Πραξ. 23,23 Καὶ
προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· ἑτοιμάσατε στρατιώτας
διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα καὶ
δεξιολάβους διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νυκτός,
Πραξ. 23,23 Και αφού
επροσκάλεσε δύο από τους εκατοντάρχους είπε· “ετοιμάσατε διακοσίους
στρατιώτας να υπάγουν μέχρι την Καισάρειαν και εβδομήντα ιππείς και
διακοσίους λογχοφόρους, να είναι έτοιμοι εις τας εννέα την νύκτα.
Πραξ. 23,24 κτήνη τε
παραστῆσαι, ἵνα ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα,
Πραξ. 23,24 Και να
πάρουν μαζή των ζώα, δια να επιβιβάσουν και να μεταφέρουν σώον και ασφαλή
τον Παύλον προς τον Φηλικα, τον επίτροπον της Ιουδαίας”.
Πραξ. 23,25 γράψας
ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον·
Πραξ. 23,25 Εγραψε δε
και επιστολήν, η οποία περιείχε τα εξής·
Πραξ. 23,26 Κλαύδιος Λυσίας
τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν.
Πραξ. 23,26 “Ο
Κλαύδιος Λυσίας χαιρετίζει τον ευγενέστατον ηγεμόνα Φηλικα.
Πραξ. 23,27 τὸν ἄνδρα
τοῦτον συλληφθέντα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ᾿ αὐτῶν
ἐπιστὰς σὺν τῷ στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, μαθὼν ὅτι Ῥωμαῖός ἐστι.
Πραξ. 23,27 Τον άνδρα
αυτόν, που συνελήφθη από τους Ιουδαίους και επρόκειτο να φονευθή από αυτούς,
ώρμησα εγώ μαζή με το στράτευμα και τον έσωσα από τα χέρια των, διότι έμαθα
ότι είναι Ρωμαίος.
Πραξ. 23,28 βουλόμενος δὲ
γνῶναι τὴν αἰτίαν δι᾿ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον
αὐτῶν·
Πραξ. 23,28 Επειδή δε
ήθελα να μάθω την αιτίαν, δια την οποίαν τον κατηγορούσαν, τον εκατέβασα στο
συνέδριόν των.
Πραξ. 23,29 ὃν εὗρον
ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν
ἔγκλημα ἔχοντα.
Πραξ. 23,29 Ευρήκα
όμως να τον κατηγορούν δια ζητήματα του θρησκευτικού των νόμου, χωρίς να έχη
υποπέσει εις κανένα έγκλημα, το οποίον να τιμωρήται από τους νόμους μας με
θάνατον η με φυλάκισιν.
Πραξ. 23,30 μηνυθείσης δέ
μοι ἐπιβουλῆς εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, ἐξαυτῆς ἔπεμψα
πρός σε, παραγγείλας καὶ τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς αὐτὸν ἐπὶ σοῦ.
ἔῤῥωσο.
Πραξ. 23,30 Επειδή δε
μου κατηγγέλθη ότι επρόκειτο να γίνη κάποια δολοφονική απόπειρα εναντίον του
ανδρός αυτού εκ μέρους των Ιουδαίων, τον έστειλα αμέσως προς σε και
παρήγγειλα στους κατηγόρους του να εκθέσουν ενώπιόν σου όσα έχουν εναντίον
του. Υγίαινε”.
Πραξ. 23,31 Οἱ μὲν οὖν
στρατιῶται κατὰ τὸ διατεταγμένον αὐτοῖς ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον διὰ
τῆς νυκτὸς εἰς τὴν Ἀντιπατρίδα,
Πραξ. 23,31 Οι
στρατιώται λοιπόν σύμφωνα με την διαταγήν που έλαβον, επήραν τον Παύλον και
τον έφεραν δια νυκτός εις την Αντιπατρίδα.
Πραξ. 23,32 τῇ δὲ ἐπαύριον
ἐάσαντες τοὺς ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν·
Πραξ. 23,32 Την άλλην
δε ημέραν οι πεζοί στρατιώται αφήκαν τους ιππείς να πορευθούν μαζή με τον
Παύλον και αυτοί επέστρεψαν στο στρατόπεδον της Ιερουσαλήμ.
Πραξ. 23,33 οἵτινες
εἰσελθόντες εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι
παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον αὐτῷ.
Πραξ. 23,33 Οι δε
ιππείς, αφού εισήλθαν εις την Καισάρειαν, παρέδωσαν την επιστολήν στον
επίτροπον και του παρουσίασαν και τον Παύλον.
Πραξ. 23,34 ἀναγνοὺς δὲ ὁ
ἡγεμὼν καὶ ἐπερωτήσας ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστί, καὶ πυθόμενος ὅτι ἀπὸ
Κιλικίας,
Πραξ. 23,34 Οταν δε ο
ηγεμών εδιάβασε την επιστολήν, ηρώτησε τον Παύλον από ποίαν επαρχίαν είναι
και αφού επληροφορήθηκε ότι είναι από την Κιλικίαν,
Πραξ. 23,35 διακούσομαί
σου, ἔφη, ὅταν καὶ οἱ κατήγοροί σου παραγένωνται· ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐν τῷ
πραιτωρίῳ τοῦ Ἡρῴδου φυλάσσεσθαι.
Πραξ. 23,35 είπε· “θα
σε ακούσω με προσοχήν, όταν έλθουν και οι κατήγοροί σου”. Διέταξε δε να
φρουρήται ο Παύλος εις φυλακήν του ανακτόρου, που είχε κτίσει ο Ηρώδης και
το οποίον ήτο τώρα οίκημα του πραίτωρος.
|