δαβίδ και όταν επέστρεφε από τη μάχη με τους Σύρους και τον Αδρααζάρ, ο Δαβίδ έστειλε τον Αβεσσά, να πολεμήσει τους Εδωμίτες. Ο Αβεσσά νίκησε στη Γεβελέμ, στην κοιλάδα της Νεκράς Θάλασσας, 18.000 Ιδουμαίους και τοποθέτησε στην Εδώμ στρατιωτικούς διοικητές. Έτσι έγιναν οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ (Β' Βασιλειών 8,13-14. Α' Παραλειπομένων 18,12-13).

 

Μετά από αρκετό καιρό, επειδή οι Αμμωνίτες πρόσβαλαν τους απεσταλμένους του Δαβίδ και φοβήθηκαν πόλεμο, έδωσαν 1000 ασημένια τάλαντα και πήραν μισθοφόρους από τη Συρία, 20.000 πεζούς από τα βασίλεια Βαιθραάμ και της Σουβά (Σωβά), 1000 άντρες από το βασιλιά της Μααχά (Μοοχά) και 12.000 άντρες από το βασίλειο της Ιστώβ. Συνολικά ήταν 32.000 πεζοί, ιππείς και πολεμικά άρματα.

Μόλις το 'μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης έξω από την πύλη της πρωτεύουσάς τους, ενώ οι μισθοφόροι από τη Συρία παρατάχθηκαν πιο πέρα στους αγρούς, απέναντι από τη Μαιδαβά.

Όταν ο Ιωάβ τους είδε, παρέταξε τους καλύτερους άντρες του απέναντι από τους Σύρους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβεσσά, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ κι ο στρατός του νίκησαν τους Σύρους και τους έτρεψαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύροι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί πανικόβλητοι από τον Αβεσσά και μπήκαν στην πόλη τους. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 10,6-14. Α' Παραλειπομένων 19,6-15).

 

Όταν ο Δαβίδ μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ έφευγε από την Ιερουσαλήμ, καθώς πλησίαζε στη Βαχουρίμ, τον πλησίασε κάποιος που ονομαζόταν Σεμεΐ, γιος του Γηρά, και ήταν συγγενής του Σαούλ. Αυτός άρχισε να καταριέται το Δαβίδ για το χαμό των απογόνων του Σαούλ και να του ρίχνει πέτρες, καθώς και σ' όλους τους αξιωματούχους του, μολονότι ο βασιλιάς περιστοιχιζόταν από το στρατό και τους σωματοφύλακές του. Τότε ο Αβεσσά, ο γιος της Σαρουΐας, ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια, να πάρει το κεφάλι αυτού του ανθρώπου, επειδή έβρισε το βασιλιά. Τότε ο Δαβίδ επιτίμισε τον Αβεσσά και τον Ιωάβ  και τους είπε, ότι αν ο γιος του, ο Αβεσσαλώμ, ζητάει το θάνατο του πατέρα του, γιατί όχι κι αυτός ο άνθρωπος; Έτσι τον άφησαν να βρίζει και ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σεμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα (Β' Βασιλειών 16,5-13).

 

Ο Δαβίδ, αφού πέρασε τον Ιορδάνη, έφτασε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Εκεί επιθεώρησε το στρατό του και χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου.

Ο Δαβίδ τους είπε, ότι σ' αυτή τη μάχη θα πολεμήσει κι αυτός μαζί τους, αλλά οι στρατηγοί του αρνήθηκαν τη συμμετοχή του, επειδή η αξία του βασιλιά τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από το στρατό του, γι' αυτό θεώρησαν προτιμότερο να μείνει στην πόλη και να τους βοηθήσει εάν υπήρχε ανάγκη. Έτσι ο Δαβίδ έμεινε στην πόλη, ενώ όλος ο στρατός έβγαινε από την πόλη κατά εκατό και κατά χίλιους άνδρες. Τέλος, ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, στον Ιωάβ, στον Αβεσσά και στον Εθθί να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό (Β' Βασιλειών 18,1-5).

Ο στρατός του Δαβίδ βγήκε από την πόλη για ν' αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ. Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους στο δάσος, παρά στο πεδίο της μάχης. Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του (Β' Βασιλειών 18,6-9). Λίγο αργότερα ο Ιωάβ τον χτύπησε με τα βέλη του και οι στρατιώτες του Δαβίδ τον αποτέλειωσαν (Β' Βασιλειών 18,10-16).

 

Όταν ο Δαβίδ, μετά την ήττα του Αβεσσαλώμ, πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την Ιερουσαλήμ, ο Σεμεΐ, ο οποίος πριν λίγες μέρες καταριόταν το Δαβίδ, πήγε κι αυτός  στον Ιορδάνη για να προϋπαντήσει το βασιλιά. Ο Σεμεΐ, όταν ο Δαβίδ πέρασε τον Ιορδάνη, προσκύνησε το βασιλιά και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά που έδειξε, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειπε την Ιερουσαλήμ. Τότε ο Αβεσσά, αδερφός του Ιωάβ, πήρε το λόγο και ζήτησε να θανατωθεί ο Σεμεΐ, επειδή καταράστηκε τον εκλεκτό του Κυρίου. Αλλά ο Δαβίδ επιτίμησε τον Αβεσσά και τον Ιωάβ, και τους είπε, ότι κατά την ημέρα αυτή που ξαναγίνεται βασιλιάς στον Ισραήλ, κανείς δεν πρέπει να θανατωθεί. Μετά γύρισε και υποσχέθηκε στο Σεμεΐ, ότι δεν πρόκειται να θανατωθεί (Β' Βασιλειών 19,16-23).

 

Κατά την ανταρσία του Σαβεέ, ο Αβεσσά (Αβεσσαΐ) ήταν στο στρατό του αδερφού του Ιωάβ, που ακολούθησαν τον Αμεσσαΐ στην καταδίωξη του Σαβεέ (Β' Βασιλειών 20,7). Μετά τη δολοφονία του Αμεσσαΐ από τον Ιωάβ στη Γαβαών, ο Ιωάβ και ο Αβεσσά (Αβεσσαΐ) συνέχισαν την καταδίωξη του Σαβεέ (Β' Βασιλειών 20,11-13).

Μετά από την ανταρσία του Σαβεέ, έγινε νέος πόλεμος μεταξύ των Φιλισταίων και των Ισραηλιτών. Στον πόλεμο αυτό πήρε μέρος κι ο Δαβίδ, ο οποίος λόγω της μεγάλης του ηλικίας κουράστηκε. Μεταξύ των Φιλισταίων ήταν και ο Ιεσβί, ένας από τους απογόνους των γιγάντων. Το ακόντιο του ζύγιζε πάνω από 300 σίκλους χαλκού (3500 γραμμάρια περίπου). Ήταν ζωσμένος μ' ένα ρόπαλο και μ' αυτό όρμησε αποφασισμένος να σκοτώσει το Δαβίδ. Αλλά ο Αβεσσά έσπευσε και βοήθησε το Δαβίδ. Χτύπησε τον Ιεσβί και τον σκότωσε. Τότε οι στρατιώτες του Δαβίδ για να προφυλάξουν το βασιλιά τους του ζήτησαν να μην ξαναπάρει μέρος σε πόλεμο μαζί τους (Β' Βασιλειών 21,15-17).