ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ

 

Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΧΡΙΕΙ ΤΟ ΔΑΒΙΔ ΒΑΣΙΛΙΑ

 

Ο Σαμουήλ χρίει το Δαβίδ βασιλιά

Ο προφήτης Σαμουήλ, παρόλο που βρισκόταν πια σε βαθιά γεράματα, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου πήγε στη Βηθλεέμ, για να χρίσει το νέο βασιλιά του Ισραήλ. Ο Σαμουήλ δεν φανέρωσε τις προθέσεις του, προκειμένου να μη το μάθει ο Σαούλ. Έτσι τους είπε ότι πήγε στην πόλη τους για να προσφέρει θυσία στον Κύριο και τους κάλεσε όλους στην τελετή. Κάλεσε επίσης τον Ιεσσαί και τους γιους του να εξαγνιστούν και να συμμετάσχουν στη θυσία.

 

Όταν έφτασαν εκεί οι εφτά από τους οχτώ γιους του Ιεσσαί, ο Κύριος τον πληροφόρησε ότι κανένας από αυτούς δεν είναι ο εκλεκτός. Έτσι ο Σαμουήλ ρώτησε τον Ιεσσαί, αν έχει άλλα παιδιά; Εκείνος απάντησε, ότι έχει έναν ακόμα, ο οποίος είναι μικρότερος και βόσκει τα πρόβατα. Ο Σαμουήλ ζήτησε να τον φέρουν και ο Ιεσσαί έστειλε κι έφερε το Δαβίδ. Ο Κύριος πληροφόρησε το Σαμουήλ, ότι αυτός είναι  και να τον χρίσει νέο βασιλιά του Ισραήλ. Πήρε λοιπόν ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και τον έχρισε ανεπίσημα νέο βασιλιά μπροστά στους αδερφούς του. Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στο Δαβίδ κι από κείνη την ημέρα έμεινε μαζί του.

 

Ο Δαβίδ ήταν μικρός στο ανάστημα, ξανθός, με σπινθηροβόλο βλέμμα κι ωραίο πρόσωπο. Από μικρή ηλικία ήταν ποιμένας στα πρόβατα της οικογένειάς του και ήταν πολύ ικανός στη σφεντόνα. Ήταν εξαίρετος μουσικός και ποιητής. Έπαιζε ένα μουσικό όργανο που λεγόταν ψαλτήρι και έμοιαζε με άρπα. Ο Δαβίδ ήταν εξαίρετος πολεμιστής, γενναίος, μιλούσε με φρόνηση και ήταν πλήρης αφοσιωμένος στο Θεό.

 

Λίγο μετά τη χρίση του από το Σαμουήλ, ο Δαβίδ βρέθηκε στην αυλή του Σαούλ, για να τον ψυχαγωγεί με το ψαλτήρι του, επειδή είχε πέσει σε βαθιά αθυμία και μελαγχολία. Ως ακόλουθος του Σαούλ, συνδέθηκε με δυνατή φιλία με το γιο του Σαούλ, τον Ιωνάθαν. Ο Ιωνάθαν συμπάθησε πολύ το Δαβίδ και τον αγάπησε σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Έβγαλε μάλιστα το μανδύα που φορούσε και του τον έδωσε. Του έδωσε επίσης την πανοπλία του, ακόμη και το ξίφος του, το τόξο και τη ζώνη του.

 

 

ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ 

 

Δαβίδ και Γολιάθ

Μια μέρα οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν το στρατό τους για πόλεμο με τους Ισραηλίτες. Οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν στην πλαγιά ενός βουνού και οι Ισραηλίτες στην πλαγιά του απέναντι βουνού κι ανάμεσα τους ήταν η κοιλάδα.

Τότε βγήκε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων, ένας τεράστιος πολεμιστής, που ονομαζόταν Γολιάθ, που το ύψος του ήταν περίπου 3 μέτρα. Φορούσε χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του και χάλκινο αλυσιδωτό θώρακα, που το βάρος του ήταν περίπου 55 κιλά.  Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινο ακόντιο στους ώμους του. Το ξύλο του δόρατος του ήταν χοντρό και η αιχμή του δόρατος του ήταν σιδερένια και ζύγιζε περίπου 6,5 κιλά. Ένας άλλος πολεμιστής κρατούσε την ασπίδα του και βάδιζε μπροστά του.

 

Ο Γολιάθ φώναξε προς τις γραμμές των Ισραηλιτών και καλούσε όποιον Ισραηλίτη είχε θάρρος να μονομαχήσει μαζί του. Κι έλεγε πως όποιος από τους δυο νικούσε, εκείνου κι ο στρατός θα ήταν νικητής και οι νικημένοι θα ήταν σκλάβοι του.

Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια του Φιλισταίου ο Σαούλ και οι Ισραηλίτες, τα 'χασαν και πανικοβλήθηκαν, και στην πρόσκληση αυτή του τρομερού Γολιάθ κανένας Ισραηλίτης δεν έβγαινε.

 

Οι τρεις μεγαλύτεροι γιοι του Ιεσσαί είχαν ακολουθήσει το Σαούλ στον πόλεμο. Ο Δαβίδ πήγαινε και υπηρετούσε το Σαούλ αλλά ξαναγύριζε στη Βηθλεέμ, για να βόσκει τα πρόβατα του πατέρα του. Σαράντα μέρες ο Γολιάθ προχωρούσε πρωί και βράδυ προς τους Ισραηλίτες και τους προκαλούσε.  Μια μέρα ο Ιεσσαί έδωσε στο Δαβίδ  τρόφιμα, στάρι και ψωμί, να τα πάει στο στρατόπεδο που ήταν τ' αδέρφια του.

Ο Δαβίδ έφτασε στο στρατόπεδο την ώρα που ο στρατός έπαιρνε θέση για μάχη. Μόλις έφτασε εκεί και μιλούσε με τ' αδέρφια του, βγήκε από τις γραμμές των Φιλισταίων ο Γολιάθ, κι άρχισε να προκαλεί τους Ισραηλίτες με τα ίδια λόγια.

Ο Σαούλ είχε δώσει διαταγή, όποιος Ισραηλίτης πολεμήσει με τον Γολιάθ και μπορέσει να τον σκοτώσει, θα τον γεμίσει πλούτη, θα του δώσει την κόρη του για γυναίκα και θ' απαλλάξει το πατρικό του σπίτι από τους φόρους.

Ο Δαβίδ όταν άκουσε τον γίγαντα, είπε στους στρατιώτες που ήταν κοντά του, ποιος είναι αυτός ο απερίτμητος, που εξευτελίζει έτσι τα στρατεύματα του αληθινού Θεού. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, όταν άκουσε το Δαβίδ να μιλάει με τους στρατιώτες, οργίστηκε εναντίον του και τον επέπληξε που άφησε τα πρόβατα για να έρθει να δει τη μάχη.

 

Ο Δαβίδ πήγε στον βασιλιά Σαούλ να τον παρακαλέσει να του δώσει την άδεια να βγει αυτός να μονομαχήσει με τον Γολιάθ. Ο Δαβίδ είπε στο Σαούλ: «Κανένας δεν πρέπει να χάνει το θάρρος του εξαιτίας αυτού του Φιλισταίου. Ο δούλος σου θα πάω και θ' αναμετρηθώ μαζί του». Ο Σαούλ του απάντησε «Δε θα μπορέσεις ν' αναμετρηθείς μ' αυτόν τον Φιλισταίο, γιατί εσύ είσαι παιδί κι εκείνος είναι άντρας και πολεμιστής από τα νιάτα του».

Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Όταν έβοσκα τα πρόβατα του πατέρα μου κι ερχόταν κανένα λιοντάρι ή καμιά αρκούδα κι άρπαζε ένα πρόβατο από το κοπάδι, τότε εγώ έτρεχα ξωπίσω τους και τα σκότωνα και γλίτωνα το πρόβατο από το στόμα τους. Κι όταν κάποτε ένα λιοντάρι χύμηξε πάνω μου, εγώ το άρπαξα από τη χαίτη του, το χτύπησα και το σκότωσα. Έχω σκοτώσει λιοντάρια και αρκούδες. Ότι έπαθαν εκείνα, το ίδιο θα πάθει κι ετούτος εδώ ο απερίτμητος Φιλισταίος, γιατί πρόσβαλε τα στρατεύματα του αληθινού Θεού. Ο Κύριος, που με γλίτωσε από τα νύχια του λιονταριού και της αρκούδας, αυτός θα με γλιτώσει κι από τα χέρια αυτού του Φιλισταίου».

Τότε ο Σαούλ του έδωσε την άδεια, του φόρεσε μάλιστα τη δική του πανοπλία, του έβαλε στο κεφάλι τη χάλκινη περικεφαλαία και του φόρεσε το θώρακα. Ο Δαβίδ ζώστηκε το ξίφος του Σαούλ πάνω από την πανοπλία και προσπάθησε να περπατήσει, γιατί ποτέ δεν τα είχε ξαναφορέσει. Αλλά επειδή, όμως, δεν μπορούσε να περπατήσει, τα έβγαλε από πάνω του. Μετά πήρε στο χέρι του το ραβδί του, διάλεξε πέντε λεία λιθάρια, τα έβαλε στο σακούλι που είχε μαζί του, πήρε στο χέρι τη σφεντόνα και πλησίασε το Φιλισταίο.

 

Δαβίδ και Γολιάθ

Ο Γολιάθ άρχισε κι αυτός να πλησιάζει το Δαβίδ, ενώ ο άντρας που κρατούσε την ασπίδα του βάδιζε μπροστά του. Όταν ο Γολιάθ είδε το Δαβίδ, δεν του έδωσε καμιά σημασία, γιατί είδε μπροστά του ένα παιδί, και θυμωμένα του είπε: «Για κανένα σκύλο με πήρες και βγήκες μπροστά μου με τη σφεντόνα;».

Μα ο Δαβίδ δε λογάριαζε ούτε το μεγάλο ανάστημα του Γολιάθ, ούτε το κοντάρι το πελώριο που κρατούσε, γιατί αυτός είχε το πιο δυνατό όπλο, είχε τη βοήθεια του Θεού. Και μόλις ο Γολιάθ προχώρησε λίγο, ο Δαβίδ άπλωσε το χέρι του στο σακούλι, πήρε ένα λιθάρι και το εκσφενδόνισε ενάντια στο Φιλισταίο. Το λιθάρι χώθηκε στο μέτωπο του κι εκείνος έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Έτσι ο Δαβίδ μ' ένα λιθάρι και τη σφεντόνα του κατατρόπωσε το γίγαντα το Γολιάθ. Τον χτύπησε και τον σκότωσε, χωρίς να έχει ξίφος στα χέρια του. Έπειτα ο Δαβίδ στάθηκε πάνω απ' το Γολιάθ, του τράβηξε το ξίφος από τη θήκη του και τον αποτέλειωσε, κόβοντας του το κεφάλι.

Οι Φιλισταίοι, όταν είδαν ότι σκοτώθηκε ο ήρωας τους, τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι στρατιώτες του Ισραήλ και του Ιούδα φωνάζοντας πολεμικές ιαχές, καταδίωξαν τους Φιλισταίους και τους προκάλεσαν μεγάλη καταστροφή. Όλη η περιοχή γέμισε με νεκρούς και τραυματίες των Φιλισταίων. Όταν οι Ισραηλίτες γύρισαν από την καταδίωξη, λεηλάτησαν το εχθρικό στρατόπεδο. Ο Δαβίδ πήρε το κεφάλι του Γολιάθ και το έφερε στην Ιερουσαλήμ, ενώ τα όπλα του τα πήρε στη σκηνή του.