ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

 

Ο Ιησούς και ο Ζακχαίος

Λουκ. 19,1         Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἱεριχώ·

Λουκ. 19,1                 Και αφού εισήλθε εις την Ιεριχώ, διέβαινε την πόλιν.

Λουκ. 19,2         καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος,

Λουκ. 19,2                Και ιδού υπήρχεν εκεί ένας άνθρωπος, ονόματι Ζακχαίος, και αυτός ήτο αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος.

Λουκ. 19,3         καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.

Λουκ. 19,3                 Και εζητούσε να ιδή τον Ιησούν, ποίος είναι, και δεν ημπορούσε ένεκα του πολλού πλήθους, διότι αυτός ήτο μικρός κατά το ανάστημα.

Λουκ. 19,4         καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι.

Λουκ. 19,4                Και αφού έτρεξε εμπρός, ανέβηκε εις μία συκομορέαν, χωρίς να λογαριάση την θέσιν και την ηλικίαν του, δια να ίδη τον Ιησούν, διότι από τον δρόμον εκείνον θα επερνούσε.

Λουκ. 19,5         καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι.

Λουκ. 19,5                 Και ο Κυριος αμέσως μόλις έφθασε στον τόπον της συκομορέας, ύψωσε τα μάτια του, τον είδε και είπε προς αυτόν· “Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου”.

Λουκ. 19,6         καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.

Λουκ. 19,6                Και ο Ζακχαίος κατέβηκε γρήγορα και τον υπεδέχθη με μεγάλην χαράν.

Λουκ. 19,7         καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι.

Λουκ. 19,7                 Και όταν είδαν το γεγονός αυτό, εγόγγυζαν όλοι μεταξύ των και με αγανάκτησιν έλεγαν, ότι εμπήκε να καταλύση στο σπίτι αμαρτωλού ανθρώπου.

Λουκ. 19,8         σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν.

Λουκ. 19,8                Εστάθη δε ο Ζακχαίος εμπρός στον Κυριον και του είπε· “Κυριε, ιδού, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίδω στους πτωχούς. Και αν τυχόν, σαν τελώνης που είμαι, αδίκησα με ψευδείς μαρτυρίας κάποιον και εισέπραξα περισσότερα, του τα επιστρέφω τετραπλάσια”.

Λουκ. 19,9         εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν.

Λουκ. 19,9                Ο Ιησούς ιδών την ειλικρινή μετάνοιαν του Ζακχαίου είπε προς αυτόν ότι “σήμερον στο σπίτι τούτο ήλθε σωτηρία εκ μέρους του Θεού, διότι και αυτός ο αρχιτελώνης είναι απόγονος του Αβραάμ, ο οποίος είχε λάβει από τον Θεόν υποσχέσεις δια την σωτηρίαν των απογόνων του.

Λουκ. 19,10        ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Λουκ. 19,10               Διότι ο υιός του ανθρώπου ήλθε να αναζητήση και σώση τον αμαρτωλόν άνθρωπον, που ομοιάζει με το χαμένο πρόβατο”.

 

Η παραβολή των δέκα δούλων 

(Μτ 25,14-30)

Λουκ. 19,11        Ἀκουόντων δὲ αὐτῶν ταῦτα προσθεὶς εἶπε παραβολήν, διὰ τὸ ἐγγὺς αὐτὸν εἶναι Ἱερουσαλὴμ καὶ δοκεῖν αὐτοὺς ὅτι παραχρῆμα μέλλει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεσθαι·

Λουκ. 19,11               Ενώ δε εκείνοι ήκουαν αυτά τα λόγια, τους είπε μίαν παραβολήν· και τούτο επειδή ενόμιζαν ότι τώρα που πλησιάζει ο διδάσκαλος εις την Ιερουσαλήμ, θα φανερωθή με όλην της την δόξαν η βασιλεία του Θεού.

Λουκ. 19,12        εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.

Λουκ. 19,12               Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη.

Λουκ. 19,13        καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι.

Λουκ. 19,13               Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου δώσετε λογαριασμόν.

Λουκ. 19,14        οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς.

Λουκ. 19,14               Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός βασιλεύς μας.

Λουκ. 19,15        καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο.

Λουκ. 19,15               Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε.

Λουκ. 19,16        παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς.

Λουκ. 19,16               Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα άλλας μνας.

Λουκ. 19,17        καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων.

Λουκ. 19,17               Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις.

Λουκ. 19,18        καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς.

Λουκ. 19,18               Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως κέρδος άλλας πέντε μνας.

Λουκ. 19,19        εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων.

Λουκ. 19,19               Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις.

Λουκ. 19,20        καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ.

Λουκ. 19,20              Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι.

Λουκ. 19,21        ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.

Λουκ. 19,21               Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες.

Λουκ. 19,22        λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα·

Λουκ. 19,22              Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα.

Λουκ. 19,23        καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;

Λουκ. 19,23              Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον;

Λουκ. 19,24        καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν. ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι.

Λουκ. 19,24              Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας.

Λουκ. 19,25        καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς.

Λουκ. 19,25              Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας.

Λουκ. 19,26        λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Λουκ. 19,26              Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει.

Λουκ. 19,27        πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου.

Λουκ. 19,27              Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”.

 

Η είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ 

(Μτ 21,1-11. Μκ 11,1-11. Ιω12,12-19)

Λουκ. 19,28        Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.

Λουκ. 19,28              Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του, αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.

Λουκ. 19,29        καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ

Λουκ. 19,29              Και καθώς επλησίασεν εις την Βηθσφαγή και την Βηθανίαν, κοντά στο όρος, που ελέγετο όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητάς του,

Λουκ. 19,30        εἰπών· ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε.

Λουκ. 19,30              και τους είπε· “πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και καθώς θα εισέρχεθε, θα βρήτε ένα δεμένο πουλάρι, επάνω στο οποίον ποτέ κανείς άνθρωπος δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ.

Λουκ. 19,31        καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.

Λουκ. 19,31               Και αν κανείς σας ερωτήση, διατί το λύετε; Σεις θα του απαντήσετε ως εξής· ότι το χρειάζεται ο Κυριος”.

Λουκ. 19,32        ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον·

Λουκ. 19,32              Οταν δε επήγαν οι απεσταλμένοι, ευρήκαν όπως ακριβώς είχεν είπει ο Κυριος, δηλαδή το πουλάρι να στέκεται εκεί.

Λουκ. 19,33        λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον;

Λουκ. 19,33              Οταν δε έλυαν το πουλάρι, είπαν προς αυτούς οι κύριοι του· “διατί λύετε το πουλάρι;”

Λουκ. 19,34        οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.

Λουκ. 19,34              Εκείνοι δε απήντησαν, ότι το χρειάζεται ο Κυριος.

Λουκ. 19,35        καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιῤῥίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν.

Λουκ. 19,35              Και το έφεραν προς τον Ιησούν. Και αφού έρριψαν επάνω εις αυτό τα εξωτερικά των ενδύματα, εβοήθησαν τον Κυριον να ανεβή στο πουλάρι.

Λουκ. 19,36        πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.

Λουκ. 19,36              Καθώς δε ο Κυριος επροχωρούσε, οι ακροαταί που τον συνώδευαν, έστρωναν τα ενδύματά των στον δρόμον, εις ένδειξιν σεβασμού, δια να περάση επάνω από αυτά.

Λουκ. 19,37        ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων

Λουκ. 19,37              Οταν δε επλησίαζε στο τέρμα του κατηφορικού δρόμου του όρους των Ελαιών, όλον το πλήθος των μαθητών με χαράν ήρχισαν να δοξολογούν τον Θεόν με φωνήν μεγάλην δι' όλα τα καταπληκτικά θαύματα, που είχαν ιδεί,

Λουκ. 19,38        λέγοντες· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.

Λουκ. 19,38              λέγοντες· “ευλογημένος ο βασιλεύς, που έρχεται εν ονόματι Κυρίου. Δι' αυτού θα αποκατασταθή η ειρήνη μεταξύ του ουρανού και της γης, του Θεού και των ανθρώπων και θα αναπέμπεται δόξα στον εν υψίστοις πανάγαθον Θεόν”.

Λουκ. 19,39        καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.

Λουκ. 19,39              Και μερικοί από τους Φαρισαίους, που ήσαν αναμεμιγμένοι με τον όχλον, εβγήκαν και είπαν εις αυτόν· “Διδάσκαλε, να επιπλήξης τους μαθητάς σου, δια την δόξαν, που σου αποδίδουν και η οποία ανήκει μόνον στον Μεσσίαν”.

Λουκ. 19,40        καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.

Λουκ. 19,40              Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν”.

Λουκ. 19,41        καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ, λέγων

Λουκ. 19,41               Και καθώς επλησίασε προς την Ιερουσαλήμ και είδε την πόλιν, ανελύθη εις δάκρυα και λυγμούς δι' αυτήν, λέγων

Λουκ. 19,42        ὅτι εἰ ἔγνως καὶ σύ, καί γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτῃ, τὰ πρὸς εἰρήνην σου! νῦν δὲ ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου·

Λουκ. 19,42              ότι “εάν εγνώριζες και συ, έστω και κατά την τελευταίαν αυτήν ημέραν, που σου δίδει ως μεγάλην ευκαιρίαν μετανοίας ο Θεός, εάν εγνώριζες και εδέχεσο ότι εγώ θα σου παρείχα την ειρήνην και την ασφάλειαν, θα εσώζεσο από την τρομεράν καταστροφήν που σε περιμένει. Τωρα όμως, εξ αιτίας της αμετανοήτου κακίας σου, τα μάτια σου είναι σκοτισμένα και δεν ημπορούν να ίδουν τον όλεθρον, που έρχεται.

Λουκ. 19,43        ὅτι ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσί σε καὶ συνέξουσί σε πάντοθεν,

Λουκ. 19,43              Διότι θα έλθουν φοβεραί δια σε ημέραι και οι εχθροί σου θα σκάψουν γύρω σου χαρακώματα και θα σε περικυκλώσουν και θα σε συνθλίβουν από παντού.

Λουκ. 19,44        καὶ ἐδαφιοῦσί σε καὶ τὰ τέκνα σου ἐν σοί, καὶ οὐκ ἀφήσουσιν ἐν σοὶ λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἔγνως τὸν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου.

Λουκ. 19,44              Και θα κατακρημνίσουν τα οικοδομήματά σου και θα πετάξουν, σφαγμένα κάτω στο έδαφος τα παιδιά σου, και δεν θα αφήσουν πέτραν επάνω εις την πέτραν· και τούτο εις τιμωρίαν σου, διότι δεν ηθέλησες να γνωρίσης και να δεχθής τον καιρόν, κατά τον οποίον ο Θεός σε επεσκέφθηκε δια να σε σώση”.

 

Η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό 

(Μτ 21,12-17. Μκ 11,15-19. Ιω 2,13-22)

Λουκ. 19,45        Καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας ἐν αὐτῷ καὶ ἀγοράζοντας

Λουκ. 19,45              Και όταν εισήλθεν εις την αυλήν του ναού, ήρχισε να βγάζη έξω εκείνους, που πωλούσαν και αγόραζαν εκεί,

Λουκ. 19,46        λέγων αὐτοῖς· γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.

Λουκ. 19,46              λέγων προς αυτούς· “έχει γραφή από τους προφήτας κατ' έμπνευσιν Θεού, ότι ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής. Σεις όμως τον εκάματε σπήλαιον ληστών, δια να ληστεύετε και κλέπτετε τους άλλους με τας απάτας και τα ψέματά σας”.

Λουκ. 19,47        Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ,

Λουκ. 19,47              Και εδίδασκε, όπως συνήθως, κάθε ημέραν στο ιερόν. Οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς και οι άρχοντες του λαού εζητούσαν να τον εξοντώσουν.

Λουκ. 19,48        καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί ποιήσουσιν· ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων.

Λουκ. 19,48              Και δεν κατώρθωναν να εύρουν τι να κάμουν, δια να φέρουν εις πέρας το κακούργον σχέδιόν των, διότι ο λαός με πολύ θαυμασμόν και ευλάβειαν εκρέματο από το στόμα του ακούων την διδασκαλίαν του.