Πραξ. 24,10 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ
Παῦλος νεύσαντος αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος λέγειν· ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα σε κριτὴν τῷ
ἔθνει τούτῳ ἐπιστάμενος εὐθυμότερον τὰ περὶ ἐμαυτοῦ ἀπολογοῦμαι,
Πραξ. 24,10 Ο δε
Παύλος, όταν ο ηγεμών του έκαμε νεύμα να ομιλήση, απεκρίθη· “επειδή γνωρίζω,
ότι από πολλά χρόνια είσαι δικαστής στο έθνος τούτο, με πρόθυμον διάθεσιν
και με εμπιστοσύνην απολογούμαι ενώπιόν σου δια τα περί εμέ.
Πραξ. 24,11 δυναμένου σου
γνῶναι ὅτι οὐ πλείους εἰσί μοι ἡμέραι δεκαδύο ἀφ᾿ ἧς ἀνέβην προσκυνήσων εἰς
Ἱερουσαλήμ·
Πραξ. 24,11 Και
τούτο, διότι ημπορείς συ να πληροφορηθής, ότι δεν είναι περισσότερες από
δώδεκα ημέρες από τότε που ανέβηκα εις Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσω.
Πραξ. 24,12 καὶ οὔτε ἐν τῷ
ἱερῷ εὗρόν με πρός τινα διαλεγόμενον ἢ ἐπισύστασιν ποιοῦντα ὄχλου, οὔτε ἐν
ταῖς συναγωγαῖς οὔτε κατὰ τὴν πόλιν·
Πραξ. 24,12 Και ούτε
στο ιερόν με ευρήκαν να συζητώ με κανένα η να κάνω συναγερμόν του όχλου ούτε
εις τας συναγωγάς ούτε εις οποιονδήποτε άλλο μέρος της πόλεως.
Πραξ. 24,13 οὔτε παραστῆσαι
δύνανται περὶ ὧν νῦν κατηγοροῦσί μου.
Πραξ. 24,13 Ούτε
ημπορούν να αποδείξουν αυτά, δια τα οποία τώρα με κατηγορούν.
Πραξ. 24,14 ὁμολογῶ δὲ
τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ,
πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις,
Πραξ. 24,14 Ομολογώ
όμως εις σε τούτο· ότι σύμφωνα με την νέαν πίστιν, την χριστιανικήν, την
οποίαν αυτοί ονομάζουν αίρεσιν, έτσι λατρεύω τον Θεόν των πατέρων μας,
πιστεύων εις όλα όσα διατάσσει ο Νομος και εις όσα είνα γραμμένα στους
προφήτας.
Πραξ. 24,15 ἐλπίδα ἔχων εἰς
τὸν Θεὸν ἣν καὶ αὐτοὶ οὗτοι προσδέχονται, ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι νεκρῶν,
δικαίων τε καὶ ἀδίκων·
Πραξ. 24,15 Εχω
πίστιν και ελπίδα στον Θεόν, την οποίαν και αυτοί οι ίδιοι έχουν και
συμμερίζονται, ότι δηλαδή θα γίνη ανάστασις νεκρών, δικαίων και αδίκων.
Πραξ. 24,16 ἐν τούτῳ δὲ καὶ
αὐτὸς ἀσκῶ ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ
παντός.
Πραξ. 24,16 Ακριβώς
δε διότι έχω αυτή την ελπίδα, εργάζομαι προσπαθών να έχω πάντοτε συνείδησιν
αγαθήν, χωρίς καμμίαν τύψιν ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων.
Πραξ. 24,17 δι᾿ ἐτῶν δὲ
πλειόνων παρεγενόμην ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ προσφοράς·
Πραξ. 24,17 Αφού δε
απουσίασα αρκετά έτη, ήρθα εις την Ιερουσαλήμ, δια να φέρω ελεημοσύνας στο
έθνος μου και να προσφέρω θυσίας στον ναόν.
Πραξ. 24,18 ἐν οἷς εὗρόν με
ἡγνισμένον ἐν τῷ ἱερῷ, οὐ μετὰ ὄχλου οὐδὲ μετὰ θορύβου, τινὲς ἀπὸ τῆς Ἀσίας
Ἰουδαῖοι,
Πραξ. 24,18 Εις αυτά
ακριβώς τα έργα μου με ευρήκαν στο ιερόν να εκπληρώνω όσα δια τον αγνισμόν
είναι καθιερωμένα, όχι με όχλον ούτε με αναταραχήν και αναστάτωσιν. Με
ευρήκαν δε μερικοί Ιουδαίοι από την Ασίαν,
Πραξ. 24,19 οὓς ἔδει ἐπὶ
σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρός με.
Πραξ. 24,19 οι οποίοι
έπρεπε και να παρουσιασθούν ενώπιόν σου και να καταθέσουν κατηγορίαν, εάν
βέβαια υποτεθή ότι έχουν κάτι εναντίον να καταθέσουν.
Πραξ. 24,20 ἢ αὐτοὶ οὗτοι
εἰπάτωσαν τί εὗρον ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ συνεδρίου,
Πραξ. 24,20 Η επί
τέλους, ας πουν αυτοί εδώ, ποίον αδίκημα ευρήκαν εις εμέ, όταν εστάθηκα ως
κατηγορούμενος στο συνέδριόν των.
Πραξ. 24,21 ἢ περὶ μιᾶς
ταύτης φωνῆς ἧς ἔκραξα ἑστὼς ἐν αὐτοῖς, ὅτι περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ
κρίνομαι σήμερον ὑφ᾿ ὑμῶν.
Πραξ. 24,21 Εκτός εάν
αδίκημα θεωρούν μίαν φωνήν, που εφώναξα δυνατά όρθιος εν μέσω αυτών, ότι εγώ
δικάζομαι σήμερα από σας περί αναστάσεως νεκρών”.
Πραξ. 24,22 Ἀκούσας δὲ
ταῦτα ὁ Φῆλιξ ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ, εἰπών·
ὅταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος καταβῇ, διαγνώσομαι τὰ καθ᾿ ὑμᾶς,
Πραξ. 24,22 Οταν δε ο
Φήλιξ ήκουσε αυτά, ανέβαλε να βγάλη απόφασιν, και τούτο διότι εγνώριζε πολύ
καλύτερα τα περί νέας θρησκείας και αντελήφθη ότι είναι ασύστατοι αι
κατηγορίαι των Ιουδαίων εναντίον του Παύλου. Είπε όμως· “όταν ο Λυσίας ο
χιλίαρχος κατεβή εις την Καισάρειαν, θα πληροφορηθώ καλύτερον το ζήτημά
σας”.
Πραξ. 24,23 διαταξάμενός τε
τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν
ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ.
Πραξ. 24,23 Εδωσε δε
διαταγήν στον εκατόνταρχον, να φρουρήται ο Παύλος, να έχη σχετικήν
ελευθερίαν και ευκολίαν και να μη εμποδίζεται κανείς από τους ιδικούς του να
τον υπηρετή η να τον επισκέπτεται.
|