Λουκ. 8,40 Ἐγένετο
δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν Ἰησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες
προσδοκῶντες αὐτόν.
Λουκ. 8,40 Οταν
δε επέστρεψε ο Ιησούς, τον υπεδέχθη με ενθουσιασμόν ο λαός, διότι όλοι τον
επερίμεναν.
Λουκ. 8,41 καὶ
ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ
πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον
αὐτοῦ,
Λουκ. 8,41 Και
ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων της
συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβή
στο σπίτι του,
Λουκ. 8,42 ὅτι
θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ
ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
Λουκ. 8,42 διότι
η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος.
Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν με
τον συνωστισμόν των.
Λουκ. 8,43 καὶ
γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον
τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
Λουκ. 8,43 Και
μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε
εξοδέψει όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή
από κανένα,
Λουκ. 8,44 προσελθοῦσα
ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις
τοῦ αἵματος αὐτῆς.
Λουκ. 8,44 επλησίασε
πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως
εσταμάτησε η αιμοραγία της.
Λουκ. 8,45 καὶ
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ
οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς
ὁ ἁψάμενός μου;
Λουκ. 8,45 Και
είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι ηρνούντο,
είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε, τα πλήθη σε
στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με ήγγισε;”
Λουκ. 8,46 ὁ
δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Λουκ. 8,46 Ο
δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις
θαυματουργική εβγήκε από εμέ”.
Λουκ. 8,47 ἰδοῦσα
δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν
ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
Λουκ. 8,47 Η
δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού, τρέμουσα
από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε εις
αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την οποίαν τον ήγγισεν,
όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως.
Λουκ. 8,48 ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Λουκ. 8,48 Ο
δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε
ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες
προηγουμένως από την ασθένειάν σου”.
Λουκ. 8,49 Ἔτι
αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ
θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
Λουκ. 8,49 Ενώ
δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου
λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις εις κόπον
τον διδάσκαλον”.
Λουκ. 8,50 ὁ
δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ
σωθήσεται.
Λουκ. 8,50 Ο
Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη
φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”.
Λουκ. 8,51 ἐλθὼν
δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ
Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
Λουκ. 8,51 Οταν
δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον
Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα.
Λουκ. 8,52 ἔκλαιον
δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ
καθεύδει.
Λουκ. 8,52 Εκλαιαν
δε όλοι και οδυρόμενοι εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την
νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”.
Λουκ. 8,53 καὶ
κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Λουκ. 8,53 Και
τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει.
Λουκ. 8,54 αὐτὸς
δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς,
ἐγείρου.
Λουκ. 8,54 Αυτός
όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω
επάνω”.
Λουκ. 8,55 καὶ
ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι
φαγεῖν.
Λουκ. 8,55 Και
αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να
της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν της ασθενείας
που την οδήγησε στον θάνατον.
Λουκ. 8,56 καὶ
ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ
γεγονός.
Λουκ. 8,56 Και
έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε
εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός.
|