Πραξ. 27,13 Ὑποπνεύσαντος
δὲ νότου δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι, ἄραντες ἆσσον παρελέγοντο τὴν
Κρήτην.
Πραξ. 27,13 Οταν δε ο
νότιος άνεμος ήρχισε να πέφτη, ενόμισαν ότι ημπορούσαν να θέσουν εις
εφαρμογήν το σχέδιον των. Και αφού εσήκωσαν τις άγκυρες, έπλεαν πολύ κοντά,
παρά την ακτήν της Κρήτης.
Πραξ. 27,14 μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ
ἔβαλε κατ᾿ αὐτῆς ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων.
Πραξ. 27,14 Αλλά
έπειτα από ολίγον επέπεσε με σφοδρότητα εναντίον της Κρήτης θυελλώδης
άνεμος, που καλείτα Ευροκλύδων, δηλαδή νοτιοανατολικός τρικυμιώδης.
Πραξ. 27,15 συναρπασθέντος
δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ ἐπιδόντες ἐφερόμεθα.
Πραξ. 27,15 Επειδή δε
από την μανίαν του ανέμου είχεν αρπαγή το πλοίον και δεν ημπορούσε να
αντισταθή εις την ορμήν αυτού, αφήκαμεν, ανίσχυροι πλέον, την κυβέρνησιν του
πλοίου εις την διάθεσιν του ανέμου και εφερόμεθα έτσι, όπου αυτός μας
έσπρωχνε.
Πραξ. 27,16 νησίον δέ τι
ὑποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ἰσχύσαμεν περικρατεῖς γενέσθαι τῆς
σκάφης,
Πραξ. 27,16 Οταν δε
επεράσαμεν με ταχύτητα κοντά από κάποιαν μικράν νήσον ονόματι Κλαύδην, μόλις
και μετά βίας κατωρθώσαμεν να γίνωμεν κύριοι της βάρκας,
Πραξ. 27,17 ἣν ἄραντες
βοηθείας ἐχρῶντο ὑποζωννύντες τὸ πλοῖον· φοβούμενοί τε μὴ εἰς τὴν Σύρτιν
ἐκπέσωσι, χαλάσαντες τὸ σκεῦος οὕτως ἐφέροντο.
Πραξ. 27,17 την
οποίαν και εσύραμεν από τα κύματα επάνω στο πλοίον. Εχρησιμοποιούσαν τότε
σχοινία περασμένα κάτω από την καρίνα του πλοίου και με αυτά έζωναν σφικτά
εις τα πλευρά του το πλοίον. Επειδή δε εφοβούντο, μήπως παρασυρθούν από τον
άνεμον και πέσουν εις την Συρτιν της Αφρικανικής ακτής, εκρέμασαν μέσα στο
νερό και την άγκυραν του πλοίου. Ετσι δε με ζωσμένο το πλοίον και
κρεμασμένην την άγκυραν εφέροντο από τα κύματα.
Πραξ. 27,18 σφοδρῶς δὲ
χειμαζομένων ἡμῶν τῇ ἑξῆς ἐκβολὴν ἐποιοῦντο,
Πραξ. 27,18 Επειδή δε
εβασανιζόμεθα πολύ από την τρικυμίαν, έρριψαν την επομένην ημέραν μέρος του
φορτίου εις την θάλασσαν, δια να ελαφρώση και σηκωθή ολίγον υψηλότερα το
πλοίον.
Πραξ. 27,19 καὶ τῇ τρίτῃ
αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐῤῥίψαμεν.
Πραξ. 27,19 Κατά δε
την τρίτην ημέραν δια τον αυτόν λόγον ερρίψαμεν εις την θάλασσαν με τα ίδια
μας τα χέρια τα εξαρτήματα του πλοίου.
Πραξ. 27,20 μήτε δὲ ἡλίου
μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας, χειμῶνός τε οὐκ ὀλίγου
ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς.
Πραξ. 27,20 Επειδή δε
ούτε ήλιος ούτε αστέρια επί πολλάς ημέρας δεν εφαίνοντο και βαρύς χειμών
είχε ενσκήψει, λοιπόν, ολονέν και περισσότερον εχάνετο κάθε ελπίς να
σωθώμεν.
Πραξ. 27,21 Πολλῆς δὲ
ἀσιτίας ὑπαρχούσης τότε σταθεὶς ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· ἔδει μέν, ὦ
ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μὴ ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν
ταύτην καὶ τὴν ζημίαν.
Πραξ. 27,21 Ενώ δε οι
ταξιδιώται δεν είχαν φάγει τίποτε κατά τας ημέρας αυτάς και ήσαν
εξηντλημένοι, ο Παύλος εστάθηκε στο μέσον αυτών και είπε· “έπρεπε, ω άνδρες,
να με είχατε υπακούσει και να μη είχατε αναχωρήσει από την Κρήτην, δια να
γλυτώσετε έτσι την κακοπάθειαν αυτήν και την ζημίαν.
Πραξ. 27,22 καὶ τὰ νῦν
παραινῶ ὑμᾶς εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ
πλοίου.
Πραξ. 27,22 Αλλά και
τώρα σας προτρέπω να αναθαρρήσετε και να χαρήτε, διότι κανείς από σας δεν θα
χάση την ζωήν του· μόνον το πλοίον θα χαθή.
Πραξ. 27,23 παρέστη γάρ μοι
τῇ νυκτὶ ταύτῃ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ οὗ εἰμι, ᾧ καὶ λατρεύω,
Πραξ. 27,23 Το ξεύρω
δε αυτό καλά, διότι αυτήν την νύκτα μου παρουσιάστηκε ένας άγγελος του Θεού,
στον οποίον Θεόν ανήκω και τον οποίον λατρεύω,
Πραξ. 27,24 λέγων· μὴ φοβοῦ,
Παῦλε· Καίσαρί σε δεῖ παραστῆναι· καὶ ἰδοὺ κεχάρισταί σοι ὁ Θεὸς πάντας τοὺς
πλέοντας μετὰ σοῦ.
Πραξ. 27,24 και μου
είπε· Παύλε, μη φοβείσαι· όπως ο Θεός εκανόνισε, πρέπει συ να εμφανισθής
ενώπιον του Καίσαρος· και ιδού, ότι ο Θεός σου έχει χαρίσει και όλους όσοι
ταξιδεύουν μαζή σου.
Πραξ. 27,25 διὸ εὐθυμεῖτε,
ἄνδρες· πιστεύω γὰρ τῷ Θεῷ ὅτι οὕτως ἔσται καθ᾿ ὃν τρόπον λελάληταί μοι.
Πραξ. 27,25 Δι' αυτό,
ω άνδρες, χαρήτε. Διότι έχω απόλυτον πίστιν εγώ στον Θεόν, ότι θα γίνη έτσι,
όπως ακριβώς μου έχει λεχθή από τον άγγελον.
Πραξ. 27,26 εἰς νῆσον δέ
τινα δεῖ ἡμᾶς ἐκπεσεῖν.
Πραξ. 27,26 Συμφωνα με
το θείον σχέδιον εις κάποιο νησί θα ξεπέσωμε”.
Πραξ. 27,27 Ὡς δὲ
τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο διαφερομένων ἡμῶν ἐν τῷ Ἀδρίᾳ, κατὰ μέσον τῆς
νυκτὸς ὑπενόουν οἱ ναῦται προσάγειν τινὰ αὐτοῖς χώραν.
Πραξ. 27,27 Οταν δε
έφθασε η δεκάτη τετάρτη νύκτα από τότε που παραδέρναμε στο Αδριατικόν
πέλαγος, κατά τα μεσάνυκτα οι ναύτες σαν να εκατάλαβαν ότι επλησίαζαν εις
κάποιαν ξηράν.
Πραξ. 27,28 καὶ βολίσαντες
εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες καὶ πάλιν βολίσαντες εὗρον
ὀργυιὰς δεκαπέντε·
Πραξ. 27,28 Και αφού
έρριψαν βολίδα, ευρήκαν βάθος θαλάσσης είκοσι οργυές, τριάντα εξ περίπου
μέτρα. Αφού δε επροχώρησαν ολίγον και έρριψαν πάλιν την βολίδα, ευρήκαν
βάθος δέκα πέντε οργυές, ήτο εικόσι επτά περίπου μέτρα.
Πραξ. 27,29 φοβούμενοί τε
μήπως εἰς τραχεῖς τόπους ἐκπέσωμεν, ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας τέσσαρας
ηὔχοντο ἡμέραν γενέσθαι.
Πραξ. 27,29 Και επειδή
εφοβούντο, μήπως πέσουν εις βράχους και σκοπέλους, έρριψαν από την πρύμνην
του πλοίου τέσσαρες άγκυρες και ηύχοντο πότε να ξημερώση.
Πραξ. 27,30 Τῶν δὲ ναυτῶν
ζητούντων φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καὶ χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν,
προφάσει ὡς ἐκ πρῴρας μελλόντων ἀγκύρας ἐκτείνειν,
Πραξ. 27,30 Επειδή δε
οι ναύται ήθελαν να φύγουν και να εγκαταλείψουν το πλοίον, κατέβασαν την
βάρκα εις την θάλασσαν με την πρόφασιν ότι επρόκειτο τάχα να ρίψουν από την
πρώραν άγκυρες εις κάποιαν απόστασιν από το πλοίον.
Πραξ. 27,31 εἶπεν ὁ Παῦλος
τῷ ἑκατοντάρχῃ καὶ τοῖς στρατιώταις· ἐὰν μὴ οὗτοι μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ,
ὑμεῖς σωθῆναι οὐ δύνασθε.
Πραξ. 27,31 Τοτε ο
Παύλος είπε στον εκατόνταρχον και τους στρατιώτας· “εάν δεν μείνουν αυτοί
μέσα στο πλοίον, σεις δεν θα μπορέσετε να σωθήτε”.
Πραξ. 27,32 τότε οἱ
στρατιῶται ἀπέκοψαν τὰ σχοινία τῆς σκάφης καὶ εἴασαν αὐτὴν ἐκπεσεῖν.
Πραξ. 27,32 Τοτε οι
στρατιώται έκοψαν τα σχοινιά της βάρκας και την άφησαν να πέση και να
παρασυρθή από την θάλασσαν.
Πραξ. 27,33 Ἄχρι δὲ οὗ
ἔμελλεν ἡμέρα γίνεσθαι, παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων·
τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε, μηδὲν
προσλαβόμενοι.
Πραξ. 27,33 Μεχρις
ότου δε φανή η ημέρα ο Παύλος (γεμάτος πίστιν και ελπίδα εις την προστασίαν
του Κυρίου) παρακαλούσε και προέτρεπε όλους να φάγουν λέγων· “είναι η δεκάτη
τετάρτη ημέρα σήμερα, που είσθε νηστικοί, χωρίς να πάρετε τίποτε
περιμένοντες τι θα γίνη τέλος πάντων με αυτήν την τρικυμίαν.
Πραξ. 27,34 διὸ παρακαλῶ
ὑμᾶς μεταλαβεῖν τροφῆς· τοῦτο γὰρ πρὸς τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὑπάρχει·
οὐδενὸς γὰρ ὑμῶν θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται.
Πραξ. 27,34 Δι' αυτό
σας παρακαλώ να πάρετε τροφήν. Και τούτο διότι είναι απαραίτητον δια την
σωτηρίαν σας. Πρέπει να αναλάβετε τας δυνάμεις σας, δια να ημπορέσετε να
βγήτε εις την ξηράν. Φάτε, διότι κανενός από σας ούτε τρίχα από την κεφαλήν
δεν πρόκειτε να πέση”.
Πραξ. 27,35 εἰπὼν δὲ ταῦτα
καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ ἐνώπιον πάντων, καὶ κλάσας ἤρξατο ἐσθίειν.
Πραξ. 27,35 Αφού δε
είπε αυτά, επήρε άρτον εις τα χέρια, ευχαρίστησε τον Θεόν εμπρός εις όλους
και αφού έκοψε το ψωμί, ήρχισε να τρώγη.
Πραξ. 27,36 εὔθυμοι δὲ
γενόμενοι πάντες καὶ αὐτοὶ προσελάβοντο τροφῆς·
Πραξ. 27,36 Τοτε δε
απέκτησαν θάρρος και ευδιαθεσίαν όλοι, επήραν τροφήν και έφαγαν.
Πραξ. 27,37 ἦμεν δὲ ἐν τῷ
πλοίῳ αἱ πᾶσαι ψυχαὶ διακόσιαι ἑβδομήκοντα ἕξ.
Πραξ. 27,37 Ημεθα δε
όλοι μέσα στο πλοίον διακόσιοι εβδομήντα εξ.
Πραξ. 27,38 κορεσθέντες δὲ
τροφῆς ἐκούφιζον τὸ πλοῖον ἐκβαλλόμενοι τὸν σῖτον εἰς τὴν θάλασσαν.
Πραξ. 27,38 Αφού δε
εχόρτασαν με τροφήν, ελάφρωναν το πλοίον, δια να σηκωθή υψηλότερα, ρίπτοντες
το σιτάρι εις την θάλασσαν.
|