Πραξ. 28,16 Ὅτε δὲ ἤλθομεν
εἰς Ῥώμην, ὁ ἑκατοντάρχης παρέδωκε τοὺς δεσμίους τῷ στρατοπεδάρχῃ· τῷ δὲ
Παύλῳ ἐπετράπη μένειν καθ᾿ ἑαυτὸν σὺν τῷ φυλάσσοντι αὐτὸν στρατιώτῃ.
Πραξ. 28,16 Οταν δε
ήλθαμεν εις την Ρωμην, ο εκατόνταρχος παρέδωκε τους δεσμίους στον αρχηγόν
του στρατοπέδου. Εις τον Παύλον όμως εδόθηκε η άδεια να μένη μόνος του εις
δωμάτιον μαζή με τον στρατιώτην, που τον εφρουρούσε.
Πραξ. 28,17 Ἐγένετο δὲ μετὰ
ἡμέρας τρεῖς συγκαλέσασθαι τὸν Παῦλον τοὺς ὄντας τῶν Ἰουδαίων πρώτους·
συνελθόντων δὲ αὐτῶν ἔλεγε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ οὐδὲν ἐναντίον
ποιήσας τῷ λαῷ ἢ τοῖς ἔθεσι τοῖς πατρῴοις δέσμιος ἐξ Ἱεροσολύμων παρεδόθην
εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ῥωμαίων·
Πραξ. 28,17 Επειτα δε
από τρεις ημέρας επροσκάλεσε ο Παύλος τους προκρίτους εκ των Ιουδαίων. Οταν
δε αυτοί συνεκεντρώθησαν, τους είπε·“άνδρες αδελφοί, εγώ χωρίς να έχω κάμει
τίποτε εναντίον του λαού η εναντίον των ιερών πατροπαραδότων εθίμων,
παρεδόθην δέσμιος από τα Ιεροσόλυμα εις τα χέρια των Ρωμαίων.
Πραξ. 28,18 οἵτινες
ἀνακρίνατές με ἐβούλοντο ἀπολῦσαι διὰ τὸ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου ὑπάρχειν ἐν
ἐμοί.
Πραξ. 28,18 Αυτοί,
αφού με ανέκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, διότι δεν υπήρχε εις εμέ και δεν
με εβάρυνε κανένα έγκλημα άξιον θανάτου.
Πραξ. 28,19 ἀντιλεγόντων δὲ
τῶν Ἰουδαίων ἠναγκάσθην ἐπικαλέσασθαι Καίσαρα, οὐχ ὡς τοῦ ἔθνους μου ἔχων τι
κατηγορῆσαι.
Πραξ. 28,19 Επειδή
όμως οι Ιουδαίοι αντέλεγαν, ηναγκάσθην να επικαλεσθώ τον Καίσαραν, όχι διότι
έχω να κατηγορήσω εις κάτι το έθνος μου, αλλά διότι ήθελα να υπερασπίσω τον
ευατόν μου.
Πραξ. 28,20 διὰ ταύτην οὖν
τὴν αἰτίαν παρεκάλεσα ὑμᾶς ἰδεῖν καὶ προσλαλῆσαι· ἕνεκεν γὰρ τῆς ἐλπίδος τοῦ
Ἰσραὴλ τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι.
Πραξ. 28,20 Δι' αυτόν
λοιπόν τον λόγον σας παρεκάλεσα να σας ίδω και να σας ομιλήσω δια την αιτίαν,
που είμαι δέσμιος. Διότι εγώ ένεκα της ελπίδος του ισραηλιτικού λαού, δια
την έλευσιν του λυτρωτού Μεσσίου, είμαι δεμένος με αυτήν την αλυσίδα”.
Πραξ. 28,21 οἱ δὲ πρὸς
αὐτὸν εἶπον· ἡμεῖς οὔτε γράμματα περὶ σοῦ ἐδεξάμεθα ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας, οὔτε
παραγενόμενός τις τῶν ἀδελφῶν ἀπήγγειλεν ἢ ἐλάλησέ τι περὶ σοῦ πονηρόν.
Πραξ. 28,21 Εκείνοι
δε είπαν προς αυτόν· “ημείς ούτε γράμματα δια σε ελάβαμε από την Ιουδαίαν
ούτε κανένας από τους αδελφούς ήλθε και μας ανέφερε η μας είπε κάτι κακόν
εναντίον σου.
Πραξ. 28,22 ἀξιοῦμεν δὲ
παρὰ σοῦ ἀκοῦσαι ἃ φρονεῖς· περὶ μὲν γὰρ τῆς αἱρέσεως ταύτης γνωστόν ἐστιν
ἡμῖν ὅτι πανταχοῦ ἀντιλέγεται.
Πραξ. 28,22 Παντως
έχομεν την δικαίαν αξίωσιν και επιθυμούμεν να ακούσωμεν από σε αυτά, τα
οποία φρονείς· μας είναι όμως γνωστόν ότι δια την θρησκευτικήν αυτήν
αίρεσιν, εις την οποίαν ανήκεις, εις κάθε μέρος πολλαί λέγονται αντιλογίαι”.
Πραξ. 28,23 Ταξάμενοι δὲ
αὐτῶ ἡμέραν ἦκον πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν ξενίαν πλείονες, οἷς ἐξετίθετο
διαμαρτυρόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ πείθων τε αὐτοὺς τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ
ἀπό τε τοῦ νόμου Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν ἀπὸ πρωΐ ἕως ἑσπέρας.
Πραξ. 28,23 Αφού δε
ώρισαν εις αυτόν ημέραν συναντήσεως, ήλθαν στο οίκημα, όπου εφιλοξενείτο,
περισσότεροι τώρα. Εις αυτούς εξέθετε ο Παύλος τα περί του Χριστού και έδιδε
την καλήν μαρτυρίαν περί της βασιλείας του Θεού και προσπαθούσε να πείση
αυτούς δια την ζωήν και το έργον του Ιησού, ομιλών από πρωίας έως το βράδυ
και φέρων αποδείξεις από τον νόμον του Μωϋσέως και τους προφήτας.
Πραξ. 28,24 καὶ οἱ μὲν
ἐπείθοντο τοῖς λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν.
Πραξ. 28,24 Και άλλοι
μεν επείθοντο εις τα λεγόμενα του Παύλου, άλλοι δε απιστούσαν.
Πραξ. 28,25 ἀσύμφωνοι δὲ
ὄντες πρὸς ἀλλήλους ἀπελύοντο, εἰπόντος τοῦ Παύλου ῥῆμα ἕν, ὅτι καλῶς τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐλάλησε διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν
Πραξ. 28,25 Επειδή δε
διαφωνούσαν μεταξύ των, ανεχώρησαν, αφού τους είπε ο Παύλος ένα ακόμη λόγον,
ότι δηλαδή “καλά είπε το Πνεύμα το Αγιον δια του προφήτου Ησαΐου προς τους
προγόνους μας,
Πραξ. 28,26 λέγον·
πορεύθητι πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ εἶπον· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε,
καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε,
Πραξ. 28,26 λέγον·
πήγαινε στον λαόν αυτόν και ειπέ· Θα ακούσετε, αλλά δεν θα καταλάβετε, και
με τα ίδια σας τα μάτια θα ιδήτε, αλλά δεν θα ίδετε την αλήθειαν του
Ευαγγελίου.
Πραξ. 28,27 ἐπαχύνθη γὰρ ἡ
καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ
καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.
Πραξ. 28,27 Διότι
εχόνδρυνε και εσκληρύνθηκε η καρδία του λαού τούτου και εβαρυάκουσαν με τα
αυτιά της ψυχής των και έκλεισαν τα μάτια του νου των, ώστε να μην ίδουν με
τα μάτια των και να μη ακούσουν με τα αυτιά των και να μη καταλάβουν την
αλήθειαν του Ευαγγελίου με την διάνοιάν των και επιστρέψουν εις εμέ
μετανοημένοι και θεραπεύσω αυτούς.
Πραξ. 28,28 γνωστὸν οὖν
ἔστω ὑμῖν ὅτι τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ
ἀκούσονται.
Πραξ. 28,28 Αλλά ας
είναι γνωστόν εις σας, ότι αυτή η δια του Μεσσίου σωτηρία εκ μέρους του Θεού
εστάλη στους εθνικούς. Αυτοί θα την ακούσουν και θα την δεχθούν με αγαθήν
διάθεσιν”.
Πραξ. 28,29 καὶ ταῦτα αὐτοῦ
εἰπόντος ἀπῆλθον οἱ Ἰουδαῖοι πολλὴν ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς συζήτησιν.
Πραξ. 28,29 Και αφού
είπε ο Παύλος αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι συζητούντες πολύ και με πολλήν έξαψιν
μεταξύ των.
Πραξ. 28,30 Ἔμεινε δὲ ὁ
Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι καὶ ἀπεδέχετο πάντας τοὺς
εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν,
Πραξ. 28,30 Εμεινε δε
ο Παύλος δύο ολόκληρα έτη εις ιδιαίτερον οίκημα, το οποίον είχε ενοικιάσει
και εδέχετο με χαράν όλους εκείνους, που ήρχοντο εις επίσκεψίν του.
Πραξ. 28,31 κηρύσσων τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης
παῤῥησίας ἀκωλύτως.
Πραξ. 28,31 Εκήρυσσε
δε προς αυτούς την βασιλείαν του Θεού και εδίδασκε τα περί του Κυρίου Ιησού
Χριστού με κάθε παρρησίαν, χωρίς να του περεμβάλη κανείς κανένα εμπόδιον.
|