ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΜΕ ΤΟ ΣΑΟΥΛ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ

 

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΜΕ ΤΟ ΣΑΟΥΛ

 

Ο Σαούλ προσπαθεί να σκοτώσει το Δαβίδ

Από την ημέρα που ο Δαβίδ σκότωσε το Γολιάθ, ο Σαούλ τον κράτησε κοντά του και δεν τον άφησε να γυρίσει στο σπίτι του πατέρα του. Ο Δαβίδ διεξήγαγε με μεγάλη επιτυχία οποιαδήποτε αποστολή του ανέθετε ο Σαούλ. Έτσι τον τοποθέτησε αρχηγό του στρατού του.

 

Καθώς, όμως, ο στρατός επέστρεφε μετά τον πόλεμο με τους Φιλισταίους, έβγαιναν οι γυναίκες από όλες τις ισραηλιτικές πόλεις, απ' όπου περνούσαν, και υποδέχονταν τους νικητές με τραγούδια και χορούς, με τύμπανα, με κύμβαλα και με κραυγές χαράς.

 Οι γυναίκες που χόρευαν φώναζαν χαρούμενα κι έλεγαν: «Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες μα ο Δαβίδ μυριάδες».

Του Σαούλ του κακοφάνηκαν αυτά τα λόγια κι οργίστηκε πάρα πολύ. Έτσι από τη μέρα εκείνη ο Σαούλ άρχισε να ζηλεύει το Δαβίδ και να μισεί το Δαβίδ και μάλιστα πήρε την απόφαση να τον σκοτώσει.

 

Την άλλη μέρα, το κακό πνεύμα ήρθε πάλι στο Σαούλ και τον έπιασε κρίση μέσα στο ανάκτορο, ενώ ο Δαβίδ έπαιζε την άρπα, όπως κάθε μέρα. Ο Σαούλ κρατούσε ακόντιο στα χέρια του και σε μια στιγμή έριξε το ακόντιο, αλλά ο Δαβίδ του ξέφυγε.

Ο Σαούλ φοβόταν το Δαβίδ, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του, ενώ αυτόν τον είχε εγκαταλείψει. Έτσι απομάκρυνε το Δαβίδ από κοντά του και τον έκανε χιλίαρχο. Ο Δαβίδ οδηγούσε το στρατό στις μάχες. Ο Κύριος ήταν μαζί του και είχε επιτυχία σε οτιδήποτε επιχειρούσε. Στο διάστημα αυτό απόκτησε μεγάλη φήμη κι έγινε πολύ αγαπητός στο λαό. Ο Σαούλ, βλέποντας τις μεγάλες επιτυχίες του Δαβίδ, τον φοβόταν.

 

Ο Σαούλ ήθελε να παντρέψει το Δαβίδ με τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Μερόβ, αλλά όταν όμως ήρθε ο καιρός να του τη δώσει, ο Σαούλ άλλαξε γνώμη και την έδωσε σε άλλον.  Αλλά η Μελχόλ, η μικρότερη κόρη του Σαούλ, αγαπούσε το Δαβίδ και ο Δαβίδ δέχτηκε να την παντρευτεί.

Μια νύχτα, ο Σαούλ έστειλε ανθρώπους, να παραφυλάξουν στο σπίτι του Δαβίδ και το πρωί να τον σκοτώσουν. Αλλά η γυναίκα του Δαβίδ, η Μελχόλ, τον ειδοποίησε και εκείνος διέφυγε από το παράθυρο και ξέφυγε.

 

Δαβίδ και Ιωνάθαν
magnoliabox.com

Όταν ο Δαβίδ κατάλαβε ότι ο Σαούλ ήθελε οπωσδήποτε να τον σκοτώσει, για να μη δώσει αφορμή να κάμει τέτοιο αμάρτημα ο βασιλιάς, έφυγε από το παλάτι και γύριζε στα βουνά. Ο Σαούλ όμως, τυφλωμένος από το μίσος του, βγήκε και τον κυνηγούσε. Ο Δαβίδ όμως πάντοτε τη γλίτωνε χάρη στη βοήθεια του Θεού και του αδελφικού του φίλου Ιωνάθαν, ο οποίος προστάτευε το φίλο του από το φθόνο του πατέρα του.

Μια μέρα ο Δαβίδ, για να σωθεί, βρήκε καταφύγιο μέσα σε μια σπηλιά. Όταν το 'μαθαν οι αδερφοί του και οι συγγενείς του πατέρα του, πήγαν και τον βρήκαν εκεί. Επίσης συγκεντρώθηκαν κοντά του όλοι οι καταπιεσμένοι, όλοι όσοι χρωστούσαν χρήματα, όλοι οι δυσαρεστημένοι κι έγινε αρχηγός τους. Ήταν μαζί του περίπου εξακόσιοι άντρες.

Οι κάτοικοι της περιοχής πήγαν στο Σαούλ και του είπαν, ότι ο Δαβίδ κρύβεται στην περιοχή τους. Ο Σαούλ τους ευχαρίστησε και μαζί με τους άντρες του βγήκαν να καταδιώξουν το Δαβίδ. Όταν έφτασε εκεί μπήκε σε μια σπηλιά για να ανακουφιστεί και να ξεκουραστεί. Αλλά ο Δαβίδ και οι άντρες του είχαν τρυπώσει στο εσωτερικό της σπηλιάς. Την ώρα που ο Σαούλ κοιμόταν, οι σύντροφοι του Δαβίδ του είπαν πώς ήταν ευκαιρία να σκοτώσει το βασιλιά και να γλιτώσει από το διωγμό του. Μα ο Δαβίδ τους αποκρίθηκε πως αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό, γιατί ο Σαούλ ήταν διορισμένος βασιλιάς από το Θεό. Ύστερα έκοψε κρυφά την άκρη από το μανδύα του και κρύφτηκε.

 

Όταν ο Σαούλ έφυγε από τη σπηλιά ο Δαβίδ βγήκε από τη σπηλιά και φώναξε πίσω από το Σαούλ: «Κύριε μου, βασιλιά!» Ο Σαούλ γύρισε πίσω του να δει και ο Δαβίδ του φώναξε: «Γιατί ακούς αυτούς που σου λένε ότι ζητάω το κακό σου; Να, σήμερα ο Κύριος σε παρέδωσε στα χέρια μου μέσα στη σπηλιά! Μερικοί μου είπαν να σε σκοτώσω, αλλά εγώ σε λυπήθηκα και τους είπα ότι δεν πρόκειται ν' απλώσω το χέρι μου πάνω στον κύριό μου, γιατί αυτός είναι ο εκλεκτός του Κυρίου.  Κοίτα την άκρη του μανδύα σου που την κρατώ στο χέρι μου. Έκοψα την άκρη από το μανδύα σου, εσένα όμως δεν σε σκότωσα. Βλέπεις, λοιπόν, ότι δεν έχω πρόθεση ούτε να σε βλάψω, ούτε να επαναστατήσω εναντίον σου. Βλέπεις ότι δεν αμάρτησα εναντίον σου, ενώ εσύ ζητάς ευκαιρία για να μου στερήσεις τη ζωή. Ο Κύριος ας κρίνει τη διαφορά μας κι ο Κύριος ας πάρει εκδίκηση για λογαριασμό μου. Εγώ όμως ποτέ δε θα στραφώ εναντίον σου. Ο Κύριος ας έρθει κριτής κι ας κρίνει ανάμεσα σ' εμάς τους δυο. Ας εξετάσει κι ας δικαιώσει την υπόθεση μου και ας με γλιτώσει από την καταδίωξη σου».

Όταν ο Δαβίδ τέλειωσε, ο Σαούλ ξέσπασε σε δυνατό κλάμα και ζήτησε συγχώρεση από το Δαβίδ.

 

Εκείνο τον καιρό πέθανε ο Σαμουήλ. Όλοι οι Ισραηλίτες τον θρήνησαν και τον έθαψαν στο σπίτι του, στην Αρμαθαΐμ.

Ο Δαβίδ συνέχισε την περιπλάνησή του στην έρημο. Εκεί ζήτησε φιλοξενία από το Νάβαλ, ο οποίος ήταν πάρα πολύ πλούσιος, αλλά ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος. Αυτός αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ. Η γυναίκα του, όμως, η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε αρκετά τρόφιμα, τα φόρτωσε στα γαϊδούρια και πήγε για να τα δώσει στο Δαβίδ.

Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε πως δεν πρόκειται να κάνει κακό στον άντρα της. Όταν η Αβιγαία γύρισε στο σπίτι της, ο Νάβαλ ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η γυναίκα του του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε αυτός έπαθε συμφόρηση και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε.

Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, έστειλε ανθρώπους να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη αποδέχτηκε την πρόταση και ξεκίνησε έχοντας ως συνοδεία τις υπηρέτριές της, ακολούθησε τους ανθρώπους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του. Ο Δαβίδ, εκτός από την Αβιγαία, πήρε επίσης και την Αχινοάμ από την Ιεζραέλ.

 

Όταν ο Σαούλ έμαθε ότι ο Δαβίδ κρύβεται στην περιοχή, τότε πήγε με τους άντρες του για να καταδιώξει το Δαβίδ.

Όταν ο Δαβίδ, που έμενε στην έρημο, άκουσε πως ο Σαούλ τον αναζητούσε, πήρε μαζί του τον Αβεσσά, γιο της αδερφής του της Σαρουΐας, και πήγαν στο στρατόπεδο του Σαούλ τη νύχτα, και τον είδαν που κοιμόταν στο κέντρο του στρατοπέδου, με το ακόντιο του μπηγμένο στο έδαφος, πλάι στο κεφάλι του. Ο Αβενήρ, ο αρχιστράτηγός του, και οι άλλοι στρατιώτες κοιμόταν γύρω του. Τότε ο Αβεσσά ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια να τον σκοτώσει, αλλά ο Δαβίδ τον εμπόδισε ν' απλώσει χέρι πάνω του, γιατί ο ίδιος ο Κύριος θα θέσει τέρμα στη ζωή του Σαούλ, είτε πεθάνει από φυσικό θάνατο, είτε σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης. Πήραν, όμως, το ακόντιο και το δοχείο με το νερό, που ήταν κοντά στο κεφάλι του και έφυγαν. Κανένας δεν είδε και κανένας δεν κατάλαβε τίποτα.

 

Ο Δαβίδ το πρωί στάθηκε στην κορυφή του βουνού, και φώναξε στον Αβενήρ, τον αρχιστράτηγο του Σαούλ, ότι έδειξε αμέλεια και δε φύλαξε τον κύριό του. Μετά τους είπε ότι τη νύχτα μπήκε στο στρατόπεδο και πήρε το ακόντιο του βασιλιά και το δοχείο με το νερό, που ήταν πλάι στο βασιλιά.

Ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαβίδ και θαύμασε την γενναία πράξη του. Του ζήτησε ξανά συγχώρεση και θα σταματήσει πλέον να τον καταδιώκει.

 

Ο Δαβίδ για να είναι σίγουρος ότι θα γλιτώσει από την καταδίωξη του Σαούλ, αυτός και οι εξακόσιοι άντρες του πήγαν και βρήκαν καταφύγιο στους Φιλισταίους. Πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους.

Μετά από καιρό οι Αμαληκίτες είχαν επιτεθεί στην πόλη που εγκαταστάθηκε ο Δαβίδ και την πυρπόλησαν. Αιχμαλώτισαν άντρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Ο Δαβίδ απουσίαζε και όταν με τους άντρες του ήρθαν στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί.

Τότε ο Δαβίδ με τους εξακόσιους άντρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες. Ο Δαβίδ τους πρόλαβε και τους νίκησε. Ελευθέρωσε τις γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του.  Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες.

 

 

ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΙΩΝΑΘΑΝ: ΣΧΕΣΗ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΒΕΙΑΣ

 

Ένας χριστιανός αγαπάει κάθε ψυχή. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιοι με τους οποίους συνδέεται κάποιος λόγω διάφορων γεγονότων και με τους οποίους επικοινωνεί πιο πυκνά. Αυτές είναι οι σχέσεις του στενότερου κύκλου ενός ανθρώπου. Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει πως αυτά τα πρόσωπα τα αγαπάει κάποιος πιο πολύ απ’ όσο αγαπάει τους άλλους, δηλαδή πως αγαπάει τους άλλους πιο λίγο απ’ όσο αγαπάει αυτούς, αλλά οπωσδήποτε η σχέση που τον συνδέει με αυτούς έχει, η κάθε μία, την δική της ιστορία, και είναι πιο στενή.

Μια τέτοια σχέση, είναι αυτή που υπήρχε μεταξύ του Δαβίδ και του Ιωνάθαν, δύο προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. Η σχέση αυτή αποτελεί υπόδειγμα όχι μόνο της στενής φιλίας αυτού του είδους, αλλά και κάθε μίας διαπροσωπικής σχέσης.

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ

 

Ο θάνατος του Σαούλ

Εκείνο τον καιρό οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον του Ισραήλ. Όταν είδε ο Σαούλ το στρατόπεδο των Φιλισταίων, τον έπιασε φόβος και τρόμος μεγάλος. Ρώτησε, λοιπόν, τον Κύριο, αλλά ο Κύριος δεν του απάντησε.

 

Οι Φιλισταίοι πολέμησαν τους Ισραηλίτες στο όρος Γελβουέ. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή και θανατώθηκαν πολλοί. Οι Φιλισταίοι καταδίωξαν το Σαούλ και σκότωσαν τους γιους του Ιωνάθαν, Αμιναδάβ και Μελχισά. Τον ίδιο το Σαούλ τον χτύπησαν οι τοξότες των Φιλισταίων και πληγώθηκε βαριά. Τότε είπε σ' ένα στρατιώτη του να τον σκοτώσει για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Φιλισταίων, αλλά εκείνος δεν ήθελε να το κάνει γιατί φοβόταν. Έτσι ο Σαούλ πήρε το ξίφος του κι έπεσε μόνος του πάνω σ' αυτό. Όταν ο στρατιώτης είδε ότι ο Σαούλ πέθανε, έπεσε κι αυτός πάνω στο ξίφος του και πέθανε μαζί του.

Την άλλη μέρα οι Φιλισταίοι πήγαν να λεηλατήσουν τους νεκρούς, βρήκαν το Σαούλ και τους γιους του πεσμένους και τότε του έκοψαν το κεφάλι, του έβγαλαν την πανοπλία και την τοποθέτησαν στο ναό της Αστάρτης και το σώμα του το κρέμασαν στα τείχη της Βαιθσάν. Το κεφάλι του το τοποθέτησαν στο ναό του Δαγών.

Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ όταν άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ και ενθυμούμενοι το τι είχε κάνει γι αυτούς, πήγαν οι πιο θαρραλέοι τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθσάν, γύρισαν στην Ιαβές και τα έκαψαν εκεί. Τα κόκαλά τους τα έθαψαν κάτω από ένα δέντρο σε καλλιεργημένη γη στην Ιαβές. Κατόπιν σε ένδειξη πένθους νήστεψαν εφτά μέρες. Ο Δαβίδ όταν έμαθε το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, θρήνησε και νήστεψε το χαμό τους.