Πραξ. 16,16 Ἐγένετο δὲ
πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος
ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη.
Πραξ. 16,16 Καποτε
δε, όταν ημείς επηγαίναμε στον τόπον της προσευχής, μας συνήντησε στον
δρόμον μια νεαρά δούλη, που είχε πονηρόν, μαντικόν πνεύμα μέσα της και έδιδε
διαφόρους μαντείας επί μέσα της και έδιδε διαφόρους μαντείας επί πληρωμή.
Αυτή με τας μαντείας που έδινε, απέδιδε πολλά κέρδη στους κυρίους της.
Πραξ. 16,17 αὕτη
κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι
δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν
σωτηρίας.
Πραξ. 16,17 Αυτή,
λοιπόν, ηκολούθησε από κοντά τον Παύλον και τον Σιλαν και έκραζε λέγουσα·
“αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του υψίστου, οι οποίοι μας κάνουν
γνωστόν τον δρόμον της σωτηρίας”.
Πραξ. 16,18 τοῦτο δὲ ἐποίει
ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε·
παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν
αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.
Πραξ. 16,18 Αυτό δε
έκανε επί πολλάς ημέρας (διότι το πανούργον πονηρόν πνεύμα ήθελε ν' αποκτήση
έτσι την εμπιστοσύνην και εκείνων, που θα επίστευαν στον Χριστόν).
Ενοχληθείς δε και οργισθείς ο Παύλος από την πανούργον αυτήν μαρτυρίαν
εγύρισε προς την παιδίσκην, που τον ακολουθούσε, και είπε στο πονηρόν
πνεύμα· “σε διατάσσω, εν ονόματι του Ιησού Χριστού, να εξέλθης από αυτήν”.
Και πράγματι το πονηρόν πνεύμα εβγήκε αμέσως την στιγμήν εκείνην.
Πραξ. 16,19 Ἰδόντες δὲ οἱ
κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον
καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας,
Πραξ. 16,19 Οι
κύριοι όμως αυτής όταν είδαν, ότι έφυγε η ελπίς της προσοδοφόρου εργασίας
των, συνέλαβαν τον Παύλον και τον Σιλαν και τους έφεραν εις την αγοράν προς
τους άρχοντας.
Πραξ. 16,20 καὶ
προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν
ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες.
Πραξ. 16,20 Και αφού
τους ωδήγησαν εμπρός στους στρατηγούς, είπαν· “αυτοί οι άνθρωποι, που είναι
Ιουδαίοι, αναστατώνουν τον πόλιν μας·
Πραξ. 16,21 καὶ
καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι.
Πραξ. 16,21 και
κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα, τα οποία δεν επιτρέπεται ημείς οι Ρωμαίοι να τα
παραδεχώμεθα και να τα τηρούμεν”.
Πραξ. 16,22 καὶ συνεπέστη ὁ
ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον
ῥαβδίζειν,
Πραξ. 16,22 Και
συνεκεντρώθη ο όχλος εναντίον των. Οι στρατηγοί τότε έσχισαν τα ιμάτια των
Αποστόλων και διέταξαν τους ραβδούχους να τους ραβδίσουν.
Πραξ. 16,23 πολλάς τε
ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι
ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς·
Πραξ. 16,23 Αφού δε
τους κατέφεραν πολλά κτυπήματα, τους έβαλαν εις την φυλακήν παραγγείλαντες
στον δεσμοφύλακα να τους φρουρή με κάθε ασφάλειαν.
Πραξ. 16,24 ὃς παραγγελίαν
τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν
ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.
Πραξ. 16,24 Αυτός δε,
επειδή έλαβε μίαν τέτοιαν αυστηράν εντολήν, έρριψε αυτούς στο βαθύτερον
κελλί των φυλακών και έδεσε τα πόδια των εις ένα ειδικόν ξύλον, ώστε να τους
είναι αδύνατος κάθε κίνησις.
Πραξ. 16,25 Κατὰ δὲ τὸ
μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ
αὐτῶν οἱ δέσμιοι.
Πραξ. 16,25 Κατά το
μεσονύκτιον όμως ο Παύλος και ο Σιλας προσηύχοντο και έψαλλαν ύμνους προς
τον Θεόν. Τους ήκουον δε με προσοχήν οι φυλακισμένοι.
Πραξ. 16,26 ἄφνω δὲ σεισμὸς
ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε
παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη.
Πραξ. 16,26 Και
αίφνης έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε εκλονίσθησαν τα θεμέλια της φυλακής.
Ανοίχτηκαν δε αμέσως μόναι των όλαι αι θύραι και όλων των φυλακισμένων τα
δεσμά έπεσαν.
Πραξ. 16,27 ἔξυπνος δὲ
γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος
μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους.
Πραξ. 16,27 Καθώς δε
εξύπνησε ο δεσμοφύλαξ από τον σεισμόν και είδε αναικτάς τας θύρας της
φυλακής, ανέσυρε μάχαιραν και ητοιμάζετο να αυτοκτονήση, διότι ενόμισεν ότι
είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι.
Πραξ. 16,28 ἐφώνησε δὲ φωνῇ
μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε.
Πραξ. 16,28 Ο Παύλος
όμως εφώναξε με μεγάλην φωνήν λέγων· “μη κάμης κανένα κακόν κατά του εαυτού
σου· διότι όλοι ανεξαιρέτως οι φυλακισμένοι είμεθα εδώ”.
Πραξ. 16,29 αἰτήσας δὲ φῶτα
εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ,
Πραξ. 16,29 Αφού δε
εζήτησε φώτα ο δεσμοφύλαξ, εισώρμησε εις την φυλακήν και είδε, όπως του είχε
πει ο Παύλος, όλους τους φυλακισμένους εκεί, εκατάλαβε αμέσως το θαύμα,
εκυριεύθηκε από τρόμον και έπεσε εις τα πόδια του Παύλου και του Σιλα.
Πραξ. 16,30 καὶ προαγαγὼν
αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;
Πραξ. 16,30 Και αφού
τους έβγαλε έξω από το βαθύ κελλί, εις την αυλήν της φυλακής, τους είπε·
“κύριοι, τι πρέπει να κάμω, δια να εύρω και εγώ την σωτηρίαν;”
Πραξ. 16,31 οἱ δὲ εἶπον·
πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου.
Πραξ. 16,31 Και
εκείνοι του είπαν· “πίστευσε συ στον Κυριον Ιησούν Χριστόν και θα σωθής συ
και όλο σου το σπίτι”.
Πραξ. 16,32 καὶ ἐλάλησαν
αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.
Πραξ. 16,32 Και
εκήρυξαν εις αυτόν τον λόγον του Κυρίου και εις όλους όσοι ήσαν στο σπίτι
του.
Πραξ. 16,33 καὶ παραλαβὼν
αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη
αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα,
Πραξ. 16,33 Και αφού
τους επήρε εκείνην την ώραν της νυκτός, τους έλουσε από τα αίματα των πληγών
των. Και αμέσως εβαπτίσθηκε αυτός και όλοι οι δικοί του.
Πραξ. 16,34 ἀναγαγών τε
αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ
πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
Πραξ. 16,34 Και αφού
τους ανέβασε στο σπίτι του, παρέθεσε τράπεζαν φαγητών και εδοκίμασε μεγάλην
χαράν μαζή με όλην την οικογένειάν του, επειδή ακριβώς είχε πιστεύσει στον
Θεόν.
Πραξ. 16,35 Ἡμέρας δὲ
γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς
ἀνθρώπους ἐκείνους.
Πραξ. 16,35 Αφού δε
έγινε ημέρα, έστειλαν οι στρατηγοί τους ραβδούχους στον δεσμοφύλακα και
είπαν· “απόλυσε εκείνους τους ανθρώπους από την φυλακήν”.
Πραξ. 16,36 ἀπήγγειλε δὲ ὁ
δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ
στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ.
Πραξ. 16,36 Ανήγγειλε
δε ο δεσμοφύλαξ αυτούς τους λόγους προς τον Παύλον, ότι δηλαδή, “έστειλαν οι
στρατηγοί και με διέταξαν να αποφυλακισθήτε. Τωρα λοιπόν εβγάτε από την
φυλακήν και πηγαίνετε στο καλό”.
Πραξ. 16,37 ὁ δὲ Παῦλος ἔφη
πρὸς αὐτούς· δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους Ῥωμαίους
ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ
ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν.
Πραξ. 16,37 Ο Παύλος
όμως είπε στους ραβδούχους· “αφού μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημοσία,
χωρίς προηγουμένως να μας δικάσουν, ημάς οι οποίοι είμεθα Ρωμαίοι πολίται,
μας έβαλαν εις την φυλακήν. Και τώρα μας αποφυλακίζουν κρυφά; Λοιπόν δεν θα
βγούμε μόνοι, αλλά πρέπει να έλθουν εδώ οι στρατηγοί να μας βγάλουν και να
μας συνοδεύσουν οι ίδιοι έξω από την φυλακήν”.
Πραξ. 16,38 ἀνήγγειλαν δὲ
τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι
Ῥωμαῖοί εἰσι,
Πραξ. 16,38 Εγνωστοποίησαν
δε οι ραβδούχοι στους στρατηγούς αυτά τα λόγια. Και εκείνοι, όταν ήκουσαν
ότι οι δύο Απόστολοι είναι Ρωμαίοι πολίται, εφοβήθησαν δια την άδικον και
αδικαιολόγητον ποινήν, που τους είχαν επιβάλει.
Πραξ. 16,39 καὶ ἐλθόντες
παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως.
Πραξ. 16,39 Και
λοιπόν, ελθόντες τους παρεκάλεσαν να βγουν από την φυλακήν. Και αφού τους
έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλιν.
Πραξ. 16,40 ἐξελθόντες δὲ
ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς
παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον.
Πραξ. 16,40 Οταν όμως
οι Απόστολοι εβγήκαν από την φυλακήν, επήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Και αφού
είδαν εκεί όλους τους αδελφούς, τους παρηγόρησαν και τους ενίσχυσαν να
μείνουν πιστοί στο Ευαγγέλιον. Κατόπιν δε ανεχώρησαν.
|