ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΨΑΛΜΟΙ 91-100

 

 

ΨΑΛΜΟΣ 91- ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΥΨΙΣΤΟ ΘΕΟ

Ψαλμὸς ᾠδῆς, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου.

Ψαλ. 91,2          Ἀγαθὸν τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε,

Ψαλ. 91,2                 Ευχαριστον και ωφέλιμον είναι, εις εμέ να δοξάζω σε τον Κυριον και να υμνολογώ το πάντιμον όνομά σου, ω Υψιστε.

Ψαλ. 91,3          τοῦ ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα

Ψαλ. 91,3                  Να διαλαλώ ημέραν και νύκτα την ευσπλαγχνίαν σου, την φιλαλήθειάν σου και την αξιοπιστίαν σου εις τας υποσχέσεις σου.

Ψαλ. 91,4          ἐν δεκαχόρδῳ ψαλτηρίῳ μετ᾿ ᾠδῆς ἐν κιθάρᾳ.

Ψαλ. 91,4                 Με ψαλτήριον δεκάχορδον, με άσμα το οποίον θα το συνοδεύη η κιθάρα,

Ψαλ. 91,5          ὅτι εὔφρανάς με, Κύριε, ἐν τοῖς ποιήμασί σου, καὶ ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου ἀγαλλιάσομαι.

Ψαλ. 91,5                  διότι συ, Κυριε, μου δίδεις χαράν και ευφροσύνην, με γεμίζεις αγαλλίασιν με τα θαυμαστά έργα των χειρών σου.

Ψαλ. 91,6          ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε· σφόδρα ἐβαθύνθησαν οἱ διαλογισμοί σου.

Ψαλ. 91,6                 Ποσον μεγαλειώδη και αξιοθαύμαστα είναι, Κυριε, τα έργα σου! Βαθείς και ανεξερεύνητοι είναι οι διαλογισμοί σου και αι αποφάσεις σου.

Ψαλ. 91,7          ἀνὴρ ἄφρων οὐ γνώσεται, καὶ ἀσύνετος οὐ συνήσει ταῦτα.

Ψαλ. 91,7                  Ανθρωπος όμως, τον οποίον ο αμαρτωλός βίος έκαμεν άφρονα, δεν ημπορεί να γνωρίση τα θαυμάσια αυτά έργα σου. Και ασύνετος, εξ αιτίας του σκοτισμού της αμαρτίας, δεν είναι εις θέσιν να τα κατανοήση.

Ψαλ. 91,8          ἐν τῷ ἀνατεῖλαι ἁμαρτωλοὺς ὡσεὶ χόρτον καὶ διέκυψαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅπως ἂν ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

Ψαλ. 91,8                 Οι ασύνετοι αμαρτωλοί φυτρώνουν ταχέως και αυξάνουν και ανθοφορούν, ωσάν τον χόρτον. Ολοι οι εργάται της ανομίας σηκώνουν την κεφαλήν και υψώνονται· ματαίως όμως, διότι το κατάντημά των θα είναι ο αιώνιος όλεθρος.

Ψαλ. 91,9          σὺ δὲ Ὕψιστος εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε·

Ψαλ. 91,9                 Συ όμως, Κυριε, παραμένεις ο μόνος Υψιστος Θεός στους αιώνας των αιώνων.

Ψαλ. 91,10         ὅτι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἀπολοῦνται, καὶ διασκορπισθήσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν,

Ψαλ. 91,10                Ιδού, οι εχθροί σου, Κυριε, το πιστεύω και το διακηρύττω, ιδού οι εχθροί σου οπωσδήποτε θα καταστραφούν και θα διασκορπισθούν ανά τα διάφορα σημεία όλοι, όσοι εργάζονται την ανομίαν.

Ψαλ. 91,11         καὶ ὑψωθήσεται ὡς μονοκέρωτος τὸ κέρας μου καὶ τὸ γῆράς μου ἐν ἐλαίῳ πίονι·

Ψαλ. 91,11                Εξ αντιθέτου η ιδική μου όμως δύναμις θα υψωθή, θα ενισχυθή, όπως του ισχυρού μονρκέρωτος, και τα γηράματά μου, χάρις εις τας ιδικάς σου δωρεάς, θα είναι θαλερά, όπως το σώμα που αλείφεται με παχύ έλαιον.

Ψαλ. 91,12         καὶ ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου, καὶ ἐν τοῖς ἐπανισταμένοις ἐπ᾿ ἐμὲ πονηρευομένοις ἀκούσεται τὸ οὖς μου.

Ψαλ. 91,12                Το μάτι μου θα ιδή με δικαίαν ικανοποίησιν τον όλεθρον των εχθρών μου και το αυτί μου θα ακούση την τιμωρίαν των πονηρών εχθρών μου, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.

Ψαλ. 91,13         δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, ὡσεὶ ἡ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.

Ψαλ. 91,13                Ομως ο δίκαιος άνθρωπος θα ανθίζη πάντοτε, όπως ο φοίνιξ· θα αυξηθή και θα πληθυνθή, όπως τα κέδρα του Λιβάνου.

Ψαλ. 91,14         πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν·

Ψαλ. 91,14                Φυτευμένοι οι δίκαιοι στον οίκον του Κυρίου, εις τας ιεράς αυλάς του Θεού μου, θα ανθίζουν και θα καρποφορούν τας αρετάς.

Ψαλ. 91,15         ἔτι πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται τοῦ ἀναγγεῖλαι

Ψαλ. 91,15                Και στο βαθύ ακόμη γήρας των θα προκόπτουν εις αρετήν και καλά έργα, θα είναι θαλεροί και ακμαίοι, δια να αναγγέλλουν πάντοτε τα μεγαλεία του Θεού.

Ψαλ. 91,16         ὅτι εὐθὴς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ.

Ψαλ. 91,16                Διότι ο Κυριος ο Θεός μας είναι δίκαιος και ευθύς και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αδικία.

 

ΨΑΛΜΟΣ 92- Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΥΣΕ

Εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ προσαββάτου, ὅτε κατῴκισται ἡ γῆ· αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 92,1          Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο· καὶ γὰρ ἐστερέωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται.

Ψαλ. 92,1                 Ο Κυριος, ο μόνος και ύψιστος Βασιλεύς του ουρανίου και επιγείου κόσμου, ενεδύθη μεγαλοπρέπειαν και δόξαν· εφόρεσε και έζωσε γύρω από την μέσην του ακατανίκητον δύναμιν εις υπεράσπισιν των ανθρώπων του. Διότι αυτός εστερέωσε την οικουμένην, η οποία δεν πρόκειται ποτέ να σαλευθή από την θέσιν της.

Ψαλ. 92,2          ἕτοιμος ὁ θρόνος σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ.

Ψαλ. 92,2                 Ο ένδοξος βασιλικός σου θρόνος, Κυριε, είναι ασάλευτος και αιώνιος. Από τότε που εδημιουργείτο ο κόσμος, προ πάντων των αιώνων, συ ως άναρχος Θεός υπάρχεις.

Ψαλ. 92,3          ἐπῆραν οἱ ποταμοί, Κύριε, ἐπῆραν οἱ ποταμοὶ φωνὰς αὐτῶν· ἀροῦσιν οἱ ποταμοὶ ἐπιτρίψεις αὐτῶν.

Ψαλ. 92,3                 Οι εκάστοτε πλημμυρούντες ποταμοί, Κυριε, ύψωσαν την βοήν των υδάτων των, ύψωσαν και τας φωνάς των. Θα σηκώσουν υψηλά τα θραυόμενα κύματά των και θα προκαλούν θόρυβον με τα εξορμώντα και πλημμυρίζοντα ύδατα αυτών.

Ψαλ. 92,4          ἀπὸ φωνῶν ὑδάτων πολλῶν θαυμαστοὶ οἱ μετεωρισμοὶ τῆς θαλάσσης, θαυμαστὸς ἐν ὑψηλοῖς ὁ Κύριος.

Ψαλ. 92,4                 Αξιοθαύμαστος είναι ο ρόχθος των υψουμένων κυμάτων εις την τρικυμισμένην θάλασσαν. Περισσότερον όμως άξιος παντός θαυμασμού είναι ο Κυριος, ο οποίος κατοικεί εις τα ύψη των ουρανών.

Ψαλ. 92,5          τὰ μαρτύριά σου ἐπιστώθησαν σφόδρα· τῷ οἴκῳ σου πρέπει ἁγίασμα, Κύριε, εἰς μακρότητα ἡμερῶν.

Ψαλ. 92,5                 Οι λόγοι σου, τους οποίους απ' αρχής και των προφητών σου διελάλησες, απεδείχθησαν από τα πράγματα απολύτως αξιόπιστοι. Εις τον ιερόν ναόν σου Κυριε, αρμόζει η αγιότης και η καθαρότης πάντοτε, όπως και η αγιότης όλων εκείνων, οι οποίοι εισέρχονται εις αυτόν.

 

ΨΑΛΜΟΣ 93- Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, τετράδι σαββάτου.

Ψαλ. 93,1          Θεὸς ἐκδικήσεων Κύριος, Θεὸς ἐκδικήσεων ἐπαῤῥησιάσατο.

Ψαλ. 93,1                  Ο Θεός και Κυριος είναι ο δίκαιος κριτής, ο τιμωρών τον κακόν, βραβεύων και περιφρουρών τον δίκαιον. Ο Θεός των δικαίων αποφάσεων κατέστησε και καθιστά πάντοτε ολοφάνερον την παρουσίαν του.

Ψαλ. 93,2          ὑψώθητι ὁ κρίνων τὴν γῆν, ἀπόδος ἀνταπόδοσιν τοῖς ὑπερηφάνοις.

Ψαλ. 93,2                 Συ, ο κριτής της οικουμένης, υψώθητι υπεράνω από όλους, δίκασε, δώσε την πρέπουσαν ανταπόδοσιν στους υπερηφάνους.

Ψαλ. 93,3          ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε ἁμαρτωλοὶ καυχήσονται,

Ψαλ. 93,3                 Διότι έως πότε, Κυριε, οι αμετανόητοι ασεβείς, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα αλαζονεύωνται και θα καυχώνται;

Ψαλ. 93,4          φθέγξονται καὶ λαλήσουσιν ἀδικίαν, λαλήσουσι πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν;

Ψαλ. 93,4                 Εως πότε με κομπασμόν και αναίδειαν θα αποφαίνωνται; Θα λαλούν και θα υποστηρίζουν την αδικίαν; Εως πότε με τα αδιάκριτα στόματα θα διαφημίζουν οι εργαζόμενοι την ανομίαν τας αδικίας των;

Ψαλ. 93,5          τὸν λαόν σου, Κύριε, ἐταπείνωσαν καὶ τὴν κληρονομίαν σου ἐκάκωσαν,

Ψαλ. 93,5                 Αυτοί τον ιδικόν σου λαόν τον εξηυτέλισαν, την ιδικήν σου κληρονομίαν την εκακοποίησαν,

Ψαλ. 93,6          χήραν καὶ ὀρφανὸν ἀπέκτειναν, καὶ προσήλυτον ἐφόνευσαν

Ψαλ. 93,6                 διότι την χήραν και το ορφανόν εθανάτωσαν και τους προσηλύτους εφόνευσαν.

Ψαλ. 93,7          καὶ εἶπαν· οὐκ ὄψεται Κύριος, οὐδὲ συνήσει ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ.

Ψαλ. 93,7                 Και είπαν· Δεν θα ίδη ο Κυριος τα εγκλήματά μας. Ο Θεός των απογόνων του Ιακώβ δεν θα εννοήση, τι ημείς διαπράττομεν.

Ψαλ. 93,8          σύνετε δή, ἄφρονες ἐν τῷ λαῷ· καί, μωροί, ποτὲ φρονήσατε.

Ψαλ. 93,8                 Ω άφρονες ασεβείς μεταξύ του λαού τούτου, συνετισθήτε λοιπόν. Σεις οι μωροί βάλετε επί τέλους μυαλό και γνώσιν.

Ψαλ. 93,9          ὁ φυτεύσας τὸ οὖς οὐχὶ ἀκούει; ἢ ὁ πλάσας τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεῖ;

Ψαλ. 93,9                 Αυτός, ο οποίος εφύτευσεν εις την κεφαλήν μας το αυτί, δεν ακούει; Αυτός, ο οποίος έπλασε τον οφθαλμόν, ώστε να βλέπωμεν, δεν βλέπει και δεν εννοεί τι συμβαίνει;

Ψαλ. 93,10         ὁ παιδεύων ἔθνη οὐχὶ ἐλέγξει; ὁ διδάσκων ἄνθρωπον γνῶσιν;

Ψαλ. 93,10               Αυτός, που παιδαγωγικώς ανέκαθεν τιμωρεί τα αμαρτάνοντα ειδωλολατρικά έθνη, δεν θα ελέγξη και τον ισραηλιτικόν λαόν; Εκείνος, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους την γνώσιν, είναι δυνατόν να μη έχη γνώσιν των όσων συμβαίνουν;

Ψαλ. 93,11         Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι.

Ψαλ. 93,11                Ο Κυριος γνωρίζει ότι οι συλλογισμοί και αι αποφάσεις των ανθρώπων είναι πλανημέναι, μωραί και αμαρτωλαί.

Ψαλ. 93,12         μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὃν ἂν παιδεύσῃς, Κύριε, καὶ ἐκ τοῦ νόμου σου διδάξῃς αὐτὸν

Ψαλ. 93,12               Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον συ, Κυριε, θα παιδαγωγήσης, και θα τον διδάξη το Νομου σου,

Ψαλ. 93,13         τοῦ πραΰναι αὐτὸν ἀφ᾿ ἡμερῶν πονηρῶν, ἕως οὗ ὀρυγῇ τῷ ἁμαρτωλῷ βόθρος.

Ψαλ. 93,13               ώστε να μένη ήρεμος και ατάραχος κατά τας ημέρας των δοκιμασιών, που του παρασκευάζει ο αμαρτωλός, έως ότου ανοιχθή βαθύς ο τάφος και καταπίη και εξαφανίση τον αμαρτωλόν.

Ψαλ. 93,14         ὅτι οὐκ ἀπώσεται Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ οὐκ ἐγκαταλείψει,

Ψαλ. 93,14               Διότι ο Κυριος δεν θα απωθήση ποτέ τον λαόν του και δεν θα εγκαταλείψη την κληρονομίαν του,

Ψαλ. 93,15         ἕως οὗ δικαιοσύνη ἐπιστρέψῃ εἰς κρίσιν καὶ ἐχόμενοι αὐτῆς πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ. (διάψαλμα).

Ψαλ. 93,15               μέχρις ότου αποκατασταθή και θεμελιωθή η δικαιοσύνη. Μαζή δέ με αυτόν θα αποκατασταθούν όλοι οι ευθείς κατά την καρδίαν άνθρωποι.

Ψαλ. 93,16         τίς ἀναστήσεταί μοι ἐπὶ πονηρευομένοις; ἢ τίς συμπαραστήσεταί μοι ἐπὶ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν;

Ψαλ. 93,16               Ποιός θα σηκωθή και θα αναλάβη την υπεράσπισίν μου εναντίον εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται και θέλουν πονηρά κατ' εμού; Μονον ο Θεός. Ποιός θα είναι ο συμπαραστάτης και βοηθός μου εναντίον των ανθρώπων, που εργάζονται την παρανομίαν;

Ψαλ. 93,17         εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἐβοήθησέ μοι, παρὰ βραχὺ παρῴκησε τῷ ᾅδῃ ἡ ψυχή μου.

Ψαλ. 93,17               Εάν ο Κυριος κατά το παρελθόν δεν με βοηθούσε, η ψυχή μου ολίγον ακόμη και θα κατέβαινεν στον άδην.

Ψαλ. 93,18         εἰ ἔλεγον· σεσάλευται ὁ πούς μου, τὸ ἔλεός σου, Κύριε, ἐβοήθει μοι.

Ψαλ. 93,18               Καθε φορά, που φοβισμένος έλεγα προς σέ, Κυριε· “Κλονίζονται τα πόδια μου”, η ευσπλαγχνία σου με βοηθούσε αμέσως.

Ψαλ. 93,19         Κύριε, κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου ἐν τῇ καρδίᾳ μου αἱ παρακλήσεις σου εὔφραναν τὴν ψυχήν μου.

Ψαλ. 93,19               Κυριε, ανάλογοι με το πλήθος και την δριμύτητα των οδυνών, αι οποίαι κατεξέσχιζον την καρδίαν μου, ήσαν και αι παρηγορίαι σου, αι οποίαι έδιναν ευφροσύνην και χαράν εις την ψυχήν μου.

Ψαλ. 93,20         μὴ συμπροσέστω σοι θρόνος ἀνομίας, ὁ πλάσσων κόπον ἐπὶ πρόσταγμα.

Ψαλ. 93,20              Παράνομος βασιλικός θρόνος η άδικον δικαστικόν βήμα, που υποστηρίζουν αδικίας και εν ονόματι τάχα του νόμου ασκούν καταπιέσεις επί των ανθρώπων, ας μη έχουν καμμίαν ποτέ σχέσιν προς σέ.

Ψαλ. 93,21         θηρεύσουσιν ἐπὶ ψυχὴν δικαίου καὶ αἷμα ἀθῷον καταδικάσονται.

Ψαλ. 93,21               Αυτοί, που κάθονται επάνω εις τέτοιους θρόνους και εις τέτοια παράνομα βήματα, θηρεύουν ως ιδικήν των λείαν την ζωήν του δικαίου ανθρώπου και καταδικάζουν τον αθώον.

Ψαλ. 93,22         καὶ ἐγένετό μοι Κύριος εἰς καταφυγὴν καὶ ὁ Θεός μου εἰς βοηθὸν ἐλπίδος μου·

Ψαλ. 93,22              Ο Κυριος υπήρξε και υπάρχει δι' εμέ το καταφύγιόν μου. Ο Θεός μου δίδει βέβαιον την ελπίδα ότι είναι και θα είναι βοηθός μου.

Ψαλ. 93,23         καὶ ἀποδώσει αὐτοῖς Κύριος τὴν ἀνομίαν αὐτῶν, καὶ κατὰ τὴν πονηρίαν αὐτῶν ἀφανιεῖ αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός.

Ψαλ. 93,23               Εις τους αμαρτωλούς όμως ο Κυριος θα ανταποδώση σύμφωνα με τας παρανομίας των, εξ αιτίας των κακιών των θα τους εξαφανίση από το πρόσωπον της γης.

 

ΨΑΛΜΟΣ 94- ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 94,1          Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν·

Ψαλ. 94,1                 Ελάτε, ας γεμίση η καρδία μας από αγαλλίασιν και χαράν δια τον Κυριον μας. Ας αλαλάξωμεν γεμάτοι ενθουσιασμόν προς τον Κυριον και τον σωτήρα μας.

Ψαλ. 94,2          προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ.

Ψαλ. 94,2                 Χωρίς αναβολήν ας σπεύσωμεν ενώπιόν του με δοξολογίας· με ψαλμούς ας τον δοξολογήσωμεν,

Ψαλ. 94,3          ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν·

Ψαλ. 94,3                 διότι ο Κυριος αυτός είναι Θεός μέγας, μέγας βασιλεύς επί ολοκλήρου της γης.

Ψαλ. 94,4          ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν·

Ψαλ. 94,4                 Εις τα παντοδύναμα χέρια του ευρίσκεται όλη η γη μέχρι και των περάτων αυτής. Αι πανύψηλοι κορυφαί των ορέων είναι ιδικαί του.

Ψαλ. 94,5          ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα, καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔπλασαν.

Ψαλ. 94,5                 Ιδική του είναι η θάλασσα, διότι αυτός την έκαμε. Τα χέρια του επίσης έπλασαν την ξηράν.

Ψαλ. 94,6          δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον Κυρίου, τοῦ ποιήσαντος ἡμᾶς·

Ψαλ. 94,6                 Ελάτε, ας προσκυνήσωμεν αυτόν με ευγνωμοσύνην δια τας ευεργεσίας του, και με συντριβήν δια τας αμαρτίας μας ας πέσωμεν ενώπιον του· ας κλαύσωμεν εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου ο οποίος μας έχει δημιουργήσει.

Ψαλ. 94,7          ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαὸς νομῆς αὐτοῦ καὶ πρόβατα χειρὸς αὐτοῦ.

Ψαλ. 94,7                 Αυτός είναι ο Θεός μας και ημείς είμεθα ο λαός, τον οποίον με στοργήν διατρέφει και προστατεύει. Είμεθα τα πρόβατά του, που τα καθοδηγεί με το στοργικόν παντοδύναμον χέρι του.

Ψαλ. 94,8          σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ,

Ψαλ. 94,8                 Σημερον, που τον καθένα μας καλεί εις δρόμους σωτηρίας, είθε να ακούσετε την πατρικήν φωνήν του, η οποία μας λέγει· Μη κάνετε σκληράς και ανυποτάκτους τας καρδίας σας, όπως έγινε κατά τον καιρόν, που με κατεπίκραναν οι πρόγονοί σας, την ημέραν κατά την οποίαν με επροκάλεσαν εις την έρημον.

Ψαλ. 94,9          οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου.

Ψαλ. 94,9                 Εκεί οι προπάτορές σας έθεσαν εις πειρασμόν, έθεσαν υπό δοκιμήν την δύναμίν μου, αν και τόσας και τόσας φοράς προηγουμένως είχον ίδει τα έργα μου.

Ψαλ. 94,10         τεσσαράκοντα ἔτη προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπα· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου,

Ψαλ. 94,10               Επί τεσσαράκοντα έτη εβαρέθηκα, αλλά και ηνέχθην, την γενεάν εκείνην και είπα· πάντοτε αυτοί πλανώνται με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της πονηράς καρδίας των. Αυτοί δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τους δρόμους της παιδαγωγίας και σωτηρίας, που εγώ τους ήνοιγα.

Ψαλ. 94,11         ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου· εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου.

Ψαλ. 94,11                Τοσον πολύ εσκληρύνθησαν εις την αμαρτωλήν των πλάνην, ώστε, όταν εθύμωσα εναντίον των, ωρκίσθηκα και είπα· Οχι, δεν θα εισέλθουν εις την γην της αναπαύσεως, εις την γην, που υπεσχέθην εγώ στους προγόνους των.

 

ΨΑΛΜΟΣ 95- ΝΕΟΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ, ὅτι ὁ οἶκος ᾠκοδόμητο μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν· ἀνεπίγραφος παρ' Ἑβραίοις.

Ψαλ. 95,1          Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ·

Ψαλ. 95,1                  Ψαλατε προς τον Κυριον νέον ύμνον, ψάλατε όλοι μαζή οι κάτοικοι της γης.

Ψαλ. 95,2          ᾄσατε τῷ Κυρίῳ· εὐλογήσατε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, εὐαγγελίζεσθε ἡμέραν ἐξ ἡμέρας τὸ σωτήριον αὐτοῦ·

Ψαλ. 95,2                 Ψαλατε στον Κυριον. Δοξολογήσατε το όνομα αυτού, με χαράν μεγάλην κάθε ημέραν να διακηρύττετε συνεχώς την χαρμόσυνον αγγελίαν της σωτηρίας, που μας έστειλε.

Ψαλ. 95,3          ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς τὰ θαυμάσια αὐτοῦ.

Ψαλ. 95,3                 Διαλαλήσατε μεταξύ των εθνικών λαών την μεγαλοπρέπειάν του. Αναγγείλατε εις όλους τους λαούς τα θαυμαστά του έργα.

Ψαλ. 95,4          ὅτι μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα, φοβερός ἐστιν ὑπὲρ πάντας τοὺς θεούς·

Ψαλ. 95,4                 Διότι είναι μέγας ο Κυριος και άξιος να υμνήται με το παραπάνω από όλους. Είναι φοβερός και ανώτερος από όλους τους άλλους θεούς της γης.

Ψαλ. 95,5          ὅτι πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια, ὁ δὲ Κύριος τοὺς οὐρανοὺς ἐποίησεν.

Ψαλ. 95,5                 Διότι όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών λαών είναι ανύπαρκτοι, είναι επινοήσεις δαιμονίων. Ο ιδικός μας όμως Θεός είναι ο αληθινός και πραγματικός, ο παντοδύναμος και αιώνιος, ο οποίος εκ του μηδενός εδημιούργησε τα σύμπαντα.

Ψαλ. 95,6          ἐξομολόγησις καὶ ὡραιότης ἐνώπιον αὐτοῦ. ἁγιωσύνη καὶ μεγαλοπρέπεια ἐν τῷ ἁγιάσματι αὐτοῦ.

Ψαλ. 95,6                 Δοξα και ωραιότης ακτινοβολείται ενώπιόν του. Αγιότης και μεγαλοπρέπεια απαστράπτουν στον ναόν και το θυσιαστήριόν του.

Ψαλ. 95,7          ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ, αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ δόξαν καὶ τιμήν·

Ψαλ. 95,7                 Προσφέρατε στον Κυριον και σεις, αι διάφοροι φυλαί των εθνών, προσφέρατε στον Κυριον δόξαν και τιμήν.

Ψαλ. 95,8          ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ δόξαν ὀνόματι αὐτοῦ, ἄρατε θυσίας καὶ εἰσπορεύεσθε εἰς τὰς αὐλὰς αὐτοῦ·

Ψαλ. 95,8                 Προσφέρατε δοξολογίαν στο πάντιμον όνομα του Κυρίου, υψώσατε θυσίας προς αυτόν και έτσι με ευλάβειαν εισέλθετε εις τας αυλάς του ναού του.

Ψαλ. 95,9          προσκυνήσατε τῷ Κυρίῳ ἐν αὐλῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ, σαλευθήτω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ.

Ψαλ. 95,9                 Προσκυνήσατε τον Κυριον μέσα εις την αγίαν αυλήν του ναού του. Ας συγκλονισθή ολόκληρος η γη από την παρουσίαν του Κυρίου.

Ψαλ. 95,10         εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ὁ Κύριος ἐβασίλευσε, καὶ γὰρ κατώρθωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται, κρινεῖ λαοὺς ἐν εὐθύτητι.

Ψαλ. 95,10               Διαλαλήσατε και καταστήσατε γνωστόν μεταξύ όλων των εθνών, ότι ο Κυριος εβασίλευσε πανταχού και πάντοτε, διότι αυτός ανώρθωσε την φυσικώς και πνευματικώς πεσμένην οικουμένην, η οποία και δεν θα κλονισθή και δεν θα σαλευθή πλέον από την θέσιν της. Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος θα κρίνη και θα δικάση με δικαιοσύνην τους λαούς.

Ψαλ. 95,11         εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, σαλευθήτω ἡ θάλασσα καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς·

Ψαλ. 95,11                Ας ευφρανθούν οι ουρανοί, ας πλημμυρίση από αγαλλίασιν η γη. Ας σαλευθή με χαράν η θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν.

Ψαλ. 95,12         χαρήσεται τὰ πεδία καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· τότε ἀγαλλιάσονται πάντα τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ

Ψαλ. 95,12               Ας χαρούν αι πεδιάδες και όλα τα φυτά και τα ζώα, που υπάρχουν εις αυτάς. Τοτε και αυτά ακόμη τα δένδρα του πυκνού δάσους θα σκιρτήσουν από χαράν και αγαλλίασιν

Ψαλ. 95,13         ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου, ὅτι ἔρχεται, ὅτι ἔρχεται κρῖναι τὴν γῆν. κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ αὐτοῦ.

Ψαλ. 95,13               ενώπιον του Κυρίου, ο οποίος έρχεται, ναι έρχεται δια να κρίνη με δικαιοσύνην τους ανθρώπους της γης. Θα κρίνη και θα δικάση ολόκληρον την οικουμένήν με δικαιοσύνην, όλους τους λαούς με την φιλαλήθειάν του και την πιστότητα εις τας διακηρύξστου.

 

ΨΑΛΜΟΣ 96- Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΥΣΕ, ΧΑΙΡΕΤΑΙ Η ΓΗ

Τῷ Δαυΐδ, ὅτε ἡ γῆ αὐτοῦ ἀποκαθίστατο.

Ψαλ. 96,1          Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί.

Ψαλ. 96,1                 Ο Κυριος εθεμελίθωσε αιωνίαν και ασάλευτον παντού την βασιλείαν του. Ας γεμίση από αγαλλίασιν η γη. Ας ευφρανθούν αι πολυάριθμοι, νήσοι των θαλασσών.

Ψαλ. 96,2          νέφη καὶ γνόφος κύκλῳ αὐτοῦ, δικαιοσύνη καὶ κρίμα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ.

Ψαλ. 96,2                 Απρόσιτος και ακατάληπτος είναι η τελειότης του, ως εάν νεφέλη και γνόφος απλώνεται γύρω του. Δικαιοσύνη και δίκαιαι αποφάσεις είναι το θεμέλιον του βασιλικού και δικαστικού θρόνου του.

Ψαλ. 96,3          πῦρ ἐναντίον αὐτοῦ προπορεύσεται καὶ φλογιεῖ κύκλῳ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ·

Ψαλ. 96,3                 Ασβεστον πυρ προπορεύεται από αυτόν και η πυρκαϊά αυτή θα περικυκλώση και θα κατακαύση τους εχθρούς του.

Ψαλ. 96,4          ἔφαναν αἱ ἀστραπαὶ αὐτοῦ τῇ οἰκουμένῃ, εἶδε καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ.

Ψαλ. 96,4                 Ελαμψαν αι αστραπαί του και εφώτισαν όλην την οικουμένην. Η γη είδε την μεγαλοπρέπειάν του και συνεκλονίσθη ως από ισχυρόν σεισμόν.

Ψαλ. 96,5          τὰ ὄρη ὡσεὶ κηρὸς ἐτάκησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ἀπὸ προσώπου Κυρίου πάσης τῆς γῆς.

Ψαλ. 96,5                 Οπως το κερί λυώνει εμπρός στο πυρ, έτσι λυώνουν τα όρη εμπρός εις την παντοδύναμον παρουσίαν του Κυρίου, ενώπιον του κυριάρχου και εξουσιαστού όλης της γης.

Ψαλ. 96,6          ἀνήγγειλαν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ εἴδοσαν πάντες οἱ λαοὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ.

Ψαλ. 96,6                 Οι άγγελοι του ουρανού διαλαλούν και διαλαλούν την δικαιοσύνην του. Ολοι οι λαοί της γης είδαν την δόξαν του.

Ψαλ. 96,7          αἰσχυνθήτωσαν πάντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς, οἱ ἐγκαυχώμενοι ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν· προσκυνήσατε αὐτῷ, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ.

Ψαλ. 96,7                 Ας κατεντροπιασθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι προσκυνούν γλυπτά ομοιώματα, αυτοί οι οποίοι καυχώνται δια τα είδωλά των. Ολοι όμως οι άγγελοι του ουρανού προσκυνήσατέ με ευλάβειαν τον Θεόν.

Ψαλ. 96,8          ἤκουσε καὶ εὐφράνθη ἡ Σιών, καὶ ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας ἕνεκεν τῶν κριμάτων σου, Κύριε·

Ψαλ. 96,8                 Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ ήκουσαν αυτά και επλημμύρισαν από χαράν. Εσκίρτησαν από αγαλλίασιν όλαι αι πόλεις της Ιουδαίας, πνευματικαί θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, ένεκα των δικαίων κρίσεων και αποφάσεών σου, Κυριε.

Ψαλ. 96,9          ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὕψιστος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, σφόδρα ὑπερυψώθης ὑπὲρ πάντας τοὺς θεούς.

Ψαλ. 96,9                 Διότι συ είσαι ο μόνος Κυριος, ο ύψιστος και απόλυτος κυρίαρχος επί ολοκλήρου της γης. Υπερέχεις απείρως και ασυγκρίτως από όλους τους ψευδείς θεούς των ειδώλων.

Ψαλ. 96,10         οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον, μισεῖτε πονηρά· φυλάσσει Κύριος τὰς ψυχὰς τῶν ὁσίων αὐτοῦ, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλῶν ῥύσεται αὐτούς.

Ψαλ. 96,10               Οσοι όμως αγαπάτε με ειλικρινή καρδίαν τον Κυριον, μισείτε πάντοτε το πονηρόν. Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος φυλάσσει και περιφρουρεί τας ψυχάς των οσίων ανθρώπων. Αυτός και θα γλυτώση εκείνους από τα χέρια των αμαρτωλών.

Ψαλ. 96,11         φῶς ἀνέτειλε τῷ δικαίῳ καὶ τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ εὐφροσύνη.

Ψαλ. 96,11                Φως Θεού ανέτειλε και ανατέλλει στους δικαίους. Χαρά και ευφροσύνη επικρατεί εις τας καρδίας των ευθέων και ειλικρινών ανθρώπων.

Ψαλ. 96,12         εὐφράνθητε, δίκαιοι, ἐν τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ.

Ψαλ. 96,12               Ευφρανθήτε δίκαιοι κάτω από την προστασίαν και την αγάπην του Κυρίου, αναπέμπετε συνεχώς δοξολογίας προς αυτόν αναλογιζόμενοι την άπειρον αγιότητά του.

 

ΨΑΛΜΟΣ 97- ΨΑΛΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΥΜΝΟ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 97,1          Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ὅτι θαυμαστὰ ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἔσωσεν αὐτὸν ἡ δεξιὰ αὐτοῦ καὶ ὁ βραχίων ὁ ἅγιος αὐτοῦ.

Ψαλ. 97,1                  Ψαλατε προς δόξαν και τιμήν του Κυρίου νέον ύμνον, διότι νέα αξιοθαύμαστα και καταπληκτικά έργα έκαμεν ο Κυριος. Διότι έσωσε και πάλιν με την παντοδύναμον δεξιάν του τον λαόν του. Ο άγιος και παντοδύναμος βραχίων του έκαμε τα θαυμαστά αυτά έργα.

Ψαλ. 97,2          ἐγνώρισε Κύριος τὸ σωτήριον αὐτοῦ, ἐναντίον τῶν ἐθνῶν ἀπεκάλυψε τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ.

Ψαλ. 97,2                 Ο Κυριος κατέστησε την σωτηρίαν αυτήν του λαού του γνωστήν και περιφανή ενώπιον όλων των εθνών. Ενώπιον όλων των εθνών έκαμεν επίσης ολοφάνερη την δικαιοσύνην του, η οποία τιμωρεί τους κακούς και προστατεύει τους αγαθούς.

Ψαλ. 97,3          ἐμνήσθη τοῦ ἐλέους αὐτοῦ τῷ Ἰακὼβ καὶ τῆς ἀληθείας αὐτοῦ τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ· εἴδοσαν πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ψαλ. 97,3                 Ενεθυμήθη την περί του ελέους υπόσχεσιν, που είχε δώσει στους απογόνους του Ιακώβ, την φιλαλήθειάν του και την πιστότητά του εις τας υποσχέσεις, που είχε δώσει στον Ισραηλιτικόν λαόν. Ολα τα έθνη, που κατοικούν έως εις τα πέρατα της γης, είδαν και εγνώρισαν την σωτηρίαν αυτήν εκ μέρους του Θεού μας.

Ψαλ. 97,4          ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ, πᾶσα ἡ γῆ, ᾄσατε καὶ ἀγαλλιᾶσθε καὶ ψάλατε·

Ψαλ. 97,4                 Ολοι οι άνθρωποι της οικουμένης αλαλάξατε με ενθουσιασμόν εις δόξαν του Θεού. Ψαλατε, γεμίσατε από ευφροσύνην και αγαλλίασιν, ψάλατε και υμνήσατε τον Θεόν.

Ψαλ. 97,5          ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν κιθάρᾳ, ἐν κιθάρᾳ καὶ φωνῇ ψαλμοῦ·

Ψαλ. 97,5                 Με συνοδίαν κιθάρας ψάλατε εις δόξαν του Κυρίου. Με κιθάραν και με την φωνήν σας υμνολογήσατε αυτόν.

Ψαλ. 97,6          ἐν σάλπιγξιν ἐλαταῖς καὶ φωνῇ σάλπιγγος κερατίνης ἀλαλάξατε ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως Κυρίου.

Ψαλ. 97,6                 Με σάλπιγγας από σφυρηλατημένον μέταλλον και με σάλπιγγας κερατίνας αλαλάξατε ευλαβώς με ιερόν ενθουσιασμόν ενώπιον του βασιλέως Κυρίου μας.

Ψαλ. 97,7          σαλευθήτω ἡ θάλασσα καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ.

Ψαλ. 97,7                 Ας συγκλονισθή η θάλασσα από την χαράν και όλα τα ζώα, που υπάρχουν εις αυτήν, η γη και όλοι οι κάτοικοί της.

Ψαλ. 97,8          ποταμοὶ κροτήσουσι χειρὶ ἐπὶ τὸ αὐτό, τὰ ὄρη ἀγαλλιάσονται,

Ψαλ. 97,8                 Οι ποταμοί ας χειροκροτήσουν με χαράν όλοι μαζή, τα όρη ας σκιρτήσουν από αγαλλίασιν,

Ψαλ. 97,9          ὅτι ἥκει κρῖναι τὴν γῆν· κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαοὺς ἐν εὐθύτητι.

Ψαλ. 97,9                 διότι ο Κυριος έρχεται να κυβερνήση και να κρίνη την γην. Θα κρίνη δε αυτήν με δικαιοσύνην. Θα κυβερνήση τους λαούς με ευθύτητα και καλωσύνην.

 

ΨΑΛΜΟΣ 98- Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΟΣ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 98,1          Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ὀργιζέσθωσαν λαοί· ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, σαλευθήτω ἡ γῆ.

Ψαλ. 98,1                 Ο Κυριος εθεμελίωσε αιωνίαν και απαρασάλευτον παντού την βασιλείαν του. Ας οργίζωνται και ας μαίνωνται οι ασεβείς λαοί. Ο καθήμενος Κυριος επάνω εις τα Χερουβίμ εβασίλευσεν· ας αναστατωθούν από αγανάκτησιν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί της γης.

Ψαλ. 98,2          Κύριος ἐν Σιὼν μέγας καὶ ὑψηλός ἐστιν ἐπὶ πάντας τοὺς λαούς.

Ψαλ. 98,2                 Ο Κυριος, που έχει τον θρόνον του εις την Σιών, είναι μέγας. Ανώτερος και κύριος επάνω εις όλους τους λαούς της γης.

Ψαλ. 98,3          ἐξομολογησάσθωσαν τῷ ὀνόματί σου τῷ μεγάλῳ, ὅτι φοβερὸν καὶ ἅγιόν ἐστι.

Ψαλ. 98,3                 Ας δοξολογήσουν το μέγα Ονομά σου όλοι, διότι είναι άγιον αλλά και τρομερόν.

Ψαλ. 98,4          καὶ τιμὴ βασιλέως κρίσιν ἀγαπᾷ· σὺ ἡτοίμασας εὐθύτητας, κρίσιν καὶ δικαιοσύνην ἐν Ἰακὼβ σὺ ἐποίησας.

Ψαλ. 98,4                 Η εντιμότης και ευθύτης σου του βασιλέως μας αγαπά και ποθεί την εφαρμογήν της δικαιοσύνης. Συ εθέσπισες και εθεμελίωσες διατάξεις και εντολάς ευθύτητος και αληθείας. Συ έκαμες κρίσιν και εφήρμοσες δικαιοσύνην μεταξύ των απογόνων του Ιακώβ.

Ψαλ. 98,5          ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιός ἐστι.

Ψαλ. 98,5                 Μεγαλύνατε Κυριον τον Θεόν ημών. Προσκυνήσατε το υποπόδιον των ποδών του, διότι είναι άγιος.

Ψαλ. 98,6          Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον, καὶ αὐτὸς εἰσήκουσεν αὐτῶν,

Ψαλ. 98,6                 Ο Μωϋσής και ο Ααρών ήσαν οι πρώτοι μεταξύ των ιερέων. Ο Σαμουήλ ήτο από εκείνους, οι οποίοι επεκαλούντο με πίστιν το όνομα του Κυρίου. Οσες φορές αυτοί τον επεκαλούντο, εκείνος ήκουε και εδέχετο τας προσευχάς των.

Ψαλ. 98,7          ἐν στύλῳ νεφέλης ἐλάλει πρὸς αὐτούς· ὅτι ἐφύλασσον τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ προστάγματα αὐτοῦ, ἃ ἔδωκεν αὐτοῖς.

Ψαλ. 98,7                 Με στύλον νεφέλης ωμιλούσε προς αυτούς, διότι αυτοί εφύλαττον τότε τας εντολάς του και τα προστάγματα, που είχε δώσει εις αυτούς.

Ψαλ. 98,8          Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, σὺ ἐπήκουσε αὐτῶν· ὁ Θεός, σὺ εὐίλατος ἐγίνου αὐτοῖς καὶ ἐκδικῶν ἐπὶ πάντα τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν.

Ψαλ. 98,8                 Κυριε και Θεέ μας, συ έκανες ευμενώς δεκτάς τας προσευχάς των, συ ο Θεός εδείχθης ελεήμων και συγκαταβατικός εις αυτούς, αποδίδων πάντοτε το δίκαιον εις όλα τα έργα των χειρών των.

Ψαλ. 98,9          ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε εἰς ὄρος ἅγιον αὐτοῦ, ὅτι ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.

Ψαλ. 98,9                 Δοξολογείτε, λοιπόν, Κυριον τον Θεόν μας και προσκυνείτε αυτόν στον ιερόν λόφον της Σιών, όπου ο ναός του, διότι άγιος είναι ο Κυριος ο Θεός μας.

 

ΨΑΛΜΟΣ 99- ΟΜΟΛΟΓΕΙΣΤΕ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΤΕ Τ' ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ εἰς ἐξομολόγησιν.

Ψαλ. 99,1          Ἀλαλάξετε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ,

Ψαλ. 99,1                 Αλαλάξατε με ιερόν ενθουσιασμόν δοξολογούντες τον Κυριον. Ολοι οι κάτοικοι της γης ας τον υμνολογήσουν.

Ψαλ. 99,2          δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν εὐφροσύνῃ, εἰσέλθετε ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει.

Ψαλ. 99,2                 Υπηρετήσατε τον Κυριον με χαρουμένην καρδίαν, προσέλθετε στον ναόν του με αγαλλίασιν ψυχής.

Ψαλ. 99,3          γνῶτε ὅτι Κύριος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς· ἡμεῖς δὲ λαὸς αὐτοῦ καὶ πρόβατα τῆς νομῆς αὐτοῦ.

Ψαλ. 99,3                 Μαθετε καλά ότι ο Κυριος, κυρίαρχος και δημιουργός του παντός, είναι ο Θεός μας. Αυτός μας εδημιούργησε και μας ανέδειξε και ως ανθρώπους και ως έθνος. Δεν ανεδείξαμεν ημείς τον εαυτόν μας με την δύναμίν μας. Ημείς είμεθα λαός του και πρόβατα, τα οποία αυτός με στοργήν καθοδηγεί και διατρέφει.

Ψαλ. 99,4          εἰσέλθετε εἰς τὰς πύλας αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει, εἰς τὰς αὐλὰς αὐτοῦ ἐν ὕμνοις. ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα αὐτοῦ,

Ψαλ. 99,4                 Εισέλθετε εις τας πύλας των αυλών του ναού του με δοξολογίας. Εισέλθετε εις τας αυλάς του ιερού περιβόλου του με ύμνους. Δοξολογείτε αυτόν, υμνείτε πάντοτε το πάντιμον όνομά του·

Ψαλ. 99,5          ὅτι χρηστὸς Κύριος, εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ ἕως γενεᾶς καὶ γενεᾶς ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ.

Ψαλ. 99,5                 διότι ο Κυριος είναι αγαθός. Η ευσπλαγχνία του είναι αιωνία και ακατάλυτος, και η αξιοπιστία των λόγων του παραμένει εις όλας τας γενεάς.

 

ΨΑΛΜΟΣ 100- ΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΟΥ ΘΑ ΥΜΝΗΣΩ, ΚΥΡΙΕ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 100,1         Ἔλεος καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε·

Ψαλ. 100,1                Την ευσπλαγχνίαν σου και την δικαιοκρισίαν σου θα υμνολογήσω προς δόξαν σου, Κυριε.

Ψαλ. 100,2         ψαλῶ καὶ συνήσω ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ· πότε ἥξεις πρός με; διεπορευόμην ἐν ἀκακίᾳ καρδίας μου ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου μου.

Ψαλ. 100,2               Θα σε δοξολογήσω. Κυριε, και θα κατανοήσω ποιός είναι ο άμωμος τρόπος και δρόμος της ζωής μου. Ποτε θα έλθης προς εμέ, Κυριε, ελεήμων και ευεργετικός; Εγώ συμπεριεφέρθην κατά το παρελθόν και μέχρι σήμερον, εν μέσω της οικογενείας μου, με ακακίαν καρδίας, με ευθύτητα και ανιδιοτέλειαν.

Ψαλ. 100,3         οὐ προεθέμην πρὸ ὀφθαλμῶν μου πρᾶγμα παράνομον, ποιοῦντας παραβάσεις ἐμίσησα· οὐκ ἐκολλήθη μοι καρδία σκαμβή.

Ψαλ. 100,3               Ποτέ δεν έθεσα προ των οφθαλμών μου και δεν επεδίωξα ως συμφέρον μου παράνομον τινα πράξιν. Τουναντίον εμίσησα όλους εκείνους, οι οποίοι παρέβαιναν τον Νομον σου. Ποτέ έως τώρα δεν προσεκολλήθη κοντά μου ως φίλος η ως μέλος της αυλής μου άνθρωπος με καρδίαν στρεβλήν.

Ψαλ. 100,4         ἐκκλίνοντος ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ πονηροῦ οὐκ ἐγίνωσκον.

Ψαλ. 100,4               Καμμίαν γνώσιν και καμμίαν σχέσιν δεν είχον προς πονηρόν άνθρωπον, ο οποίος, αφού ματαίως επιχειρούσε να με πλησίαση, απεμακρύνετο από εμέ.

Ψαλ. 100,5         τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον· ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συνήσθιον.

Ψαλ. 100,5               Τον άνθρωπον, ο οποίος κατέκρινε κρυφίως τον πλησίον του, τον εξεδίωκα από κοντά μου. Με άνθρωπον, ο οποίος είχεν αλαζονικούς τους οφθαλμούς και εφέρετο με περιφρόνησιν προς τους άλλους, είχε δε και άπληστον καρδίαν, ποτέ δεν συνέτρωγα, ποτέ δεν τον είχα σύντροφόν μου.

Ψαλ. 100,6         οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπὶ τοὺς πιστοὺς τῆς γῆς τοῦ συγκαθῆσθαι αὐτοὺς μετ᾿ ἐμοῦ· πορευόμενος ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ, οὗτός μοι ἐλειτούργει.

Ψαλ. 100,6               Αλλά είχα εστραμμένους πάντοτε τους οφθολμούς μου προς τους πιστούς και ενάρετους ανθρώπους της χώρας μου. Αυτούς προσεκάλουν να παρακάθηνται μαζή μου ως φίλοι και σύμβουλοί μου. Εκείνον, ο οποίος εζούσε βίον ανεπίληπτον και καθαρόν, αυτόν προσελάμβανα ως υπάλληλόν μου, ως βοηθόν μου και συνεργάτην μου.

Ψαλ. 100,7         οὐ κατῴκει ἐν μέσῳ τῆς οἰκίας μου ποιῶν ὑπερηφανίαν, λαλῶν ἄδικα οὐ κατεύθυνεν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου.

Ψαλ. 100,7               Μέσα στον οίκον μου δεν κατώκησε ούτε θα κατοικήση άνθρωπος εγωϊστής και υπερήφανος· άνθρωπος, που λαλεί και επιδιώκει αδικίας, δεν θα ευδοκιμήση ούτε θα ημπορέση να σταθή ενώπιόν μου.

Ψαλ. 100,8         εἰς τὰς πρωίας ἀπέκτεινον πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ πόλεως Κυρίου πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν.

Ψαλ. 100,8               Καθε πρωΐαν εδίκαζα και κατεδίκαζα εις θάνατον όλους τους εγκληματίας της χώρας μου, δια να εξολοθρεύσω από την πάλιν του Κυρίου, την Ιερουσαλήμ, όλους εκείνους, οι οποίοι πεισμόνως και αμετανοήτως εργάζονται το κακόν.