Πραξ. 19,21 Ὡς δὲ ἐπληρώθη
ταῦτα, ἔθετο ὁ Παῦλος ἐν τῷ πνεύματι διελθὼν τὴν Μακεδονίαν καὶ Ἀχαΐαν
πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ, εἰπὼν ὅτι μετὰ τὸ γενέσθαι με ἐκεῖ δεῖ με καὶ
Ῥώμην ἰδεῖν.
Πραξ. 19,21 Οταν δε
έγιναν όλα αυτά, εσκέφθηκε και επήρε την απόφασιν ο Παύλος να περιοδεύση την
Μακεδονίαν και Αχαΐαν και κατόπιν να πορευθή εις την Ιερουσαλήμ, προσθέσας
ότι “μετά την άφιξίν μου εις Ιεροσόλυμα πρέπει να υπάγω να ίδω και την Ρωμην”.
Πραξ. 19,22 ἀποστείλας δὲ
εἰς τὴν Μακεδονίαν δύο τῶν διακονούντων αὐτῷ, Τιμόθεον καὶ Ἔραστον, αὐτὸς
ἐπέσχε χρόνον εἰς τὴν Ἀσίαν.
Πραξ. 19,22 Αφού δε
έστειλε εις την Μακεδονίαν δύο από τους μαθητάς του, που τον υπηρετούσαν στο
έργον του, τον Τιμόθεον και τον Εραστον, αυτός έμεινε ολίγον ακόμη χρόνον
εις την Ασίαν.
Πραξ. 19,23 Ἐγένετο δὲ κατὰ
τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ.
Πραξ. 19,23 Εγινε δε
κατά τον χρόνον αυτόν μεγάλη αναταραχή δια την οδόν της σωτηρίας που είχε
αποκαλύψει ο Κυριος.
Πραξ. 19,24 Δημήτριος γάρ
τις ὀνόματι, ἀργυροκόπος, ποιῶν ναοὺς ἀργυροῦς Ἀρτέμιδος παρείχετο τοῖς
τεχνίταις ἐργασίαν οὐκ ὀλίγην·
Πραξ. 19,24 Διότι
κάποιος, ονόματι Δημήτριος, που κατειργάζετο τον άργυρον και έκανε μικρούς
αργυρούς ναούς, μικρογραφίες του ναού της Αρτέμιδος, και έδιδε επικερδή
εργασίαν στους τεχνίτας,
Πραξ. 19,25 οὓς συναθροίσας
καὶ τοὺς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐργάτας εἶπεν· ἄνδρες, ἐπίστασθε ὅτι ἐκ ταύτης τῆς
ἐργασίας ἡ εὐπορία ἡμῶν ἐστι,
Πραξ. 19,25 αυτός
εμάζευσε όλους εκείνους, που ησχολούντο με τα έργα αυτά, και τους είπε·
“άνδρες, γνωρίζετε πολύ καλά, ότι από αυτό το επάγγελμα μας προέρχεται το
πλούσιον εισόδημά μας.
Πραξ. 19,26 καὶ θεωρεῖτε
καὶ ἀκούετε ὅτι οὐ μόνον Ἐφέσου, ἀλλὰ σχεδὸν πάσης τῆς Ἀσίας ὁ Παῦλος οὗτος
πείσας μετέστησεν ἱκανὸν ὄχλον, λέγων ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοὶ οἱ διὰ χειρῶν
γινόμενοι.
Πραξ. 19,26 Βλέπετε
δε οι ίδιοι και ακούετε ότι πολύ πλήθος, όχι μόνον της Εφέσου αλλά σχεδόν
όλης της Ασίας, αυτός ο Παύλος το έπεισε και το απεμάκρυνε από την θρησκείαν
μας, λέγων ότι οι θεοί που κατασκευάζονται με τα χέρια των ανθρώπων δεν
είναι αληθινοί θεοί.
Πραξ. 19,27 οὐ μόνον δὲ
τοῦτο κινδυνεύει ἡμῖν τὸ μέρος εἰς ἀπελεγμὸν ἐλθεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς μεγάλης
θεᾶς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἰς οὐθὲν λογισθῆναι, μέλλειν τε καὶ καθαιρεῖσθαι τὴν
μεγαλειότητα αὐτῆς, ἣν ὅλη ἡ Ἀσία καὶ ἡ οἰκουμένη σέβεται.
Πραξ. 19,27 Και δεν
είναι μόνον ότι κινδυνεύει η εργασία μας να πέση εις παρακμήν, αλλά δεν θα
λογαριάζεται πλέον εις τίποτε και ο ναός της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και
μέλλει να καθαιρεθή και να σβήση η μεγαλειότης αυτής, την οποίαν όλη η Ασία
και η οικουμένη σέβεται”.
Πραξ. 19,28 ἀκούσαντες δὲ
καὶ γενόμενοι πλήρεις θυμοῦ ἔκραζον λέγοντες· μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων.
Πραξ. 19,28 Οταν δε
άκουσαν εκείνοι αυτά, εκυριεύθησαν από θυμόν και έκραζαν λέγοντες· “είναι
μεγάλη η θεά Αρτεμις των Εφεσίων”.
Πραξ. 19,29 καὶ ἐπλήσθη ἡ
πόλις ὅλη τῆς συγχύσεως, ὥρμησάν τε ὁμοθυμαδὸν εἰς τὸ θέατρον συναρπάσαντες
Γάϊον καὶ Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου.
Πραξ. 19,29 Και
εγέμισεν η πόλις από αναστάτωσιν και ταραχήν, ώρμησαν όλοι μαζή στο θέατρον
και ήρπασαν τους δύο Μακεδόνας Γαϊον και Αρίσταρχον, οι οποίοι ήσαν
συνεργάται και συνοδοιπόροι του Παύλου.
Πραξ. 19,30 τοῦ δὲ Παύλου
βουλομένου εἰσελθεῖν εἰς τὸν δῆμον οὐκ εἴων αὐτὸν οἱ μαθηταί.
Πραξ. 19,30 Οταν δε ο
Παύλος ηθέλησε να έλθη εις την συγκέντρωσιν αυτήν του λαού, δεν τον άφιναν
οι μαθηταί.
Πραξ. 19,31 τινὲς δὲ καὶ
τῶν Ἀσιαρχῶν, ὄντες αὐτῷ φίλοι, πέμψαντες πρὸς αὐτὸν παρεκάλουν μὴ δοῦναι
ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον.
Πραξ. 19,31 Μερικοί
δε από τους Ασιάρχας, που ήσαν φίλοι του, έστειλαν προς αυτόν ανθρώπους και
τον παρακαλούσαν να μη μεταβή στο θέατρον και εκθέση τον ευατόν του εις
κίνδυνον.
Πραξ. 19,32 ἄλλοι μὲν οὖν
ἄλλο τι ἔκραζον· ἦν γὰρ ἡ ἐκκλησία συγκεχυμένη, καὶ οἱ πλείους οὐκ ᾔδεισαν
τίνος ἕνεκεν συνεληλύθεισαν.
Πραξ. 19,32 Εν τω
μεταξύ άλλοι άλλα εκραύγαζον, διότι η συνέλευσις του λαού ευρίσκετο εις
αναστάτωσιν και σύγχυσιν και οι περισσότεροι δεν εγνώριζαν, δια ποίον λόγον
είχον συγκεντρωθή εκεί.
Πραξ. 19,33 ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου
προεβίβασαν Ἀλέξανδρον, προβαλλόντων αὐτὸν τῶν Ἰουδαίων· ὁ δὲ Ἀλέξανδρος
κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι τῷ δήμῳ.
Πραξ. 19,33 Μερικοί
δε από τον λαόν ωδήγησαν προς τα εμπρός κάποιον Αλέξανδρον, τον οποίον οι
Ιουδαίοι προσπαθούσαν να προβάλουν και παρυσιάσουν στο πλήθος. Ο δε
Αλέξανδρος εκίνησε το χέρι, δια να δηλώση, ότι ήθελε να ομιλήση στον λαόν
και να απολογηθή υπέρ των Ιουδαίων.
Πραξ. 19,34 ἐπιγνόντες δὲ
ὅτι Ἰουδαῖός ἐστι, φωνὴ ἐγένετο μία ἐκ πάντων, ὡς ἐπὶ ὥρας δύο κραζόντων·
μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων.
Πραξ. 19,34 Οταν όμως
τα πλήθη εκατάλαβαν ότι είναι Ιουδαίος, τότε έγινε μία μεγάλη φωνή από όλους
και επί δύο περίπου ώρας έκραζον· “μεγάλη η θεά Αρτεμις των Εφεσίων”!
Πραξ. 19,35 καταστείλας δὲ
ὁ γραμματεὺς τὸν ὄχλον φησίν· ἄνδρες Ἐφέσιοι, τίς γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὃς οὐ
γινώσκει τὴν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος καὶ τοῦ
Διοπετοῦς;
Πραξ. 19,35 Τοτε ο
γραμματεύς της Εφέσου, αφού καθησύχασε τα πλήθη, είπε· “άνδρες Εφέσιοι,
ηρεμήσατε· διότι ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, που δεν γνωρίζει ότι η
πόλις των Εφεσίων έχει κτίσει και τιμά τον ναόν της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος
και ιδιαιτέρως λατρεύει αυτήν και το άγαλμα της, που μας έχει ρίξει ο Ζεύς;
Πραξ. 19,36 ἀναντιῤῥήτων
οὖν ὄντων τούτων δέον ἐστὶν ὑμᾶς κατεσταλμένους ὑπάρχειν καὶ μηδὲν προπετὲς
πράσσειν.
Πραξ. 19,36 Αφού
λοιπόν η τιμή, που αποδίδεται εις την θεάν και η προέλευσις του αγάλματος
από τον Δια είναι αναντίρρητος και δεν επιδέχονται καμμίαν αμφιβολία, πρέπει
σεις να μένετε ήσυχοι και να μη κάνετε τίποτε το απερίσκεπτον και παράφορον.
Πραξ. 19,37 ἠγάγετε γὰρ
τοὺς ἄνδρας τούτους οὔτε ἱεροσύλους οὔτε βλασφημοῦντας τὴν θεὰν ὑμῶν.
Πραξ. 19,37 Διότι
εφέρατε αυτούς τους άνδρας, τον Γαϊον και Αρίσταρχον, οι οποίοι ούτε έκλεψαν
τίποτε από τον ναόν ούτε βλασφημούν την θεάν σας.
Πραξ. 19,38 εἰ μὲν οὖν
Δημήτριος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ τεχνῖται ἔχουσι πρός τινα λόγον, ἀγοραῖοι ἄγονται
καὶ ἀνθύπατοί εἰσιν, ἐγκαλείτωσαν ἀλλήλοις.
Πραξ. 19,38 Εάν
λοιπόν ο Δημήτριος και οι μαζή με αυτόν τεχνίται έχουν να διατυπώσουν
κατηγορίαν εναντίον κάποιου ανθρώπου, γίνονται δημόσιαι συγκεντρώσεις εις
απονομήν δικαιοσύνης, έχομεν δε και τους ανθυπάτους, δια να αποδώσουν το
δίκαιον και ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλον εις τα δικαστήρια.
Πραξ. 19,39 εἰ δέ τι περὶ
ἑτέρων ἐπιζητεῖτε, ἐν τῇ ἐννόμῳ ἐκκλησίᾳ ἐπιλυθήσεται.
Πραξ. 19,39 Εάν όμως
ζητήτε και κάτι άλλο περί άλλων υποθέσεων, που δεν μπορούν να τακτοποιηθούν
από τους ανθυπάτους, τότε αυτό θα λυθή από την συνέλευσιν του λαού, η οποία
σύμφωνα με τον νόμον, συγκαλείται ωρισμένας ημέρας.
Πραξ. 19,40 καὶ γὰρ
κινδυνεύομεν ἐγκαλεῖσθαι στάσεως περὶ τῆς σήμερον, μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος
περὶ οὗ δυνησόμεθα ἀποδοῦναι λόγον τῆς συστροφῆς ταύτης.
Πραξ. 19,40 Αναγκάζομαι
να σας είπω αυτά, διότι κινδυνεύομεν να κατηγορηθώμεν επί στάσει δια την
σημερινήν αυτήν συγκέντρωσιν, αφού δεν υπάρχει καμμία δικαιολογία με την
οποίαν θα ημπορέσωμεν να απολογηθώμεν δια την συρροήν αυτήν και αναταραχήν
του λαού”.
Πραξ. 19,41 καὶ ταῦτα εἰπὼν
ἀπέλυσε τὴν ἐκκλησίαν.
Πραξ. 19,41 Και αφού
είπε αυτά, διέλυσε την συγκέντρωσιν του λαού.
|