Εἰς τὸ τέλος·
τῷ παιδὶ Κυρίου τῷ Δαυΐδ, ἃ ἐλάλησεν τῷ
Κυρίῳ τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης ἐν
ἡμέρᾳ, ᾗ ἐῤῥύσατο αὐτὸν ὁ
Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν
αὐτοῦ καὶ ἐκ χειρὸς Σαούλ, καὶ
εἶπεν·
Ψαλ. 17,2 Ἀγαπήσω σε,
Κύριε, ἡ ἰσχύς μου.
Ψαλ. 17,2 Παντοτε θα σε αγαπώ, Κυριε, σέ, ο οποίος είσαι η
ακατανίκητος ισχύς μου.
Ψαλ. 17,3 Κύριος στερέωμά μου καὶ
καταφυγή μου καὶ ῥύστης μου. Ὁ Θεός μου βοηθός μου, ἐλπιῶ
ἐπ᾿ αὐτόν, ὑπερασπιστής μου καὶ κέρας σωτηρίας
μου καὶ ἀντιλήπτωρ μου.
Ψαλ. 17,3 Ο Κυριος είναι το ασάλευτον θεμέλιον, επί του
οποίου ακλόνητος έχω στερεωθή. Είναι το οχυρόν καταφύγιόν μου και ο σωτήρ
μου. Ο Θεός είναι ο βοηθός μου και εις αυτόν εγώ θα ελπίζω πάντοτε. Αυτός
είναι ο υπερασπιστής μου, η ισχυρά δύναμις, η οποία, ως ακατανίκητος
παράταξις, εξασφαλίζει την σωτηρίαν μου. Αυτός είναι ο ταχύς προστάτης μου
εις κάθε περίστασιν.
Ψαλ. 17,4 αἰνῶν
ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν
μου σωθήσομαι.
Ψαλ. 17,4 Με ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας θα ζητήσω
εις βοηθειάν μου τον Κυριον, και με την προστασίαν του θα σωθώ από τους
εχθρούς μου.
Ψαλ. 17,5 περιέσχον με ὠδῖνες
θανάτου, καὶ χείμαῤῥοι ἀνομίας ἐξετάραξάν με.
Ψαλ. 17,5 Ωσάν αφόρητοι πόνοι τοκετού με περιέσφιξαν
κίνδυνοι θανάτου, τους οποίους παράνομοι άνθρωποι εξαπέλυσαν, ωσάν ορμητικούς
χειμάρρους, εναντίον μου και με συνεκλόνισαν.
Ψαλ. 17,6 ὠδῖνες
ᾅδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγίδες θανάτου.
Ψαλ. 17,6 Συνταρακτικαί και θανάσιμοι αγωνίαι άδου με έχουν
περικυκλώσει, με επρόφθασαν παγίδες, αι οποίαι έκρυπτον τον θάνατον.
Ψαλ. 17,7 καὶ ἐν
τῷ θλίβεσθαί με ἐπεκαλεσάμην τὸν Κύριον καὶ
πρὸς τὸν Θεόν μου ἐκέκραξα· ἤκουσεν ἐκ
ναοῦ ἁγίου αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ
κραυγή μου ἐνώπιον αὐτοῦ εἰσελεύσεται εἰς
τὰ ὦτα αὐτοῦ.
Ψαλ. 17,7 Αλλά εν μέσω της μεγάλης αυτής οδύνης μου
επεκαλέσθην δια της προσευχής τον Κυριον και με κραυγήν μεγάλην εφώναξα προς
τον Θεόν. Ο δε Θεός ήκουσε την φωνήν μου από την εις ουρανούς κατοικίαν του
και η κραυγή της αγωνίας μου έφθασεν ενώπιόν του, εισήλθεν εις τα ώτα του.
Ψαλ. 17,8 καὶ
ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ,
καὶ τὰ θεμέλια τῶν ὀρέων ἐταράχθησαν καὶ
ἐσαλεύθησαν, ὅτι ὠργίσθη αὐτοῖς ὁ Θεός.
Ψαλ. 17,8 Ηλθεν εις βοήθειάν μου. Εσείσθη και ήρχισε να
τρέμη ολόκληρος η γη, τα θεμέλια των ορέων συνεταράχθησαν και εκλονίσθησαν
διότι ωργίσθη εναντίον αυτών ο Θεός.
Ψαλ. 17,9 ἀνέβη
καπνὸς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ πῦρ
ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καταφλεγήσεται, ἄνθρακες
ἀνήφθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Ψαλ. 17,9 Ως καπνός ηφαιστείου ανέβη υψηλά ο θυμός του,
φωτιάν και λάβαν ηφαιστείου ήναψεν η παρουσία του και εις αναμμένα κάρβουνα
μετεβλήθησαν όλα τα γύρω από αυτόν.
Ψαλ. 17,10 καὶ
ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος
ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ.
Ψαλ. 17,10 Εχαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβη εις την γην.
Μαύρον σκοτεινόν νέφος απλώνεται κάτω από τους πόδας του.
Ψαλ. 17,11 καὶ ἐπέβη
ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ ἐπετάσθη, ἐπετάσθη
ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων.
Ψαλ. 17,11 Ανέβη και εκάθισεν, ωσάν επάνω εις ουράνιον άρμα,
επί των Χερουβίμ και επετούσεν. Επέταξε γρήγορα και έτρεχε, σαν να εφέρετο
επί πτερύγων ανέμων.
Ψαλ. 17,12 καὶ ἔθετο
σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ· κύκλῳ
αὐτοῦ ἡ σκηνὴ αὐτοῦ, σκοτεινὸν
ὕδωρ ἐν νεφέλαις ἀέρων.
Ψαλ. 17,12 Σκότος ήπλωσεν ολόγυρά του και απέκρυψε το άπειρον
μεγαλείον του. Γυρω του ηπλώθη η σκηνή του κατασκευασμένη όχι από υφάσματα
και δέρματα, αλλά από σκοτεινά νέφη βροχής, τα οποία μεταφέρονται από τους
πνέοντας ανέμους.
Ψαλ. 17,13 ἀπὸ
τῆς τηλαυγήσεως ἐνώπιον αὐτοῦ αἱ νεφέλαι
διῆλθον, χάλαζα καὶ ἄνθρακες πυρός.
Ψαλ. 17,13 Από την απαστράπτουσαν λαμπρότητα της θείας
παρουσίας του επερνούσαν τα σύννεφα και εξαπελύθησαν χάλαζα και οι κεραυνοί,
αναμμένα κάρβουνα, εναντίον των εχθρών του.
Ψαλ. 17,14 καὶ
ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ
Ὕψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ·
Ψαλ. 17,14 Ο Κυριος έστειλεν από τον ουρανόν τας βροντάς του
με τους κεραυνούς του. Ο Υψιστος αφήκε να ακουσθή η τρομερά φωνή του εναντίον
των εχθρών του.
Ψαλ. 17,15 ἐξαπέστειλε βέλη
καὶ ἐσκόρπισεν αὐτοὺς καὶ ἀστραπὰς
ἐπλήθυνε καὶ συνετάραξεν αὐτούς.
Ψαλ. 17,15 Εξαπέστειλε τα ιδικά του πύρινα βέλη και τους
διεσκόρπισε· πλήθος από αστραπάς και βροντάς και κεραυνούς και τους
συνετάραξε.
Ψαλ. 17,16 καὶ
ὤφθησαν αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων, καὶ
ἀνεκαλύφθη τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἀπὸ
ἐπιτιμήσεώς σου, Κύριε, ἀπὸ ἐμπνεύσεως πνεύματος
ὀργῆς σου.
Ψαλ. 17,16 Σαν να εστέγνωσαν τα ύδατα της γης, ώστε εφάνησαν
αι πηγαί των υδάτων και αι κοίται των ποταμών, οι πυθμένες των ωκεανών και
αυτά τα θεμέλια της γης, από τον δριμύν έλεγχόν σου, Κυριε, από μίαν και
μόνην πνοήν της συνταρακτικής οργής σου.
Ψαλ. 17,17 ἐξαπέστειλεν
ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ με, προσελάβετό με ἐξ
ὑδάτων πολλῶν.
Ψαλ. 17,17 Και εν μέσω της τρομεράς αυτής αναστατώσεως ο
Κυριος ήπλωσε το χέρι του από τον ουρανόν, με έπιασε και με έφερε πλησίον
του, με ανέσυρεν από τους πολλούς κινδύνους, οι οποίοι σαν πολλά ύδατα
απειλούσαν να πνίξουν την ζωήν μου.
Ψαλ. 17,18 ῥύσεταί με
ἐξ ἐχθρῶν μου δυνατῶν, καὶ ἐκ τῶν
μισούντων με, ὅτι ἐστερεώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.
Ψαλ. 17,18 Με εγλύτωσε και θα με γλυτώση ο Κυριος από τους
ισχυρούς εχθρούς μου, οι οποίοι με μισούν, οσονδήποτε ισχυρότεροι από εμέ και
αν είναι αυτοί.
Ψαλ. 17,19 προέφθασάν με ἐν
ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, καὶ ἐγένετο Κύριος
ἀντιστήριγμά μου
Ψαλ. 17,19 Αυτοί με επρόφθασαν αιφνιδίως εις τας πλέον
κρισίμους και περιπετειώδεις στιγμάς της ζωής μου, αλλά ο Κυριος υπήρξε το
στήριγμά μου και ο υπερασπιστής μου εναντίον αυτών.
Ψαλ. 17,20 καὶ
ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμόν, ῥύσεταί με, ὅτι
ἠθέλησέ με.
Ψαλ. 17,20 Από την στενόχωρον θέσιν μου με έβγαλεν εις άνεσιν
και αναψυχήν. Με εγλύτωσεν από τους εχθρούς, διότι με ηγάπησεν.
Ψαλ. 17,21 καὶ
ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ
κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταποδώσει
μοι,
Ψαλ. 17,21 Ο Κυριος έτσι με αντήμειψε δια την αθωότητά μου.
Συμφωνα με την καθαρότητα των χειρών μου ο Κυριος μου ανταπέδωσε και θα μου
ανταποδώση αμοιβάς και ευεργεσίας,
Ψαλ. 17,22 ὅτι
ἐφύλαξα τὰς ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ
ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου,
Ψαλ. 17,22 διότι εγώ εφύλαξα τας εντολάς του Κυρίου, δεν
ησέβησα απέναντι του Θεού μου.
Ψαλ. 17,23 ὅτι πάντα
τὰ κρίματα αὐτοῦ ἐνώπιόν μου, καὶ τὰ
δικαιώματα αὐτοῦ οὐκ ἀπέστησαν ἀπ᾿
ἐμοῦ.
Ψαλ. 17,23 Διότι πάντοτε είχα και έχω προ οφθαλμών τας δικαίας
του κρίσεις και ποτέ αι εντολαί του δεν απεμακρύνθησαν από την σκέψιν και την
καρδίαν μου.
Ψαλ. 17,24 καὶ ἔσομαι
ἄμωμος μετ᾿ αὐτοῦ καὶ φυλάξομαι ἀπὸ
τῆς ἀνομίας μου.
Ψαλ. 17,24 Ημην και θα είμαι άμωμος και ειλικρινής απέναντί του
και θα προφυλαχθώ από κάθε αμαρτίαν.
Ψαλ. 17,25 καὶ
ἀνταποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ
κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.
Ψαλ. 17,25 Ο Κυριος θα μου ανταποδώση, σύμφωνα με τον αγώνα μου
να ζω κατά το θέλημά του και σύμφωνα με την προσπάθειάν μου να διατηρώ τας
χείρας μου αγνάς και καθαράς ενώπιον των οφθαλμών του.
Ψαλ. 17 ,26 μετὰ ὁσίου
ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς
ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ,
Ψαλ. 17,26 Συ, Κυριε, προς τον αφωσιωμένον εις σε θα φέρεσαι με
στοργήν και αγάπην. Προς τον αθώον και ηθικώς άμεμιττον θα δείχνεσαι αθώος
και άμεμπτος.
Ψαλ. 17,27 καὶ μετὰ
ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ
μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις.
Ψαλ. 17,27 Με τον εκλεκτόν θα είσαι συ πάντοτε εκλεκτός.
Απέναντι όμως του διεστραμμένου ανθρώπου θα αλλάζης τρόπον και θα φαίνεται
στρεβλή η ιδική σου ευθεία και δικαία συμπεριφορά.
Ψαλ. 17,28 ὅτι σὺ
λαὸν ταπεινὸν σώσεις καὶ ὀφθαλμοὺς
ὑπερηφάνων ταπεινώσεις.
Ψαλ. 17,28 Διότι συ τον ταπεινωμένον και το έλεός σου ζητούντα
λαόν τον σώζεις και τον ευλογείς πάντοτε. Ενῷ τους αλαζονικούς οφθαλμούς των
υπερηφάνων τους αναγκάζεις να χαμηλώσουν κατησχυμμένοι εις την γην.
Ψαλ. 17,29 ὅτι σὺ
φωτιεῖς λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τὸ
σκότος μου.
Ψαλ. 17,29 Συ, Κυριε, ανεζωογόνησες και θα αναζωογονής τον
λύχνον της ζωής μου. Συ, Κυριε ο Θεός μου, έρριψες το φως της χαράς και
διέλυσες το σκοτάδι της δυστυχίας μου.
Ψαλ. 17,30 ὅτι ἐν
σοὶ ῥυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου καὶ ἐν
τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος.
Ψαλ. 17,30 Με την δύναμίν σου πάντοτε θα σώζωμαι από τους
κινδύνους και τους πειρασμούς και με την βοήθειάν σου θα υπερπηδώ κάθε
ανυπέρβλητον δια τας ανθρωπίνας δυνάμεις τείχος, κάθε δυσκολίαν.
Ψαλ. 17,31 ὁ Θεός μου,
ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὰ λόγια
Κυρίου πεπυρωμένα, ὑπερασπιστής ἐστι πάντων τῶν
ἐλπιζόντων ἐπ᾿ αὐτόν.
Ψαλ. 17,31 Ο δρόμος και ο τρόπος της ενεργείας του Θεού μου
είναι άμεμπτα. Τα λόγια του Κυρίου είναι, πυρ, που φωτίζει και κατακαίει.
Είναι υπεραπιστής όλων εκείνων, οι οποίοι ελπίζουν εις αυτόν.
Ψαλ. 17,32 ὅτι τίς
Θεὸς πλὴν τοῦ Κυρίου, καὶ τίς Θεὸς πλὴν
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;
Ψαλ. 17,32 Διότι, ποιός άλλος Θεός είναι αληθινός και
πραγματικός εκτός του Κυρίου μας; Και ποιός Θεός είναι τόσον ισχυρός και
αγαθός πλην του Θεού μας;
Ψαλ. 17,33 ὁ Θεὸς
ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν
ὁδόν μου·
Ψαλ. 17,33 Αυτός ο αληθινός και παντοδύναμος Θεός με περιέζωσε
με μεγάλην και ακατανίκητον δύναμιν, με ανέδειξεν άμεμπτον και καθαρόν στους
δρόμους της ζωής μου.
Ψαλ. 17,34 καταρτιζόμενος τοὺς
πόδας μου ὡσεὶ ἐλάφου καὶ ἐπὶ τὰ
ὑψηλὰ ἱστῶν με·
Ψαλ. 17,34 Αυτός κάμνει ευκίνητα τα πόδια μου, τους δίδει την
ταχύτητα της ελάφου, ώστε με ευκολίαν να υπερπηδώ κινδύνους και δυσκολίας.
Αυτός με ανεβάζει εις τα όρη τα υψηλά, ασφαλή από κάθε απειλήν.
Ψαλ. 17,35 διδάσκων χεῖράς
μου εἰς πόλεμον καὶ ἔθου τόξον χαλκοῦν τοὺς
βραχίονάς μου·
Ψαλ. 17,35 Αυτός γυμνάζει και διδάσκει τα χέρια μου, να
πολεμούν νικηφόρως. Κατέστησε τους βραχίονάς μου ευκινήτους και ισχυρούς ωσάν
χάλκινον τόξον.
Ψαλ. 17,36 καὶ ἔδωκάς
μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας, καὶ ἡ δεξιά σου
ἀντελάβετό μου, καὶ ἡ παιδεία σου ἀνώρθωσέ με
εἰς τέλος, καὶ ἡ παιδεία σου αὐτή με διδάξει.
Ψαλ. 17,36 Συ, Κυριε, ηυδόκησες να με υπερασπίσης απέναντι των
εχθρών μου και να μου χαρίσης την σωτηρίαν. Η προστατευτική δεξιά σου με
υπεβάστασε, η πατρική σου παιδαγωγία και καθοδήγησις με ανώρθωσε τελείως.
Αυτή η παιδαγωγία σου, Κυριε, θα εξακολουθή να με διδάσκη.
Ψαλ. 17,37 ἐπλάτυνας
τὰ διαβήματά μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἠσθένησαν
τὰ ἴχνη μου.
Ψαλ. 17,37 Ανοιξες δρόμους πλατείς και ασφαλείς εις την
πορείαν της ζωής μου, Κυριε, και δεν εκουράσθησαν ούτε εξησθένησαν τα πέλματά
μου.
Ψαλ. 17,38 καταδιώξω τοὺς
ἐχθρούς μου καὶ καταλήψομαι αὐτοὺς καὶ
οὐκ ἀποστραφήσομαι, ἕως ἂν ἐκλίπωσιν·
Ψαλ. 17,38 Κατεδίωξα τους εχθρούς μου και τους κατέφθασα, ενώ
έφευγαν πανικόβλητοι, και δεν εγύρισα οπίσω, μέχρις ότου εκείνοι εξωντώθησαν
και εξέλιπον.
Ψαλ. 17,39 ἐκθλίψω
αὐτούς, καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι,
πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου.
Ψαλ. 17,39 Τους συνέθλιψα με την δύναμίν σου και δεν ημπόρεσαν
να σταθούν, αλλ' έπεσαν κάτω από τα πόδιά μου.
Ψαλ. 17,40 καὶ περιέζωσάς
με δύναμιν εἰς πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τοὺς
ἐπανισταμένους ἐπ᾿ ἐμὲ ὑποκάτω μου.
Ψαλ. 17,40 Συ από όλα τα σημεία με ενέδυσες με δύναμιν, δια να
πολεμώ πάντοτε νικηφόρως. Περιέπλεξες τα πόδια των και έπεσαν κάτω από τα
πόδια μου όλοι εκείνοι, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.
Ψαλ. 17,41 καὶ τοὺς
ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον καὶ τοὺς
μισοῦντάς με ἐξωλόθρευσας.
Ψαλ. 17,41 Ετρεψες εις φυγήν τους εχθρούς μου. Πανικόβλητοι
εγύρισαν προς εμέ την πλάτην των. Παρέδωκες εις ολοκληρωτικήν καταστροφήν
εκείνους, οι οποίοι με εμισούσαν.
Ψαλ. 17,42 ἐκέκραξαν,
καὶ οὐκ ἦν ὁ σῴζων, πρὸς Κύριον,
καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν.
Ψαλ. 17,42 Και επάνω εις την απέλπιδα φυγήν και τον πανικόν των
εκραύγασαν ζητούντες την βοήθειάν σου, αλλά δεν υπήρχε δι' αυτούς σωτήρ.
Εκραξαν προς σε, αλλά δεν τους εισήκουσες.
Ψαλ. 17,43 καὶ
λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡσεὶ χνοῦν κατὰ
πρόσωπον ἀνέμου, ὡς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ
αὐτούς.
Ψαλ. 17,43 Με την ιδικήν σου βοήθειαν τους συνέτριψα. Τους
έκαμα σαν ανάλαφρο χνούδι, το οποίον διασκορπίζει ο άνεμος. Τους επολτοποίησα
ωσάν την λάσπην, που πατούν οι άνθρωποι εις τας πλατείας.
Ψαλ. 17,44 ῥύσῃ με
ἐξ ἀντιλογίας λαοῦ, καταστήσεις με εἰς κεφαλὴν
ἐθνῶν. λαός, ὃν οὐκ ἔγνων, ἐδούλευσέ μοι,
Ψαλ. 17,44 Με εγλύτωσες, γλύτωσέ με και στο μέλλον από
αντιθέσεις και εμφυλίους πολέμους του ισραηλιτικού λαού. Με εγκατέστησες
κυρίαρχον και εις άλλα- ειδωλολατρικά- έθνη. Λαός, τον οποίον δεν εγνώριζα
προηγουμένως, έγινεν υποτελής εις εμέ.
Ψαλ. 17,45 εἰς
ἀκοὴν ὠτίου ὑπήκουσέ μου· υἱοὶ
ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι,
Ψαλ. 17,45 Οταν ήκουσε την φήμην των κατορθωμάτων και της δόξης
μου, έγινεν υπήκοός μου. Ξένοι λαοί ένεκα φόβου υπεκρίθησαν φιλίαν και
υποταγήν εις εμέ.
Ψαλ. 17,46 υἱοὶ
ἀλλότριοι ἐπαλαιώθησαν καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ
τῶν τρίβων αὐτῶν.
Ψαλ. 17,46 Αλλοεθνείς λαοί εχρηστεύθησαν σαν παλαιά εφθαρμένα
ενδύματα, σαν χωλοί εσκόνταφταν στους δρόμους των.
Ψαλ. 17,47 ζῇ Κύριος,
καὶ εὐλογητὸς ὁ Θεός μου καὶ ὑψωθήτω
ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου,
Ψαλ. 17,47 Ο Κυριος όμως ζη και θριαμβεύει. Ας είναι δοξασμένος
και ευλογημένος ο Θεός μου και ας υψώνεται και ας υμνολογήται ο Θεός της
σωτηρίας μου,
Ψαλ. 17,48 ὁ Θεὸς
ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις ἐμοί, καὶ ὑποτάξας
λαοὺς ὑπ᾿ ἐμέ,
Ψαλ. 17,48 διότι ο Θεός μου εξεδικήθη τους εχθρούς μου και
υπέταξε λαούς ολοκλήρους κάτω από τα πόδιά μου.
Ψαλ. 17,49 ὁ ῥύστης
μου ἐξ ἐχθρῶν μου ὀργίλων, ἀπὸ τῶν
ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ ὑψώσεις με,
ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ῥῦσαί με.
Ψαλ. 17,49 Αυτός με εγλύτωσεν από εχθρούς γεμάτους οργήν και
μανίαν εναντίον μου. Συ, Κυριε, με ανέδειξες νικητήν, με ανύψωσες και με
εδόξασες απέναντι εκείνων, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον μου.
Λυτρωσέ με και στο μέλλον από κάθε άνδρα δόλιον και άδικον.
Ψαλ. 17,50 διὰ τοῦτο
ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι, Κύριε, καὶ τῷ
ὀνόματί σου ψαλῶ,
Ψαλ. 17,50 Δι' όλα αυτά, Κυριε, θα σε δοξολογώ και θα σε
ευγνωμονώ. Μεταξύ των εθνών θα ψάλλω και θα υμνολογώ το όνομά σου.
Ψαλ. 17,51 μεγαλύνων τὰς
σωτηρίας τοῦ βασιλέως αὐτοῦ, καὶ ποιῶν
ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ Δαυΐδ, καὶ
τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἕως αἰῶνος.
Ψαλ. 17,51 Δοξολογίας και ευχαριστίας θα αναπέμπω προς τον
Θεόν μου, ο οποίος επραγματοποίησε μεγαλειώδεις σωτηρίας υπέρ του βασιλέως,
που Αυτός τον ανέδειξε και ο οποίος δεικνύει πάντοτε έλεος στον βασιλέα, που
έχρισεν, στον Δαυίδ και στους απογόνους του, εις όλας τας κατόπιν γενεάς.
|