Λουκ. 23,26 Καὶ
ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ,
ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.
Λουκ. 23,26 Και
όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν κάποιον Σιμωνα Κυρηναίον, που
ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν να τον φέρη πίσω από τον
Ιησούν, ο όποίος είχε πλέον σωματικώς εξαντληθή.
Λουκ. 23,27 ἠκολούθει
δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν
αὐτόν.
Λουκ. 23,27 Τον
ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εκτυπούσαν το στήθος
και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι' αυτόν.
Λουκ. 23,28 στραφεὶς
δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν
ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν.
Λουκ. 23,28 Ο
δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε· “θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε
δι' εμέ, αλλά κλαίετε δια τον ευατόν σας και τα τέκνα σας.
Λουκ. 23,29 ὅτι
ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ
ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.
Λουκ. 23,29 Διότι
ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν· καλότυχες είναι οι στείρες
γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι μαστοί που δεν εθήλασαν
βρέφη. Διότι αυταί που έχουν παιδιά θα αισθανθούν δριμύτερον τον πόνον δια
τα δεινά που θα έλθουν εις αυτάς και εις τα παιδιά των.
Λουκ. 23,30 τότε
ἄρξονται λέγειν τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς·
Λουκ. 23,30 Τοτε
θ'αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη· πέσατε επάνω μας· και εις τα βουνά·
σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν ενωρίτερα και μη
βασανιζώμεθα από τα ανυπόφορα πλέον δεινά.
Λουκ. 23,31 ὅτι
εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται;
Λουκ. 23,31 Διότι
εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, στο ξηρόν τι θα συμβή; (Εάν
εις εμέ τον αθώον, που έχω θείαν και ακατάλυτον ζωήν, γίνωνται αυτά, τι
μέλλει να γίνη εις σας, που είσθε τόσον βαρειά ένοχοι δια τα πολλά και
μεγάλα αμαρτήματά σας;)”
Λουκ. 23,32 Ἤγοντο
δὲ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι.
Λουκ. 23,32 Ωδηγούντο
δε στον τόπον της σταυρώσεως και άλλοι δύο, οι οποίοι ήσαν κακούργοι, δια να
θανατωθούν μαζή με αυτόν.
Λουκ. 23,33 Καὶ
ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ
τοὺς κακούργους ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.
Λουκ. 23,33 Και
όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους
δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα αριστερά.
Λουκ. 23,34 ὁ
δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε· πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι.
διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον.
Λουκ. 23,34 Ο
δε Ιησούς έλεγε· “Πατερ, συγχώρησέ τους· διότι τυφλωμένοι από την εμπάθειάν
των, δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Και οι στρατιώται εμοιράζοντο μεταξύ τους τα
ιμάτια του και έβαλλαν κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας.
Λουκ. 23,35 καὶ
εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν. ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς
λέγοντες· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ
ἐκλεκτός.
Λουκ. 23,35 Και
εστέκετο ο λαός παρατηρών και απολαμβάνων το θέαμα της σταυρώσεως.
Περιγελούσαν δε αυτόν και οι άρχοντες μαζή με άλλους και έλεγαν· “άλλους
έσωσε. Ας σώση τώρα και τον εαυτόν του, εάν είναι πράγματι αυτός ο Χριστός ο
εκλεκτός του Θεού”.
Λουκ. 23,36 ἐνέπαιζον
δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος προσφέροντες αὐτῷ
Λουκ. 23,36 Τον
ενέπαιζαν δε οι στρατιώται, οι οποίοι προσήρχοντο και του προσέφεραν ξύδι
Λουκ. 23,37 καὶ
λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν.
Λουκ. 23,37 και
έλεγαν· “εάν συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτόν σου”.
Λουκ. 23,38 Ἦν
δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ
ἑβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
Λουκ. 23,38 Ητο
δε και επιγραφή εις ειδικήν σανίδα, στερεωμένη στο επάνω μέρος του σταυρού,
γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά· Αυτός είναι ο
βασιλεύς των Ιουδαίων.
Λουκ. 23,39 Εἷς
δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός,
σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.
Λουκ. 23,39 Ενας
δε από τους σταυρωθέντας κακούργους τον εβλασφημούσε λέγων· “εάν συ είσαι
πράγματι ο Χριστός, σώσε τον ευατόν σου και ημάς”.
Λουκ. 23,40 ἀποκριθεὶς
δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ
κρίματι εἶ;
Λουκ. 23,40 Απεκρίθη
δε ο άλλος, τον επέπληττε και του έλεγε· ούτε τον Θεόν συ ο εγκληματίας και
ένοχος δεν φοβείσαι, διότι υφίστασαι την ιδίαν καταδίκην με αυτόν τον αθώον;
Λουκ. 23,41 καὶ
ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν
ἄτοπον ἔπραξε.
Λουκ. 23,41 Και
ημείς μεν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι απολαμβάνομεν άξια εκείνων που
επράξαμεν. Αυτός όμως κανένα ποτέ άτοπον δεν έπραξε”.
Λουκ. 23,42 καὶ
ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.
Λουκ. 23,42 Και
έλεγεν στον Ιησούν· “ενθυμήσου με, Κυριε, όταν θα έλθης με δόξαν και δύναμιν
εις την βασιλείαν σου, ώστε να απολαύσω και εγώ την χαράν και την
μακαριότητα αυτής”.
Λουκ. 23,43 καὶ
εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.
Λουκ. 23,43 Και
είπεν εις αυτόν ο Ιησούς· “σε διαβεβαιώνω, ότι σήμερον θα είσαι μαζή μου
στον παράδεισον”.
|