Λουκ. 15,11 Εἶπε
δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.
Λουκ. 15,11 Είπε
δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς.
Λουκ. 15,12 καὶ
εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς
οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
Λουκ. 15,12 Και
είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της
περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν
του.
Λουκ. 15,13 καὶ
μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν
μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
Λουκ. 15,13 Και
ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του
είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε
την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον.
Λουκ. 15,14 δαπανήσαντος
δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς
ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Λουκ. 15,14 Οταν
δε εξώδευσε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός
ήρχισε να στερήται και να πεινά.
Λουκ. 15,15 καὶ
πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς
τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
Λουκ. 15,15 Και
από την πείναν πλέον ζαλισμένος επήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος εις ένα
από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και αυτός τον έστειλε εις τα χωράφια
του, να βόσκη χοίρους.
Λουκ. 15,16 καὶ
ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ
οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
Λουκ. 15,16 Και
επιθυμούσε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν οι
χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδε, διότι οι υπηρέται τα προώριζαν δια τους
χοίρους.
Λουκ. 15,17 εἰς
ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ
δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
Λουκ. 15,17 Καποιαν
όμως ημέραν συνήλθεν από την ζάλην και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του
και είπε· Ποσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και
φαγητά, εγώ δε χάνομαι από την πείναν;
Λουκ. 15,18 ἀναστὰς
πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου.
Λουκ. 15,18 Και
αμέσως επήρε την απόφασιν της επιστροφής και είπε· Θα σηκωθώ, θα υπάγω προς
τον πατέρα μου και θα του πω· πατέρα μου, ημάρτησα στον ουρανόν εμπρός στον
Θεόν και τους αγγέλους του· ημάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την
πατρικήν σου αγάπην και δεν ελογάριασα την λύπην, που θα σου προξενούσα με
την φυγήν μου.
Λουκ. 15,19 οὐκέτι
εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Λουκ. 15,19 Δεν
είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου·
κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτας σου.
Λουκ. 15,20 καὶ
ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν
αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον
αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Λουκ. 15,20 Και
έθεσε εις εφαρμογήν την καλήν του απόφασιν. Εσηκώθη και ήλθε προς τον πατέρα
του. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις μακρυνήν απόστασιν, ο πατέρας του, που από
καιρόν τώρα τον επερίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στον δρόμον,
τον είδε και τον εσπλαγχνίσθη, έτρεξε εις προϋπάντησίν του, έπεσε με στοργήν
απέραντον στον τράχηλον του παιδιού του, το αγκαλιασε και το εγέμισε
φιλήματα.
Λουκ. 15,21 εἶπε
δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι
εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Λουκ. 15,21 Συντετριμμένος
ο υιός από την απέραντον αυτήν στοργήν είπε στον πατέρα του· Πατέρα,
ημάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομασθώ υιός
σου.
Λουκ. 15,22 εἶπε
δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ
ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς
τοὺς πόδας,
Λουκ. 15,22 Ο
δε πατέρας τον διέκοψε, εστράφη προς τους δούλους, που είχαν μαζευθή εκεί,
και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ενδύσατέ τον, και δώστε του το
δακτυλίδι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι.
Δώστε του υποδήματα εις τα πόδια, δια να μη περπατή ξυπόλητος όπως οι
δούλοι.
Λουκ. 15,23 καὶ
ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
Λουκ. 15,23 Και
φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια
να πανηγυρίσωμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας
ευφρανθούμε όλοι.
Λουκ. 15,24 ὅτι
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ
ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
Λουκ. 15,24 Διότι
ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήτο και ευρέθηκε. Και
ήρχισαν να ευφραίνωνται. (Αγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να
χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και
εσπατάλησε τα θεία δώρα εις την αμαρτίαν και εβυθίσθη στον εξευτελισμόν και
την κοινήν περιφρόνησιν, μετανοήση ειλικρινώς, επανέλθη προς τον Πατέρα και
ξαναπάρη την υιοθεσίαν και την πρώτην του θέσιν).
Λουκ. 15,25 Ἦν
δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ
ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,
Λουκ. 15,25 Αλλά
ο μεγαλύτερος υιός ευρίσκετο στο χωράφι και καθώς την ώραν που ήρχετο
επλησίασε στο σπίτι, ήκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς.
Λουκ. 15,26 καὶ
προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
Λουκ. 15,26 Και
αφού εκάλεσε ένα από τους υπηρέτας, τον ηρώτησε τι άραγε είναι αυτά που
γίνονται.
Λουκ. 15,27 ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν
σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
Λουκ. 15,27 Εκείνος
δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό
μοσχάρι, διότι με μεγάλην χαράν τον είδε και τον υπεδέχθη υγιή.
Λουκ. 15,28 ὠργίσθη
δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
Λουκ. 15,28 Εθύμωσε
δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθη στο σπίτι και να παρακαθίση στο χαρμόσυνο
τραπέζι. Οταν ο πατέρας επληροφορήθη αυτό, εβγήκε έξω προς τον μεγαλύτερον
υιόν και με στοργήν πολλήν τον παρακαλούσε.
Λουκ. 15,29 ὁ
δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε
ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου
εὐφρανθῶ·
Λουκ. 15,29 Εκείνος
όμως πικραμένος απεκρίθη με δυσφορίαν μεγάλην και του είπε· Ιδού τόσα χρόνια
σε υπηρετώ και ποτέ δεν κατεπάτησα την εντολή σου. Και όμως εις εμέ δεν
έδωσές ποτέ ένα κατσίκι, δια να εφρανθώ με τους φίλους μου.
Λουκ. 15,30 ὅτε
δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας
αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
Λουκ. 15,30 Οταν
δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιο σου με πόρνας, έσφαξες προς
χάριν του το θρεπτό μοσχάρι.
Λουκ. 15,31 ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·
Λουκ. 15,31 Είπε
δε εις αυτόν ο πατέρας· Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζή μου και όλα τα
υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε εστέρησα.
Λουκ. 15,32 εὐφρανθῆναι
δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Λουκ. 15,32 Επρεπε
δε και συ να ευρανθής και να χαρής, διότι ο αδελφός σου αυτός ήτο νεκρός και
αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε”. (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες
Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κυριον να δέχεται με στοργήν τους μετανοούντας
αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσση πολίτας της βασιλείας του. Εγωπαθείς και
ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνον
και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεόν, απεξένωσαν τον ευατόν των από την αγάπην
του Θεού και από την χαρμόσυνον επικοινωνίαν με τους πολίτας της βασιλείας
των ουρανών).
|