ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ |
|
ΙΩΑΒ |
Ο ΙΩΑΒ, Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Ο Ιωάβ ήταν ο πρώτος γιος της Σαρουΐας, αδερφής του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 26,6. Β' Βασιλειών 2,13. 8,16. 14,1. 17,25. 23,37. Γ' Βασιλειών 1,7. 2,5. 2,22. 2,28. Α' Παραλειπομένων 2,16. 11,6. 11,39. 18,15. 26,28. 27,24). Τ' άλλα αδέρφια του ήταν ο Αβεσσά και ο Ασαήλ (Α' Βασιλειών 26,6. Β' Βασιλειών 2,18. 3,30. 10,10. 18,2. 23,18. 23,24. Α' Παραλειπομένων 2,16. 11,20. 11,26. 19,11. 27,7). Ο Ιωάβ ήταν ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 2,13. 3,22. 8,16. 20,23. Α' Παραλειπομένων 18,15. 27,34). Αυτός που κρατούσε τα όπλα του Ιωάβ, ήταν ο Γελωραΐ ή Ναχώρ, ο οποίος καταγόταν από την Βηρώθ και ανήκε στο σώμα των επιλέκτων και ανδρείων του στρατού του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 23,37. Α' Παραλειπομένων 11,39). Γιος του Ιωάβ ήταν ο Αβί, ο οποίος ήταν αξιωματούχος του βασιλιά Σολομώντα (Γ' Βασιλειών 2,46θ).
Ο ΙΩΑΒ ΚΑΙ Ο ΑΒΕΝΝΗΡ
Ο Αβενήρ μετά την ανακήρυξη του Ιεβοσθέ, ως βασιλιά στον Ισραήλ, κατευθύνθηκε στη Γαβαών. Ο στρατός του Δαβίδ, με αρχιστράτηγο τον Ιωάβ, γιο της Σαρουΐας, παρατάχτηκε απέναντί του για μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά σε μια πηγή στη Γαβαών και στρατοπέδευσαν οι μεν από τη μια πλευρά της πηγής και οι δε απ' την άλλη. Ο Αβεννήρ πρότεινε στον Ιωάβ να μονομαχήσουν δώδεκα άντρες από κάθε παράταξη. Ο Ιωάβ δέχτηκε την πρόκληση. Από τη μια πλευρά ήταν 12 Βενιαμινίτες από το στρατό του Ιεβοσθέ και 12 άνδρες του Δαβίδ από την άλλη. Στη μονομαχία που ακολούθησε, ο καθένας έπιασε το κεφάλι του αντιπάλου του και με το ξίφος του διαπέρασε την πλευρά κι έτσι έπεσαν όλοι μαζί. Έτσι ονομάστηκε εκείνος ο τόπος «Μέρος των επιβούλων». Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβεννήρ από τους άνδρες του Δαβίδ. Εκεί ήταν και οι τρεις γιοι της Σαρουΐας, ο Ιωάβ, ο Αβεσσά και ο Ασαήλ. Ο Ασαήλ, που ήταν πολύ γρήγορος, καταδίωξε τον Αβεννήρ. Όταν τον πλησίασε, ο Αβεννήρ τον προειδοποίησε να φύγει, αλλά ο Ασαήλ επέμενε. Τότε ο Αβεννήρ τον χτύπησε με την αιχμή του δόρατος στα νεφρά και τον διαπέρασε από την πίσω πλευρά. Έτσι ο Ασαήλ χτυπημένος θανάσιμα έπεσε νεκρός στο μέρος εκείνο. Σε λίγο κατέφτασαν και τ' αδέρφια του με τον στρατό του Δαβίδ. Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά καταδίωξαν τον Αβεννήρ. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν έφτασαν στο βουνό Αμμάν, απέναντι από τη Γαΐ, στην έρημο της Γαβαών. Ο Αβεννήρ κατέφυγε σ' εκείνο το βουνό, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν. Από κει ο Αβεννήρ φώναξε στον Ιωάβ και του πρότεινε την κατάπαυση του αδελφικού πολέμου. Ο Ιωάβ συμφώνησε κι έτσι σταμάτησε εκείνη η μάχη. Ο Αβεννήρ με τους άνδρες του βάδισαν όλη τη νύχτα και στρατοπέδευσαν στην τοποθεσία «Παρεμβολή» πέρα από τον Ιορδάνη. Ο Ιωάβ βάδισε κι αυτός όλη τη νύχτα και γύρισε πίσω στη Χεβρών. Από το στρατό του Δαβίδ σκοτώθηκαν 19 άνδρες και ο Ασαήλ, ενώ από το στρατό του Αβεννήρ σκοτώθηκαν 360 άνδρες, κυρίως από τη φυλή Βενιαμίν. Το σώμα του Ασαήλ το έθαψαν στον τάφο του πατέρα του στη Βηθλεέμ (Β' Βασιλειών 2,8-32).
Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά για πολύ καιρό προσπαθούσαν να βρουν ευκαιρία για να εκδικηθούν τον Αβεννήρ για το θάνατο του αδελφού τους. Έτσι όταν ο Ιωάβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, έφτασε στη Χεβρών ύστερα από μια εκστρατεία, και έμαθε ότι ο Αβεννήρ επισκέφτηκε το Δαβίδ και αποχώρησε ειρηνικά, τότε θύμωσε με το Δαβίδ που τον άφησε να φύγει έτσι. Μετά έστειλε αγγελιοφόρους στον Αβεννήρ και μια κάποια πρόφαση τον γύρισαν πίσω στη Χεβρών. Τότε ο Ιωάβ τον πήρε παράμερα δήθεν για να του μιλήσει κρυφά, κι εκεί τον χτύπησε στα νεφρά και τον σκότωσε, επειδή κι εκείνος είχε σκοτώσει τον αδερφό του τον Ασαήλ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ αποποιήθηκε της πράξης του Ιωάβ, στον οποίο απέδωσε όλη την ευθύνη για τον θάνατο του Αβεννήρ (Β' Βασιλειών 3,22-30).
Ο ΙΩΑΒ ΣΤΟΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μετά την ανακήρυξη του Δαβίδ, ως βασιλιά όλου του Ισραήλ, ο Δαβίδ και οι άντρες του βάδισαν κατά της Ιερουσαλήμ, που μέχρι τότε ονομαζόταν Ιεβούς. Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην περιοχή, αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη στον Δαβίδ. Παρ' όλα αυτά όμως ο Δαβίδ κυρίεψε το φρούριο της Σιών. Πριν την κατάληψή της, ο Δαβίδ είχε βγάλει μια διαταγή, ότι ο πρώτος που θα σκότωνε Ιεβουσαίο, θα γινόταν αρχιστράτηγός του. Ο πρώτος που επιτέθηκε στο οχυρωμένο αυτό φρούριο ήταν ο Ιωάβ, ο γιος της Σαρουΐας, κι έτσι έγινε αρχιστράτηγος (Β' Βασιλειών 5,6-9. Α' Παραλειπομένων 11,4-7). Αλλά και αργότερα που ο Δαβίδ οργάνωσε το βασίλειό του, τοποθέτησε και επίσημα τον Ιωάβ ως αρχηγό του στρατού (Β' Βασιλειών 8,16. Α' Παραλειπομένων 18,15). Οπλοφόρος του Ιωάβ ήταν ο Ναχώρ από τη Βηρώθ, ο οποίος ανήκε στο σώμα των επιλέκτων και ανδρείων του στρατού του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 11,39).
Ο Δαβίδ μετά την εκστρατεία στη Συρία νίκησε και εξολόθρευσε τους Ιδουμαίους. Τότε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ διέταξε τη θανάτωση όλου του ανδρικού πληθυσμού της Εδώμ. Για 6 μήνες ο Ιωάβ και ο ισραηλιτικός στρατός εγκαταστάθηκε στην Ιδουμαία, μέχρις ότου φονεύτηκε όλος ο ανδρικός πληθυσμός (Γ' Βασιλέων 11,15-16).
Μετά από αρκετό καιρό, επειδή οι Αμμωνίτες πρόσβαλαν τους απεσταλμένους του Δαβίδ και φοβήθηκαν πόλεμο, έδωσαν 1000 ασημένια τάλαντα και πήραν μισθοφόρους από τη Συρία, 20.000 πεζούς από τα βασίλεια Βαιθραάμ και της Σουβά (Σωβά), 1000 άντρες από το βασιλιά της Μααχά (Μοοχά) και 12.000 άντρες από το βασίλειο της Ιστώβ. Συνολικά ήταν 32.000 πεζοί, ιππείς και πολεμικά άρματα. Μόλις το 'μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα. Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης έξω από την πύλη της πρωτεύουσάς τους, ενώ οι μισθοφόροι από τη Συρία παρατάχθηκαν πιο πέρα στους αγρούς, απέναντι από τη Μαιδαβά. Όταν ο Ιωάβ τους είδε, παρέταξε τους καλύτερους άντρες του απέναντι από τους Σύρους. Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβεσσά, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες. Ο Ιωάβ έδωσε εντολή στον αδερφό του, όποιος από τους δύο στρατούς αντιμετωπίσει πρόβλημα στο πεδίο της μάχης, να βοηθηθεί από τον άλλο. Όταν άρχισε η μάχη, ο Ιωάβ κι ο στρατός του νίκησαν τους Σύρους και τους έτρεψαν σε φυγή. Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύροι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί πανικόβλητοι από τον Αβεσσά και μπήκαν στην πόλη τους. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 10,6-14. Α' Παραλειπομένων 19,6-15). Όταν όμως οι Σύροι είδαν ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες, έκαναν γενική ανασυγκρότηση των δυνάμεων τους, για ν' ανακτήσουν την τιμή τους. Ο Αδρααζάρ πήρε με το μέρος του τους Σύρους που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Χαλαμάκ, πέρα από τον Ιορδάνη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Αιλάμ με επικεφαλής τον Σωβάκ (Σωφά), αρχιστράτηγο του Αδρααζάρ. Όταν το έμαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε το στρατό του, πέρασε τον Ιορδάνη και έφτασε στην Αιλάμ. Οι Σύροι παρατάχθηκαν απέναντι στο Δαβίδ και άρχισαν την επίθεση. Αλλά οι Ισραηλίτες τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Κατέστρεψαν 7.000 άρματα και σκότωσαν 40.000 πεζούς και ιππείς. Ο Σωβάκ (Σωφά), ο αρχιστράτηγος του Αδρααζάρ, χτυπήθηκε και πέθανε στο πεδίο της μάχης. Οι ηγεμόνες που ως τότε ήταν υποτελείς στον Αδρααζάρ, συνθηκολόγησαν με τους Ισραηλίτες κι έγιναν υποτελείς τους. Από τότε οι Σύροι δεν τόλμησαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες (Β' Βασιλειών 10,15-19. Α' Παραλειπομένων 19,16-19).
Όταν ο Δαβίδ γνώρισε τη Βηρσαβεέ, έστειλε τότε ο Δαβίδ αγγελιαφόρο στον Ιωάβ να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ. Κατόπιν ο Δαβίδ έγραψε μια επιστολή στον Ιωάβ και την έστειλε με τον Ουρία. Στην επιστολή έγραφε, να βάλει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της πιο σκληρής μάχης κι έπειτα να τραβηχτούν από κοντά του, ώστε να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί. Ήταν ακριβώς τότε που ο Ιωάβ πολιορκούσε τη Ραββάθ, την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών. Ο Ιωάβ τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ' ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού. Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης επιτέθηκαν στο στρατό του Ιωάβ και τους κυνήγησαν μέχρι την πεδιάδα. Εκεί οι άνδρες του Ιωάβ τους απέκρουσαν και τους κυνήγησαν μέχρι την πύλη της πόλης. Τότε από τα τείχη οι τοξότες της Ραββάθ σκότωσαν αρκετούς από τους άντρες του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος. Ο Ιωάβ έστειλε αγγελιαφόρο στο Δαβίδ και του ανέφερε τα γεγονότα της μάχης, και βέβαια την είδηση για το θάνατο του Ουρία του Χετταίου. Ο Δαβίδ με τη σειρά του έστειλε μήνυμα στον Ιωάβ, να συνεχίσει την πολιορκία εναντίον της πρωτεύουσας των Αμμωνιτών και να την καταλάβει (Β' Βασιλειών 11,6. 11,14-25).
Ο ΙΩΑΒ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Ο Ιωάβ, όταν ο Αβεσσαλώμ ήταν στην εξορία, κατάλαβε ότι ο νους του Δαβίδ είχε καταπραϋνθεί και έβλεπε με συμπάθεια τον Αβεσσαλώμ. Έτσι έφερε από την Θεκωέ (Τεκωά) μια έξυπνη γυναίκα και την έστειλε στο Δαβίδ, κάνοντας ότι πενθεί για το νεκρό γιό της, ιστορώντας του μια φανταστική ιστορία, έτσι ώστε ν' αλλάξει τη γνώμη του για τον Αβεσσαλώμ και να τον καλέσει πίσω. Στο τέλος είπε ο Δαβίδ στη γυναίκα, αν ο Ιωάβ την έβαλε να του τα πει όλα αυτά; Η γυναίκα το παραδέχτηκε και ο Δαβίδ είπε στον Ιωάβ, ότι η υπόθεση τακτοποιήθηκε όπως την ήθελε και να πάει να φέρει πίσω τον Αβεσσαλώμ. Τότε ο Ιωάβ έπεσε με το πρόσωπο στη γη, προσκύνησε κι ευχαρίστησε το βασιλιά. Μετά πήγε στη Γεδσούρ κι έφερε από 'κει τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ, αλλά χωρίς να γίνει ακόμη δεκτός από τον πατέρα του (Β' Βασιλειών 14,1-3. 14,18-24).
Ο Αβεσσαλώμ έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει τον πατέρα του. Μια μέρα κάλεσε τον Ιωάβ να τον στείλει στο βασιλιά, αλλά ο Ιωάβ δε θέλησε να πάει στον Αβεσσαλώμ. Τον κάλεσε και δεύτερη φορά, αλλά και πάλι δεν πήγε. Τότε διέταξε τους υπηρέτες του, να βάλουν φωτιά στο χωράφι του Ιωάβ, που ήταν κοντά στο δικό του και ήταν σπαρμένο κριθάρι. Όταν οι υπηρέτες του Ιωάβ του έφεραν τα νέα, εκείνος πήγε αγανακτισμένος στο σπίτι του Αβεσσαλώμ και του ζήτησε το λόγο. Ο Αβεσσαλώμ του ζήτησε να μεσολαβήσει στον πατέρα του, ώστε να γίνει δεκτός, κι αν είναι ένοχος, τότε ας τον θανατώσει. Ο Ιωάβ παρουσιάστηκε στο Δαβίδ και του ανέφερε όσα του είχε πει ο Αβεσσαλώμ. Ο βασιλιάς κάλεσε τον Αβεσσαλώμ και συμφιλιωθήκανε (Β' Βασιλειών 14,28-33).
Όταν ο Δαβίδ μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ έφευγε από την Ιερουσαλήμ, καθώς πλησίαζε στη Βαχουρίμ, τον πλησίασε κάποιος που ονομαζόταν Σεμεΐ, γιος του Γηρά, και ήταν συγγενής του Σαούλ. Αυτός άρχισε να καταριέται το Δαβίδ για το χαμό των απογόνων του Σαούλ και να του ρίχνει πέτρες, καθώς και σ' όλους τους αξιωματούχους του, μολονότι ο βασιλιάς περιστοιχιζόταν από το στρατό και τους σωματοφύλακές του. Τότε ο Αβεσσά, ο αδερφός του Ιωάβ, ζήτησε από το Δαβίδ την άδεια, να πάρει το κεφάλι αυτού του ανθρώπου, επειδή έβρισε το βασιλιά. Τότε ο Δαβίδ επιτίμισε τον Αβεσσά και τον Ιωάβ και τους είπε, ότι αν ο γιος του, ο Αβεσσαλώμ, ζητάει το θάνατο του πατέρα του, γιατί όχι κι αυτός ο άνθρωπος; Έτσι τον άφησαν να βρίζει και ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σεμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα (Β' Βασιλειών 16,5-13).
Ο Δαβίδ, αφού πέρασε τον Ιορδάνη, έφτασε στη Μαναΐμ (Μαχαναΐμ). Εκεί επιθεώρησε το στρατό του και χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη: Το πρώτο τμήμα το έθεσε υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το δεύτερο υπό τις διαταγές του Αβεσσά και το τρίτο υπό τις διαταγές του Εθθί του Γεθθαίου. Ο Δαβίδ τους είπε, ότι σ' αυτή τη μάχη θα πολεμήσει κι αυτός μαζί τους, αλλά οι στρατηγοί του αρνήθηκαν τη συμμετοχή του, επειδή η αξία του βασιλιά τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από το στρατό του, γι' αυτό θεώρησαν προτιμότερο να μείνει στην πόλη και να τους βοηθήσει εάν υπήρχε ανάγκη. Έτσι ο Δαβίδ έμεινε στην πόλη, ενώ όλος ο στρατός έβγαινε από την πόλη κατά εκατό και κατά χίλιους άνδρες. Τέλος, ο Δαβίδ είπε στους στρατηγούς του, στον Ιωάβ, στον Αβεσσά και στον Εθθί να λυπηθούν τον Αβεσσαλώμ και να μην του κάνουν κακό. Κι όλος ο στρατός του πληροφορήθηκε την εντολή του βασιλιά προς τους στρατηγούς του, σχετικά με τον Αβεσσαλώμ (Β' Βασιλειών 18,1-5). Ο στρατός του Δαβίδ βγήκε από την πόλη για ν' αντιμετωπίσει το στρατό του Αβεσσαλώμ. Η μάχη έγινε στο δάσος του Εφραίμ. Εκεί ο στρατός του Αβεσσαλώμ νικήθηκε από τα στρατεύματα του Δαβίδ κι έπαθε την ημέρα εκείνη μεγάλη καταστροφή, με 20.000 νεκρούς. Ο πόλεμος επεκτάθηκε σ' όλη την περιοχή. Από το στρατό του Αβεσσαλώμ σκοτώθηκαν περισσότεροι κατά τη φυγή τους στο δάσος, παρά στο πεδίο της μάχης. Ο Αβεσσαλώμ καβάλα στο μουλάρι του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τους στρατιώτες του Δαβίδ. Και καθώς ο Αβεσσαλώμ μπήκε στο δάσος για να γλιτώσει, τα μεγάλα του μαλλιά πιάστηκαν από τα πυκνά κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς και κρεμόταν εκεί μετέωρος, ενώ το μουλάρι έφυγε από κάτω του (Β' Βασιλειών 18,6-9). Ένας στρατιώτης του Δαβίδ τον είδε και το είπε στον Ιωάβ. Εκείνος του είπε, ότι εάν τον σκότωνε επί τόπου, θα του έδινε ως αμοιβή δέκα ασημένιους σίκλους και μία ζώνη. Αλλά ο στρατιώτης απάντησε στον Ιωάβ, ότι κι αν ακόμη του έδινε χίλιους ασημένιους σίκλους, δεν θ' άπλωνε φονικό χέρι στο γιο του βασιλιά, γιατί όλος ο στρατός άκουσε το βασιλιά που έδινε την εντολή στους στρατηγούς του. Έτσι αν διέπραττε κακό στο γιο του βασιλιά θα τιμωρούνταν απ' αυτόν, αλλά και απ' τον ίδιο τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ του είπε, ότι θα κάνει αυτό που δεν έκανε εκείνος. Πήρε τρία βέλη στα χέρια του και με το τόξο του τα κάρφωσε στην καρδιά του Αβεσσαλώμ, ενώ αυτός ήταν ακόμα ζωντανός, κρεμασμένος στη βελανιδιά. Κατόπιν δέκα στρατιώτες του Ιωάβ, περικύκλωσαν τον Αβεσσαλώμ, τον χτύπησαν με τα όπλα τους και τον αποτελείωσαν. Μετά ο Ιωάβ σήμανε με τη σάλπιγγα το τέλος της μάχης κι ο στρατός του Δαβίδ σταμάτησε την καταδίωξη των ανδρών του Αβεσσαλώμ, επειδή ο Ιωάβ λυπήθηκε για τον άδικο χαμό τόσων στρατιωτών. Μετά ο Ιωάβ πήρε το πτώμα του Αβεσσαλώμ και τον έριξε σ' ένα λάκκο στο δάσος κι έριξε από πάνω του ένα μεγάλο σωρό από πέτρες (Β' Βασιλειών 18,10-17).
Μετά τη μάχη ο Αχιμάας, γιος του Σαδώκ, είπε στον Ιωάβ να του επιτρέψει να πάει και ν' αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στο βασιλιά, γιατί ο Θεός τον έσωσε απ' τους εχθρούς του. Ο Ιωάβ όμως του είπε, να μεταφέρει άλλη μέρα τα ευχάριστα νέα, γιατί αν πήγαινε εκείνη τη στιγμή δεν θα ήταν αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων, αφού ο γιος του βασιλιά ήταν νεκρός. Τότε είπε ο Ιωάβ είπε στο Χουσί, να πάει και ν' αναγγείλει στο βασιλιά όσα είδε. Ο Χουσί προσκύνησε τον Ιωάβ και έφυγε. Ο Αχιμάας παρακάλεσε τον Ιωάβ, να τρέξει κι αυτός πίσω απ' τον Χουσί. Αλλά ο Ιωάβ προσπάθησε να τον εμποδίσει, επειδή δεν θα του πήγαινε καλή είδηση. Ο Αχιμάας επέμενε και πήρε την οδό του Κεχάρ και προσπέρασε το Χουσί (Β' Βασιλειών 18,19-23). Πήγε η είδηση στον Ιωάβ, ότι ο βασιλιάς κλαίει και πενθεί για τον Αβεσσαλώμ. Εκείνη την ημέρα η νίκη είχε μεταβληθεί σε πένθος σ' όλον το λαό, γιατί όλοι άκουσαν ότι ο βασιλιάς ήταν πολύ λυπημένος και θρηνεί για το γιο του. Την ίδια μέρα ο στρατός, αντί να εισέλθει στην πόλη θριαμβευτικά, μπήκε στην πόλη κρυφά. Ο Δαβίδ είχε το πρόσωπο του σκεπασμένο και συνέχιζε να φωνάζει: «Γιε μου, Αβεσσαλώμ! Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου!» Ο Ιωάβ μπήκε στο δωμάτιο του βασιλιά και του είπε, ότι με τη στάση αυτή ντρόπιασε όλους τους στρατιώτες, που έσωσαν τη ζωή του και τη ζωή των υπόλοιπων γιων του, των θυγατέρων του και των γυναικών του. Φαίνεται ότι ο βασιλιάς αγαπάει εκείνους που τον μισούν και μισεί εκείνους που τον αγαπούν. Εάν ο Αβεσσαλώμ ήταν ακόμη ζωντανός, όλοι τους θα ήταν νεκροί. Ο Ιωάβ τον συμβούλεψε να βγει έξω και να μιλήσει φιλικά στις καρδιές των στρατιωτών του και των ανθρώπων που τον αγαπούν, γιατί αν συνεχίσει τη στάση του αυτή, το κακό που θα διαπράξει θα είναι πολύ μεγαλύτερο απ' όλες τις συμφορές που τον έχουν βρει ως τώρα (Β' Βασιλειών 19,1-7).
Όταν ο Δαβίδ πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την Ιερουσαλήμ, ο Σεμεΐ, ο οποίος πριν λίγες μέρες καταριόταν το Δαβίδ, πήγε κι αυτός στον Ιορδάνη για να προϋπαντήσει το βασιλιά. Ο Σεμεΐ, όταν ο Δαβίδ πέρασε τον Ιορδάνη, προσκύνησε το βασιλιά και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά που έδειξε, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειπε την Ιερουσαλήμ. Τότε ο Αβεσσά, αδερφός του Ιωάβ, πήρε το λόγο και ζήτησε να θανατωθεί ο Σεμεΐ, επειδή καταράστηκε τον εκλεκτό του Κυρίου. Αλλά ο Δαβίδ επιτίμησε τον Αβεσσά και τον Ιωάβ, και τους είπε, ότι κατά την ημέρα αυτή που ξαναγίνεται βασιλιάς στον Ισραήλ, κανείς δεν πρέπει να θανατωθεί (Β' Βασιλειών 19,16-23).
Ο ΙΩΑΒ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΕΕ
Μετά την ανταρσία του Σαβεέ, ο στρατός του αρχιστράτηγου Ιωάβ, οι σωματοφύλακες του Δαβίδ, ο Χερεθί και ο Φελεθί, από τη βασιλική φρουρά, καθώς και όλοι οι ανδρείοι και επίλεκτοι πολεμιστές, ακολούθησαν τον Αμεσσαΐ και βγήκαν από την Ιερουσαλήμ για να καταδιώξουν το Σαβεέ. Όταν ο στρατός του Δαβίδ έφτασε στη Γαβαών, κοντά στο μεγάλο βράχο, τους συνάντησε εκεί ο Αμεσσαΐ. Ο Ιωάβ φορούσε το στρατιωτικό του μανδύα και στη μέση του ήταν η θήκη με το σπαθί του. Καθώς προχώρησε, όμως, το σπαθί του έπεσε από τη θήκη. Ο Ιωάβ χαιρέτησε τον Αμεσσαΐ και με το δεξί του χέρι έπιασε το γένι του Αμεσσαΐ για να τον φιλήσει. Ο Αμεσσαΐ δεν πρόσεξε το μαχαίρι, που κρατούσε ο Ιωάβ στο αριστερό του χέρι. Έτσι ο Ιωάβ τον χτύπησε στην κοιλιά και ο Αμεσσαΐ πέθανε αμέσως, χωρίς δεύτερο χτύπημα (Β' Βασιλειών 20,7-10). Μετά τη δολοφονία του Αμεσσαΐ, ο Ιωάβ κι ο αδερφός του ο Αβεσσά (Αβεσσαΐ) προχώρησαν για να καταδιώξουν το Σαβεέ. Το πτώμα του Αμεσσαΐ όμως, βρισκόταν στη μέση του δρόμου, βουτηγμένο στο αίμα. Ο Ιωάβ είχε βάλει κοντά στο πτώμα, έναν από τους άντρες του να παρακινεί τους στρατιώτες να προσπεράσουν το πτώμα και ν' ακολουθήσουν τον Ιωάβ. Επειδή όμως παρατήρησε, ότι όσοι περνούσαν από κει κοντοστέκονταν, γι' αυτό μετέφερε το πτώμα του Αμεσσαΐ έξω απ' το δρόμο, σε κάποιο χωράφι, και το σκέπασε μ' ένα ρούχο. Μετά απ' αυτό όλοι ακολούθησαν τον Ιωάβ, στην καταδίωξη του Σαβεέ (Β' Βασιλειών 20,11-13).
Ο Ιωάβ πέρασε από όλες τις φυλές του Ισραήλ ως την πόλη Αβέλ Βαιθμαχά στο βορρά. Στην πόλη Χαρρί συγκεντρώθηκαν και άλλοι Ισραηλίτες, που ήταν πιστοί στον Ιωάβ και τον ακολούθησαν. Έτσι ο στρατός του Ιωάβ πολιόρκησε τον Σαβεέ στην πόλη Αβέλ Βαιθμαχά. Κατασκεύασαν γύρω της ανάχωμα που έφτανε σε ύψος τα τείχη της πόλεως. Μετά ο στρατιώτες του Ιωάβ προσπάθησαν να καταστρέψουν τα τείχη της πόλεως. Τότε μια γυναίκα συνετή ζήτησε από τους στρατιώτες να φωνάξουν τον Ιωάβ. Όταν ο Ιωάβ έφτασε κοντά της, εκείνη του είπε, ότι από παλιά η Αβέλ ήταν πόλη της φυλής Δαν. Σ' αυτή πήγαιναν πολλοί για να πάρουν χρήσιμες συμβουλές για τις υποθέσεις τους. Είναι μια από τις πιο ειρηνικές και πιστές πόλεις του Ισραήλ. Και στο τέλος του είπε, ότι επιδιώκει να καταστρέψει μια από τις σπουδαιότερες πόλεις του Ισραήλ, η οποία είναι ιδιοκτησία του Κυρίου. Ο Ιωάβ της απάντησε, ότι δεν είχε καμία πρόθεση να καταστρέψει την πόλη και της είπε, ότι θα λύσει την πολιορκία, εάν του παραδώσουν τον Σαβεέ, ο οποίος επαναστάτησε κατά του βασιλιά Δαβίδ. Η γυναίκα είπε στον Ιωάβ, ότι θα του ρίξουν το κεφάλι του Σαβεέ από το τείχος (Β' Βασιλειών 20,14-21). Η γυναίκα επέστρεψε στην πόλη και μίλησε στους κατοίκους με σύνεση και σοφία. Οι κάτοικοι της πόλης πείστηκαν από τα λόγια της, φόνευσαν το Σαβεέ, του έκοψαν το κεφάλι και το έριξαν στον Ιωάβ. Τότε ο Ιωάβ σάλπισε με τη σάλπιγγα και έλυσε την πολιορκία της πόλης. Ο Ιωάβ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και οι στρατιώτες στις κατοικίες τους (Β' Βασιλειών 20,22-26).
Ο ΙΩΑΒ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μια μέρα ο Δαβίδ παρασύρθηκε σε μια πράξη, που ήταν ενάντια στο νόμο του Κυρίου. Έδωσε διαταγή στον αρχιστράτηγο Ιωάβ, να περάσει απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ για ν' απογράψει τον Ισραηλιτικό λαό και να δει πόσος ήταν ο στρατός του. Ο Ιωάβ του υπενθύμισε, ότι μια τέτοια πράξη είναι αντίθετη στο θέλημα του Θεού, αλλά ο Δαβίδ επέμενε (Β' Βασιλειών 24,1-4. Α' Παραλειπομένων 21,1-4). Έτσι λοιπόν ο Ιωάβ και οι αξιωματούχοι του Δαβίδ πέρασαν τον Ιορδάνη κι άρχισαν από την Αροήρ. Μετά συνέχισαν στη Γαλαάδ, στη Θαβασών, στη Δανιδάν και Ουδάν, και έφτασαν μέχρι τη Σιδώνα. Μετά πέρασαν από την Τύρο, απ' όλες τις πόλεις των Ευαίων και των Χαναναίων, και αφού πέρασαν απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ, έφτασαν νότια του Ιούδα, στη Βηρσαβεέ. Αφού περιόδευσαν όλη τη χώρα, μετά από εννέα μήνες και είκοσι μέρες, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιωάβ παρέδωσε στο βασιλιά Δαβίδ τον αριθμό της απογραφής του λαού. Ήταν 800.000 μάχιμοι άνδρες από τις άλλες φυλές του Ισραήλ και 500.000 άνδρες από τη φυλή του Ιούδα (Β' Βασιλειών 24,5-9). Σύμφωνα με το βιβλίο των Παραλειπομένων Α' κατά την καταμέτρηση βρέθηκαν 1.100.000 άνδρες ικανοί να κρατήσουν όπλο, ενώ οι άνδρες της φυλής Ιούδα ήταν 470.000 άνδρες. Μόνο τους Λευίτες και τους άνδρες της φυλής Βενιαμίν δεν κατέγραψε μεταξύ των άλλων φυλών ο Ιωάβ, διότι έτσι ήταν η διαταγή του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 21,5-6). Όταν ο Ιωάβ έκανε την απογραφή του Ισραηλιτικού λαού, δεν την τελείωσε, γιατί είχε ήδη ξεσπάσει η οργή του Κυρίου εναντίον των Ισραηλιτών, γι' αυτό και δεν καταγράφτηκε ο αριθμός της απογραφής σε βιβλίο επί των ημερών του Δαβίδ (Α' Παραλειπομένων 27,24). Όλα τα ιερά αφιερώματα του Αβεννήρ, που είχε πάρει ως λάφυρα από τις πόλεις που είχε κατακτήσει, βρισκόντουσαν στο θησαυροφυλάκιο του Ναού των Ιεροσολύμων (Α' Παραλειπομένων 26,28).
Ο ΙΩΑΒ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΔΩΝΙΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΒ
Ο Αδωνίας, γιος του Δαβίδ από την Αγγίθ, αγνόησε την επιλογή του πατέρα του στο πρόσωπο του Σολομώντα, ως διάδοχου του θρόνου, και σφετερίστηκε το θρόνο από τον αδερφό του. Έτσι ο Αδωνίας ήρθε σε συνεννόηση με τον Ιωάβ, τον αρχιστράτηγο του Δαβίδ, και με τον ιερέα Αβιάθαρ, οι οποίοι και τον ακολούθησαν. Ο Ιωάβ παρευρισκόταν στη γιορτή που διοργάνωσε ο Αδωνίας στον βράχο Ζωελεθί, κοντά στην πηγή Ρωγήλ (Γ' Βασιλειών 1,7-9. 1,19). Με διαταγή του Δαβίδ, ο αρχιερέας Σαδώκ, ο προφήτης Νάθαν και ο Βαναίας, γιος του Ιωδαέ, μαζί με όλη βασιλική φρουρά, οδήγησαν το Σολομώντα στη Γιών, και τον έχρισαν βασιλιά του Ισραήλ. Κατόπιν όλος ο παριστάμενος λαός αναγνώρισε τον Σολομώντα ως βασιλέα και τον ακολούθησε. Αμέσως μετά έγινε μεγάλη γιορτή και όλος ο λαός χόρευε και διασκέδαζε ζητωκραυγάζοντας (Γ' Βασιλειών 1,32-40). Όταν άκουσε ο Αδωνίας και ο Ιωάβ, και όσοι τους ακολουθούσαν, τη φασαρία και τον ήχο που έκαναν οι σάλπιγγες, ρώτησαν να μάθουν τι γίνεται. Τότε ο Ιωνάθαν, γιος του ιερέα Αβιάθαρ, πήγε στον Αδωνία και του ανέφερε, όλα όσα συνέβησαν στη χρίση του Σολομώντα, ως βασιλέα του Ισραήλ. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Ιωάβ και όσοι ακολούθησαν τον Αδωνία φοβήθηκαν και αποχώρησαν (Γ' Βασιλειών 1,41-49).
Ο Αβιάθαρ με τον Ιωάβ συνέχισαν να υποστηρίζουν τον Αδωνία, ακόμη και μετά την άνοδο του Σολομώντα στο θρόνο (Γ' Βασιλειών 2,22). Η είδηση για την εκδίωξη και τον περιορισμό του Αβιάθαρ έφτασε στον Ιωάβ, επειδή κι αυτός είχε ακολουθήσει τον Αδωνία και φοβήθηκε. Κατέφυγε, λοιπόν, στη Σκηνή του Μαρτυρίου και πιάστηκε από τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων. Η πράξη αυτή υποδήλωνε επίκληση της προστασίας του Θεού. Όποιος πιανόταν από τα κέρατα του θυσιαστηρίου δεν διέτρεχε κίνδυνο θανάτου. Όταν ανήγγειλαν στο Σολομώντα το γεγονός, ότι ο Ιωάβ κατέφυγε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, εκείνος έστειλε έναν άνθρωπο στον Ιωάβ, για να τον ρωτήσει γιατί το έκανε αυτό; Ο Ιωάβ απάντησε, ότι φοβήθηκε και κατέφυγε στον Κύριο. Τότε ο Σολομώντας έστειλε το στρατηγό Βαναία, με τη διαταγή να σκοτώσει τον Ιωάβ. Ο Βαναίας πήγε στον Ιωάβ, στη Σκηνή του Μαρτυρίου, και του είπε, ότι ο βασιλιάς είπε να φύγει από 'κει. Ο Ιωάβ απάντησε, ότι προτιμά να πεθάνει εκεί. Ο Βαναίας μετέφερε την απάντηση στο Σολομώντα και εκείνος του έδωσε τη διαταγή να τον σκοτώσει εκεί που βρίσκεται, έτσι ώστε να ξεπλυθεί το αθώο αίμα που έχυσε ο Ιωάβ, όταν σκότωσε σε καιρό ειρήνης και χωρίς να εγκρίνει ο πατέρας του, ο Δαβίδ, τον Αβεννήρ, αρχιστράτηγο του Σαούλ και του Ιεβοσθέ, και τον Αμεσσά, αρχιστράτηγο της φυλής Ιούδα. Ο Βαναίας πήγε ξανά στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, σκότωσε τον Ιωάβ και τον έθαψε στο σπίτι του, που βρισκόταν στην έρημο (Γ' Βασιλειών 2,28-34).
|