Λουκ. 13,1 Παρῆσαν
δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα
Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν.
Λουκ. 13,1 Κατά
την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος, παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν
δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας
του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που
εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν.
Λουκ. 13,2 καὶ
ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ
παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν;
Λουκ. 13,2 Και
αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε
σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν αμαρτωλοί περισσότερον από
όλους τους Γαλιλαίους;
Λουκ. 13,3 οὐχί,
λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,3 Οχι
σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν
μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά
στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας κατασφάξουν).
Λουκ. 13,4 ἢ
ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ
ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς
ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ;
Λουκ. 13,4 Η
νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και
τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού αμαρτωλοί και χρεώσται
περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ;
Λουκ. 13,5 οὐχί,
λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,5 Οχι
σας λέγω· αλλ' έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε σεις. Εάν όμως δεν
μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα ταφήτε κάτω από
τα ερείπια των πόλεών σας”.
|
Λουκ. 13,6 Ἔλεγε
δὲ ταύτην τὴν παραβολήν· συκῆν εἶχέ τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι αὐτοῦ πεφυτευμένην,
καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν.
Λουκ. 13,6 Ελεγε
δε αυτήν την παραβολήν· “κάποιος είχε μια συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του
και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε.
Λουκ. 13,7 εἶπε
δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ,
καὶ οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ;
Λουκ. 13,7 Είπε
δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι και ζητώ καρπόν εις την
συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ την. Διατί να αχρηστεύη
την γην;
Λουκ. 13,8 ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου
σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια.
Λουκ. 13,8 Εκείνος
όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω
γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα.
Λουκ. 13,9 κἂν
μὲν ποιήσῃ καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.
Λουκ. 13,9 Και
εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν κάμη, τότε θα την κόψης στο
μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του παριμένει την μετάνοιαν
του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν καρποφορίαν. Εάν όμως ο
αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο Θεός θα τον τιμωρήση.
Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους εσυμβόλιζε η άκαρπος
συκή).
|
Λουκ. 13,10 Ἦν
δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
Λουκ. 13,10 Καποιο
Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς.
Λουκ. 13,11 καὶ
ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα
καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.
Λουκ. 13,11 Και
ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα μοχθηράς επιδράσεως πονηρού
πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη συνεχώς, χωρίς καθόλου να
ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της.
Λουκ. 13,12 ἰδὼν
δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς
ἀσθενείας σου·
Λουκ. 13,12 Οταν
την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε· “γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την
ασθένειάν σου”.
Λουκ. 13,13 καὶ
ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Λουκ. 13,13 Και
έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε
δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν.
Λουκ. 13,14 ἀποκριθεὶς
δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ
ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι
θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
Λουκ. 13,14 Ο
δε αρχισυνάγωγος αγανακτών, διότι ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου εθεράπευσε,
έλαβε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέραι είναι εκείναι, κατά τας
οποίας πρέπει να εργαζώμεθα· εις αυτάς δε τας εργασίμους ημέρας να έρχεσθε
και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέραν του Σαββάτου”.
Λουκ. 13,15 ἀπεκρίθη
οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν
βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;
Λουκ. 13,15 Απεκρίθη
τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υποκριτά, καθένας από σας κατά την ημέραν
του Σαββάτου δεν λύει το βώδι του η τον όνον από την φάτνην του και πηγαίνει
να το ποτίση; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβασιν της αργίας του Σαββάτου, και
πολύ ορθώς.
Λουκ. 13,16 ταύτην
δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ
ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
Λουκ. 13,16 Αυτή
δε, που είναι θυγάτηρ και απόγονος το Αβραάμ, την οποίαν ο σατανάς έδεσε
δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθή από τον βαρύν και
καταθλιπτικόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέραν του Σαββάτου;”
Λουκ. 13,17 καὶ
ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ
ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 13,17 Και
ενώ ο Κυριος έλεγε αυτά, κατεντροπιάζοντο όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε
όλος ο λαός έχαιρε δι' όλα τα θαυμαστά έργα που εγίνοντο απ' αυτόν (διότι
είχε ακόμη ο λαός άδολον την καρδίαν και ανεπηρέαστον από τας συκοφαντίας
των Φαρισαίων).
|
Λουκ. 13,22 Καὶ
διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς
Ἱερουσαλήμ.
Λουκ. 13,22 Και
επερνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκων το ευαγγέλιον, ενώ συγχρόνως
εξακολουθούσε να κατευθύνεται εις την Ιερουσαλήμ.
Λουκ. 13,23 εἶπε
δέ τις αὐτῷ· Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς·
Λουκ. 13,23 Τον
ερώτησε δε κάποιος· “Κυριε, ολίγοι τάχα είναι εκείνοι, που σώζωνται;”
Εκείνος δε είπε προς αυτούς, που τον ακολουθούσαν·
Λουκ. 13,24 ἀγωνίζεσθε
εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν
καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν.
Λουκ. 13,24 “αγωνίζεσθε
να εισέλθετε εις την βασιλείαν του Θεού, δια της στενής πύλης, από την θύραν
και τον δρόμον που απαιτούν κόπους και θυσίας. Σας λέγω δε, ότι πολλοί θα
ζητήσουν να μπουν, αλλά επειδή δεν έχουν σταθεράν την απόφασιν να
αγωνισθούν, δεν θα ημπορέσουν να το επιτύχουν.
Λουκ. 13,25 ἀφ᾿
οὗ ἂν ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν, καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι
καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες· Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς
ἐρεῖ ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ.
Λουκ. 13,25 Οταν
δε κάποτε σηκωθή ο οικοδεσπότης και κλείση καλά την θύραν και αρχίσετε σεις
να στέκεσθε έξω και να κτυπάτε λέγοντες· Κυριε, Κυριε άνοιξέ μας, τότε θα
αποκριθή και θα σας πη· Δεν ξέρω από που είσθε. Δεν σας γνωρίζω καθόλου,
(Ανοικτή θύρα, δια να εισέλθωμεν εις την βασιλείαν του Θεού, είναι η παρούσα
ζωη. Οταν όμως την κλείση ο θάνατος, μάλιστα δε η δευτέρα παρουσία, τότε
ποτέ πλέον δεν θα ξανανοίξη δια τους αμετανοήτους αμαρτωλούς).
Λουκ. 13,26 τότε
ἄρξεσθε λέγειν· ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν
ἐδίδαξας·
Λουκ. 13,26 Τοτε
θα αρχίσετε να λέγετε. Εφάγαμε και επιαμε εμπρός σου. Και εις τας πλατείας
μας, όπου ήμεθα συγκεντρωμένοι, εδίδαξες και σε ηκολουθήσαμεν.
Λουκ. 13,27 καὶ
ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ
ἐργάται τῆς ἀδικίας.
Λουκ. 13,27 Και
θα πη τότε ο οικοδεσπότης· Σας λέγω τούτο, δεν ξεύρω από που είσθε, φύγετε
μακρυά από εμέ όλοι όσοι επράξατε αδικίας και εμείνατε αμετανόητοι.
Λουκ. 13,28 ἐκεῖ
ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅταν ὄψησθε Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ
Ἰακὼβ καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὑμᾶς δὲ
ἐκβαλλομένους ἔξω,
Λουκ. 13,28 Εκεί,
μακρυά από την βασιλείαν του Θεού, εις την αιωνίαν καταδίκην, θα είναι ο
θρήνος και τα δάκρυα, το τρίξιμο των δοντιών από τον ανυπόφορον πόνον, όταν
θα ίδετε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και όλους τους προφήτας εις
την βασιλείαν του Θεού, σας δε να διώχνουν έξω.
Λουκ. 13,29 καὶ
ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ νότου, καὶ ἀνακλιθήσονται
ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Λουκ. 13,29 Και
θα έρθουν πλήθος άνθρωποι από τα διάφορα σημεία της οικουμένης, από την
Ανατολήν και την Δυσιν, από τον Βορράν και το Νοτον, και θα παρακαθίσουν
ολόχαροι στο τρισμέγιστο τραπέζι της βασιλείας του Θεού.
Λουκ. 13,30 καὶ
ἰδοὺ εἰσὶν ἔσχατοι οἳ ἔσονται πρῶτοι, καὶ εἰσὶ πρῶτοι οἳ ἔσονται ἔσχατοι.
Λουκ. 13,30 Και
ιδού ότι κάτι το απροσδόκητον και παράδοξον θα γίνη τότε. Υπάρχουν εδώ εις
την γην και μεταξύ σας μερικοί που θεωρούνται μικροί και άσημοι, οι οποίοι
εν τούτοις δια την πίστιν και την αρετήν αυτών θα είναι εις την βασιλείαν
του Θεού πρώτοι. Και αντιθέτως μερικοί που θεωρούνται πρώτοι, θα είναι
τελευταίοι”.(Οι αμαρτωλοί που θα μετανοήσουν και οι ειδωλολάτραι που θα
πιστεύσουν, θα καταλάβουν μεγάλα αξιώματα εις την βασιλείαν του Θεού. Ενώ
πολλοί από τον ιουδαϊκόν λαόν, που εθεωρείτο ως ο εκλεκτός λαός του Θεού, θα
είναι τελευταίοι).
|
Λουκ. 13,31 Ἐν
αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· ἔξελθε καὶ πορεύου
ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι.
Λουκ. 13,31 Κατά
την ημέραν εκείνην ήλθαν προς αυτόν μερικοί Φαρισαίοι, οι οποίοι δια να τον
αναγκάσουν να φύγη από την Γαλιλαίαν, του είπαν· “έβγα από τα όρια της χώρας
αυτής και φύγε από εδώ, διότι ο Ηρώδης θέλει να σε θανατώση”.
Λουκ. 13,32 καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ
ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι·
Λουκ. 13,32 Και
είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε και πέστε στον άνθρωπον αυτόν, που είναι πονηρός
και δόλιος σαν την αλεπού, ότι ολίγον καιρόν θα μείνω ακόμη εδώ, επειδή εγώ
έχω κανονίσει έτσι και όχι διότι φοβούμε αυτόν. Ιδού σήμερον και αύριον,
ολίγας ακόμη ημέρας, διώχνω δαιμόνια και κάνω θεραπείας και έπειτα φθάνω στο
τέλος της ζωής και του έργου μου.
Λουκ. 13,33 πλὴν
δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται
προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ.
Λουκ. 13,33 Αλλά
αυτές τις ημέρες πρέπει να μείνω και θα μείνω εδώ και κατόπιν θα προχωρήσω
προς την Ιερουσαλήμ, όπου θα σταυρωθώ. Δεν θα με φονεύση εδώ ο Ηρώδης, διότι
δεν είναι πιθανόν προφήτης να θανατωθή έξω από την Ιερουσαλήμ.
Λουκ. 13,34 Ἱερουσαλὴμ
Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους
πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν
ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!
Λουκ. 13,34 Ιερουσαλήμ
Ιερουσαλήμ, πόλις αμαρτωλή και αμετανοήτη, που φονεύστους προφήτας και
λιθοβολείς εκείνους που σου έστειλεν ο Θεός! Ποσες φορές ηθέλησα να
περιμαζέψω με στοργήν τα τέκνα σου, όπως μαζεύει κάτω από τις φτερούγες της
η όρνις τα μικρά πουλιά της, και δεν ηθελήσατε.
Λουκ. 13,35 ἰδοὺ
ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μή με ἴδητε ἕως ἂν ἥξῃ
ὅτε εἴπητε· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Λουκ. 13,35 Ιδού
αφίνεται προς τιμωρίαν σας έρημη από τον Θεόν και απροστάτευτη η πόλις σας
με τον ναόν της. Σας διαβεβαιώνω δε ότι δεν θα με ίδετε, έως ότου έλθη
καιρός και πήτε με μετάνοιαν και συντριβήν· Ευλογημένος είναι αυτός που
έρχεται εν ονόματι Κυρίου και ως αντιπρόσωπος του Κυρίου”.
|