ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

 

 

Ο Ανανίας και η Σαπφείρα

Πραξ. 5,1           Ἀνὴρ δέ τις Ἀνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ἐπώλησε κτῆμα

Πραξ. 5,1                  Ενας άνθρωπος, Ανανίας ονόματι, μαζή με την γυναίκα του την Σαπφείραν επώλησε το κτήμα του

Πραξ. 5,2           καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν.

Πραξ. 5,2                 και εξεχώρισε και εκράτησε δια τον εαυτόν του ένα μέρος από τα εισπραχθέντα χρήματα, με γνώσιν και συγκατάθεσιν της γυναικός του, εν αγνοία των Αποστόλων. Και αφού έφερε το υπόλοιπον μέρος των χρημάτων, το έθεσε στους πόδας των Αποστόλων.

Πραξ. 5,3           εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου;

Πραξ. 5,3                  Είπε δε ο Πετρος· “Ανανία, διατί αφήκες τον σατανάν να γεμίση με πονηρίαν την καρδίαν σου, ώστε να πης ψέματα και να θελήσης να απατήσης το Πνεύμα το Αγιον και να κρατήσης δολίως δια τον εαυτόν σου ένα μέρος από το αντίτιμον του χωραφιού;

Πραξ. 5,4           οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ.

Πραξ. 5,4                 Πριν πωληθή το χωράφι δεν έμενε ιδικόν σου και αφού επωλήθη, δεν ήτο το αντίτιμόν του εις την εξουσίαν σου να το κρατήσης η να το δώσης; Διατί έβαλες εις την καρδίαν σου αυτήν την πονηράν πράξιν, να εξαπατήσης την Εκκλησίαν και να φανής, ότι από χριστιανικήν τάχα αγάπην προσφέρεις τα πάντα στους πιστούς; Δεν είπες ψέματα εις ανθρώπους, αλλά στο Αγιον Πνεύμα, στον Θεόν”.

Πραξ. 5,5           ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.

Πραξ. 5,5                  Ενώ δε ήκουε τους λόγους αυτούς ο Ανανίας και σχεδόν πριν τελειώση ο Πετρος, έπεσε καταγής και εξεψύχησε. Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλους εκείνους που ήκουαν αυτά.

Πραξ. 5,6           ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν.

Πραξ. 5,6                 Οι νεώτεροι δε εσηκώθησαν αμέσως, περιετύλιξαν το νεκρό σώμα του Ανανίου με νεκρικά σάβανα, το μετέφεραν έξω από την πόλιν και το έθαψαν.

Πραξ. 5,7           Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν.

Πραξ. 5,7                  Υστερον δε από διάστημα τριών περίπου ωρών η σύζυγος του Ανανίου, η οποία δεν είχε ακόμη πληροφορηθή το γεγονός αυτό, ήλθεν στον τόπον της συγκεντρώσεως των πιστών.

Πραξ. 5,8           ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου.

Πραξ. 5,8                 Την ηρώτησε δε ο Πετρος· πες μου, πράγματι αντί τόσου ποσού επωλήσατε το χωράφι;” Εκείνη δε είπε· “ναι, αντί τόσου”.

Πραξ. 5,9           ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε.

Πραξ. 5,9                 Ο δε Πετρος της είπε τότε· “διατί εσυμφωνήσατε συ και ο σύζυγός σου να πειράξετε με την ψευδολογίαν και απάτην το Πνεύμα του Κυρίου; Ιδού, τα πόδια εκείνων, που έθαψαν τον άνδρα σου είναι τώρα εις την θύραν και θα μεταφέρουν και σε έξω από την πόλιν, δια να σε θάψουν”.

Πραξ. 5,10         ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς.

Πραξ. 5,10                Επεσε δε και αυτή αμέσως κοντά εις τα πόδια του Πετρου και εξεψύχησε. Οταν δε εισήλθαν οι νέοι, ευρήκαν και αυτήν νεκράν. Και αφού την έβγαλαν έξω από την πόλιν, την έθαψαν κοντά στον σύζυγόν της.

Πραξ. 5,11         καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ᾿ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.

Πραξ. 5,11                Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλην την Εκκλησίαν και εις όλους όσοι επληροφορούντο τα φοβερά αυτά γεγονότα.

 

Άλλα θαύματα των Αποστόλων 

Πραξ. 5,12         Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος·

Πραξ. 5,12                Με τα χέρια δε των Αποστόλων εγίνοντο πολλά και μεγάλα θαύματα, που επιμαρτυρούσαν την αλήθειαν του κηρύγματός των και επροκαλούσαν κατάπληξιν στον λαόν. Και ήσαν όλοι με μια καρδιά και με μια γνώμη εις την στοάν του Σολομώντος.

Πραξ. 5,13         τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός·

Πραξ. 5,13                Από δε τους άλλους, που είχαν πιστεύσει, κανείς δεν ετολμούσε να τους πλησιάση και να ανακατευθή με θάρρος μαζή των, αλλά ο λαός τους ετιμούσε και τους εδόξαζε.

Πραξ. 5,14         μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν,

Πραξ. 5,14                Οσον δε επερνούσαν αι ημέραι, ολονέν περισσότερα πλήθη ανδρών και γυναικών προσειλκύοντο εις την πίστιν του Κυρίου και επροστίθεντο στον αριθμόν των πιστών.

Πραξ. 5,15         ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν.

Πραξ. 5,15                Ο σεβασμός δε και η εκτίμησις του λαού προς αυτούς δια την θείαν δύναμιν, που ενεργούσε δια μέσου αυτών, ήτο τόσος, ώστε έβγαζαν τους ασθενείς εις τας πλατείας και τους έβαζαν οι μεν πλούσιοι επάνω εις κλίνας, οι δε πτωχοί εις απέριττα κρεββάτια, ώστε, όταν θα ήρχετο και θα επερνούσε ο Πετρος, και η σκια του έστω να πέση επάνω εις κανένα από αυτούς, δια να τον θεραπεύση.

Πραξ. 5,16         συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες.

Πραξ. 5,16                Αλλά και το πλήθος των γύρω πόλεων εμαζεύοντο εις την Ιερουσαλήμ και έφεραν τους ασθενείς και αυτούς που ηνωχλούντο από πονηρά πνεύματα, οι οποίοι και εθεραπεύοντο όλοι.

 

Οι Απόστολοι οδηγούνται στο συνέδριο 

Πραξ. 5,17         Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου

Πραξ. 5,17                Ο αρχιερεύς όμως και όλοι όσοι ήσαν μαζή με αυτόν, αυτοί που αποτελούσαν την θρησκευτικήν παράταξιν των Σαδδουκαίων, εκυριεύθησαν από φθόνον και κακίαν και εκινήθησαν εναντίον των Αποστόλων.

Πραξ. 5,18         καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ.

Πραξ. 5,18                Απλωσαν δε τα χέρια τους στους Αποστόλους, τους επιασαν και τους έβαλαν υπό επιτήρησιν εις την δημοσίαν φυλακήν.

Πραξ. 5,19         ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε·

Πραξ. 5,19                Αγγελος όμως Κυρίου κατά την νύκτα ήνοιξε τας θύρας της φυλακής, τους έβγαλε έξω και τους είπε·

Πραξ. 5,20         πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

Πραξ. 5,20               “πηγαίνετε, σταθήτε με θάρρος και διδάσκετε εις τας αυλάς του ναού τον λαόν όλα τα λόγια της νέας αυτής ζωής, που σας μετέδωκε ο Ιησούς”.

Πραξ. 5,21         ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς.

Πραξ. 5,21                Ηκουσαν οι Απόστολοι αυτά, εισήλθαν, ενώ ακόμη ήτο όρθρος, στον ιερόν τόπον και εδίδασκον. Ηλθε δε κατά την πρωΐαν ο αρχιερεύς και όσοι ήσαν μαζή του στον τόπον των συνεδριάσεων, εκάλεσαν το συνέδριον και όλην την γερουσίαν των Ισραηλιτών και έστειλαν ανθρώπους εις την φυλακήν, δια να φέρουν προ του συνεδρίου τους Αποστόλους.

Πραξ. 5,22         οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενόμενοι οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ φυλακῇ, ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν

Πραξ. 5,22               Οι υπηρέται όμως ήλθον εις την φυλακήν και δεν τους ευρήκαν· επιστρέψαντες δε στο συνέδριον ανέφεραν το γεγονός,

Πραξ. 5,23         λέγοντες ὅτι τὸ μὲν δεσμωτήριον εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν.

Πραξ. 5,23               λέγοντες· “ότι το μεν δεσμωτήριον το ευρήκαμεν κλεισμένον με κάθε ασφάλειαν και τους φρουρούς να στέκωνται όρθιοι εμπρός από τας θύρας, όταν όμως ανοίξαμε, δεν ευρήκαμε κανένα μέσα εις την φυλακήν”.

Πραξ. 5,24         ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο.

Πραξ. 5,24               Οταν δε ήκουσαν αυτούς τους λόγους ο αρχιερεύς και ο στρατηγός της φρουράς του ιερού και οι άλλοι αρχιερείς κατελήφθησαν από μεγάλην απορίαν δι' αυτά, που ήκουσαν, και διηρωτώντο, πως συνέβη και τι ημπορεί τάχα να γίνη με το γεγονός αυτό.

Πραξ. 5,25         παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες τὸν λαόν.

Πραξ. 5,25               Εν τω μεταξύ όμως ήλθεν κάποιος και τους ανήγγειλε ότι· “ιδού, οι άνδρες, τους οποίους σεις εβάλατε εις την φυλακήν, ευρίσκονται τώρα εις την αυλήν του ναού και διδάσκουν τον λαόν”.

Πραξ. 5,26         τότε ἀπελθὼν ὁ στρατηγὸς σὺν τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτοὺς οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶσιν·

Πραξ. 5,26               Τοτε επήγε εκεί ο στρατηγός, μαζή με τους υπηρέτας και τους έφερε στο συνέδριον όχι δια της βίας, επειδή εφοβούντο μήπως λιθοβοληθούν από τον λαόν.

Πραξ. 5,27         ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς

Πραξ. 5,27               Αφού δε τους έφεραν, τους έβαλαν ως κατηγορουμένους και υποδίκους, να σταθούν όρθιοι εν μέσω του συνεδρίου και τους ηρώτησεν ο αρχιερεύς

Πραξ. 5,28         λέγων· οὐ παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου.

Πραξ. 5,28               λέγων· “δεν σας εδώσαμε αυστηράν εντολήν, να μη διδάσκετε στο όνομα τούτο; Και ιδού σεις εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ με την διδασκαλίαν σας και θέλετε να ρίξετε επάνω εις ημάς την ευθύνην δια το αίμα αυτού του ανθρώπου” (την οποίαν εν τούτοις ευθύνην αυτοί είχαν αναλάβει ενώπιον του Πιλάτου λέγοντες· Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών).

Πραξ. 5,29         ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.

Πραξ. 5,29               Απεκρίθη δε ο Πετρος και οι άλλοι Απόστολοι και είπαν· “πρέπει να υπακούωμεν στον Θεόν μάλλον (ο οποίος και κατά την νύκτα αυτήν μας διέταξε με τον άγγελόν του να κηρύξωμεν την αλήθειαν) και όχι εις σας τους ανθρώπους, που μας εδώσατε διαταγήν να σιωπήσωμεν.

Πραξ. 5,30         ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου·

Πραξ. 5,30               Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, τον οποίον σεις εφονεύσατε, κρεμάσαντες επάνω στο ξύλον του σταυρού.

Πραξ. 5,31         τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

Πραξ. 5,31                Αυτόν ο Θεός τον ύψωσε με την παντοδύναμον αυτού δεξιάν και τον ανέδειξε αρχηγόν και Σωτήρα, να δίδη μετάνοιαν στους Ισραηλίτας και άφεσιν αμαρτιών.

Πραξ. 5,32         καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ῥημάτων τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ.

Πραξ. 5,32               Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες, που ηκούσαμεν και είδομεν αυτόν, δια να κηρύττωμεν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά, καθ' ον χρόνον και αυτό το Αγιον Πνεύμα, που έδωκεν ο Θεός εις όσους τον υπακούουν, μαρτυρεί την αλήθειαν των λόγων μας με τα θαύματα και τα χαρίσματά του”.

Πραξ. 5,33         οἱ δὲ ἀκούσαντες διεπρίοντο καὶ ἐβουλεύοντο ἀνελεῖν αὐτούς.

Πραξ. 5,33               Εκείνοι όμως, όταν ήκουσαν τα λόγια αυτά, εταράχθησαν, έτριζαν τα δόντια των με οργήν και συζητούσαν μεταξύ των, να καταδικάσουν αυτούς εις θάνατον.

Πραξ. 5,34         Ἀναστὰς δέ τις ἐν τῷ συνεδρίῳ Φαρισαῖος ὀνόματι Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντὶ τῷ λαῷ, ἐκέλευσεν ἔξω βραχύ τι τοὺς ἀποστόλους ποιῆσαι,

Πραξ. 5,34               Εσηκώθηκε όμως μέσα στο συνέδριον ένας Φαρισαίος, ονόματι Γαμαλιήλ, διδάσκαλος του Νομου, άνθρωπος κύρους και υπολήψεως ενώπιον όλου του λαού, και διέταξε να βγάλουν δι' ολίγον έξω από την αίθουσαν τους Αποστόλους.

Πραξ. 5,35         εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε ἑαυτοῖς ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις τί μέλλετε πράσσειν.

Πραξ. 5,35               Και είπε τότε προς τους συνέδρους· “άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε καλά τους εαυτούς σας και αναλογισθήτε την ευθύνην σας, δι' αυτό που σκέπτεσθε να πράξετε εναντίον αυτών των ανθρώπων.

Πραξ. 5,36         πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν.

Πραξ. 5,36               Διότι, πριν από τας ημέρας αυτάς, παρουσιάστηκε ο Θευδάς, ο οποίος έλεγε δια τον ευατόν του ότι είναι τάχα κάποιος μεγάλος. Τον ηκολούθησαν ως οπαδοί του κάπου τετρακόσιοι άνθρωποι. Αλλά εφονεύθη αυτός, και όλοι όσοι επίστευον εις αυτόν διελύθησαν και εξωλοθρεύθησαν.

Πραξ. 5,37         μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν.

Πραξ. 5,37               Επειτα από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τας ημέρας που έγινε από τους Ρωμαίους η απογραφή, και ετράβηξε με το μέρος του αρκετόν λαόν, αλλά και εκείνος εθανατώθηκε και εχάθηκε και όλοι όσοι τον υπήκουαν διεσκορπίσθησαν.

Πραξ. 5,38         καὶ τὰ νῦν λέγω ὑμῖν, ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς· ὅτι ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, καταλυθήσεται·

Πραξ. 5,38               Και τώρα εγώ σας λέγω, σταθήτε μακρυά από τους ανθρώπους τούτους, αφήσατέ τους και μη απλώνετε επάνω των τα χέρια σας. Διότι, εάν αυτό που σχεδιάζουν η το έργον που πράττουν προέρχεται εξ ανθρώπων, θα διαλυθή μόνο του.

Πραξ. 5,39         εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μή ποτε καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε.

Πραξ. 5,39               Εάν όμως είναι εκ του Θεού, δεν ημπορείτε σεις να το καταστρέψετε. Σκεφθήτε δε, μήπως γίνετε και θεομάχοι, πολεμούντες τον Θεόν και το έργον του”.

Πραξ. 5,40         ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπέλυσαν αὐτούς.

Πραξ. 5,40               Επείσθησαν δε εις αυτόν τα μέλη του συνεδρίου και αφού επροσκάλεσαν τους Αποστόλους πάλιν εις την αίθουσαν, τους έδειραν, τους παρήγγειλαν να μη κηρύττουν πλέον επί τω ονόματι του Ιησού και κατόπιν τους απέλυσαν.

Πραξ. 5,41         οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι·

Πραξ. 5,41                Αλλά οι Απόστολοι, ύστερα από όλα αυτά, ανεχώρησαν από το συνέδριον χαίροντες, διότι ηξιώθησαν της μεγάλης τιμής να υποστούν εξευτελιστικήν τιμωρίαν χάριν του ονόματος του Χριστού.

Πραξ. 5,42         πᾶσαν τε ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ κατ᾿ οἶκον οὐκ ἐπαύοντο διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι Ἰησοῦν τὸν Χριστόν.

Πραξ. 5,42               Δεν εσταματούσαν δε κάθε ημέραν, τόσον ενώπιον του λαού στο ιερόν, όσον και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, να διδάσκουν και να μεταδίδουν την χαρμόσυνον αγγελίαν, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο σταλμένος από τον Θεόν Σωτήρ.