ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

ΑΒΙΑΘΑΡ

 

Ο ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ ΑΒΙΑΘΑΡ

 

Ο Αβιάθαρ ήταν γιος του ιερέα Αβιμέλεχ (Αχιμέλεχ) (Α' Βασιλειών 22,20). Όπως ο πατέρας του ήταν κι αυτός ιερέας της Νομβά, επειδή το αξίωμα του ιερέα ήταν κληρονομικό, και ως ιερέας καταγόταν από τη φυλή Λευΐ. Ήταν ο μόνος που γλίτωσε από τη σφαγή των ιερέων και των κατοίκων της Νομβά (Α' Βασιλειών 22,6-23). Μετά τη σφαγή των συγγενών του ο Αβιάθαρ έγινε ο ιερέας του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 22,23. Α' Παραλειπομένων 27,34) και αργότερα ήταν αρχιερέας μαζί με το Σαδώκ (Β' Βασιλειών 17,15. 19,11. 20,25. Γ' Βασιλειών 4,4. Α' Παραλειπομένων 15,11). Πριν την εξορία του από τον Σολομώντα αναφέρεται ως ο πρώτος αρχιερέας (Γ' Βασιλειών 2,35). Γιοι του Αβιάθαρ ήταν ο Αχιμέλεχ (Β' Βασιλειών 8,17. Α' Παραλειπομένων 18,16) και ο Ιωνάθαν (Β' Βασιλειών 15,27. 15,36. Γ' Βασιλειών 1,42). Η οικογένεια του Αβιάθαρ είχε συγγένεια με τον Κριτή και Αρχιερέα Ηλί (Γ' Βασιλειών 2,27).

 

 

Ο ΑΒΙΑΘΑΡ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΔΑΒΙΔ

 

Όταν ο Δωήκ ο Σύρος, με διαταγή του Σαούλ, σκότωσε τον Αβιμέλεχ και όλους τους ιερείς και  τους κατοίκους της Νομβά, ο Αβιάθαρ, ένας από τους γιους του Αβιμέλεχ, ήταν ο μόνος που γλίτωσε. Ο Αβιάθαρ πήγε στο Δαβίδ  και του ανάγγειλε ότι ο Σαούλ σκότωσε όλους τους ιερείς του Κυρίου. Τότε ο Δαβίδ μετάνιωσε που δεν σκότωσε όταν είχε την ευκαιρία το Δωήκ τον Σύρο, και κράτησε κοντά του τον Αβιάθαρ (Α' Βασιλειών 22,6-23).

 

Λίγο καιρό αργότερα έφεραν στο Δαβίδ την είδηση, ότι οι Φιλισταίοι κάνουν επιθέσεις εναντίον της Κεϊλά και λεηλατούν τα σιτάρια και τ' αλώνια της. Τότε ο Δαβίδ και οι άνδρες του, με εντολή του Κυρίου, πήγαν στην Κεϊλά και πολέμησαν τους Φιλισταίους. Αφού τους νίκησαν, άρπαξαν τα ζώα τους και σκότωσαν πολλούς απ' αυτούς. Στη συνέχεια ο Δαβίδ μαζί με τον Αβιάθαρ, ο οποίος φορούσε τα ιερατικά άμφια και ήταν ο ιερέας του Δαβίδ, επισκέφτηκαν την πόλη (Α' Βασιλειών 23,1-6).

Αμέσως μετά ο Σαούλ έμαθε ότι ο Δαβίδ ήταν στην Κεϊλά και κάλεσε όλο το στρατό του για να πολιορκήσουν την πόλη. Ο Δαβίδ έμαθε τα σχέδια του Σαούλ και μαζί με τον Αβιάθαρ προσευχήθηκαν στον Κύριο, ζητώντας τη γνώμη του. Έτσι, σύμφωνα με εντολή του Κυρίου,  ο Δαβίδ και οι άνδρες του, περίπου εξακόσιοι, έφυγαν από την πόλη και άρχισαν πάλι να περιπλανιούνται από τόπο σε τόπο. Σαν έφτασε η είδηση στο Σαούλ ότι ο Δαβίδ έφυγε από την Κεϊλά, ματαίωσε την εκστρατεία (Α' Βασιλειών 23,7-13).

 

Κάποτε που ο Δαβίδ με τους άνδρες του έλειπαν από τη Σικελάγ, οι Αμαληκίτες επιτέθηκαν νότια της περιοχής του Ιούδα και χτύπησαν τη Σικελάγ (Σεκελάκ). Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αμέσως μετά ο Δαβίδ μέσω του ιερέα Αβιάθαρ, ρώτησε τον Κύριο τι έπρεπε να κάνει; Και ο Κύριος του έδωσε δύναμη και του είπε να τους καταδιώξει (Α' Βασιλειών 30,1-8).

 

Όταν ο Δαβίδ πήρε την Κιβωτό της Διαθήκης από το σπίτι του Αβεδδαρά (Αβδεδόμ) για να την πάει στην Ιερουσαλήμ, κάλεσε όλους τους απογόνους του Ααρών, τους ιερείς και τους Λευίτες, να καθαριστούν και να προετοιμαστούν για να μεταφέρουν την Κιβωτό. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν και οι αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ (Α' Παραλειπομένων 15,2-4. 15,11). Ο Αβιάθαρ με τον Σαδώκ ήταν οι αρχιερείς του Δαβίδ (Β' Βασιλειών 20,25).

 

Όταν ο Δαβίδ μετά την εξέγερση του Αβεσσαλώμ εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ, πέρασε από τον χείμαρρο των Κέδρων, μαζί με όλο το πλήθος που τον ακολουθούσε. Εκεί ο Δαβίδ συναντήθηκε με τους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, οι οποίοι μαζί με τους Λευίτες μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης από την Βαιθάρ. Απόθεσαν κάτω την Κιβωτό κι ο Αβιάθαρ στάθηκε εκεί ωσότου πέρασαν όλοι όσοι είχαν βγει από την πόλη. Τότε ο Δαβίδ είπε στο Σαδώκ να γυρίσει πίσω την Κιβωτό του Κυρίου, κι αν τον ευνοήσει ο Κύριος, θα τον ξαναφέρει πάλι πίσω στη θέση του. Έτσι ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, καθώς και οι γιοι τους Αχιμάας και Ιωνάθαν, με εντολή του Δαβίδ, ξανάφεραν την Κιβωτό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ και έμειναν εκεί (Β' Βασιλειών 15,23-29).

Ο Χουσί, σύμβουλος του Δαβίδ, όταν έμαθε τα σχέδια του Αχιτόφελ και του Αβεσσαλώμ, ειδοποίησε τους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, και τους συμβούλεψε να πουν στο Δαβίδ να μη μείνει τη νύχτα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στην Αραβώθ, αλλά να περάσει γρήγορα το ποτάμι, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξει τη γνώμη του Αβεσσαλώμ και στείλει το στρατό εναντίον του Δαβίδ. Μια υπηρέτρια, λοιπόν, μετέφερε στον Αχιμάας, γιο του Σαδώκ, και τον Ιωνάθαν, γιο του Αβιάθαρ, που περίμεναν κοντά στην πηγή Ρωγήλ, το μήνυμα του Χουσί κι αυτοί με τη σειρά τους το μετέφεραν στο βασιλιά Δαβίδ. Έτσι ο Δαβίδ μέχρι το πρωΐ πέρασε τον Ιορδάνη (Β' Βασιλειών 17,15-17. 17,22).

 

Ο Δαβίδ μετά τη νίκη του επί του Αβεσσαλώμ, έστειλε μήνυμα στο Σαδώκ και στον Αβιάθαρ, τους αρχιερείς, να πουν στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα, ότι ο βασιλιάς τους θεωρεί αδέρφια του, παρά την προσήλωσή τους στον Αβεσσαλώμ. Τα λόγια του βασιλιά Δαβίδ άρεσαν στους άνδρες της φυλής Ιούδα, οι οποίοι με ομόφωνη συμφωνία δήλωναν την αφοσίωσή τους στο βασιλιά και του έστειλαν μήνυμα, με το οποίο τον παρακαλούσαν να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλειών 19,11-14).

 

 

Ο ΑΒΙΑΘΑΡ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΔΩΝΙΑ

ΚΑΙ Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

 

Ο Αδωνίας, γιος του Δαβίδ από την Αγγίθ, αγνόησε την επιλογή του πατέρα του στο πρόσωπο του Σολομώντα, ως διάδοχου του θρόνου, και σφετερίστηκε το θρόνο από τον αδερφό του. Έτσι ο Αδωνίας ήρθε σε συνεννόηση με τον Ιωάβ, τον αρχιστράτηγο του Δαβίδ, και με τον αρχιερέα Αβιάθαρ, οι οποίοι και τον ακολούθησαν. Ο Αβιάθαρ παρευρισκόταν στη γιορτή που διοργάνωσε ο Αδωνίας στον βράχο Ζωελεθί, κοντά στην πηγή Ρωγήλ (Γ' Βασιλειών 1,7-9. 1,19. 1,25).

Με διαταγή του Δαβίδ, ο αρχιερέας Σαδώκ, ο προφήτης Νάθαν και ο Βαναίας, γιος του Ιωδαέ, μαζί με όλη βασιλική φρουρά, οδήγησαν το Σολομώντα στη Γιών, και τον έχρισαν βασιλιά του Ισραήλ. Κατόπιν όλος ο παριστάμενος λαός αναγνώρισε τον Σολομώντα ως βασιλέα και τον ακολούθησε. Αμέσως μετά έγινε μεγάλη γιορτή και όλος ο λαός χόρευε και διασκέδαζε ζητωκραυγάζοντας (Γ' Βασιλειών 1,32-40. 1,44-45).

Όταν άκουσε ο Αδωνίας και ο Ιωάβ, και όσοι τους ακολουθούσαν, τη φασαρία και τον ήχο που έκαναν οι σάλπιγγες, ρώτησαν να μάθουν τι γίνεται. Τότε ο Ιωνάθαν, γιος του αρχιερέα Αβιάθαρ, πήγε στον Αδωνία και του ανέφερε, όλα όσα συνέβησαν στη χρίση του Σολομώντα, ως βασιλέα του Ισραήλ. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Αβιάθαρ και όσοι ακολούθησαν τον Αδωνία φοβήθηκαν και αποχώρησαν (Γ' Βασιλειών 1,41-49). Ο Αβιάθαρ με τον Ιωάβ συνέχισαν να υποστηρίζουν τον Αδωνία, ακόμη και μετά την άνοδο του Σολομώντα στο θρόνο (Γ' Βασιλειών 2,22).

 

Στη συνέχεια ο Σολομώντας εξόρισε τον αρχιερέα Αβιάθαρ στα κτήματά του, στην Αναθώθ. Ο Σολομώντας δεν τον θανάτωσε, διότι μετέφερε την Κιβωτό της Διαθήκης για όσο διάστημα ζούσε ο πατέρας του και διότι ακολουθούσε και υπέφερε όλες τις ταλαιπωρίες που υπέστη ο πατέρας του, ο Δαβίδ. Έτσι ο Σολομών απαγόρευσε στον Αβιάθαρ ν' ασκεί τα καθήκοντα του αρχιερέα του Κυρίου. Κι έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Κύριος για την οικογένεια του Ηλί στη Σηλώμ (Γ' Βασιλειών 2,26-27). Ο Σολομώντας, μετά την εξορία του Αβιάθαρ, τοποθέτησε τον Σαδώκ ως πρώτο αρχιερέα στη θέση του Αβιάθαρ (Γ' Βασιλειών 2,28-35).