ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

 

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

 

Η θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου

(Μτ 8,5-13. Ιω 4,43-54)

Λουκ. 7,1           Ἐπεὶ δὲ ἐπλήρωσε πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.

Λουκ. 7,1                   Οταν δε ετελείωσε ο Κυριος όλα τα λόγια αυτά προς το πλήθος, που με προσοχήν τον ήκουε, εισήλθε εις την Καπερναούμ.

Λουκ. 7,2           Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος.

Λουκ. 7,2                  Καποιου δε εκατοντάρχου ο δούλος ήτο ασθενής πολύ βαρειά και επρόκειτο να αποθάνη. Και ο δούλος αυτός ήτο δια την τιμιότητα και υπακοήν του πολύ αγαπητός στον εκατόνταρχον.

Λουκ. 7,3           ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ.

Λουκ. 7,3                   Οταν δε ο εκατόνταρχος επληροφορήθηκε περί του Ιησού, έστειλε προς αυτόν μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη και σώση τον δούλον του.

Λουκ. 7,4           οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο.

Λουκ. 7,4                  Αυτοί δε, αφού ήλθαν στον Ιησούν, τον παρακαλούσαν με θερμόν ενδιαφέρον και επιμονήν λέγοντες, ότι αξίζει ο εκατόνταρχος να του κάμης αυτήν την χάριν,

Λουκ. 7,5           ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν.

Λουκ. 7,5                   διότι αγαπά το έθνος μας και με ιδικά του χρήματα έκτισε την συναγωγήν.

Λουκ. 7,6           ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γάρ εἰμι ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς·

Λουκ. 7,6                  Ο δε Ιησούς επήγαινε μαζή με αυτούς. Και όταν επλησίαζε στο σπίτι, έστειλε προς αυτόν ο εκατόνταρχος μερικούς φίλους του και του είπε· “Κυριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης κάτω από την στέγην μου.

Λουκ. 7,7           διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρός σε ἐλθεῖν· ἀλλ᾿ εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.

Λουκ. 7,7                   Δι' αυτό και ούτε τον ευατόν μου έκρινα άξιον να έλθω προς σε. Αλλά πες μόνον λόγον, δώσε προσταγήν και θα θεραπευθή αμέσως ο υπηρέτης μου.

Λουκ. 7,8           καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.

Λουκ. 7,8                  Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, που θέτω τον ευατόν μου κάτω από την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω όμως και εγώ υπό την εξουσίαν μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει και στον άλλον, έλα και έρχεται και στον υπηρέτην μου, κάμε τούτο και το κάμνει. Πολύ περισσότερον ο ιδικός σου λόγος θα γίνη αμέσως έργον”.

Λουκ. 7,9           ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.

Λουκ. 7,9                  Οταν ήκουσε αυτά ο Ιησούς, εθαύμασε τον εκατόνταρχον, και αφού εγύρισε προς τον λαόν, που ακολουθούσε, είπε· “σας λέγω ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, που είναι παρασκευασμένοι από τον νόμον και τους προφήτας, δεν ευρήκα τόσον μεγάλην πίστιν”. (Αμέσως δε την στιγμήν εκείνην εθεράπευσε με την άπειρόν του δύναμιν τον δούλον, χωρίς να τον επισκεφθή στο σπίτι”.

Λουκ. 7,10         καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.

Λουκ. 7,10                 Και όταν οι απεσταλμένοι του εκατοντάρχου επέστρεψαν στο σπίτι, ευρήκαν τον ασθενή δούλον εντελώς υγιή.

 

Η ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν 

Λουκ. 7,11         Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.

Λουκ. 7,11                 Επειτα από αυτά, επήγαινε ο Ιησούς προς την πόλιν Ναΐν. Και μαζή του επήγαιναν αρκετοί μαθηταί του και λαός πολύς.

Λουκ. 7,12         ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.

Λουκ. 7,12                 Μολις δε επλησίασε εις την πύλην της πόλεως και ιδού εγίνετο η εκφορά ενός νεκρού, ο οποίος ήτο μονογενής υιός εις μητέρα χήραν και αποστράτευτον και πολύς λαός με πολλήν συμπάθειαν προς αυτήν παρακολουθούσε μαζή της την κηδείαν.

Λουκ. 7,13         καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε·

Λουκ. 7,13                 Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγχνίσθη και της είπε· “μη κλαίεις”.

Λουκ. 7,14         καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.

Λουκ. 7,14                 Και αφού επλησίασε, ήγγισε το φέρετρον, ενώ εκείνοι που το εκρατούσαν εσταμάτησαν, και είπε· “νεανίσκε, εις σε λέγω· Σηκω”.

Λουκ. 7,15         καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.

Λουκ. 7,15                 Και αμέσως εσηκώθη και εκάθισε ο νεκρός και ήρχισε να ομιλή. Ο δε Ιησούς έδωκε αυτόν εις την μητέρα του.

Λουκ. 7,16         ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Λουκ. 7,16                 Και κατέλαβε φόβος όλους και εδόξαζαν τον Θεόν λέγοντες ότι “προφήτης μέγας παρουσιάσθη μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επεσκέφθηκε τον λαόν του”.

Λουκ. 7,17         καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.

Λουκ. 7,17                 Και διεδόθη το γεγονός της αναστάσεως του νεκρού εκ μέρους του Χριστού εις όλην την Ιουδαίαν και εις τας πλησίον γειτονικάς χώρας. (Οτι δηλαδή ο Ιησούς με ένα λόγον, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν και χρονοτριβή ανέστησε τον νεκρόν).

 

Τα εγκώμια του Ιησού για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή

(Μτ 11,2-19)

Λουκ. 7,18         Καὶ ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τούτων.

Λουκ. 7,18                 Και οι μαθηταί του Ιωάννου ανέφεραν στον Ιωάννην, τον φυλακισμένον, όλα αυτά τα καταπληκτικά θαύματα, που έκανε ο Ιησούς.

Λουκ. 7,19         καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης ἔπεμψε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;

Λουκ. 7,19                 Και ο Ιωάννης, αφού εκάλεσε δύο από τους μαθητάς του, τους έστειλε προς τον Ιησούν λέγων· “συ είσαι ο Μεσσίας, που τώρα έρχεται, η πρέπει να περιμένωμεν κανέναν άλλον; (Και έκαμε αυτό ο Ιωάννης δια να θέση εις επαφήν τους μαθητάς του με τον Κυριον και τους στηρίξη έτσι εις την πίστιν).

Λουκ. 7,20         παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν ἡμᾶς πρός σε λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;

Λουκ. 7,20                Αφού δε ήλθαν προς αυτόν οι άνθρωποι αυτοί του είπον· “ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μας έστειλε εις σε, λέγων· Συ είσαι ο Μεσσίας που έρχεται η πρέπει να περιμένωμεν άλλον;”

Λουκ. 7,21         ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν.

Λουκ. 7,21                 Κατά την ώραν δε εκείνην ο Ιησούς εθεράπευσε πολλούς από ασθενείας και από βασανιστικάς παθήσεις και από πονηρά πνεύματα. Και εις πολλούς τυφλούς εχάρισε το φως των.

Λουκ. 7,22         καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται, πτωχοὶ εὐαγγελίζονται·

Λουκ. 7,22                Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “πηγαίνετε και αναφέρετε στον Ιωάννην αυτά, που είδατε και ηκούσατε· ότι δηλαδή τυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περιπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουν, νεκροί ανασταίνονται, πτωχοί και ταπεινοί άνθρωποι ακούουν και δέχονται το χαροποιόν μήνυμα της βασιλείας των ουρανών.

Λουκ. 7,23         καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί.

Λουκ. 7,23                Και μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος δεν θα κλονισθή εις την πίστιν του εξ αιτίας της πτωχής και ταπεινής εμφανίσεώς μου”.

Λουκ. 7,24         ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου· τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον;

Λουκ. 7,24                Οταν δε ανεχώρησαν οι μαθηταί του Ιωάννου, ήρχισεν να λέγη ο Κυριος εις τα πλήθη του λαού δια τον Ιωάννην· “τι εβγήκατε εις την έρημον να ιδήτε; Καλάμι που το σαλεύει εδώ κι' εκεί ο άνεμος; Μηπως εβγήκατε να ιδήτε κανένα άνθρωπον άστατον, που παρασύρεται από τας γνώμας του ενός και του άλλου και προσπαθεί να συμφωνή με όλους; Οχι βέβαια.

Λουκ. 7,25         ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις εἰσίν.

Λουκ. 7,25                Αλλά τι εξήλθατε να ιδήτε; Ανθρωπον κοσμικόν και μαλθακόν, ενδεδυμένον μαλακά και ακριβά φορέματα; Ιδού, αυτοί που φορούν τα πολύτιμα και φανταχτερά ενδύματα και ζουν μίαν τρυφηλήν και αμαρτωλήν ζωήν, μένουν εις τα βασιλικά ανάκτορα.

Λουκ. 7,26         ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου.

Λουκ. 7,26                Αλλά τι εβγήκατε να ιδήτε; Προφήτην; Βεβαίως, ναι· σας λέγω ότι αυτός είναι πολύ περισσότερον από προφήτης.

Λουκ. 7,27         οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου·

Λουκ. 7,27                Αυτός είναι, δια τον οποίον έχει γραφή από τον προφήτην Μαλαχίαν· Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου, ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος θα προετοιμάση έμπροσθέν σου τον δρόμον, θα προπαρασκευάση δηλαδή τας καρδίας των ανθρώπων να σε δεχθούν.

Λουκ. 7,28         λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστι.

Λουκ. 7,28                Διότι σας λέγω, ότι μεταξύ των ανθρώπων τους οποίους έως τώρα εγέννησαν αι γυναίκες, κανείς δεν υπάρχει μεγαλύτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Αλλά πρέπει να ξέρετε και τούτο, ότι ο πλέον ταπεινός και άσημος πολίτης της βασιλείας του Θεού, το ελάχιστον μέλος της Εκκλησίας μου, είναι, ως προς την σωτηρίαν και τα θεία χαρίσματα, που θα παίρνη μέσα εις την Εκκλησίαν, ανώτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, ο οποίος δεν επήρε ακόμη τας ανεκτιμήτους αυτάς δωρεάς”.

Λουκ. 7,29         καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·

Λουκ. 7,29                Και όλος ο λαός και αυτοί ακόμη οι τελώναι, που είχαν ακούσει τον Ιωάννην, με το να βαπτισθούν το βάπτισμα του Ιωάννου και να μετανοήσουν, όπως εκείνος είπεν, απέδειξαν ότι σαφώς και δικαίως ενήργησε ο Θεός.

Λουκ. 7,30         οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ᾿ αὐτοῦ.

Λουκ. 7,30                Αντιθέτως δε οι Φαρισαίοι και οι νομικοί, που εθεωρούντο ενάρετοι και γνώσται της Αγίας Γραφής, απέδειξαν δια τον εαυτόν των μάταιον και ανωφελές το σχέδιον του Θεού προς σωτηρίαν του ανθρώπου. Εθεώρησαν ματαίαν την αποστολήν του Προδρόμου, αφού ούτε το κήρυγμα ούτε το βάπτισμά του εδέχθησαν.

Λουκ. 7,31         Τίνι οὖν ὁμοιώσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης, καὶ τίνι εἰσὶν ὅμοιοι;

Λουκ. 7,31                 “Με τι λοιπόν να παρομοιάσω τους ανθρώπους της γενεάς αυτής; Με ποιόν είναι όμοιοι;

Λουκ. 7,32         ὅμοιοί εἰσι παιδίοις τοῖς ἐν ἀγορᾷ καθημένοις καὶ προσφωνοῦσιν ἀλλήλοις καὶ λέγουσιν· ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκλαύσατε.

Λουκ. 7,32                Ομοιάζουν με άτακτα αργόσχολα παιδιά, που κάθονται εις την αγοράν και φωνάζουν μεταξύ των και λέγουν· Σας επαίξαμεν με τον αυλόν χαρούμενους σκοπούς και δεν εχορέψατε, σας ετραγουδήσαμε μοιρολόγια και δεν εκλάψατε. Ούτε με το ένα ούτε με το άλλο δεν σας ικανοποιήσαμεν.

Λουκ. 7,33         ἐλήλυθε γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μήτε ἄρτον ἐσθίων μήτε οἶνον πίνων, καὶ λέγετε· δαιμόνιον ἔχει.

Λουκ. 7,33                Ετσι και σεις που δεν πιστεύετε. Διότι ήλθεν ο Ιωάννης ο βαπτιστής, ο οποίος, νηστευτής και ασκητής καθώς ήτο, ούτε ψωμί έτρωγε ούτε κρασί έπινε, και λέγετε· Εχει δαιμόνιον.

Λουκ. 7,34         ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγετε· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν.

Λουκ. 7,34                Ηλθεν ο υιός του ανθρώπου, ο οποίος τρώγει και πίνει, όπως κάθε κοινωνικός και συνετός άνθρωπος, και λέγετε· Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών.

Λουκ. 7,35         καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς πάντων.

Λουκ. 7,35                Και έτσι η θεία σοφία εθαυμάσθη από τα τέκνα της ως δικαία, διότι ορθώς εις κάθε περίστασιν ενεργεί, χρησιμοποιούσα τας αρίστας και δικαιοτάτας μεθόδους δια την σωτηρίαν των ανθρώπων”.

 

Το μύρο της αμαρτωλής 

(Μτ 26,6-13. Ιω 12,3-8)

Λουκ. 7,36         Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.

Λουκ. 7,36                Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού.

Λουκ. 7,37         καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου

Λουκ. 7,37                Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον.

Λουκ. 7,38         καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ.

Λουκ. 7,38                Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον.

Λουκ. 7,39         ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.

Λουκ. 7,39                Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή.

Λουκ. 7,40         καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν, ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ.

Λουκ. 7,40                Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”.

Λουκ. 7,41         δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι. ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.

Λουκ. 7,41                 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα.

Λουκ. 7,42         μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο· τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει;

Λουκ. 7,42                Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;”

Λουκ. 7,43         ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὀρθῶς ἔκρινας.

Λουκ. 7,43                Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”.

Λουκ. 7,44         καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε.

Λουκ. 7,44                Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της.

Λουκ. 7,45         φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.

Λουκ. 7,45                Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου.

Λουκ. 7,46         ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.

Λουκ. 7,46                Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον.

Λουκ. 7,47         οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.

Λουκ. 7,47                Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”.

Λουκ. 7,48         εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.

Λουκ. 7,48                Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου”

Λουκ. 7,49         καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;

Λουκ. 7,49                Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;”

Λουκ. 7,50         εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

Λουκ. 7,50                Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.