Λουκ. 18,18 Καὶ
ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον
κληρονομήσω;
Λουκ. 18,18 Και
τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια
να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;”
Λουκ. 18,19 εἶπε
δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.
Λουκ. 18,19 Είπε
δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με
ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να
ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός.
Λουκ. 18,20 τὰς
ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς,
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
Λουκ. 18,20 Γνωρίζεις
τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη
ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”.
Λουκ. 18,21 ὁ
δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
Λουκ. 18,21 Εκείνος
δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”.
Λουκ. 18,22 ἀκούσας
δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ
διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
Λουκ. 18,22 Οταν
ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις
πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον
ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”.
Λουκ. 18,23 ὁ
δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.
Λουκ. 18,23 Εκείνος,
όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε
προσκόλλησιν εις τα πλούτη του.
Λουκ. 18,24 ἰδὼν
δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα
ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
Λουκ. 18,24 Οταν
δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον
δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού!
Λουκ. 18,25 εὐκοπώτερον
γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
Λουκ. 18,25 Διότι
είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα
βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”.
Λουκ. 18 ,26 εἶπον
δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι;
Λουκ. 18,26 Εκείνοι
δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ
όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα;
Λουκ. 18,27 ὁ
δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Λουκ. 18,27 Ο
δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά
στον Θεόν”.
Λουκ. 18,28 Εἶπε
δὲ ὁ Πέτρος· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι.
Λουκ. 18,28 Λαβών
ο Πετρος αφορμήν από την προτροπήν του Κυρίου προς τον πλούσιον είπε·
“Κυριε, ιδού ημείς αφήσαμεν όλα και σε ηκολουθήσαμεν”.
Λουκ. 18,29 ὁ
δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ γονεῖς ἢ
ἀδελφοὺς ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἕνεκεν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 18,29 Ο
δε Κυριος τους είπε· σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει κανένας που αφήκε
οικίαν η γονείς η αδελφούς η γυναίκα η τέκνα δια την βασιλείαν του Θεού,
Λουκ. 18,30 ὃς
οὐ μὴ ἀπολάβῃ πολλαπλασίονα ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ
ζωὴν αἰώνιον.
Λουκ. 18,30 και
ο όποιος να μη τα ξαναπάρη πολλαπλάσια κατά τον καιρόν της επιγείου του
ζωής, κατά δε τον αιώνα που έρχεται αιωνίαν ζωήν”.
|