Πραξ. 14,8 Καί τις ἀνὴρ
ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ
ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει.
Πραξ. 14,8 Εις τα
Λυστρα εκάθητο κάποιος άνθρωπος, ο οποίος είχε αδύνατα πόδια, διότι ήτο
χωλός από την κοιλίαν της μητέρας του και δεν είχε ποτέ περιπατήσει.
Πραξ. 14,9 οὗτος ἤκουσε
τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι,
Πραξ. 14,9 Αυτός
ήκουσε με προσοχήν και πίστιν τον Παύλον. Ο Παύλος, όταν τον παρετήρησε
προσεκτικά και είδε ότι είχεν πίστιν, δια να γίνη το θαύμα της θεραπείας
του,
Πραξ. 14,10 εἶπε μεγάλῃ τῇ
φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει.
Πραξ. 14,10 είπε με
μεγάλην φωνήν· “σήκω εις τα πόδια σου ορθός”. Και αμέσως εκείνος επήδησε και
εντελώς υγιής περιπατούσε.
Πραξ. 14,11 οἱ δὲ ὄχλοι
ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ
θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς·
Πραξ. 14,11 Τα πλήθη
δε του λαού, όταν είδαν το θαύμα αυτό, που έκαμε ο Παύλος, εσήκωσαν μεγάλην
την φωνήν των λέγοντες εις την λυκαονικήν γλώσσαν των· “οι θεοί επήραν
μορφήν ανθρώπων και κατέβηκαν εις ημάς”.
Πραξ. 14,12 ἐκάλουν τε τὸν
μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ
λόγου.
Πραξ. 14,12 Ωνόμαζαν
δε τον με Βαρνάβαν Διαν, δια το παράστημα και την σοβαρότητα του, τον δε
Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ήτο ο αρχηγός του λόγου.
Πραξ. 14,13 ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ
Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας
ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν.
Πραξ. 14,13 Ο δε
ιερεύς του Διός, του οποίου ο ναός ήτο κτισμένος εμπρός από την πόλιν, έφερε
ταύρους και στεφάνια κοντά εις τας μεγάλας θύρας του τείχους, όπου ευρίσκετο
ο ναός, και ήθελε μαζή με το πλήθος του λαού να προσφέρη θυσίαν προς τιμήν
των δύο Αποστόλων.
Πραξ. 14,14 ἀκούσαντες δὲ
οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαῤῥήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν
εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες
Πραξ. 14,14 Οι δε
Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, όταν ήκουσαν αυτό, έσχισαν τα ιμάτιά των, δια
να εκφράσουν έτσι την διαμαρτυρίαν και αγανάκτησίν των και ώρμησαν μέσα στο
πλήθος φωνάζοντες
Πραξ. 14,15 καὶ λέγοντες·
ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι,
εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν
ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν
αὐτοῖς·
Πραξ. 14,15 και
λέγοντες· “άνθρωποι, διατί κάνετε όλα αυτά; Και ημείς είμεθα όμοιοι με σας
άνθρωποι, έχοντες την ιδίαν ασθενή και αδύνατον ανθρωπίνην φύσιν. Κηρύττομεν
δε εις σας, να αφήσετε αυτά τα ψευδή και μάταια περί θεών και θυσιών, που
έως τώρα επιστεύατε, και να γυρίσετε στον Θεόν τον ζωντανόν και αληθινόν, ο
οποίος έκαμε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν
εις αυτά.
Πραξ. 14,16 ὃς ἐν ταῖς
παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν
Πραξ. 14,16 Αυτός ο
Θεός, εις τας περασμένας γενεάς, αφήκε τους εθνικούς να βαδίζουν τον δρόμον
των, να ζουν και να συμπεριφέρωνται σύμφωνα με τας αμαρτωλάς διαθέσεις της
καρδίας των,
Πραξ. 14,17 καίτοι γε οὐκ
ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς
καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.
Πραξ. 14,17 μολονότι
δεν αφήκε και μεταξύ αυτών ο Θεός τον ευατόν του χωρίς μαρτυρίας, δια την
ύπαρξίν του και τας τελειότητάς του, διότι και τότε σας ευεργετούσε, έστελνε
από τον ουρανόν ωφελίμους βροχάς και καταλλήλους καιρούς δια πλουσίαν
καρποφορίαν και σας έδιδεν άφθονον τροφήν και χαράν εις τας καρδίας σας”.
Πραξ. 14,18 καὶ ταῦτα
λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.
Πραξ. 14,18 Και με
αυτά τα λόγια οι Απόστολοι μόλις και μετά βίας εσταμάτησαν τους όχλους, να
μη προσφέρουν εις αυτούς τας θυσίας εκείνας.
Πραξ. 14,19 Ἐπῆλθον δὲ ἀπὸ
Ἀντιοχείας καὶ Ἰκονίου Ἰουδαῖοι καὶ πείσαντες τοὺς ὄχλους καὶ λιθάσαντες τὸν
Παῦλον ἔσυραν ἔξω τῆς πόλεως, νομίσαντες αὐτὸν τεθνάναι.
Πραξ. 14,19 Τοτε
όμως ήλθαν εις την Λυστραν από την Αντιόχειαν και το Ικόνιον φανατικοί
Ιουδαίοι, οι οποίοι έπεισαν τους όχλους και ελιθοβόλησαν τον Παύλον και τον
έσυραν αναίσθητον έξω από την πόλιν, επειδή ενόμισαν ότι είχε αποθάνει.
Πραξ. 14,20 κυκλωσάντων δὲ
αὐτὸν τῶν μαθητῶν ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε σὺν
τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην.
Πραξ. 14,20 Οταν δε
οι Χριστιανοί περιεκύκλωσαν με πόνον αυτόν, δια να τον κηδεύσουν, εσηκώθηκε
ο Παύλος υγιής, με την δύναμιν του Θεού, και εισήλθε εις την πόλιν. Την
επομένην δε έφυγε μαζή με τον Βαρνάβαν και ήλθε εις την Δερβην.
|