Λουκ. 20,27 Προσελθόντες
δέ τινες τῶν Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αὐτὸν
Λουκ. 20,27 Επλησίασαν
τότε τον Ιησούν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν
υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν
Λουκ. 20,28 λέγοντες·
διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ
οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ
σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.
Λουκ. 20,28 λέγοντες·
“διδάσκαλε, ο Μωϋσής έγραψε για μας στον νόμον του, ότι εάν ο αδελφός
κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αυτός αποθάνη άτεκνος, πρέπει ο αδελφός
του να λάβη σύζυγον την γυναίκα και να γεννήση απόγονον στον αδελφόν του.
Λουκ. 20,29 ἑπτὰ
οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,29 Ησαν
λοιπόν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα απέθανε
άτεκνος.
Λουκ. 20,30 καὶ
ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,30 Και
επήρε ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν, αλλά και αυτός απέθανε άτεκνος.
Λουκ. 20,31 καὶ
ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτὴν ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἑπτά· οὐ κατέλιπον τέκνα,
καὶ ἀπέθανον·
Λουκ. 20,31 Και
ο τρίτος επήρε επίσης αυτήν. Το ίδιο και οι επτά· και δεν αφήκαν τέκνα και
απέθανον.
Λουκ. 20,32 ὕστερον
δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν.
Λουκ. 20,32 Υστερα
δε από όλους απέθανε και η γυναίκα.
Λουκ. 20,33 ἐν
τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα.
Λουκ. 20,33 Κατά
την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά αδελφούς θα είναι
σύζυγος η γυναίκα αυτή; Διότι και οι επτά την είχαν νόμιμον σύζυγον”.
Λουκ. 20,34 καὶ
ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ
ἐκγαμίζονται·
Λουκ. 20,34 Και
αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “οι άνθρωποι της παρούσης ζωής νυμφεύονται
και δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,35 οἱ
δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν
οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται·
Λουκ. 20,35 Εκείνοι
όμως που θα αξιωθούν να απολαύσουν την μέλλουσαν ζωήν και την εκ νεκρών
ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,36 οὔτε
γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς
ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες.
Λουκ. 20,36 Διότι
ούτε και να αποθάνουν πλέον δύνανται, επειδή τα σώματα των είναι άφθαρτα και
αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν
προέρχονται από φυσικήν γέννησιν, αλλά από την ανάστασιν, που ο Θεός θα
διατάξη και θα πραγματοποιήση.
Λουκ. 20,37 ὅτι
δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον
τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ.
Λουκ. 20,37 Οτι
δε ανασταίνονται οι νεκροί το ανήγγειλε και ο Μωϋσής εκεί εις την βάτον,
όταν δηλαδή ονομάζη τον Κυριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ
και τον Θεόν του Ιακώβ.
Λουκ. 20,38 Θεὸς
δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν.
Λουκ. 20,38 Μαθετε
δε ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν
φύγει από την γην και είναι δι' ημάς νεκροί, δια τον Θεόν είναι ζωντανοί,
ζουν πλησίον αυτού εις επικοινωνίαν με αυτόν”.
Λουκ. 20,39 ἀποκριθέντες
δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· διδάσκαλε, καλῶς εἶπας.
Λουκ. 20,39 Μερικοί
δε από τους γραμματείς, αντίθετοι των Σαδδουκαίων, έλαβαν τον λόγον τότε και
είπαν· “Διδάσκαλε, πολύ καλά ωμίλησες”.
Λουκ. 20,40 οὐκέτι
δὲ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν αὐτὸν οὐδέν.
Λουκ. 20,40 Δεν
ετολμούσαν δε πλέον να τον ερωτούν κατά τρόπον δόλιον εις τίποτε, διότι
έβγαιναν νικημένοι και εντροπιασμένοι.
|