Πραξ. 25,13 Ἡμερῶν δὲ
διαγενομένων τινῶν Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς καὶ Βερνίκη κατήντησαν εἰς Καισάρειαν
ἀσπασόμενοι τὸν Φῆστον.
Πραξ. 25,13 Αφού δε
επέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλεύς Αγρίππας και η αδελφή του Βερνίκη ήλθαν
εις την Καισάρειαν με τον σκοπόν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν τον Φήστον.
Πραξ. 25,14 ὡς δὲ πλείους
ἡμέρας διέτριβον ἐκεῖ, ὁ Φῆστος τῷ βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον λέγων·
ἀνήρ τίς ἐστι καταλελειμμένος ὑπὸ Φήλικος δέσμιος,
Πραξ. 25,14 Καθώς δε
παρέμειναν εκεί περισσότερες ημέρες, ο Φήστος εξέθεσε στον βασιλέα τα κατά
τον Παύλον λέγων· “κάποιος άνθρωπος έχει αφεθή φυλακισμένος από τον Φηλικα.
Πραξ. 25,15 περὶ οὗ
γενομένου μου εἰς Ἱεροσόλυμα ἐνεφάνισαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν
Ἰουδαίων αἰτούμενοι κατ᾿ αὐτοῦ δίκην·
Πραξ. 25,15 Δι'
αυτόν, όταν εγώ επήγα εις Ιεροσόλυμα, μου επέδωσαν καταγγελίαν οι αρχιερείς
και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, ζητούντες να τον δικάσω και καταδικάσω.
Πραξ. 25,16 πρὸς οὓς
ἀπεκρίθην ὅτι οὐκ ἔστιν ἔθος Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν
πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ πρόσωπον ἔχοι τοὺς κατηγόρους τόπον τε
ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος.
Πραξ. 25,16 Απήντησα
όμως εις αυτούς ότι δεν υπάρχει συνήθεια στους Ρωμαίους, δια να φανούν
ευχάριστοι εις κάποιους, να παραδίδουν ένα άνθρωπον εις θάνατον, πριν ο
κατηγορούμενος έλθη εις αντιπαράστασιν προς τους μηνυτάς του και πριν λάβη
το δικαίωμα να απολογηθή δια το έγκλημα, που κατηγορείται.
Πραξ. 25,17 συνελθόντων οὖν
αὐτῶν ἐνθάδε ἀναβολὴν μηδεμίαν ποιησάμενος τῇ ἑξῆς καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος
ἐκέλευσα ἀχθῆναι τὸν ἄνδρα·
Πραξ. 25,17 Οταν δε
αυτοί ήλθαν μαζή μου εδώ, εγώ χωρίς καμμίαν αναβολήν εκάθισα αμέσως την
επομένην ημέραν στο δικαστικόν βήμα και διέταξα να προσαχθή ο άνθρωπος
αυτός.
Πραξ. 25,18 περὶ οὗ
σταθέντες οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἐπέφερον ὧν ὑπενόουν ἐγώ,
Πραξ. 25,18 Οι
κατήγοροι όμως, όταν εστάθησαν εις την δικαστικήν αίθουσαν, δεν διετύπωσαν
καμμίαν εναντίον του κατηγορίαν, από εκείνας τας οποίας εγώ υπέθετα και
επερίμενα.
Πραξ. 25,19 ζητήματα δέ
τινα περὶ τῆς ἰδίας δεισιδαιμονίας εἶχον πρὸς αὐτὸν καὶ περί τινος Ἰησοῦ
τεθνηκότος, ὃν ἔφασκεν ὁ Παῦλος ζῆν.
Πραξ. 25,19 Αλλά
είχαν εναντίον του κάποια ζητήματα περί της ιδικής των θρησκείας και δια
κάποιον Ιησούν πεθαμένον, δια τον οποίον ο Παύλος έλεγε ότι ζη.
Πραξ. 25,20 ἀπορούμενος δὲ
ἐγὼ τὴν περὶ τούτου ζήτησιν ἔλεγον εἰ βούλοιτο πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα
κἀκεῖ κρίνεσθαι περὶ τούτων.
Πραξ. 25,20 Επειδή δε
εγώ ευρέθηκα εις απορίαν δια την έρευναν του ζητήματος αυτού, είπα στον
Παύλον, εάν ήθελε, να μεταβη εις Ιεροσόλυμα και να δικασθή εκεί δι' αυτά τα
ζητήματα.
Πραξ. 25,21 τοῦ δὲ Παύλου
ἐπικαλεσαμένου τηρηθῆναι αὐτὸν εἰς τὴν τοῦ Σεβαστοῦ διάγνωσιν, ἐκέλευσα
τηρεῖσθαι αὐτὸν ἕως οὗ πέμψω αὐτὸν πρὸς Καίσαρα.
Πραξ. 25,21 Επειδή
όμως ο Παύλος, επικαλεσθείς την ρωμαϊκήν του υπηκοότητα, εζήτησε να
φρουρηθή, δια να δικασθή από τον σεβαστόν αυτοκράτορα, διέταξα να φρουρήται
αυτός, έως ότου τον στείλω στον Καίσαρα”.
Πραξ. 25,22 Ἀγρίππας δὲ
πρὸς τὸν Φῆστον ἔφη· ἐβουλόμην καὶ αὐτὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀκοῦσαι. ὁ δέ, αὔριον,
φησίν, ἀκούσῃ αὐτοῦ.
Πραξ. 25,22 Είπε δε ο
Αγρίππας προς τον Φήστον· “ήθελα και εγώ ο ίδιος να ακούσω αυτόν τον
άνθρωπον”. Ο δε Φήστος απήντησε· “αύριον θα τον ακούσης”.
Πραξ. 25,23 Τῇ οὖν ἐπαύριον
ἐλθόντος τοῦ Ἀγρίππα καὶ τῆς Βερνίκης μετὰ πολλῆς φαντασίας καὶ εἰσελθόντων
εἰς τὸ ἀκροατήριον σύν τε τοῖς χιλιάρχοις καὶ ἀνδράσι τοῖς κατ᾿ ἐξοχὴν οὖσι
τῆς πόλεως, καὶ κελεύσαντος τοῦ Φήστου ἤχθη ὁ Παῦλος.
Πραξ. 25,23 Την
επομένην, αφού ήλθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη λαμπροστολισμένοι και με πολλήν
συνοδείαν και εισήλθαν εις την αίθουσαν του δικαστηρίου μαζή με τους
χιλιάρχους και τους άλλους επισήμους άνδρας, που ήσαν εις την πόλιν, διέταξε
ο Φήστος και ωδηγήθηκε εκεί ο Παύλος.
Πραξ. 25,24 καί φησιν ὁ
Φῆστος· Ἀγρίππα βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες, θεωρεῖτε
τοῦτον περὶ οὗ πᾶν τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἐνέτυχόν μοι ἔν τε Ἱεροσολύμοις
καὶ ἐνθάδε, ἐπιβοῶντες μὴ δεῖν ζῆν αὐτὸν μηκέτι.
Πραξ. 25,24 Και λέγει
τότε ο Φήστος· “Βασιλεύ Αγρίππα και όλοι όσοι είσθε παρόντες εδώ μαζή μας,
βλέπετε τον άνθρωπον αυτόν, δια τον οποίον όλος ο λαός των Ιουδαίων ήλθαν
και με συνήντησαν και εις τα Ιεροσόλυμα και εδώ και εφώναζαν ότι δεν πρέπει
πλέον αυτός να ζη.
Πραξ. 25,25 ἐγὼ δὲ
καταλαβόμενος μηδὲν ἄξιον θανάτου αὐτὸν πεπραχέναι, καὶ αὐτοῦ δὲ τούτου
ἐπικαλεσαμένου τὸν Σεβαστόν, ἔκρινα πέμπειν αὐτόν.
Πραξ. 25,25 Εγώ όμως
επειδή εκατάλαβα ότι τίποτε άξιον θανάτου δεν έχει πράξει αυτός και επειδή
και αυτός ο ίδιος επεκαλέσθη τον σεβαστόν αυτοκράτορα, επήρα την απόφασιν να
τον στείλω εις την Ρωμην.
Πραξ. 25,26 περὶ οὗ ἀσφαλές
τι γράψαι τῷ κυρίῳ οὐκ ἔχω· διὸ προήγαγον αὐτὸν ἐφ᾿ ὑμῶν καὶ μάλιστα ἐπὶ σοῦ,
βασιλεῦ Ἀγρίππα, ὅπως τῆς ἀνακρίσεως γενομένης σχῶ τι γράψαι.
Πραξ. 25,26 Δεν έχω
όμως τίποτε το σαφές και βέβαιον να γράψω δι' αυτόν στον κύριον. Δι' αυτό,
τον έφερα από την φυλακήν εις σας και μάλιστα εμπρός εις σε, βασιλεύ
Αγρίππα, δια να γίνη ανάκρισις και από αυτήν να έχω κάτι να γράψω.
Πραξ. 25,27 ἄλογον γὰρ μοι
δοκεῖ πέμποντα δέσμιον μὴ καὶ τὰς κατ᾿ αὐτοῦ αἰτίας σημᾶναι.
Πραξ. 25,27 Διότι μου
φαίνεται παράλογον να στέλνω κάποιον δεμένον εις την Ρωμην, χωρίς να
καθορίσω τας εναντίον του κατηγορίας”.
|