ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΨΑΛΜΟΙ 31-40

 

 

ΨΑΛΜΟΣ 31- ΚΥΡΙΕ, ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Η ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΜΟΥ

Τῷ Δαυΐδ· συνέσεως.

Ψαλ. 31,1          Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·

Ψαλ. 31,1                  Τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι, των οποίων έχουν συγχωρηθή από τον Θεόν αι ανομίαι και έχουν σκεπασθή, ώστε να μη φαίνωνται καθόλου, αι αμαρτίαι.

Ψαλ. 31,2          μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν, οὐδέ ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ δόλος.

Ψαλ. 31,2                  Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, στον οποίον ο Κυριος δεν θα καταλογίση αμαρτίαν, δια να του ζητήση ευθύνας και ούτε υπάρχει στο στόμα του δόλος και υποκρισία, αλλά μόνον ειλικρίνεια και ευθύτης.

Ψαλ. 31,3          ὅτι ἐσίγησα, ἐπαλαιώθη τὰ ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν·

Ψαλ. 31,3                  Εγώ όμως, διότι δεν μετενόησα ειλικρινώς, αλλά απεσιώπησα την αμαρτίαν μου, δι' αυτό επάληωσαν και αδυνάτισαν τα οστά μου· περιέπεσα εις ατονίαν, όταν έκραζα στενάζων και οδυρυμένος όλην την ημέραν.

Ψαλ. 31,4          ὅτι ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐβαρύνθη ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ χείρ σου, ἐστράφην εἰς ταλαιπωρίαν ἐν τῷ ἐμπαγῆναί μοι ἄκανθαν. (διάψαλμα).

Ψαλ. 31,4                  Ημέραν και νύκτα βαρεία έπεσεν επάνω μου η τιμωρός δεξιά σου, Κυριε. Εβυθίσθην ολόκληρος εις πόνον και ταλαιπωρίαν, διότι σαν αιχμηρά και οδυνηρά άκανθα ενεπήχθη εις εμέ η αμαρτία και η ενόχη μου.

Ψαλ. 31,5          τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου. (διάψαλμα).

Ψαλ. 31,5                  Αλλά μετενόησα. Εξωμολογήθην στον Κυριον την αμαρτίαν μου. Την έκαμα εις αυτόν γνωστήν και δεν συνεκάλυψα πλέον ούτε απέκρυψα την ανομίαν μου. Είπα με όλη μου την καρδία· Θα εξομολογηθώ με ειλικρίνειαν την ανομίαν μου στον Κυριον, και θα κατηγορήσω δι' αυτήν τον εαυτόν μου. Τοτε αμέσως συ, Κυριε, συνεχώρησες την ασέβειαν και εξήλειψες την ενοχήν της καρδίας μου.

Ψαλ. 31,6          ὑπὲρ ταύτης προσεύξεται πρὸς σὲ πᾶς ὅσιος ἐν καιρῷ εὐθέτῳ· πλὴν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐγγιοῦσι.

Ψαλ. 31,6                  Ακριβώς διότι συ τόσον έλεος δεικνύεις απέναντί μας, δι' αυτό θα προσευχηθή προς σε κάθε ευσεβής και όσιος στον πρέποντα καιρόν. Και όταν ως άλλος κατακλυσμός υδάτων συμφοραί και πειρασμοί επιπέσουν γύρω του, αυτός με την ιδικήν σου συμπαράστασιν θα προστατευθή από αυτάς, ώστε να μη τον εγγίσουν καν.

Ψαλ. 31,7          σύ μου εἶ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με· τὸ ἀγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με ἀπὸ τῶν κυκλωσάντων με. (διάψαλμα).

Ψαλ. 31,7                  Συ είσαι η καταφυγή μου και η παρηγορία μου στον καιρόν της θλίψεως, που με στενοχωρεί. Συ είσαι η αγαλλίασις και η χαρά της ψυχής μου. Γλύτωσέ με από τους πειρασμούς και τους κινδύνους, που με έχουν περικυκλώσει.

Ψαλ. 31,8          συνετιῶ σε καὶ συμβιβῶ σε ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου.

Ψαλ. 31,8                  Ακούω να απαντάς εις εμέ, Κυριε, και να μου λέγης· Θα σε φωτίζω και θα σε καθοδηγώ στον δρόμον, που πρέπει να βαδίζης. Θα στηρίζω ευμενώς εις σε τους οφθαλμούς μου.

Ψαλ. 31,9          μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ.

Ψαλ. 31,9                  Λοιπόν, σεις οι άνθρωποι με γίνεσθε όμοιοι με τον ίππον και τον ημίονον, στους οποίους δεν υπάρχει καθόλου σύνεσις. Και όπως με σιδερένιο φίμωτρο και χαλινάρι συσφίγγονται αι σιαγόνες των αγρίων αυτών ζώων, ετσι και συ, Κυριε, ας σφίξης με το χαλινάρι των θλίψεων και με τας πολλάς τιμωρίας ας περιορίσης τους αμαρτωλούς, οι οποίοι μένουν αμετανόητοι και δεν θέλουν να πλησιάσουν προς σέ.

Ψαλ. 31,10         πολλαὶ αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὸν δὲ ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον ἔλεος κυκλώσει.

Ψαλ. 31,10                Πολλαί είναι αι συμφοραί και αι μάστιγες των αμαρτωλών· τον ελπίζοντα όμως στον Κυριον θα περικυκλώση και θα περιφρουρήση το θείον έλεος.

Ψαλ. 31,11         εὐφράνθητε ἐπὶ Κύριον καὶ ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, καὶ καυχᾶσθε, πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.

Ψαλ. 31,11                 Σεις, λοιπόν, οι πιστοί και δίκαιοι γεμίσατε από χαράν, πλημμυρίσατε από αγαλλιασιν εν Κυρίω, και τον Κυριον να έχετε καύχημα σας όλοι, όσοι έχετε ευθείαν και ειλικρινη την καρδίαν.

 

ΨΑΛΜΟΣ 32- ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ

Τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 32,1          Ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ· τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις.

Ψαλ. 32,1                  Σκιρτήσατε από αγαλλιασιν σεις οι δίκαιοι, με χαράν που προέρχεται από τον Κυριον. Εις σας τους ευθείς και ειλικρινείς απέναντι Θεού και ανθρώπων είναι πρέπον και αρμόζον να δοξολογήτε με αγαλλίασιν τον Κυριον.

Ψαλ. 32,2          ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ἐν κιθάρᾳ, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψάλατε αὐτῷ.

Ψαλ. 32,2                 Δοξολογήσατε τον Κυριον με κιθάραν, με δεκάχορδον ψαλτήριον παίξατε αρμονικούς ύμνους προς χάριν αυτού.

Ψαλ. 32,3          ᾄσατε αὐτῷ ᾆσμα καινόν, καλῶς ψάλατε αὐτῷ ἐν ἀλαλαγμῷ.

Ψαλ. 32,3                 Υμνήσατέ τον με άσμα νέον. Παίξατε προς χάριν αυτού με μεγάλον ενθουσιασμόν αρμονικά μέλη με τα μουσικά σας όργανα.

Ψαλ. 32,4          ὅτι εὐθὺς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, καὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πίστει·

Ψαλ. 32,4                 Υμνήσατέ τον, διότι ο λόγος του Κυρίου είναι ευθύς και αληθινός. Ολα τα έργα του έχουν αποδειχθή αξιόπιστα σύμφωνα με τας υποσχέσεις, που έχει δώσει.

Ψαλ. 32,5          ἀγαπᾷ ἐλεημοσύνην καὶ κρίσιν, τοῦ ἐλέους Κυρίου πλήρης ἡ γῆ.

Ψαλ. 32,5                 Ο Κυριος αγαπά και εφαρμόζει την δικαιοσύνην του αλλά και το έλεός του. Η γη είναι γεμάτη από το έλεος της αγαθότητός του.

Ψαλ. 32,6          τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν·

Ψαλ. 32,6                 Με μόνον τον λόγον του έγιναν και εστερεώθησαν οι ουρανοί. Με απλήν πνοήν του στόματός του εδημιουργήθησαν τα απειροπληθή άστρα και η συνεκτική μεταξύ των και η εντός ενός εκάστου από αυτά, απεριόριστος δύναμις.

Ψαλ. 32,7          συνάγων ὡσεὶ ἀσκὸν ὕδατα θαλάσσης, τιθεὶς ἐν θησαυροῖς ἀβύσσους.

Ψαλ. 32,7                 Συγκεντρώνει ο Θεός και περικλείει τα ύδατα εις τας κοίτας των θαλασσών με όσην ευκολίαν ο άνθρωπος βάζει ύδωρ στο ασκί. Αυτός θέτει και ασφαλίζει τα απύθμενα ύδατα των ωκεανών εις τας απεράντους αβύσσους, όπως μέσα εις τα θησαυροφυλάκια ασφαλίζονται οι θησαυροί των ανθρώπων.

Ψαλ. 32,8          φοβηθήτω τὸν Κύριον πᾶσα ἡ γῆ, ἀπ᾿ αὐτοῦ δὲ σαλευθήτωσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην·

Ψαλ. 32,8                 Τον παντοδύναμον, λοιπόν, αυτόν Κυριον ας φοβηθή όλος ο κόσμος. Ενώπιόν του ας συγκλονισθούν και ας συγκινηθούν βαθύτατα όλοι οι κάτοικοι της οικουμένης.

Ψαλ. 32,9          ὅτι αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν.

Ψαλ. 32,9                 Διότι αυτός λόγον είπε μόνον, και έγιναν όλα εκ του μηδενός. Αυτός έδωσεν εντολήν και εκτίσθησαν τόσον στερεά και ωραία όλα τα δημιουργήματά του.

Ψαλ. 32,10         Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων·

Ψαλ. 32,10               Ο Κυριος διαλύει και εκμηδενίζει τας σκέψεις και τας αποφάσεις των αμαρτωλών εθνών και ματαιώνει τα κακόβουλα σχέδια των πονηρών αρχόντων.

Ψαλ. 32,11         ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.

Ψαλ. 32,11                Το θέλημα του Κυρίου παραμένει πάντοτε ισχυρόν και ακλόνητον. Και τα πάνσοφα σχέδια της θείας βουλής του πραγματοποιούνται εις τας γενεάς των γενεών,

Ψαλ. 32,12         μακάριον τὸ ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ, λαός, ὃν ἐξελέξατο εἰς κληρονομίαν ἑαυτῷ.

Ψαλ. 32,12               Τρισευτυχισμένον και ευλογημένον από τον Θεόν είναι το έθνος εκείνο, το οποίον έχει ως Κυριον του τον αληθινόν Θεόν. Μακάριος ο λαός, τον οποίον εξέλεξεν ο Κυριος ως ιδικήν του κληρονομία.

Ψαλ. 32,13         ἐξ οὐρανοῦ ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος, εἶδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων·

Ψαλ. 32,13               Ο Κυριος από τον ουρανόν έρριψε και ρίπτει τα βλέμματά του επάνω εις την γην και βλέπει όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι κατοικούν εις αυτήν.

Ψαλ. 32,14         ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν,

Ψαλ. 32,14               Από το μεγαλοπρεπές ουράνιον κατοικητήριόν του έρριψε το βλέμμα του και είδεν όλους τους κατοίκους της γης.

Ψαλ. 32,15         ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας αὐτῶν, ὁ συνιεὶς πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν.

Ψαλ. 32,15               Αυτός μόνος, χωρίς την βοήθειαν κανενός, έπλασε τας καρδίας των. Αυτός κατανοεί εις όλον το βάθος και πλάτος τα έργα των ανθρώπων και τα κίνητρα αυτών.

Ψαλ. 32,16         οὐ σῴζεται βασιλεὺς διὰ πολλὴν δύναμιν, καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει ἰσχύος αὐτοῦ.

Ψαλ. 32,16               Κανείς βασιλεύς δεν σώζεται με την μεγάλην του στρατιωτικήν δύναμιν και κανείς γίγας δεν ημπορεί ποτέ να σωθή με την μεγάλην του σωματικήν ισχύν.

Ψαλ. 32,17         ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει δυνάμεως αὐτοῦ οὐ σωθήσεται.

Ψαλ. 32,17               Το ιππικόν είναι ανίκανον και μάταιον να σώση άλλους, αλλά και κανείς δεν ημπορεί να σωθή όσην μεγάλην δύναμιν και αν διαθέτη.

Ψαλ. 32,18         ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτὸν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ,

Ψαλ. 32,18               Η σωτηρία από τον Κυριον μόνον προέρχεται. Ιδού οι οφθαλμοί του Κυρίου βλέπουν στοργικώς όλους, όσοι τον σέβονται, όλους όσοι ελπίζουν στο έλεός του,

Ψαλ. 32,19         ῥύσασθαι ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς αὐτῶν καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς ἐν λιμῷ.

Ψαλ. 32,19               δια να γλυτώση από πρόωρον η άδικον θάνατον την ζωήν των και να τους τροφοδοτήση και τους θρέψη εις περίοδον λιμού.

Ψαλ. 32,20         ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὑπομενεῖ τῷ Κυρίῳ, ὅτι βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς ἡμῶν ἐστιν·

Ψαλ. 32,20              Η ψυχή μας, λοιπόν, με υπομονήν και ελπίδα ακλόνητον θα περιμένη την προστασίαν του Κυρίου, διότι αυτός είναι ο βοηθός και υπερασπιστής μας.

Ψαλ. 32,21         ὅτι ἐν αὐτῷ εὐφρανθήσεται ἡ καρδία ἡμῶν, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ ἠλπίσαμεν.

Ψαλ. 32,21               Διότι εις αυτόν τον στοργικόν υπερασπιστήν και σωτήρα θα ευφρανθή η καρδία μας και στο Ονομά του το άγιον, που έχομεν ελπίσει και θα εξακολουθούμεν να ελπίζωμεν.

Ψαλ. 32,22         γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ.

Ψαλ. 32,22              Είθε, Κυριε, να εκχυθή και να μείνη πλούσιον εις ημάς το έλεός σου, όπως και ημείς με ακλόνητον πίστιν και πεποίθησιν έχομεν ελπίσει εις σέ.

 

ΨΑΛΜΟΣ 33- Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΑΠΕΙΝΩΝ

Τῷ Δαυΐδ, ὁπότε ἠλλοίωσε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐναντίον Ἀβιμέλεχ, καὶ ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ ἀπῆλθεν.

Ψαλ. 33,2          Εὐλογήσω τὸν Κύριον ἐν παντὶ καιρῷ, διὰ παντὸς ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου.

Ψαλ. 33,2                 Θα δοξολογώ τον Κυριον εις κάθε περίστασιν της ζωής μου, ευμενή η δυσμενή, και έτσι η δοξολογία του θα ευρίσκεται πάντοτε εις το στόμα μου.

Ψαλ. 33,3          ἐν τῷ Κυρίῳ ἐπαινεθήσεται ἡ ψυχή μου· ἀκουσάτωσαν πρᾳεῖς, καὶ εὐφρανθήτωσαν.

Ψαλ. 33,3                 Η ψυχή μου στον Κυριον θα έχη το καύχημά της και τον έπαινόν της. Ας το ακούσουν αυτό όσοι με υπομονήν και πραότητα βαστάζουν την θλίψιν των και ας σκιρτήσουν από χαράν, διότι θα τους ελεήση ο Κυριος.

Ψαλ. 33,4          μεγαλύνατε τὸν Κύριον σὺν ἐμοί, καὶ ὑψώσωμεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτό.

Ψαλ. 33,4                 Δοξολογήσατε μαζή μου τον Κυριον όλοι οι δίκαιοι. Ολοι μαζή ας ανυμνολογήσωμεν και ας διαλαλήσωμεν με αίνους το άπειρον μεγαλείον του Ονόματός του.

Ψαλ. 33,5          ἐξεζήτησα τὸν Κύριον, καὶ ἐπήκουσέ μου καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεών μου ἐῤῥύσατό με.

Ψαλ. 33,5                 Με πόθον παρεκάλεσα τον Κυριον και εκείνος ήκουσεν ευμενώς την παράκλησίν μου και με εγλύτωσεν από όλας τας θλίψεις μου.

Ψαλ. 33,6          προσέλθετε πρὸς αὐτὸν καὶ φωτίσθητε, καὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν οὐ μὴ καταισχυνθῇ.

Ψαλ. 33,6                 Ελάτε, λοιπόν, προς αυτόν όλοι οι θλιμμένοι, δια να πάρετε το φως της χαράς· και ας είσθε βέβαιοι, ότι τα θλιμμένα πρόσωπά σας δεν θα εντροπιαστούν, διότι δεν θα διαψευσθούν αι ελπίδες σας.

Ψαλ. 33,7          οὗτος ὁ πτωχὸς ἐκέκραξε καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτοῦ καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ ἔσωσεν αὐτόν.

Ψαλ. 33,7                 Ιδού, αυτός ο πτωχός, όπως και κάθε πτωχός και αδύνατος, έκραξε με πίστιν προς τον Κυριον, και ο Κυριος εδέχθη ευμενώς την δέησίν του και τον έσωσεν από όλας τας θλίψστου.

Ψαλ. 33,8          παρεμβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τῶν φοβουμένων αὐτὸν καὶ ῥύσεται αὐτούς.

Ψαλ. 33,8                 Αγγελος Κυρίου θα στρατοπεδεύη γύρω και θα περιφρουρή όσους σέβονται τον Κυριον και θα τους γλυτώση από τους κινδύνους, στους οποίους έχουν εκτεθή.

Ψαλ. 33,9          γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος· μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐλπίζει ἐπ᾿ αὐτόν.

Ψαλ. 33,9                 Δοκιμάστε προσωπικώς και θα πεισθήτε, ότι ο Κυριος είναι αγαθός και ευεργετικός. Μακάριος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος εις αυτόν στηρίζει τας ελπίδας του.

Ψαλ. 33,10         φοβήθητε τὸν Κύριον πάντες οἱ ἅγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν.

Ψαλ. 33,10               Σεβασθήτε και ευλαβηθήτε, λοιπόν, τον Κυριον όλοι οι άγιοι, οι αφιερωμένοι εις αυτόν, διότι δεν θα επιτρέψη να στερηθούν από τίποτε εκείνοι, οι οποίοι τον σέβονται.

Ψαλ. 33,11         πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ. (διάψαλμα).

Ψαλ. 33,11                Εξ αντιθέτου, πλούσιοι στο παρελθόν επτώχευσαν και θα πτωχεύσουν και θα πεινάσουν, ενώ εκείνοι οι οποίοι μετά πίστεως παρακαλούν τον Κυριον και ζητούν την προστασίαν του, δεν θα στερηθούν από κανένα αγαθόν.

Ψαλ. 33,12         δεῦτε, τέκνα, ἀκούσατέ μου· φόβον Κυρίου διδάξω ὑμᾶς.

Ψαλ. 33,12               Ελάτε, λοιπόν, τέκνα μου, και ακούσατέ με. Θα σας διδάξω να σέβεσθε και να ευλαβήσθε τον Θεόν.

Ψαλ. 33,13         τίς ἐστιν ἄνθρωπος ὁ θέλων ζωήν, ἀγαπῶν ἡμέρας ἰδεῖν ἀγαθάς;

Ψαλ. 33,13                Ποιός άνθρωπος θέλει να ζήση ζωήν καλήν και μακράν; Ποιός αγαπά να ίδη ευτυχισμένας τας ημέρας της ζωής του;

Ψαλ. 33,14         παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον.

Ψαλ. 33,14               Συ, που ποθείς και θέλεις τούτο, σταμάτησε την γλώσσάν σου από τας κακολογίας και κλείσε τα χείλη σου, ώστε να μη λαλούν δολιότητας.

Ψαλ. 33,15         ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν, ζήτησον εἰρήνην καὶ δίωξον αὐτήν.

Ψαλ. 33,15                Φυγε μακρυά από κάθε κακόν, κάμε το αγαθόν και ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου. Ζητησε την ειρήνην με τον εαυτόν σου και με τους άλλους, και επιδίωξέ την με κάθε τρόπον.

Ψαλ. 33,16         ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν.

Ψαλ. 33,16               Τα μάτια του Κυρίου στρέφονται με ευμένειαν προς τους δικαίους και τα αυτιά του με προσοχήν ακούουν την δέησίν των.

Ψαλ. 33,17         πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακὰ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν.

Ψαλ. 33,17                Αντιθέτως, ωργισμένον το πρόσωπον του Κυρίου έχει στραφή εναντίον των πονηρών ανθρώπων, δια να τους εξολοθρεύση από την γην και να σβήση και αυτήν ακόμη την ανάμνησίν των.

Ψαλ. 33,18         ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐτούς.

Ψαλ. 33,18               Εκραξαν με θερμήν προσευχήν προς τον Κυριον οι δίκαιοι και ο Κυριος εισάκουσε με ευμένειαν την δέησίν των και τους απήλλαξεν από όλας τας θλίψεις των.

Ψαλ. 33,19         ἐγγὺς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τὴν καρδίαν καὶ τοὺς ταπεινοὺς τῷ πνεύματι σώσει.

Ψαλ. 33,19               Ο Κυριος είναι πλησίον, συμπαραστάτης και βοηθός, εις όλους εκείνους, που είναι συντετριμμένοι ψυχικώς από τας θλίψεις και θα σώση αυτούς, οι οποίοι έχουν αποκτήσει το ταπεινόν φρόνημα.

Ψαλ. 33,20         πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ῥύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος·

Ψαλ. 33,20               Πολλαί είναι πράγματι αι θλίψεις των δικαίων. Και από όλας αυτάς θα τους απαλλάξη ο Κυριος.

Ψαλ. 33,21         φυλάσσει Κύριος πάντα τὰ ὀστᾶ αὐτῶν, ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ συντριβήσεται.

Ψαλ. 33,21               Ο Κυριος προφυλάσσει όλα τα οστά αυτών, ώστε κανένα από αυτά να μη πάθη ουδέ την παραμικροτέραν βλάβην.

Ψαλ. 33,22         θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός, καὶ οἱ μισοῦντες τὸν δίκαιον πλημμελήσουσι.

Ψαλ. 33,22               Εξ αντιθέτου όμως ο θάνατος των αμαρτωλών είναι κακός και οδυνηρός. Οσοι δε μισούν τον δίκαιον θα περιπέσουν εις ολέθρια σφάλματα, δια τα οποία θα κατακριθούν και θα τιμωρηθούν από τον Θεόν.

Ψαλ. 33,23         λυτρώσεται Κύριος ψυχὰς δούλων αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσι πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτόν.

Ψαλ. 33,23               Ο Θεός θα απαλλάξη την ζωήν των δούλων του από τους κινδύνους και δεν θα αποτύχουν εις την ζωήν των όλοι, όσοι ελπίζουν εις αυτόν.

 

ΨΑΛΜΟΣ 34- ΔΙΚΑΣΕ, ΚΥΡΙΕ, ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΔΙΚΟΥΝ

Τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 34,1          Δίκασον, Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντάς με, πολέμησον τοὺς πολεμοῦντάς με.

Ψαλ. 34,1                  Δικασε και τιμώρησε, Κυριε, αυτούς, οι οποίοι με αδικούν. Πολέμησε αυτούς, οι οποίοι με πολεμούν και ζητούν να με εξοντώσουν.

Ψαλ. 34,2          ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ θυρεοῦ καὶ ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειάν μου,

Ψαλ. 34,2                 Αρπαξε στο παντοδύναμον χέρι σου όπλον και ασπίδα, σήκω επάνω και έλα εις βοήθειάν μου.

Ψαλ. 34,3          ἔκχεον ῥομφαίαν καὶ σύγκλεισον ἐξ ἐναντίας τῶν καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου· Σωτηρία σού εἰμι ἐγώ.

Ψαλ. 34,3                 Βγάλε από την θήκην της γυμνήν την ρομφαίαν και κλείσε από όλα τα σημεία τον δρόμον αυτών, οι οποίοι με καταδιώκουν. Πες εις την ψυχήν μου· Μη δειλιάζης, διότι εγώ είμαι η σωτηρία σου.

Ψαλ. 34,4          αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά.

Ψαλ. 34,4                 Ας καταισχυνθούν και ας κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Ας στραφούν προς τα οπίσω τρεπόμενοι εις άτακτον φυγήν και ας κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι μελετούν και αποφασίζουν κακά εναντίον μου.

Ψαλ. 34,5          γενηθήτωσαν ὡσεὶ χνοῦς κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐκθλίβων αὐτούς·

Ψαλ. 34,5                 Ας γίνουν σαν κονιορτός στο ισχυρόν φύσημα του ανέμου. Αγγελος Κυρίου ας επέλθη εναντίον αυτών ποδοπατών και συνθλίβων τον ένα επάνω στον άλλον.

Ψαλ. 34,6          γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς·

Ψαλ. 34,6                 Ας γίνη ο δρόμος κατά την πανικόβλητον άτακτον φυγήν των σκοτάδι και ολίσθημα, ώστε ούτε να βλέπουν ούτε και να ημπορούν να βαδίσουν ασφαλώς, άγγελος δε Κυρίου ας τους καταδιώκη συνεχώς·

Ψαλ. 34,7          ὅτι δωρεὰν ἔκρυψάν μοι διαφθορὰν παγίδος αὐτῶν, μάτην ὠνείδισαν τὴν ψυχήν μου.

Ψαλ. 34,7                 διότι, χωρίς εγώ να πταίσω τίποτε εις αυτούς, έστησαν κρυφίως δολίαν παγίδα με τον σκοπόν να πέσω εις λάκκον θανάτου, στον τάφον. Χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν με ύβρισαν και με εχλεύασαν.

Ψαλ. 34,8          ἐλθέτω αὐτῷ παγίς, ἣν οὐ γινώσκει, καὶ ἡ θήρα, ἣν ἔκρυψε, συλλαβέτω αὐτόν, καὶ ἐν τῇ παγίδι πεσεῖται ἐν αὐτῇ.

Ψαλ. 34,8                 Ο αρχηγός των ας πέση και ας συλληφθή εις αφανή παγίδα, την οποίαν δεν γνωρίζει. Και η παγίς, την οποίαν έκρυψε δι' εμέ, ας συλλάβη αυτόν τον ίδιον. Ας πέση εις την παγίδα αυτήν, που έστησε δι' εμέ.

Ψαλ. 34,9          ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ Κυρίῳ, τερφθήσεται ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ αὐτοῦ.

Ψαλ. 34,9                 Η ιδική μου ψυχή θα γέμιση από αγαλλίασιν δια την προστασίαν του Κυρίου, θα χαρή, θα δοκιμάση μεγάλην τέρψιν δια την σωτηρίαν, που μου εχαρισεν.

Ψαλ. 34,10         πάντα τὰ ὀστᾶ μου ἐροῦσι· Κύριε, τίς ὅμοιός σοι; ῥυόμενος πτωχὸν ἐκ χειρὸς στερεωτέρων αὐτοῦ καὶ πτωχὸν καὶ πένητα ἀπὸ τῶν διαρπαζόντων αὐτόν.

Ψαλ. 34,10               Ολα τα οστά μου, τα έως τώρα συντετριμμένα από την θλίψιν, αναζωογονημένα θα είπουν· Κυριε, ποιός άλλος είναι όμοιος με σέ; Κανείς. Συ είσαι εκείνος, ο οποίος σώζστον αδύνατον πτωχόν από τα χέρια των ισχυροτέρων και τον ταλαιπωρημένον και ενδεή άνθρωπον από εκείνους, που αρπάζουν τα υπάρχοντά του.

Ψαλ. 34,11         ἀναστάντες μοι μάρτυρες ἄδικοι, ἃ οὐκ ἐγίνωσκον, ἐπηρώτων με.

Ψαλ. 34,11                Οταν εδικάζετο η κατ' εμού κατηγορία των, εσηκώθησαν εναντίον μου μάρτυρες ασυνείδητοι και συκοφάνται. Και με ερωτούσαν δια σφάλματα και παραπτώματα, δια τα οποία ούτε ιδέαν είχα.

Ψαλ. 34,12         ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μου.

Ψαλ. 34,12               Μου ανταπέδιδαν κακά αντί των ευεργεσιών, που τους είχα κάμει, και πικράν θλίψιν ωσάν εκείνην, που γεύεται η ολομόναχη άτεκνος γυναίκα.

Ψαλ. 34,13         ἐγὼ δὲ ἐν τῷ αὐτοὺς παρενοχλεῖν μοι ἐνεδυόμην σάκκον καὶ ἐταπείνουν ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται.

Ψαλ. 34,13               Εγώ όμως, όταν αυτοί με κατέθλιβον με τας συκοφαντίας των, εφορούσα το σάκκινον ένδυμα του πένθους και του πόνου. Εταλαιπωρούσα με νηστείαν την ζωήν μου και η προσευχή μου, αν δεν ωφελήση εκείνους εξ αιτίας της σκληροκαρδίας των, θα γίνη οπωσδήποτε δεκτή από σε και θα επιστρέψη σωτήριος και αγαθοποιός εις εμέ.

Ψαλ. 34,14         ὡς πλησίον, ὡς ἀδελφῷ ἡμετέρῳ οὕτως εὐηρέστουν· ὡς πενθῶν καὶ σκυθρωπάζων, οὕτως ἐταπεινούμην.

Ψαλ. 34,14               Εφερόμην προς τον καθένα από αυτούς ως προς φίλον μου και αδελφόν μου. Σαν άνθρωπος, που πενθεί και γίνεται κατηφής δια τον θάνατον προσφιλούς προσώπου, έτσι και εγώ τόσον πολύ

                                    εταπεινωνόμουν ενώπιόν των.

Ψαλ. 34,15         καὶ κατ᾿ ἐμοῦ εὐφράνθησαν καὶ συνήχθησαν, συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων, διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν.

Ψαλ. 34,15               Εκείνοι όμως εχαιρεκακούσαν εις βάρος μου. Συνηθροίσθησαν εναντίον μου, δια να με κτυπήσουν ανελέητα. Εγώ δε ούτε καν και υπωπτεύθην την συνωμοσίαν των. Διεσκορπίσθησαν όμως από τον Θεόν, και όμως δεν μετενόησαν. Δεν ησθάνθησαν κανένα κέντημα της συνειδήσεώς των.

Ψαλ. 34,16         ἐπείρασάν με, ἐξεμυκτήρισάν με μυκτηρισμῷ, ἔβρυξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τοὺς ὀδόντας αὐτῶν.

Ψαλ. 34,16               Με επείραζαν, με περιγελούσαν με πολλήν καταφρόνησιν. Ετριζαν με αγριότητα εναντίον μου τα δόντια των.

Ψαλ. 34,17         Κύριε, πότε ἐπόψῃ; ἀποκατάστησον τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῆς κακουργίας αὐτῶν, ἀπὸ λεόντων τὴν μονογενῆ μου.

Ψαλ. 34,17               Κυριε, πότε θα επιβλέψης εις τα κακουργήματα των πονηρών ανθρώπων; Επανάφερε εις την χαρουμένην και ασφαλή κατάστασιν την ζωήν μου. Γλύτωσέ με από την κακουργίαν εκείνων. Περιφρούρησε την μίαν και μόνην ζωήν μου από τους εχθρούς μου, οι οποίοι σαν λέοντες ορμούν εναντίον μου.

Ψαλ. 34,18         ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἐκκλησίᾳ πολλῇ, ἐν λαῷ βαρεῖ αἰνέσω σε.

Ψαλ. 34,18               Τοτε εγώ θα σε δοξολογήσω με ευγνωμοσύνην πολλήν εν μέσω πολυαρίθμου συγκεντρώσεως. Εν μέσω πυκνοτάτου ακροατηρίου θα αναπέμψω προς σε ευχαριστήριους δοξολογίας.

Ψαλ. 34,19         μὴ ἐπιχαρείησάν μοι οἱ ἐχθραίνοντές μοι ἀδίκως, οἱ μισοῦντες με δωρεὰν καὶ διανεύοντες ὀφθαλμοῖς.

Ψαλ. 34,19               Ας μη χαιρεκακήσουν εις βάρος μου εκείνοι, οι οποίοι με εχθρεύονται αδίκως. Αυτοί, οι οποίοι τρέφουν αδικαιολόγητον μίσος εναντίον μου όσοι με νεύματα των πονηρών οφθαλμών συνεννοούνται, δια να με εξοντώσουν.

Ψαλ. 34,20         ὅτι ἐμοὶ μὲν εἰρηνικὰ ἐλάλουν καὶ ἐπ᾿ ὀργὴν δόλους διελογίζοντο.

Ψαλ. 34,20              Διότι δόλιοι αυτοί, με την γλώσσαν των ωμιλούσαν ειρηνικούς και καλούς λόγους προς εμέ. Εσωτερικώς όμως, λόγω του μίσους των, εσκέπτοντο δολιότητας εναντίον μου.

Ψαλ. 34,21         καὶ ἐπλάτυναν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν, εἶπον· εὖγε, εὖγε, εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν.

Ψαλ. 34,21               Ηνοιξαν διάπλατα το απύλωτον στόμα των και είπαν· Ωραία, θαυμάσια! Είδαν τα μάτια μας την καταστροφήν αυτού.

Ψαλ. 34,22         εἶδες, Κύριε, μὴ παρασιωπήσῃς, Κύριε, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ·

Ψαλ. 34,22              Βλέπεις, Κυριε, την μοχθηρίαν των. Μη την αντιπαρέλθης σιωπών. Και, Κυριε μη απομακρυνθής από εμέ, μη με εγκαταλείψης στον κίνδυνον.

Ψαλ. 34,23         ἐξεγέρθητι, Κύριε, καὶ πρόσχες τῇ κρίσει μου, ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου, εἰς τὴν δίκην μου.

Ψαλ. 34,23               Σηκω επάνω, Κυριε, δώσε προσοχήν εις την δικαίαν μου υπόθεσιν. Συ, ο Θεός μου και ο Κυριος μου, έλα συνήγορος και υπερασπιστής μου εις την αντιδικίν μου αυτήν.

Ψαλ. 34,24         κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην σου, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ μὴ ἐπιχαρείησάν μοι.

Ψαλ. 34,24              Κρίνε και δίκασέ με, δίκασε Κυριε, σύμφωνα με την δικαιοσύνην σου. Κυριε και Θεέ μου, μη επιτρέψης να καταδικασθώ αδίκως και χαρούν έτσι μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου.

Ψαλ. 34,25         μὴ εἴποισαν ἐν καρδίαις αὐτῶν· εὖγε, εὖγε τῇ ψυχῇ ἡμῶν· μηδὲ εἴποιεν· Κατεπίομεν αὐτόν.

Ψαλ. 34,25               Ας μη είπουν· Εύγε μας, εύγε εις την ψυχήν μας· τον εξωλοθρεύσαμεν. Ας μη είπουν ότι τον εφάγαμεν και τον εξηφανίσαμεν πλέον οριστικώς.

Ψαλ. 34,26         αἰσχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς μου, ἐνδυσάσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ μεγαλοῤῥημονοῦντες ἐπ᾿ ἐμέ.

Ψαλ. 34,26              Ας καταισχυνθούν και ας κατεντροπιασθούν όλοι μαζή, όσοι δοκιμάζουν μοχθηράν χαράν δια τας δυστυχίας μου. Ας περιβληθούν, ωσάν μόνιμον ένδυμά των, αισχύνην και εντροπήν οι αλαζόνες, οι οποίοι κομπορρημονούν εναντίον μου.

Ψαλ. 34,27         ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν οἱ θέλοντες τὴν δικαιοσύνην μου καὶ εἰπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ θέλοντες τὴν εἰρήνην τοῦ δούλου αὐτοῦ.

Ψαλ. 34,27               Ας γεμίσουν δε αγαλλίασιν και ας ευφρανθούν αυτοί, οι οποίοι θέλουν και επιθυμούν να μου αποδοθή η δικαιοσύνη και η ειρήνη. Και ας λέγουν πάντοτε όλοι, όσοι θέλουν την ειρήνην και ευτυχίαν του δούλου σου· Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος.

Ψαλ. 34,28         καὶ ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὸν ἔπαινόν σου.

Ψαλ. 34,28              Τοτε ο νους μου θα μελετά και η γλώσσα μου θα διηγήται την προς εμέ δικαιοσύνην σου. Ολην δε την ημέραν θα σου αναπέμπη δοξολογίαν και ευχαριστίαν.

 

ΨΑΛΜΟΣ 35- ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ, ΚΥΡΙΕ, Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Εἰς τὸ τέλος· τῷ δούλῳ Κυρίου τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 35,2          Φησὶν ὁ παράνομος τοῦ ἁμαρτάνειν ἐν ἑαυτῷ, οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ·

Ψαλ. 35,2                 Λέγει από μέσα του ο παράνομος, που έχει πάρει πλέον την απόφασιν να αμαρτάνη· Δεν υπάρχει φόβος Θεού ενώπιόν του. Δεν φοβείται την δικαίαν κρίσιν του Θεού.

Ψαλ. 35,3          ὅτι ἐδόλωσεν ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ εὑρεῖν τὴν ἀνομίαν αὐτοῦ καὶ μισῆσαι.

Ψαλ. 35,3                 Διέστρεψε δολίως και εθόλωσε τα πάντα ενώπιόν του, ώστε δεν είναι δυνατόν πλέον να διακρίνη αυτός την αμαρτίαν και να την αποστραφή με αποτροπιασμόν.

Ψαλ. 35,4          τὰ ῥήματα τοῦ στόματος αὐτοῦ ἀνομία καὶ δόλος, οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι·

Ψαλ. 35,4                 Οι λόγοι, οι οποίοι βγαίνουν από το στόμα του, είναι παρανομία και δολιότης. Δεν ηθέλησε να συνέλθη, να συνετισθή και να πράξη κάτι το αγαθόν.

Ψαλ. 35,5          ἀνομίαν διελογίσατο ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ, παρέστη πάσῃ ὁδῷ οὐκ ἀγαθῇ, κακίᾳ δὲ οὐ προσώχθισε.

Ψαλ. 35,5                 Και κατά την νύκτα ακόμη, που ευρίσκεται επάνω εις την κλίνην του, εσκέπτετο παρανομίας. Εις κάθε κακόν δρόμον ήτο παρών. Ουδέποτε απετροπιάσθη και εμίσησε το κακόν.

Ψαλ. 35,6          Κύριε, ἐν τῷ οὐρανῷ τὸ ἔλεός σου, καὶ ἡ ἀλήθειά σου ἕως τῶν νεφελῶν·

Ψαλ. 35,6                 Κυριε, μέχρι του ουρανού απλώνεται το μέγα έλεός σου και η αλήθεια των λόγων σου και η αξιοπιστία των υποσχέσεών σου φθάνει έως τα νέφη του ουρανού.

Ψαλ. 35,7          ἡ δικαιοσύνη σου ὡς ὄρη Θεοῦ, τὰ κρίματά σου ἄβυσσος πολλή· ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε.

Ψαλ. 35,7                 Η δικαιοσύνη σου είναι ασάλευτος και αιωνία, όπως τα όρη του Θεού. Αι κρίσεις σου και αι δίκαιαι αποφάσεις σου είναι ανεξερεύνητοι, όπως τα βάθη των ωκεανών. Συ, Κυριε, σώζεις ανθρώπους και ζώα.

Ψαλ. 35,8          ὡς ἐπλήθυνας τὸ ἔλεός σου, ὁ Θεός· οἱ δὲ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἐλπιοῦσι.

Ψαλ. 35,8                 Ποσον μέγα, συνεχές και ακατάληπτον έδειξες τα έλεός σου, Θεέ μου! Ολοι οι άνθρωποι έχουν τας ελπίδας των εις την σκέπην των πτερύγων σου.

Ψαλ. 35,9          μεθυσθήσονται ἀπὸ πιότητος οἴκου σου, καὶ τὸν χειμάῤῥουν τῆς τρυφῆς σου ποτιεῖς αὐτούς·

Ψαλ. 35,9                 Θα χορτάσουν αυτοί και θα μεθύσουν από την πλουσιωτάτην τράπεζαν των αγαθών του οίκου σου. Θα τους ποτίσης με την απερίγραπτον τρυφήν των πνευματικών σου απολαύσεων, αι οποίαι ρέουν πλούσιοι ως άλλος χείμαρρος.

Ψαλ. 35,10         ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς.

Ψαλ. 35,10               Διότι συ είσαι η πηγή της ζωής και με το ιδικόν σου φως θα ίδωμεν το αληθινόν φως.

Ψαλ. 35,11         παράτεινον τὸ ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ.

Ψαλ. 35,11                Απλωσε και εξακολούθει να παρέχης πάντοτε πλούσιον το έλεός σου εις όλους, όσοι σε γνωρίζουν. Δώσε την δικαιοσύνην σου στους ανθρώπους, τους ευθείς και ειλικρινείς κατά την καρδίαν.

Ψαλ. 35,12         μὴ ἐλθέτω μοι ποὺς ὑπερηφανίας, καὶ χεὶρ ἁμαρτωλοῦ μὴ σαλεύσαι με.

Ψαλ. 35,12               Εις εμέ δε ας μη πέση επάνω μου το πόδι του υπερηφάνου, δια να μη με καταπατήση, και το χέρι του αμαρτωλού ας μη με συγκλονίση και με διώξη.

Ψαλ. 35,13         ἐκεῖ ἔπεσον πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ἐξώσθησαν καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι.

Ψαλ. 35,13                Ιδού, εκεί κατεκρημνίσθησαν όλοι όσοι εργάζονται την ανομίαν. Απωθήθησαν και εξεδιώχθησαν, ώστε να μη μπορούν πλέον να σταθούν όρθιοι εις τα πόδια των.

 

ΨΑΛΜΟΣ 36- ΜΗ ΖΗΛΕΥΕΙΣ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΑΤΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΟΜΙΑ

Τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 36,1          Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν·

Ψαλ. 36,1                  Μη ζηλεύης και μη ποθής την φαινομενικήν ευτυχίαν εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρόν. Μη ζηλεύης εκείνους, οι οποίοι πράττουν την ανομίαν,

Ψαλ. 36,2          ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται.

Ψαλ. 36,2                 διότι αυτοί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξηρανθούν. Και σαν την πρασίνην χλόην θα μαρανθούν και θα πέσουν στο έδαφος.

Ψαλ. 36,3          ἔλπισον ἐπὶ Κύριον καὶ ποίει χρηστότητα καὶ κατασκήνου τὴν γῆν, καὶ ποιμανθήσῃ ἐπὶ τῷ πλούτῳ αὐτῆς.

Ψαλ. 36,3                 Στήριξε την ελπίδα σου στον Κυριον, πράττε το αγαθόν και έτσι ασφαλής και ειρηνικός θα κατοικήσης εις την γην της Επαγγελίας, και από τον καλόν ποιμένα, τον Θεόν, θα ποιμανθής με στοργήν και θα απολαύσης τον πλούτον της χώρας, όπου κατοικείς.

Ψαλ. 36,4          κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καὶ δώσει σοι τὰ αἰτήματα τῆς καρδίας σου.

Ψαλ. 36,4                 Εντρύφημά σου και χαρά σου ας είναι ο Κυριος και αυτός θα σου δώση κάθε αγαθόν υλικόν και πνευματικόν, που ποθεί η καρδία σου.

Ψαλ. 36,5          ἀποκάλυψον πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ποιήσει

Ψαλ. 36,5                 Φανερόν ενώπιον του Θεού με πλήρη εμπιστοσύνην να έχης πάντοτε τον δρόμον της ζωής σου. Εχε εις αυτόν τας ελπίδας σου και αυτός θα πράξη εις σε εκείνο, το οποίον σε συμφέρει και σε χαροποιεί.

Ψαλ. 36,6          καὶ ἐξοίσει ὡς φῶς τὴν δικαιοσύνην σου καὶ τὸ κρῖμά σου ὡς μεσημβρίαν.

Ψαλ. 36,6                 Θα φανερώση και θα προβάλη αυτός το δίκαιόν σου λαμπρόν ωσάν το φως, και θα κάμη ολοφωτον την δικαίαν του κρίσιν υπέρ σου, ωσάν τον μεσημβρινόν ήλιον.

Ψαλ. 36,7          ὑποτάγηθι τῷ Κυρίῳ καὶ ἱκέτευσον αὐτόν· μὴ παραζήλου ἐν τῷ κατευοδουμένῳ ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώπῳ ποιοῦντι παρανομίαν.

Ψαλ. 36,7                 Να υποταχθής στον Κυριον και αυτόν να παρακαλής θερμώς δια της προσευχής σου. Μη αφήσης να καταλάβη ποτέ την καρδίαν σου η ζήλεια και ο φθόνος δια τον άνθρωπον, που ευδοκιμεί εις την ζωήν του, ο οποίος όμως πράττει παρανομίας.

Ψαλ. 36,8          παῦσαι ἀπὸ ὀργῆς καὶ ἐγκατάλιπε θυμόν, μὴ παραζήλου ὥστε πονηρεύεσθαι·

Ψαλ. 36,8                 Παύσε να αγανακτής δι' αυτόν. Αφησε κατά μέρος κάθε θυμόν. Πρόσεξε, μη τον ζηλεύης, ώστε και συ να σκέπτεσαι πονηρά, όπως εκείνος.

Ψαλ. 36,9          ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται, οἱ δὲ ὑπομένοντες τὸν Κύριον αὐτοὶ κληρονομήσουσι γῆν.

Ψαλ. 36,9                 Διότι όλοι αυτοί, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρόν και πράττουν το κακόν, θα εξολοθρευθούν. Οσοι όμως με πίστιν στον Κυριον υπομένουν τας θλίψεις και αναμένουν από τον Κυριον την λύτρωσιν, αυτοί θα έχουν ως παντοτεινήν και ασφαλή κληρονομίαν των την γην και τα αγαθά της.

Ψαλ. 36,10         καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ οὐ μὴ ὑπάρξῃ ὁ ἁμαρτωλός, καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὕρῃς·

Ψαλ. 36,10               Καμε υπομονήν· ολίγος καιρός ακόμη θα περάση και ο αμαρτωλός, του οποίου συ σήμερον την ευτυχίαν ημπορεί να ζηλεύης, δεν θα υπάρχη πλέον. Θα αναζητήσης τον τόπον, στον οποίον αυτός είχε ζήσει ευτυχής, και δεν θα τον εύρης.

Ψαλ. 36,11         οἱ δὲ πραεῖς κληρονομήσουσι γῆν καὶ κατατρυφήσουσιν ἐπὶ πλήθει εἰρήνης.

Ψαλ. 36,11                Εξ αντιθέτου αυτοί οι οποίοι είναι πράοι και έγιναν πράοι δια μέσου των θλίψεων, θα είναι οι παντοτεινοί κληρονόμοι της γης της Επαγγελίας. Θα εντρυφούν εις τα πλούσια αγαθά της και θα ζουν με πολλήν ειρήνην.

Ψαλ. 36,12         παρατηρήσεται ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ βρύξει ἐπ᾿ αὐτὸν τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ·

Ψαλ. 36,12               Με μίσος εις την καρδίαν θα παρατηρήση ο αμαρτωλός τον δίκαιον και θα τρίξη με μανίαν τους οδόντας του εναντίον αυτού.

Ψαλ. 36,13         ὁ δὲ Κύριος ἐκγελάσεται αὐτόν, ὅτι προβλέπει ὅτι ἥξει ἡ ἡμέρα αὐτοῦ.

Ψαλ. 36,13               Ο Κυριος όμως θα γελάση εις βάρος του αμαρτωλού, διότι προβλέπει, ότι θα έλθη η ημέρα της τιμωρίας του και του αφανισμού του.

Ψαλ. 36,14         ῥομφαίαν ἐσπάσαντο οἱ ἁμαρτωλοί, ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν τοῦ καταβαλεῖν πτωχὸν καὶ πένητα, τοῦ σφάξαι τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ·

Ψαλ. 36,14               Εγύμνωσαν την σπάθην των οι αμαρτωλοί. Ετέντωσαν το τόξον των, δια να κτυπήσουν με αυτό και ρίψουν κατά γης νεκρόν τον ταλαιπωρημένον και τον πτωχόν, και με την μάχαιράν των να σφάξουν όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν ευθείαν και ειλικρινή την καρδίαν.

Ψαλ. 36,15         ἡ ῥομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα αὐτῶν συντριβείη.

Ψαλ. 36,15               Η ρομφαία των θα εισέλθη και θα διαπεράση την ιδικήν των καρδίαν, τα δε τόξα των θα συντριβούν.

Ψαλ. 36,16         κρεῖσσον ὀλίγον τῷ δικαίῳ ὑπὲρ πλοῦτον ἁμαρτωλῶν πολύν·

Ψαλ. 36,16               Το ολίγον, αλλά τίμιον, του δικαίου ανθρώπου είναι πολυτιμότερον από τα πολλά πλούτη των αμαρτωλών.

Ψαλ. 36,17         ὅτι βραχίονες ἁμαρτωλῶν συντριβήσονται, ὑποστηρίζει δὲ δικαίους ὁ Κύριος.

Ψαλ. 36,17               Διότι οι βραχίονες των αμαρτωλών, που φαίνονται σήμερον τόσον ισχυροί, θα συντριβούν μετ' ολίγον. Ο δε Θεός υποστηρίζει και υπερασπίζει τους δικαίους.

Ψαλ. 36,18         γινώσκει Κύριος τὰς ὁδοὺς τῶν ἀμώμων, καὶ ἡ κληρονομία αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται·

Ψαλ. 36,18               Ο Κυριος γνωρίζει πολύ καλά και εκτιμά τους δρόμους της ζωής των δικαίων και ειλικρινών ανθρώπων. Και με την προστασίαν Του η κληρονομία των εις την γην των πατέρων των θα είναι παντοτεινή από γενεάς εις γενεάν.

Ψαλ. 36,19         οὐ καταισχυνθήσονται ἐν καιρῷ πονηρῷ καὶ ἐν ἡμέραις λιμοῦ χορτασθήσονται.

Ψαλ. 36,19               Δεν θα εντροπιασθούν αυτοί εις περιστάσεις δυσκόλους, αλλά τουναντίον και εις εποχήν λιμού θα χορτάσουν.

Ψαλ. 36,20         ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπολοῦνται, οἱ δὲ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου ἅμα τῷ δοξασθῆναι αὐτοὺς καὶ ὑψωθῆναι ἐκλείποντες ὡσεὶ καπνὸς ἐξέλιπον.

Ψαλ. 36,20              Εν εξ αντιθέτου οι αμαρτωλοί θα εξολοθρευθούν. Οι εχθροί αυτοί του Κυρίου αμέσως μόλις δοξασθούν ανερχόμενοι εις μεγάλα αξιώματα και πλούτη, θα εξαφανισθούν, όπως διαλύεται και εξαφανίζεται ο καπνός.

Ψαλ. 36,21         δανείζεται ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ οὐκ ἀποτίσει, ὁ δὲ δίκαιος οἰκτείρει καὶ δίδωσιν·

Ψαλ. 36,21               Θα πτωχύνη ο αμαρτωλός πλούσιος. Θα ευρεθή εις την ανάγκην να ζητήση δάνειον δεν θα ημπορέση όμως λόγω της πτωχείας του να το αποδώση. Ο δίκαιος όμως, πλούσιος με τα δώρα του Θεού, θα συμπαθή πάντοτε τους πτωχούς και τους έχοντας ανάγκην, και θα δίδη προς αυτούς βοήθειαν.

Ψαλ. 36,22         ὅτι οἱ εὐλογοῦντες αὐτὸν κληρονομήσουσι γῆν, οἱ δὲ καταρώμενοι αὐτὸν ἐξολοθρευθήσονται.

Ψαλ. 36,22              Διότι όσοι με τα λόγια και με τα έργα των δοξάζουν τον Κυριον, θα κληρονομήσουν την γην με τα αγαθά της. Εκείνοι όμως, οι οποίοι τον βλασφημούν, θα εξολοθρευθούν.

Ψαλ. 36,23         παρὰ Κυρίου τὰ διαβήματα ἀνθρώπου κατευθύνεται, καὶ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ θελήσει σφόδρα·

Ψαλ. 36,23               Από τον Κυριον σταθερώς και ασφαλώς κατευθύνονται τα βήματα της ζωής του αγαθού ανθρώπου προς επιτυχίαν και ευτυχίαν, διότι τον τρόπον της ζωής του εγκρίνει και αποδέχεται πλήρως ο Κυριος.

Ψαλ. 36,24         ὅταν πέσῃ, οὐ καταῤῥαχθήσεται, ὅτι Κύριος ἀντιστηρίζει χεῖρα αὐτοῦ.

Ψαλ. 36,24              Και όταν ακόμη ο αγαθός άνθρωπος πέση, δεν θα ραγίση, δεν θα συντριβή, διότι ο Κυριος θα τον υποβαστάση, θα τον συγκρατήση από το χέρι.

Ψαλ. 36,25         νεώτερος ἐγενόμην καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον, οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους·

Ψαλ. 36,25               Υπήρξα νέος και τώρα εγήρασα. Καθ' όλον δε αυτό το διάστημα της ζωής μου δεν είδον δίκαιον άνθρωπον να εγκαταλείπεται από τον Θεόν, ούτε τους απογόνους των να ζητιανεύουν ψωμί.

Ψαλ. 36,26         ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὁ δίκαιος, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν ἔσται.

Ψαλ. 36,26              Ολας τας ημέρας της ζωής του συμπαθεί ο δίκαιος τους έχοντας ανάγκην και τους ελεεί. Και όμως παρ' όλα δσα δίδει, οι απόγονοί του δεν θα στερηθούν, αλλά θα ζουν μέσα εις τας ευλογίας του Θεού.

Ψαλ. 36,27         ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθὸν καὶ κατασκήνου εἰς αἰῶνα αἰῶνος·

Ψαλ. 36,27               Τραβήξου μακρυά από το κακόν και πράττε πάντοτε το καλόν. Τοτε θα κατοικήσης μονίμως και ασφαλώς εις την ιεράν γην των πατέρων σου,

Ψαλ. 36,28         ὅτι Κύριος ἀγαπᾷ κρίσιν καὶ οὐκ ἐγκαταλείψει τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα φυλαχθήσονται· ἄνομοι δὲ ἐκδιωχθήσονται, καὶ σπέρμα ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσεται.

Ψαλ. 36,28              διότι ο Κυριος αγαπά την δικαίαν κρίσιν. Και δια τούτο δεν θα εγκαταλείψη ποτέ τους αφωσιωμένους εις αυτόν, αλλά θα τους προστατεύη. Και έτσι αυτοί κάτω από την θείαν προστασίαν θα διαφυλάσσωνται πάντοτε ασφαλείς. Εξ αντιθέτου οι παράνομοι θα εξολοθρευθούν και θα εκδιωχθούν από τον τόπον των. Και οι απόγονοι ακόμη των ασεβών ανθρώπων θα εξολοθρευθούν.

Ψαλ. 36,29         δίκαιοι δὲ κληρονομήσουσι γῆν καὶ κατασκηνώσουσιν εἰς αἰῶνα αἰῶνος ἐπ᾿ αὐτῆς.

Ψαλ. 36,29              Οι δε δίκαιοι θα είναι οι παντοτεινοί κληρονόμοι της γης της Επαγγελίας και εις αυτήν θα εγκατασταθούν μονίμως εις αιώνας αιώνων.

Ψαλ. 36,30         στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν.

Ψαλ. 36,30               Από το στόμα του δικαίου ανθρώπου θα εξέρχωνται αι σοφαί σκέψεις και κρίσεις της διανοίας του, και η γλώσσα του θα λαλή πάντοτε το δίκαιον και το ορθόν.

Ψαλ. 36,31         ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, καὶ οὐχ ὑποσκελισθήσεται τὰ διαβήματα αὐτοῦ.

Ψαλ. 36,31               Ο νόμος του Θεού είναι χαραγμένος μονίμως εις την καρδίαν του. Δια τούτο δεν θα υποσκελισθή από κανένα ορατόν η αόρατον εχθρόν και δεν θα σκοντάψη εις τα βήματα της ζωής του.

Ψαλ. 36,32         κατανοεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ ζητεῖ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν,

Ψαλ. 36,32               Ο αμαρτωλός παραμονεύει τον δίκαιον και ζητεί ευκαιρίαν να τον θανατώση.

Ψαλ. 36,33         ὁ δὲ Κύριος οὐ μὴ ἐγκαταλίπῃ αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, οὐδὲ μὴ καταδικάσηται αὐτόν, ὅταν κρίνηται αὐτῷ.

Ψαλ. 36,33               Ο Κυριος όμως δεν θα εγκαταλείψη και δεν θα αφήση αβοήθητον τον δίκαιον εις τα χέρια του αμαρτωλού. Ούτε θα τον αφήση να καταδικασθή, όταν θα κρίνεται εν αντιδικία με τον επιβουλευθέντα αυτόν αμαρτωλόν.

Ψαλ. 36,34         ὑπόμεινον τὸν Κύριον καὶ φύλαξον τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ ὑψώσει σε τοῦ κατακληρονομῆσαι γῆν· ἐν τῷ ἐξολοθρεύεσθαι ἁμαρτωλοὺς ὄψει.

Ψαλ. 36,34               Δείξε υπομονήν, περίμενε με ελπίδα την επέμβασιν και προστασίαν του Κυρίου. Φυλαξε και ζήσε σύμφωνα με τας εντολάς του. Και αυτός θα σε δοξάση, θα σε αναδείξη μέγαν, ώστε να κληρονομήσης την γην της Επαγγελίας και τα αγαθά της. Θα ίδης δε με τα ίδια σου τα μάτια τους αμαρτωλούς, όταν θα εξολοθρεύονται, από τον Κυριον.

Ψαλ. 36,35         εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου·

Ψαλ. 36,35               Είδα τον ασεβή να ακμάζη, να υπερυψώνεται πανίσχυρος, να ψηλώνη ωσάν τα αιωνόβια κέδρα του Λιβάνου.

Ψαλ. 36,36         καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ.

Ψαλ. 36,36               Μολις όμως επέρασα πάλιν από εκεί και ιδού, αυτός δεν υπήρχε πλέον. Εγύρισα πίσω, ανεζήτησα να τον εύρω, αλλά δεν ημπόρεσα να εύρω ούτε τον τόπον, στον οποίον προηγουμένως κατοικούσε.

Ψαλ. 36,37         φύλασσε ἀκακίαν καὶ ἴδε εὐθύτητα, ὅτι ἐστὶν ἐγκατάλειμμα ἀνθρώπῳ εἰρηνικῷ·

Ψαλ. 36,37               Προσπάθει συ να είσαι άκακος. Βλέπε πάντοτε μπροστά σου τον ευθύν δρόμον του Θεού, διότι ο ειρηνικός άνθρωπος θα αφήση οπίσω του μνήμην αγαθήν και ευτυχισμένους απογόνους.

Ψαλ. 36,38         οἱ δὲ παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται ἐπὶ τὸ αὐτό, τὰ ἐγκαταλείμματα τῶν ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσονται.

Ψαλ. 36,38               Οι παράνομοι όμως θα εξολοθρευθούν όλοι μαζή. Θα διαλυθούν και θα εξαφανισθούν τα υπολείμματα από τα πλούτη των, το όνομά των και οι απόγονοί των.

Ψαλ. 36,39         σωτηρία δὲ τῶν δικαίων παρὰ Κυρίου, καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν ἐν καιρῷ θλίψεως,

Ψαλ. 36,39               Βεβαία όμως και ασφαλής θα έλθη από τον Κυριον η σωτηρία των δικαίων διότι αυτός είναι ο υπερασπιστής των στον καιρόν των θλίψεων και των δοκιμασιών των.

Ψαλ. 36,40         καὶ βοηθήσει αὐτοῖς Κύριος καὶ ῥύσεται αὐτοὺς καὶ ἐξελεῖται αὐτοὺς ἐξ ἁμαρτωλῶν καὶ σώσει αὐτούς, ὅτι ἤλπισαν ἐπ᾿ αὐτόν.

Ψαλ. 36,40              Ο Κυριος θα βοηθήση τους δικαίους. Θα τους απαλλάξη από τας θλίψεις και τας συμφοράς και θα τους γλυτώση από τα χέρια των αμαρτωλών. Θα τους σώση, διότι αυτοί εις εκείνον εστήριξαν τας ελπίδας των.

 

ΨΑΛΜΟΣ 37- Η ΔΙΚΑΙΗ ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΟΥ

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· εἰς ἀνάμνησιν περὶ τοῦ σαββάτου.

Ψαλ. 37,2          Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με.

Ψαλ. 37,2                 Κυριε, μη με ελέγξης και μη, επάνω εις την δικαίαν οργήν σου, με τιμωρήσης δια τας πράξεις μου. Μη χρησιμοποίησης την παιδαγωγικήν σου ράβδον οργισμένος εναντίον μου.

Ψαλ. 37,3          ὅτι τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου·

Ψαλ. 37,3                 Διότι τα βέλη των πόνων και των τιμωριών έχουν εμμηχθή μέσα στο σώμα μου και βαρύ έχεις αφήσει να πέση επάνω μου το παντοδύναμο χέρι σου.

Ψαλ. 37,4          οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου.

Ψαλ. 37,4                 Δεν υπάρχει κανένα μέλος του σώματός μου υγιές, εξ αιτίας της δικαίας οργής σου εναντίον μου. Δεν υπάρχει γαλήνη και ανάπαυσις εις τα κόκκαλά μου εξ αιτίας των δύο μεγάλων αμαρτιών μου.

Ψαλ. 37,5          ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ.

Ψαλ. 37,5                 Διότι αι αμαρτίαι μου αυταί είναι τόσον μεγάλαι, ώστε ωσάν πελώρια κύματα επλημμύρισαν επάνω από το κεφάλι μου και ως βαρύ φορτίον καταθλίβουν και καταπιέζουν την ψυχήν μου.

Ψαλ. 37,6          προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου·

Ψαλ. 37,6                 Τα εξ αιτίας της αφροσύνης μου τραύματα των αμαρτιών μου εβρώμισαν και εσάπησαν.

Ψαλ. 37,7          ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τὴν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην.

Ψαλ. 37,7                 Εχω ταλαιπωρηθή και καταβληθή. Ελύγισαν τα γόνατά μου, εκυρτώθην τελείως. Ολην την ημέραν σύρω μετά δυσκολίας τα βήματά μου, σκυθρωπός και λυπημένος.

Ψαλ. 37,8          ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου·

Ψαλ. 37,8                 Διότι οι νεφροί μου, το κέντρον αυτό των επιθυμιών, εγέμισαν από έλκη και πόνους, τα οποία προκαλούν την αηδίαν και περιφρόνησιν. Δεν υπάρχει μέρος υγιές εις την σάρκα μου.

Ψαλ. 37,9          ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου.

Ψαλ. 37,9                 Εκακοπάθησα και εταλαιπωρήθην και εξηυτελίσθην πάρα πολύ. Βαθείς και συνεχείς αναστεναγμοί βγαίνουν από την οδυνωμένην καρδίαν μου, ωσάν βρυχηθμοί λέοντος πληγωμένου.

Ψαλ. 37,10         Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη.

Ψαλ. 37,10               Κυριε, ολοφάνερη εμπρός σου είναι η επιθυμία μου, η επιθυμία της σωτηρίας. Ο δε κατάπικρος στεναγμός της καρδίας μου δεν είναι άγνωστος και κρυμμένος από σέ.

Ψαλ. 37,11         ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ.

Ψαλ. 37,11                Η καρδία μου είναι ταραγμένη. Παλλει με ορμήν. Η ψυχική και η σωματική δύναμίς μου με εγκατέλιπε και το φως των οφθαλμών μου και αυτό σβήνει πλέον· το έχασα, δεν το έχω πλέον.

Ψαλ. 37,12         οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν·

Ψαλ. 37,12               Οι φίλοι μου και όλοι οι γνωστοί μου με επλησίασαν, αλλά εσταμάτησαν εις απόστασιν, και οι πλησιέστεροι από τους συγγενείς μου εστάθησαν πολύ μακράν. Κανείς δεν προθυμοποιείται να με βοηθήση.

Ψαλ. 37,13         καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, καὶ οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι ἐλάλησαν ματαιότητας, καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν.

Ψαλ. 37,13                Μέσα στον πόνον μου και την εγκατάλειψίν μου αυτήν οι εχθροί μου φέρονται απέναντί μου με βιαιότητα και σκληρότητα. Εκείνοι οι οποίοι επιζητούν τον θάνατόν μου, εκείνοι που θέλουν και ευφραίνονται εις την δυστυχίαν μου, ελάλησαν λόγους συκοφαντικούς και ολεθρίους εναντίον μου. Χαιρεκακούν δια την κατάστασίν μου. Συγχρόνως δε καταστρώνουν δόλια σχέδια και στήνουν παγίδας ολέθρου όλην την ημέραν, δια να με εξοντώσουν.

Ψαλ. 37,14         ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ·

Ψαλ. 37,14               Αλλά εγώ, ως εάν ήμην κωφός, δεν ήκουα όσα εκείνοι έλεγαν εναντίον μου. Ως εάν ήμουν βωβός και άλαλος, ωσάν να μη ημπορούσα να ανοίξω το στόμα μου, δεν απαντούσα καθόλου εις αυτούς.

Ψαλ. 37,15         καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς.

Ψαλ. 37,15                Και έγινα έτσι σαν άνθρωπος, που δεν ακούει καθόλου και που δεν έχει στο στόμα του δικαίας αντιρρήσεις και λόγους αποστομωτικούς εναντίον εκείνων, που τον κατηγορούν.

Ψαλ. 37,16         ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Κύριε ὁ Θεός μου.

Ψαλ. 37,16               Δεν απαντώ στους εχθρούς μου, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου, Κυριε. Εχω πεποίθησιν ότι θα ακούσης ευμενώς την προσευχήν μου και θα σπεύσης εις την βοήθειάν μου.

Ψαλ. 37,17         ὅτι εἶπα· μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησαν.

Ψαλ. 37,17                Δια τούτο και είπα από μέσα μου· Βοήθησέ μέ, Κυριε, και μη επιτρέψης να δοκιμάσουν μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου, ούτε να κομπορρημονούν, εάν με βλέπουν να τρικλίζω κάτω από το βάρος της θλίψεως.

Ψαλ. 37,18         ὅτι ἐγὼ εἰς μάστιγας ἕτοιμος, καὶ ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός.

Ψαλ. 37,18               Διότι εγώ είμαι πρόθυμος να υποστώ τας δικαίας τιμωρίας σου δια την αμαρτίαν μου. Ο δε φοβερός πόνος δια την πτώσιν μου είναι πάντοτε ενώπιόν μου, δεν παύει να διατρυπά την καρδίαν μου.

Ψαλ. 37,19         ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου.

Ψαλ. 37,19               Συντετριμμένος από το βάρος της ενοχής μου θα εξομολογηθώ ενώπιον όλων την αμαρτίαν μου και θα καταβάλω κάθε προσπάθειαν να απαλλαγώ από αυτήν, και ουδέποτε πλέον να την επαναλάβω.

Ψαλ. 37,20         οἱ δὲ ἐχθροί μου ζῶσι καὶ κεκραταίωνται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με ἀδίκως·

Ψαλ. 37,20               Οι εχθροί μου όμως ζουν, είναι υγιείς, κινούνται δραστηρίως, είναι ισχυρότεροί μου. Και αυτοί οι οποίοι με μισούν αδίκως, έχουν πληθυνθή.

Ψαλ. 37,21         οἱ ἀνταποδιδόντες μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν ἐνδιέβαλλόν με, ἐπεὶ κατεδίωκον ἀγαθωσύνην.

Ψαλ. 37,21               Αυτοί, οι οποίοι ανταποδίδουν εις εμέ κακόν αντί του καλού, που τους έκαμα, με συκοφαντούν, διότι εγώ θέλω πάντοτε το αγαθόν, το σύμφωνον με το θέλημά σου.

Ψαλ. 37,22         μὴ ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ·

Ψαλ. 37,22               Μη με εγκαταλίπης, Κυριε και Θεέ μου, μη απομακρύνεσαι από εμέ.

Ψαλ. 37,23         πρόσχες εἰς τὴν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου.

Ψαλ. 37,23               Σπεύσε, Κυριε, εις την βοήθειάν μου, συ που είσαι η μοναδική μου σωτηρία.

 

ΨΑΛΜΟΣ 38- ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΣ ΕΙΜΑΙ ΣΤΗ ΓΗ

Εἰς τὸ τέλος, τῷ Ἰδιθούν· ᾠδὴ τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 38,2          Εἶπα· φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου· ἐθέμην τῷ στόματί μου φυλακὴν ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν ἐναντίον μου.

Ψαλ. 38,2                 Είπα και απεφάσισα· να προσέχω όλην την συμπεριφοράν και διαγωγήν μου, ώστε να μη αμαρτάνω με την γλώσσαν μου, παραπονούμενος δια το πλήθος των δοκιμασιών μου και επικρίνων τας μυστηριώδεις, αλλά τόσον αγαθάς, βουλάς του Κυρίου. Απεφάσισα να θέσω φραγμόν εις τα χείλη μου και να μη εκφράσω κανένα παράπονον, καμμίαν κατάκρισιν, όταν ο αμαρτωλός σταθή απειλητικός ενώπιόν μου.

Ψαλ. 38,3          ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν, καὶ τὸ ἄλγημά μου ἀνεκαινίσθη.

Ψαλ. 38,3                 Θεληματικώς έγινα κωφός και άλαλος ενώπιον του πονηρού ανθρώπου. Ετήρησα ταπεινωμένος απόλυτον σιωπήν, ακόμη και περί διαθέσεων και λόγων και πράξεών μου αγαθών. Η κατάθλιψις και ο πόνος όμως της ψυχής μου έτσι ανεζωογονήθη και ηυξήθη.

Ψαλ. 38,4          ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ. ἐλάλησα ἐν γλώσσῃ μου·

Ψαλ. 38,4                 Φωτιά άναψε μέσα εις την καρδία μου. Ερευνών το πρόβλημα της ευτυχίας των ασεβών και της φαινομενικής εγκαταλείψεως των δικαίων ησθάνθην να καίη πυρκαϊά μέσα μου. Τοτε πλέον ωμίλησεν η γλώσσα μου και είπα προς τον Κυριον·

Ψαλ. 38,5          γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας μου καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ.

Ψαλ. 38,5                 Σε παρακαλώ, Κυριε, κατάστησε εις εμέ γνωστόν, πότε θα έλθη το τέρμα της ζωής μου και ποίος είναι ο αριθμός των ημερών μου, δια να εννοήσω κατά το διάστημα αυτό και να αναπληρώσω το υστέρημά μου.

Ψαλ. 38,6          ἰδοὺ παλαιστὰς ἔθου τὰς ἡμέρας μου, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου· πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος ζῶν. (διάψαλμα).

Ψαλ. 38,6                 Μετρημέναι και πολύ ολίγαι είναι αι ημέραι μου και η ζωη μου, ως ένα τίποτε είναι εμπρός εις την αιωνιότητά σου. Τα πάντα εις την ζωήν του ανθρώπου είναι μάταια. Και αυτός ο άνθρωπος είναι ματαιότης.

Ψαλ. 38,7          μέντοιγε ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει καὶ οὐ γινώσκει τίνι συνάξει αὐτά.

Ψαλ. 38,7                 Πράγματι σαν μια σκιώδης εικών, που εντός ολίγου σβήνει, πορεύεται ο άνθρωπος δια μέσου του ορατού αυτού κόσμου. Δεν θέλει όμως να παραδεχθή αυτήν την αλήθειαν, δια τούτο ταράσσεται και κοπιάζει και μοχθεί. Θησαυρίζει και δεν γνωρίζει εις ποίον θα αφήση τους θησαυρούς του, όταν θα αποθάνη.

Ψαλ. 38,8          καὶ νῦν τίς ἡ ὑπομονή μου; οὐχὶ ὁ Κύριος; καὶ ἡ ὑπόστασίς μου παρὰ σοί ἐστιν.

Ψαλ. 38,8                 Και τώρα, λοιπόν, αφού τόσον βραχύς είναι ο βίος και μάταιαι αι προσπάθειαι των ανθρώπων, τι περιμένω εδώ εγώ; Ποιά είναι και ποία πρέπει να είναι η ελπίς μου; Ελπίς μου δεν είναι ο Κυριος; Βεβαίως. Εις σέ, Κυριε, εναποθέτω με εμπιστοσύνην όλην μου την ύπαρξιν.

Ψαλ. 38,9          ἀπὸ πασῶν τῶν ἀνομιῶν μου ῥῦσαί με, ὄνειδος ἄφρονι ἔδωκάς με.

Ψαλ. 38,9                 Συγχώρησε όλας τας αμαρτίας μου, διότι εξ αιτίας αυτών επέτρεψες, να γίνω περίγελως των ασεβών ανθρώπων.

Ψαλ. 38,10         ἐκωφώθην καὶ οὐκ ἤνοιξα τὸ στόμα μου, ὅτι σὺ ἐποίησας.

Ψαλ. 38,10               Εγινα κωφός και αμίλητος, δεν ήνοιξα το στόμα μου, δια να παραπονεθώ, διότι συ επέτρεψες να έλθουν εις βάρος μου αι δοκιμασίαι και αι θλίψεις αυταί.

Ψαλ. 38,11         ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς μάστιγάς σου· ἀπὸ γὰρ τῆς ἰσχύος τῆς χειρός σου ἐγὼ ἐξέλιπον.

Ψαλ. 38,11                Απομάκρυνε από εμέ τας δικαίας μαστιγώσεις σου, παύσε πλέον να με τιμωρής, διότι είναι πολύ ισχυρά τα παιδαγωγικά κτυπήματα, που καταφέρει το παντοδύναμόν σου χέρι, ώστε κινδυνεύω να σβήσω.

Ψαλ. 38,12         ἐν ἐλεγμοῖς ὑπὲρ ἀνομίας ἐπαίδευσας ἄνθρωπον καὶ ἐξέτηξας ὡς ἀράχνην τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος. (διάψαλμα).

Ψαλ. 38,12               Με τιμωρίας παιδαγωγείς τον άνθρωπον εξ αιτίας των αμαρτιών του. Ωσάν ιστόν αράχνης εύθραυστον κάνεις την ζωήν του. Χωρίς την βοήθειάν σου, κάθε άνθρωπος ματαίως ταράσσεται και κοπιάζει και θησαυρίζει.

Ψαλ. 38,13         εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, Κύριε, καὶ τῆς δεήσεώς μου, ἐνώτισαι τῶν δακρύων μου· μὴ παρασιωπήσῃς, ὅτι πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου.

Ψαλ. 38,13               Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, την προσευχήν μου. Δέξαι την δέησίν μου, ίδε τα δάκρυά μου, άκουσε τους λυγμούς των θρήνων μου. Μη κωφεύσης, διότι προσωρινός και ξένος είμαι εις την γην αυτήν, όπως και οι πρόγονοί μου.

Ψαλ. 38,14         ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ ὑπάρξω.

Ψαλ. 38,14               Αφησέ με, έστω και επ' ολίγον· πάψε να με τιμωρής, δια να ανακουφισθώ και να εύρω κάποιαν αναψυχήν, πριν η φύγω από την ζωήν αυτήν, οπότε και δεν θα υπάρχω πλέον επί της γης.

 

ΨΑΛΜΟΣ 39- ΕΚΗΡΥΞΑ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΟΥ

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 39,2          Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου

Ψαλ. 39,2                 Με πολλήν υπομονήν και ελπίδα κατά το διάστημα της θλίψεώς μου επερίμενα την βοήθειαν παρά του Κυρίου. Και ο Κυριος με επρόσεξεν, εδέχθη ευμενώς την δέησίν μου.

Ψαλ. 39,3          καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου

Ψαλ. 39,3                 Με ανέσυρεν από τον λάκκον, όπου εταλαιπωρούμην, έβγαλε τα πόδια μου από το τέλμα, στο οποίον είχα βυθισθήήκαί κολλήσει, και τα ετοποθέτησεν στον στερεόν βράχον. Καθωδήγησεν έπειτα την πορείαν της ζωής μου στον ορθόν και ασφαλή δρόμον της προόδου.

Ψαλ. 39,4          καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸ στόμα μου ᾆσμα καινόν, ὕμνον τῷ Θεῷ ἡμῶν· ὄψονται πολλοὶ καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐλπιοῦσιν ἐπὶ Κύριον.

Ψαλ. 39,4                 Εθεσεν στο στόμα μου νέον άσμα, ύμνον δοξολογίας και ευχαριστίας προς αυτόν δια τας πολλάς, παλαιάς και νέας, ευεργεσίας του. Πολλοί άνθρωποι θα ιδούν τα θαυμαστά έργα του, θα ευλαβηθούν τον Κυριον και θα στηρίξουν εις αυτόν τας ελπίδας των.

Ψαλ. 39,5          μακάριος ἀνήρ, οὗ ἐστι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐπέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς.

Ψαλ. 39,5                 Τρισευτυχισμένος και ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος έχει την ελπίδα του στον Θεόν και δεν έρριξε τα μάτια του στον μάταιον πλούτον, εις την δόξαν, εις τας μανίας και εξάλλους ψευδοπροφητείας μάγων και μάντεων.

Ψαλ. 39,6          πολλὰ ἐποίησας σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, τὰ θαυμάσιά σου, καὶ τοῖς διαλογισμοῖς σου οὐκ ἔστι τίς ὁμοιωθήσεταί σοι· ἀπήγγειλα καὶ ἐλάλησα, ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ ἀριθμόν.

Ψαλ. 39,6                 Συ, Κυριε και Θεέ μου, πολλά θαυμαστά έργα έκαμες και κανείς από τους ανθρώπους η τους ψευδείς θεούς δεν ημπορεί να συγκριθή προς σέ, ως προς τας πανσόφους και παναγάθους σκέψεις και βουλάς σου. Ανήγγειλα και διελάλησα αυτάς. Υπερβαίνουν όμως κάθε αριθμόν και υπολογισμόν.

Ψαλ. 39,7          θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἐζήτησας.

Ψαλ. 39,7                 Γεμάτος ευγνωμοσύνην ηθέλησα να σου προσφέρω θυσίαν, αλλά συ ούτε αιματηράν ούτε αναίμακτον θυσίαν η άλλας προσφοράς ηθέλησες. Μου έδωσες τέλειον σώμα, προικισμένον με λογικήν και αθάνατον ψυχήν, δια να σου το προσφέρω ευάρεστον θυσίαν. Αυτό εζήτησες και όχι θυσίας ζώων καιομένας εξ ολοκλήρου στο θυσιαστήριον, ούτε εξιλαστήριους περί αμαρτίας θυσίας.

Ψαλ. 39,8          τότε εἶπον· ἰδοὺ ἥκω, ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ·

Ψαλ. 39,8                 Οταν εγνώρισα το θέλημά σου και τι ζητείς από εμέ, τότε είπα· ιδού εγώ έρχομαι να τεθώ υπό τας διαταγάς σου. Εν περιλήψει εις τα βιβλίον του Νομου είναι γραμμένον δι' εμέ, πως θα ευαρεστήσω εις σέ.

Ψαλ. 39,9          τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου.

Ψαλ. 39,9                 Πρέπει, δηλαδή, να εκτελώ το θέλημά σου, ω Θεέ μου. Επόθησα και ηθέλησα τον Νομον σου με όλην την καρδίαν μου, με όλα μου τα σπλάγχνα, Κυριε.

Ψαλ. 39,10         εὐηγγελισάμην δικαιοσύνην ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ· ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω· Κύριε, σὺ ἔγνως.

Ψαλ. 39,10               Εκήρυξα πρας όλους, εις μεγάλας συγκεντρώσεις λαών, την δικαιοσύνην σου. Ιδού, ούτε ημπόδισα ούτε θα σφαλίσω ποτέ τα χείλη μου, να διακηρύττουν αυτά. Κυριε, συ γνωρίζστούτο.

Ψαλ. 39,11         τὴν δικαιοσύνην σου οὐκ ἔκρυψα ἐν τῇ καρδίᾳ μου, τὴν ἀλήθειάν σου καὶ τὸ σωτήριόν σου εἶπα, οὐκ ἔκρυψα τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπὸ συναγωγῆς πολλῆς.

Ψαλ. 39,11                Ποτέ δεν έκρυψα μέσα εις την καρδίαν μου και δεν παρεσιώπησα την δικαιοσύνην σου. Αλλά την αλήθειαν των λόγων σου και την αξιοπιστίαν των υποσχέσεών σου και την σωτηρίαν, που μου εχάρισες, την ανήγγειλα. Δεν απέκρυψα το έλεός σου και την αλήθειάν σου από σύναξιν πολλού λαού.

Ψαλ. 39,12         σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τοὺς οἰκτιρμούς σου ἀπ᾿ ἐμοῦ· τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ ἀλήθειά σου διαπαντὸς ἀντιλάβοιντό μου.

Ψαλ. 39,12               Συ λοιπόν, Κυριε, μη απομακρύνης από εμέ το έλεός σου και την ευσπλαγχνίαν σου. Το έλεός σου και η αλήθειά σου ας με συγκρατούν και ας με ενισχύουν πάντοτε.

Ψαλ. 39,13         ὅτι περιέσχον με κακά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, κατέλαβόν με αἱ ἀνομίαι μου, καὶ οὐκ ἠδυνήθην τοῦ βλέπειν· ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου, καὶ ἡ καρδία μου ἐγκατέλιπέ με.

Ψαλ. 39,13               Διότι με εκύκλωσαν πολλαί συμφοραί, αναρίθμητοι. Επεσαν επάνω μου αι τιμωρίαι δια τας ανομίας μου και κινδυνεύω να χάσω το φως των οφθαλμών μου. Αι αμαρτίαι μου επληθύνθησαν περισσότερον από τας τρίχας της κεφαλής μου και ο ιερός ενθουσιασμός και το σθένος της καρδίας μου με έχουν εγκαταλείψει.

Ψαλ. 39,14         εὐδόκησον, Κύριε, τοῦ ῥύσασθαί με· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι πρόσχες.

Ψαλ. 39,14               Ευδόκησε λοιπόν, Κυριε, να με λυτρώσης από την κατάστασιν αυτήν. Κυριε, σπεύσε εις την βοήθειάν μου.

Ψαλ. 39,15         καταισχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξᾶραι αὐτήν· ἀποστραφείησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθείησαν οἱ θέλοντές μοι κακά·

Ψαλ. 39,15               Ας καταισχυνθούν και ας εντροπιασθούν όλοι μαζή αυτοί, που ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Ας στρέψουν πανικόβλητοι τα νώτα των και ας τραπούν κατεντροπιασμένοι εις φυγήν, όσοι θέλουν την συμφοράν μου και την καταστροφήν μου.

Ψαλ. 39,16         κομισάσθωσαν παραχρῆμα αἰσχύνην αὐτῶν οἱ λέγοντές μοι· εὖγε, εὖγε.

Ψαλ. 39,16               Ας πάρουν αμέσως ως μισθόν της κακότητός των την εντροπήν, αυτοί οι οποίοι επιχαίρουν δια τας συμφοράς μου και λέγουν εύγε, εύγε.

Ψαλ. 39,17         ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν ἐπὶ σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές σε, Κύριε, καὶ εἰπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ ἀγαπῶντες τὸ σωτήριόν σου.

Ψαλ. 39,17               Ας πλημμυρίσουν δε από αγαλλίασιν και χαράν κοντά σου εκείνοι, οι οποίοι σε ποθούν και σε επικαλούνται. Αυτοί, οι οποίοι σε αγαπούν και από σε περιμένουν και παίρνουν την σωτηρίαν των, ας λέγουν πάντοτε δοξασμένος ας είναι ο Κυριος.

Ψαλ. 39,18         ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης, Κύριος φροντιεῖ μου. βοηθός μου καὶ ὑπερασπιστής μου εἶ σύ· ὁ Θεός μου, μὴ χρονίσῃς.

Ψαλ. 39,18               Εγώ δε είμαι πτωχός και άθλιος. Ελπίζω όμως και πιστεύω ακλόνητα ότι ο Κυριος θα φρρντίση δι' εμέ. Συ, Κυριε, είσαι βοηθός και υπερασπιστής μου. Μη αργοπορήσης να με βοηθήσης εις την περίστασίν μου αυτήν.

 

ΨΑΛΜΟΣ 40- ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΔΙΩΓΜΕΝΟΥ

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ψαλ. 40,2          Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ῥύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος.

Ψαλ. 40,2                 Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που κατανοεί την θέσιν του πτωχού και του πένητος, τον συμπαθεί και ενδιαφέρεται δι' αυτόν. Αυτόν εις ημέραν δύσκολον θα τον βοηθήση ο Κυριος δι' αυτήν την καλωσύνην του.

Ψαλ. 40,3          Κύριος διαφυλάξαι αὐτὸν καὶ ζήσαι αὐτὸν καὶ μακαρίσαι αὐτὸν ἐν τῇ γῇ καὶ μὴ παραδῷ αὐτὸν εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ.

Ψαλ. 40,3                 Ο Κυριος θα τον διαφύλαξη από κάθε κίνδυνον. Θα του χαρίση μακρότητα ζωής και ασφάλειαν. Θα τον καταστήση ευτυχισμένον και χαρούμενον στον κόσμον αυτόν και δεν θα τον παραδώση ποτέ εις τα χέρια των εχθρών του.

Ψαλ. 40,4          Κύριος βοηθήσαι αὐτῷ ἐπὶ κλίνης ὀδύνης αὐτοῦ· ὅλην τὴν κοίτην αὐτοῦ ἔστρεψας ἐν τῇ ἀῤῥωστίᾳ αὐτοῦ.

Ψαλ. 40,4                 Ο Κυριος θα τον βοηθήση να εγερθή υγιής από την κλίνην του. Ναι, Κυριε, θα μεταβάλης το στρώμα του, όπου κατάκειται ασθενής και πονών, εις κλίνην ανέσεως, όπου υγιής θα αναπαύεται.

Ψαλ. 40,5          ἐγὼ εἶπα· Κύριε, ἐλέησόν με, ἴασαι τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι.

Ψαλ. 40,5                 Εγώ, κατά το διάστημα της ασθενείας μου, προσηυχήθην και είπα προς τον Θεόν· Κυριε, ελέησόν με. Θεράπευσε την ζωήν μου από την ασθένειάν της, διότι εις σε ημάρτησα και εξ αιτίας της αμαρτίας μου ησθένησα.

Ψαλ. 40,6          οἱ ἐχθροί μου εἶπαν κακά μοι· πότε ἀποθανεῖται, καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ;

Ψαλ. 40,6                 Οι εχθροί μου είπαν λόγια κακεντρεχή και πονηρά εναντίον μου· Ποτε θα αποθάνη και θα σβήση αυτός και το όνομά του από την γην;

Ψαλ. 40,7          καὶ εἰσεπορεύετο τοῦ ἰδεῖν, μάτην ἐλάλει· ἡ καρδία αὐτοῦ συνήγαγεν ἀνομίαν ἑαυτῷ, ἐξεπορεύετο ἔξω καὶ ἐλάλει ἐπὶ τὸ αὐτό.

Ψαλ. 40,7                 Και εάν κανείς από τους κακεντρεχείς αυτούς ανθρώπους εισήρχετο στον οίκόν μου, τάχα προς επίσκεψίν μου, έλεγε προς εμέ λόγια δόλια και υποκριτικά. Συγχρόνως δε η καρδία του συνήθροιζε και εσχεδίαζε συκοφαντίας και διαβολάς, αι οποίαι τελικώς θα εξεσπούσαν εις βάρος του. Εβγαινεν έξω από το δωμάτιόν μου και συζητούσε κακά εναντίον μου.

Ψαλ. 40,8          κατ᾿ ἐμοῦ ἐψιθύριζον πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ᾿ ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακά μοι·

Ψαλ. 40,8                 Εψιθύριζαν όλοι αυτοί οι εχθροί μου εναντίον μου. Διελογίζοντο πάντοτε κακά εις βάρος μου.

Ψαλ. 40,9          λόγον παράνομον κατέθεντο κατ᾿ ἐμοῦ· μὴ ὁ κοιμώμενος οὐχὶ προσθήσει τοῦ ἀναστῆναι;

Ψαλ. 40,9                 Λογους ψευδείς και αντιθέτους προς τον νόμον του Θεού έθεταν εις κυκλοφορίαν εναντίον μου και έλεγαν· Μηπως και δεν πρόκειται ποτέ να σηκωθή πλέον υγιής, αυτός ο ασθενής, που κατάκειται και κοιμάται εις την κλίνην του;

Ψαλ. 40,10         καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν.

Ψαλ. 40,10               Οχι δε μόνον οι εχθροί μου, αλλά και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλον λάκτισμα.

Ψαλ. 40,11         σὺ δέ, Κύριε, ἐλέησόν με καὶ ἀνάστησόν με, καὶ ἀνταποδώσω αὐτοῖς.

Ψαλ. 40,11                Συ λοιπόν, Κυριε, ελέησέ με, σπλαγχνίσου με, σήκωσέ με από την κλίνην της ασθενείας μου, και εγώ θα ανταποδώσω τα πρέποντα εις εκείνους, που με αδικούν.

Ψαλ. 40,12         ἐν τούτῳ ἔγνων ὅτι τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ.

Ψαλ. 40,12               Με αυτό το θαυμαστόν έργον του ελέους σου θα έχω πεισθή, ότι απολαμβάνω την εύνοιάν σου. Χαρις εις αυτό δεν θα καταστραφώ και δεν θα χαρή εις βάρος μου ο εχθρός μου.

Ψαλ. 40,13         ἐμοῦ δὲ διὰ τὴν ἀκακίαν ἀντελάβου, καὶ ἐβεβαίωσάς με ἐνώπιόν σου εἰς τὸν αἰῶνα.

Ψαλ. 40,13               Συ, δια την αθωότητά μου αυτήν, με εστήριξες στο παρελθόν και θα με υποστήριξης και τώρα. Την βοήθειάν σου αυτήν εις εμέ θα την καταστήσης μόνιμον και εις όλας τας επερχομένας γενεάς.

Ψαλ. 40,14         εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. γένοιτο, γένοιτο.

Ψαλ. 40,14               Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, στους αιώνας των αιώνων. Αμήν, αμήν.