Λουκ. 10,25 Καὶ
ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας
ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
Λουκ. 10,25 Και
ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον
Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε·
“διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;”
Λουκ. 10,26 ὁ
δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;
Λουκ. 10,26 Ο
Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό
που διαβάζεις στον νόμον;”
Λουκ. 10,27 ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου
καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς
διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·
Λουκ. 10,27 Ο
νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον
τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην
σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η
καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να
πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον
σου, όπως τον ευατόν σου”.
Λουκ. 10,28 εἶπε
δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
Λουκ. 10,28 Είπε
δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα
κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”.
Λουκ. 10,29 ὁ
δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
Λουκ. 10,29 Εντροπιασμένος
ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν
ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και
ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;”
Λουκ. 10,30 ὑπολαβὼν
δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ
λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον
ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
Λουκ. 10,30 Επήρε
δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την
παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και
έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον
εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον.
Λουκ. 10,31 κατὰ
συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν
ἀντιπαρῆλθεν.
Λουκ. 10,31 Κατά
σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον
τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν.
Λουκ. 10,32 ὁμοίως
δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.
Λουκ. 10,32 Το
ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον
πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος.
Λουκ. 10,33 Σαμαρείτης
δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,
Λουκ. 10,33 Ενας
όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος,
όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε.
Λουκ. 10,34 καὶ
προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ
αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ·
Λουκ. 10,34 Επλησίασε
κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα
έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε
εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος.
Λουκ. 10,35 καὶ
ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με
ἀποδώσω σοι.
Λουκ. 10,35 Την
άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε
διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε·
Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω,
εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν
μου χρέος.
Λουκ. 10,36 τίς
οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς
λῃστάς;
Λουκ. 10,36 Λοιπόν,
ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς
νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον
αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;”
Λουκ. 10,37 ὁ
δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου
καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Λουκ. 10,37 Εκείνος
δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε
λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε
το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε
φίλοι είτε εχθροί”).
|