Πραξ. 17,16 Ἐν δὲ ταῖς
Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ
θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν.
Πραξ. 17,16 Ενώ δε ο
Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι
έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα.
Πραξ. 17,17 διελέγετο μὲν
οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ
πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας.
Πραξ. 17,17 Συζητούσε
λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και με τους
προσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με όσους συναντούσε κάθε
ημέραν εις την αγοράν.
Πραξ. 17,18 τινὲς δὲ τῶν
Ἐπικουρείων καὶ τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί
ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ
καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς.
Πραξ. 17,18 Μερικοί
δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν με αυτόν.
Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός ο διαδοσίας;” Αλλοι δε
έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττει ξένας και αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το
έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν.
Πραξ. 17,19 ἐπιλαβόμενοί τε
αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη
ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή;
Πραξ. 17,19 Και αφού
τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν να
μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις;
Πραξ. 17,20 ξενίζοντα γάρ
τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα
εἶναι.
Πραξ. 17,20 Διότι
εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιά μας· θέλομεν να
μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”.
Πραξ. 17,21 Ἀθηναῖοι δὲ
πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ
ἀκούειν καινότερον.
Πραξ. 17,21 Εζήτησαν
δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμεναν εις τας
Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να λέγουν και να
ακούουν νεώτερα.
Πραξ. 17,22 Σταθεὶς δὲ ὁ
Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς
δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.
Πραξ. 17,22 Αφού
εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρες Αθηναίοι, εγώ σας
θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους ανθρώπους.
Πραξ. 17,23 διερχόμενος γὰρ
καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ
Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
Πραξ. 17,23 Διότι,
καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα με προσοχήν τα ιερά,
που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο χαραγμένη η επιγραφή· Εις
τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε,
αυτόν εγώ κηρύττω εις σας.
Πραξ. 17,24 ὁ Θεὸς ὁ
ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος
ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ,
Πραξ. 17,24 Ο Θεός, ο
οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει
απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους
κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων.
Πραξ. 17,25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν
ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν
καὶ τὰ πάντα·
Πραξ. 17,25 Ούτε και
υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην από κάτι. Δεν έχει
ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν και αναπνοήν και όλα
όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των.
Πραξ. 17,26 ἐποίησέ τε ἐξ
ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς,
ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,
Πραξ. 17,26 Αυτός
έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούν στο πρόσωπον της
γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους καιρούς εμφανίσεως
και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας των.
Πραξ. 17,27 ζητεῖν τὸν
Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς
ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα.
Πραξ. 17,27 Τους
ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπως και θα
κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύ
κοντά στον καθένα από ημάς.
Πραξ. 17,28 ἐν αὐτῷ γὰρ
ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι·
τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
Πραξ. 17,28 Διότι
μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν και κινούμεθα και
υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν πει. Διότι είμεθα
ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και καθ' ομοίωσιν.
Πραξ. 17,29 γένος οὖν
ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι
τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.
Πραξ. 17,29 Εφ' οσον
λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης είναι
ομοία με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή που έχουν
χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου.
Πραξ. 17,30 τοὺς μὲν οὖν
χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι
πανταχοῦ μετανοεῖν,
Πραξ. 17,30 Τωρα
λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς είναι, αφήκε τους χρόνους αυτούς της αγνοίας
και ειδωλολατρίας των ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους
πανταχού της γης να μετανοήσουν.
Πραξ. 17,31 διότι ἔστησεν
ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε,
πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
Πραξ. 17,31 Διότι
ώρισεν ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην την οικουμένην με
δικαιοσύνην δια μέσου ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν και τον
επρόβαλε εις όλους με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν
εκ νεκρών”.
Πραξ. 17,32 ἀκούσαντες δὲ
ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ
τούτου.
Πραξ. 17,32 Οταν όμως
ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι δε του είπαν·
“θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”.
Πραξ. 17,33 καὶ οὕτως ὁ
Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν.
Πραξ. 17,33 Ετσι δε,
αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τον Αρειον Παγον εκ μέσου
αυτών.
Πραξ. 17,34 τινὲς δὲ ἄνδρες
κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ
ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
Πραξ. 17,34 Μερικοί
όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τον ηκολούθησαν με εμπιστοσύνην
και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Διονύσιος ο
Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοί άλλοι μαζή με
αυτούς.
|