ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΔΙΑΙΡΕΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η τελική συγκρότηση στον ελληνιστικό χώρο της Αλεξάνδρειας του ευρύτερου Κανόνα συντέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χριστιανικού Κανόνα. Ο Κανόνας αυτός, όπως τελικά διαμορφώθηκε, διέφερε τόσο απ' το Σαμαρειτικό και τον Παλαιστινό όσο και απ' τον παλαιότερο Αλεξανδρινό, γιατί αριθμούσε περισσότερα βιβλία. Η έλλειψη αναφορών σε ορισμένα πρωτοκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως στα βιβλία Ρουθ, Έσδρας, Νεεμίας, Εσθήρ, Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων, Οβδιού και Ναούμ, οι παραπομπές σε δευτεροκανονικά, καθώς και οι υπαινιγμοί σε απόκρυφα έργα, όπως στο Λκ.11,49 και στην Επιστολή του Ιούδα στχ. 9 και 14 εξ., μαρτυρούν ότι για τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης δεν υπήρχε θέμα προτίμησης ευρύτερου ή στενότερου Κανόνα. Το ίδιο ισχύει και για μερικούς αποστολικούς Πατέρες (Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος) και Απολογητές (Ιουστίνος, Αθηναγόρας), οι οποίοι πολλές φορές δανείζονταν χωρία και από δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η θέση αυτή της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης διατηρήθηκε για πολύ, για να αποκρυσταλλωθεί τελικά σε δύο ισοδύναμες, θα λέγαμε, τάσεις· η μία απ' αυτές, που την εκπροσωπούν στην Ανατολή οι Μελίτων Σάρδεων, Μ. Αθανάσιος, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Επιφάνειος κλπ. και στη Δύση οι Ρουφίνος, Ιερώνυμος και άλλοι, έδειχνε προτίμηση στην παλαιστινή παράδοση, ενώ η άλλη με εκπροσώπους στην Ανατολή τους Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Νύσσης, Ιωάννη Χρυσόστομο, Κύριλλο Αλεξανδρείας κλπ. και στη Δύση τους Λακτάντιο, Αμβρόσιο, Αυγουστίνο και άλλους, έτεινε στην παραδοχή ευρύτερου Κανόνα. Η Εκκλησία εξάλλου, επειδή γνώριζε πόσο λεπτό ήταν το θέμα και στην πράξη δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών, απέφυγε να ταχθεί με τη μία ή την άλλη προτίμηση και να θεσπίσει το χριστιανικό Κανόνα. Εξαίρεση αποτελούν η σύνοδος της Λαοδικείας (365 μ.Χ.) που, όπως φαίνεται, δέχτηκε το στενό και η 3η σύνοδος της Καρθαγένης (397 μ.Χ.) που προτίμησε τον ευρύ Κανόνα. Έτσι το πρόβλημα έμεινε άλυτο, αφού και η Πενθέκτη (691/2 μ.Χ.) χωρίς να το συζητήσει στην ουσία του «επεσφράγισεν» απλώς τους κανόνες των άλλων συνόδων, γιατί προφανώς έκρινε ότι μια οικουμενικού χαρακτήρα συνοδική απόφαση υπέρ της μιας ή της άλλης μορφής Κανόνα όχι μόνο δεν θα τερμάτιζε τις συζητήσεις, αλλά θα δημιουργούσε προβλήματα στην Εκκλησία και θα δυσκόλευε τις προσπάθειες της να συμβιβάσει τις διισταμένες απόψεις.
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρητικά διακρίνει τα βιβλία του Κανόνα σε «κανονικά» και «δευτεροκανονικά», στην πράξη όμως δεν κάνει διάκριση μεταξύ τους. Η ασυνέπεια αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η θέση της ως προς την έκταση του Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης δεν υπήρξε ενιαία. Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρέλαβε ως χριστιανικό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης όχι τον ιουδαϊκό του 3ου και 4ου π.Χ. αιώνα, που περιελάμβανε μόνο 22 ή 24 ή 39 βιβλία, αλλ' εκείνο των ημερών του Χριστού και των Αποστόλων, ο οποίος περιελάμβανε εκτός των 22, των πρωτοκανονικών, και όλα τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα. Για τους Ορθοδόξους, η πίστη στην ισοτιμία πρωτοκανονικών και δευτεροκανονικών τεκμηριώνεται καταρχάς από την χρήση που αδιακρίτως έκανε ο Ιησούς και οι Απόστολοι, του εβραϊκού κειμένου και της μεταφράσεως των εβδομήκοντα. Κατά δεύτερον, το ίδιο επιβεβαιώνει η παράθεση χωρίων από τους Αποστολικούς Πατέρες, τους Απολογητές και άλλους συγγραφείς, τα οποία μάλιστα ονομάζουν "Γραφάς", "Θείας Γραφάς", "Λόγια του Θεού" ή του "Αγ. Πνεύματος". Επιπλέον, τη σειρά αυτή των πατέρων, που χρησιμοποίησαν ως κανονικά τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, συνεχίζουν τον 4ο και 5ο αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Νύσσης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, Θεοδώρητος ο Κύρου, Πολυχρόνιος, Θεόδωρος ο Ηράκλειας, Εφραίμ ο Σύρος, Λακτάντιος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος, ενώ ελάχιστοι διαταράσσουν την αρμονία αυτή. Οι όποιες διαφωνίες εκδηλώθηκαν στο θέμα προτίμησης του στενού (ιουδαϊκού) ή του ευρύτερου (αλεξανδρινού) κανόνα, είχαν χαρακτήρα μάλλον θεωρητικό και εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πίεσης που δέχτηκε η Χριστιανική Εκκλησία, μετά το οριστικό κλείσιμο του ιουδαϊκού κανόνα (τέλη 100 ή αρχές 200 μ.Χ.) ο οποίος απέρριψε τελικά όλα τα δευτεροκανονικά κείμενα. Κατά συνέπεια, προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων, η ονομασία δευτεροκανονικά ή αναγινωσκόμενα, δεν αφορά στη θεοπνευστία και το κανονικό κύρος τους άλλα απλώς στο περιεχόμενό τους. Αφού με τα κανονιζόμενα η Εκκλησία ευαγγελίζεται το μήνυμα της καινής κτίσεως δια του Χριστού, ενώ με τα αναγινωσκόμενα καλλιεργεί την ευσέβεια για την αποδοχή του μηνύματος αυτού. Η αδιαίρετη Χριστιανική Εκκλησία, κάνοντας χρήση και των δευτεροκανονικών, εξέφραζε τη πίστη της στην ισοτιμία τους με τα πρωτοκανονικά. Αυτό βεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στη Μετάφραση των Ο' τα βιβλία αυτά δεν επέχουν θέση παραρτήματος, ώστε να σχηματίζεται η εντύπωση ότι βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα, αλλά τοποθετούνται αδιακρίτως μεταξύ των πρωτοκανονικών. Και αυτό διότι, ως ισότιμα και ισόκυρα με τα πρωτοκανονικά, των οποίων τις θείες αλήθειες συμπληρώνουν, περιλαμβάνονται, όπως και εκείνα, στις πηγές της θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης. Εκτός από τις συνοδικές επικυρώσεις που έγιναν πριν από το Σχίσμα του 1054, στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι αποφάσεις των τοπικών συνόδων Κωνσταντινουπόλεως (1638), Ιασίου (1652), Ιεροσολύμων (1672) και Κωνσταντινουπόλεως (1672) επιβεβαίωσαν την παραδοχή των δευτεροκανονικών ως ισόκυρων με τα λεγόμενα πρωτοκανονικά.
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Πρώτος ο Ρωμαιοκαθολικός "Σίξτος ο εκ Σιένης θ. 1596" και μετά από αυτόν φιλελεύθεροι θεολόγοι αναφέρθηκαν στους όρους πρωτοκανονικά και δευτεροκανονικά, σαν τα δεύτερα να είναι μικρότερης αξίας από τα πρώτα. Έτσι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επί αιώνες δεχόταν θεωρητικά το στενό Παλαιστινό Κανόνα. Στην πράξη όμως και αυτή, όπως και η Ορθόδοξη, ακολουθούσε τον ευρύτερο Αλεξανδρινό. Την αβεβαιότητα αυτή τερμάτισε η σύνοδος του Τριδέντου (1546), η οποία επισημοποίησε την κανονικότητα της Βουλγάτας, κωδικοποίησε τις αποφάσεις των συνόδων της Ιππώνας (393) και της Δ' της Καρθαγένης (401) και δέχτηκε ως κανονικά τα δευτεροκανονικά βιβλία Α' 'Εσδρας (ως 'Εσδρας Γ'), Ιουδίθ, Τωβίτ, Α' και Β' Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, Επιστολή Ιερεμίου και τον απόκρυφο Δ' Έσδρα, καθώς επίσης και τις προσθήκες στο Δανιήλ και στην Εσθήρ των Ο', εκτός από το Γ' Μακκαβαίων). Με τις αποφάσεις της αυτές η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δέχτηκε βασικά τον ευρύτερο Κανόνα όπως αυτός αντιπροσωπεύεται στη συλλογή των Ο'. Με τη σύνοδο του Βατικανού (1869-70), η οποία επικυρώνει το προηγούμενο θέσπισμα, αίρει τις τυχόν επιφυλάξεις και αμφιβολίες και λύνει το πρόβλημα του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης για τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Οι Προτεστάντες στο ζήτημα του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, διαχώρισαν τη θέση τους από την αρχαία παράδοση της Χριστιανικής Εκκλησίας. Βασιζόμενοι στη θεμελιώδη αρχή τους, ότι η Αγία Γραφή υπερέχει της Ιεράς Παραδόσεως, την οποία δεν θεωρούν ισάξια πηγή του Χριστιανισμού, αναγνώρισαν το εβραϊκό κείμενο ως το μόνο αυθεντικό. Έτσι αποδέχτηκαν το στενό Παλαιστίνο Κανόνα και απέκλεισαν τα δευτεροκανονικά βιβλία του ευρύτερου ελληνικού ως απόκρυφα. Παρόλ' αυτά διευθέτησαν τα βιβλία του σύμφωνα με την τάξη των Ο' και τη Βουλγάτα. Ο Λούθηρος μάλιστα δέχτηκε και τα δευτεροκανονικά βιβλία Ιουδίθ, Τωβίτ, Α' και Β' Μακκαβαίων, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, Επιστολή Ιερεμίου, καθώς και τις προσθήκες στο Δανιήλ και την Εσθήρ, απλώς ως βιβλία, όχι ως ισότιμα προς την Αγία Γραφή, επειδή τα θεωρούσε εποικοδομητικά και ωφέλιμα για τους πιστούς. Για τον ίδιο λόγο και οι Λουθηρανοί σήμερα, μαζί με τα κανονικά τους βιβλία συνεκδίδουν σε παράρτημα και τα (γι' αυτούς «απόκρυφα») δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αργότερα όμως, περί τα μέσα του 17ου αιώνα, η αντίδραση ορισμένων αυστηρών προτεσταντικών κύκλων (όπως των Καλβινιστών κ.ά.) οδήγησε στην καταπολέμηση και τον αποκλεισμό τους από τις εκδόσεις της Βίβλου.
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|