ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εἰς τὸ τέλος·
εἰς σύνεσιν τοῖς υἱοῖς Κορέ.
Ψαλ. 41,2 Ὅν τρόπον
ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς
πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ
ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός.
Ψαλ. 41,2 Οπως η διψασμένη έλαφος ποθεί πολύ και τρέχει εις
τας πηγάς των καθαρών υδάτων, έτσι και η ψυχή μου ποθεί σέ, ω Θεέ μου.
Ψαλ. 41,3 ἐδίψησεν ἡ
ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν
ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ
προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;
Ψαλ. 41,3 Μεγάλην δίψαν ησθάνθη και αισθάνεται η ψυχή μου
δια σε τον αιωνίως ζώντα, τον πραγματικόν Θεόν. Ποτε λοιπόν θα αξιωθώ της
χαράς να έλθω και να ίδω τον ναόν, τον ιερόν τόπον της παρουσίας σου, του
Θεού μου;
Ψαλ. 41,4 ἐγενήθη τὰ
δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς
ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν·
ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;
Ψαλ. 41,4 Επέρασα περιπετείας και θλίψεις. Τα δάκρυά μου
έγιναν δι' εμέ φαγητόν μου ημέραν και νύκτα, διότι οι εχθροί έλεγαν εναντίον
μου κάθε ημέραν· Που είναι ο Θεός σου;
Ψαλ. 41,5 ταῦτα
ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ
τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς
θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν
φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου
ἑορτάζοντος.
Ψαλ. 41,5 Αυτόν ενεθυμήθην και η ψυχή μου εξεχύθη εις
θερμήν προσευχήν. Πιστεύω ότι θα αξιωθώ της μεγάλης τιμής και χαράς να περάσω
και πάλιν από τον ιερόν χώρον της θαυμαστής Σκηνής του Μαρτυρίου σου, από τον
ιερόν ναόν του Θεού μου, με φωνήν αγαλλιάσεως και δοξολογίας, με εορταστικούς
ψαλμούς και ύμνους.
Ψαλ. 41,6 ἱνατί περίλυπος
εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνατί συνταράσσεις με;
ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι
αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός
μου.
Ψαλ. 41,6 Διατί λοιπόν, ω ψυχή μου, είσαι περίλυπος; Διατί
αναταράσσεσαι εξ ολοκλήρου από αυτά, που ακούεις; Εχε την ελπίδα σου στον
Θεόν, διότι θα έλθη πάλιν η ημέρα, κατά την οποίαν θα τον δοξολογήσω ως
σωτήρα μου και Θεόν μου. Η ψυχή μου εταράχθη και πάλιν εντός μου.
Ψαλ. 41,7 πρὸς
ἐμαυτὸν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη· διὰ
τοῦτο μνησθήσομαί σου ἐκ γῆς Ἰορδάνου καὶ
Ἐρμωνιείμ, ἀπὸ ὄρους μικροῦ.
Ψαλ. 41,7 Δια τούτο από την περιοχήν αυτήν, που ευρίσκομαι,
κοντά στον Ιορδάνην, από τας κορυφάς του όρους Ερμών, από τον μικρόν λόφον,
ενθυμούμαι και πάλιν σε και ζητώ παρηγορίαν από την ανάμνησίν σου.
Ψαλ. 41,8 ἄβυσσος
ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν
καταῤῥακτῶν σου, πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ
τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον.
Ψαλ. 41,8 Οπως εδώ τα ύδατα του Ιορδάνου σαν κύματα έρχονται
και σαν να επικαλήται το ένα το άλλο, όπως ακούεται η βοή των καταρρακτών,
που ξεχύνονται από το όρος Ερμών, έτσι επήλθαν και επέρχονται εναντίον μου
αλλεπάλληλα όλα τα αγριεμένα κύματα της δικαίας σου οργής, αι συμφοραί μου.
Ψαλ. 41,9 ἡμέρας
ἐντελεῖται Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ,
καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ παρ᾿
ἐμοί, προσευχὴ τῷ Θεῷ τῆς ζωῆς μου.
Ψαλ. 41,9 Αλλά ο Κυριος θα με βοηθήση, θα αποστείλη εις εμέ
το έλεός του, θα με επισκεφθή κάποιον ημέραν και κατά την επακολουθούσαν
νύκτα θα αναπέμψω ευχαριστηριον ωδήν, προσευχήν, προς τον Θεόν και Κυριον της
ζωής μου.
Ψαλ. 41,10 ἐρῶ
τῷ Θεῷ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ· διατί μου
ἐπελάθου; καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ
ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου;
Ψαλ. 41,10 Θα είπω τότε, όπως λέγω και τώρα, στον Κυριον· Συ
είσαι ο προστάτης μου, διατί έως τώρα με ελησμόνησες; Διατί να διέρχωμαι τας
ημέρας μου κατηφής και πενθών και ο εχθρός μου να με καταθλίβη;
Ψαλ. 41,11 ἐν τῷ
καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου ὠνείδιζόν με οἱ
ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς μοι καθ᾿
ἑκάστην ἡμέραν· Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;
Ψαλ. 41,11 Ενῷ από την πολλήν ταλαιπωρίαν και
οδύνην συντρίβονται τα οστά μου, οι εχθροί μου με υβρίζουν, με εμπαίζουν και
μου λέγουν κάθε ημέραν· Που είναι λοιπόν ο Θεός σου, δια να σε σώση;
Ψαλ. 41,12 ἱνατί περίλυπος
εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με;
ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι
αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός
μου.
Ψαλ. 41,12 Διατί, λοιπόν, είσαι τόσον λυπημένη, ω ψυχή μου;
Διατί με συγκλονίζεις; Εχε την ελπίδα σου στον Θεόν, διότι θα έλθη και πάλιν
ημέρα, που θα δοξολογήσω τον Κυριον, τον σωτήρα μου και Θεόν μου, στον ιερόν
ναόν του.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 42,1 Κρῖνόν με,
ὁ Θεός, καὶ δίκασον τὴν δίκην μου ἐξ ἔθνους
οὐχ ὁσίου· ἀπὸ ἀνθρώπου ἀδίκου
καὶ δολίου ῥῦσαί με.
Ψαλ. 42,1 Κυριε και Θεέ μου, συ ο δίκαιος κριτής, κάμε την
δικαίαν υπέρ εμού κρίσιν σου, δίκασε την υπόθεσίν μου εναντίον ενός έθνους
ανοσίου και ξένου προς σέ. Γλύτωσέ με και σώσε με από κάθε άδικον και δόλιον
άνθρωπον.
Ψαλ. 42,2 ὅτι σὺ
εἶ ὁ Θεὸς κραταίωμά μου· ἱνατί ἀπώσω με;
καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν
τὸν ἐχθρόν μου;
Ψαλ. 42,2 Διότι συ, ω Θεέ μου, είσαι η κραταιά προστασία μου
και δύναμις. Διατί φαίνεται, σαν να με απώθησες από κοντά σου; Διατί με
εγκατέλειψες, ώστε εγώ να διέρχομαι τας ημέρας μου σκυθρωπός και θλιμμένος,
καθ' ον χρόνον με καταβαρύνει και με καταπατεί ο εχθρός μου;
Ψαλ. 42,3 ἐξαπόστειλον
τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου·
αὐτά με ὡδήγησαν καὶ ἤγαγόν με εἰς ὄρος
ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου.
Ψαλ. 42,3 Στείλε το λυτρωτικόν και χαρμόσυνον ιδικόν σου
φως. Δείξε γρήγορα την αλήθειάν σου, τήρησε τας υποσχέσεις σου περί της
σωτηρίας μου. Το ιδικόν σου φως και η αλήθειά σου με ωδήγησαν ασφαλώς και θα
με φέρουν στο άγιον όρος, εις τα σκηνώματα τα ιδικά σου.
Ψαλ. 42,4 καὶ
εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ,
πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά
μου· ἐξομολογήσομαί σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ Θεός,
ὁ Θεός μου.
Ψαλ. 42,4 Θα εισέλθω στο θυσιαστήριον του Θεού μου, θα
παρουσιασθώ προς τον Θεόν μου, ο οποίος ευφραίνει και ανακαινίζει την νεότητά
μου. Θα σε δοξολογήσω με ύμνους κιθάρας, ω Κυριέ μου και Θεέ μου.
Ψαλ. 42,5 ἱνατί περίλυπος
εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με;
ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι
αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός
μου.
Ψαλ. 42,5 Λοιπόν, διατί, ω ψυχή μου, είσαι περίλυπος; Διατί
με συνταράσσεις και με συγκλονίζεις; Στήριξε τας ελπίδας σου στον Θεόν, διότι
αυτός ασφαλώς θα έλθη βοηθός σου, και τότε θα δοξολογήσω αυτόν, ο οποίος
είναι η σωτηρία μου και ο Θεός μου.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εἰς τὸ τέλος·
τοῖς υἱοῖς Κορὲ εἰς σύνεσιν ψαλμός.
Ψαλ. 43,2 Ὁ Θεὸς,
ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἠκούσαμεν,
καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἀνήγγειλαν ἡμῖν
ἔργον, ὃ εἰργάσω ἐν ταῖς ἡμέραις
αὐτῶν, ἐν ἡμέραις ἀρχαίαις.
Ψαλ. 43,2 Με τα αυτιά μας, ω Θεέ, ηκούσαμεν, όταν ακόμη
είμεθα παιδιά, και οι πατέρες μας σύμφωνα με την εντολήν σου μας διηγήθησαν
το θαυμαστόν έργον, το οποίον συ εις εκείνας τας ημέρας των έκαμες.
Ψαλ. 43,3 ἡ χείρ σου
ἔθνη ἐξωλόθρευσε, καὶ κατεφύτευσας αὐτούς,
ἐκάκωσας λαοὺς καὶ ἐξέβαλες αὐτούς.
Ψαλ. 43,3 Η παντοδύναμος δεξιά σου εξωλόθρευσε τα
κατοικούντα την Χαναάν αμαρτωλά ειδωλολατρικά έθνη και κατεφύτευσας εις την
Χαναάν ως μονίμους κατοίκους της αυτούς. Ετιμώρησες εν τη δικαιοσύνη σου
λαούς ασεβείς και τους εξεδίωξες από την γην της Επαγγελίας.
Ψαλ. 43,4 οὐ γὰρ
ἐν τῇ ῥομφαίᾳ αὐτῶν ἐκληρονόμησαν γῆν,
καὶ ὁ βραχίων αὐτῶν οὐκ ἔσωσεν
αὐτούς, ἀλλ᾿ ἡ δεξιά σου καὶ ὁ βραχίων
σου καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ προσώπου σου, ὅτι
ηὐδόκησας ἐν αὐτοῖς.
Ψαλ. 43,4 Οι πρόγονοί μας δεν κατέκτησαν με την ρομφαίαν των
ως κληρονομίαν των παντοτεινήν την γην Χαναάν. Δεν τους έσωσε κατά τας μάχας
εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών η δύναμις του βραχίονός των, αλλά η
παντοδύναμος δεξιά σου, Κυριε, και ο ιδικός σου βραχίων, η προσωπική σου
εμφάνισις και εύνοια, αυτά τους έσωσαν. Διότι συ από τον εαυτόν σου ευδόκησες
να τους προσφέρης την γην Χαναάν.
Ψαλ. 43,5 σὺ εἶ
αὐτὸς ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου ὁ
ἐντελλόμενος τὰς σωτηρίας Ἰακώβ·
Ψαλ. 43,5 Συ ο ίδιος είσαι και σήμερον ο ιδικός μου βασιλεύς
και Θεός, ο οποίος διέταξες και επραγματοποιήθησαν νικηφόροι πόλεμοι του
Ισραήλ κατά το παρελθόν.
Ψαλ. 43,6 ἐν σοὶ
τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν κερατιοῦμεν καὶ
ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐξουδενώσομεν τοὺς
ἐπανισταμένους ἡμῖν.
Ψαλ. 43,6 Δια σου και τώρα θα συντρίψωμεν και θα καταβάλωμεν
τους εχθρούς μας και εν τω ονόματί σου θα εκμηδενίσωμεν εκείνους, οι οποίοι
επέρχονται εναντίον μας.
Ψαλ. 43,7 οὐ γὰρ
ἐπὶ τῷ τόξῳ μου ἐλπιῶ, καὶ ἡ
ῥομφαία μου οὐ σώσει με·
Ψαλ. 43,7 Δεν στηρίζω εγώ σήμερον τας ελπίδας μου στο τόξον
μου, ούτε πιστεύω ότι η ρομφαία μου θα με σώση, αλλά Συ θα με σώσης.
Ψαλ. 43,8 ἔσωσας γὰρ
ἡμᾶς ἐκ τῶν θλιβόντων ἡμᾶς καὶ
τοὺς μισοῦντας ἡμᾶς κατῄσχυνας.
Ψαλ. 43,8 Διότι και στο παρελθόν συ μας διέσωσες από
εκείνους, οι οποίοι μας κατέθλιβαν, και κατεξηυτέλισες εκείνους, οι οποίοι
μας εμισούσαν.
Ψαλ. 43,9 ἐν τῷ
Θεῷ ἐπαινεθησόμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ
ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐξομολογηθησόμεθα εἰς
τὸν αἰῶνα. (διάψαλμα).
Ψαλ. 43,9 Εις σέ, λοιπόν, τον παντοδύναμον και πανάγαθον
Θεόν θα καυχώμεθα όλας τας ημέρας της ζωής μας και θα δοξολογούμεν την
παντοδυναμίαν σου ακαταπαύστως.
Ψαλ. 43,10 νυνὶ δὲ
ἀπώσω καὶ κατῄσχυνας ἡμᾶς καὶ οὐκ
ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν
ἡμῶν.
Ψαλ. 43,10 Τωρα όμως μας έσπρωξες μακρυά σου και μας
εντρόπιασες εις τα μάτια των άλλων λαών. Δεν εκστρατεύεις πλέον, ω Θεέ μου,
μαζή με τας στρατιωτικάς δυνάμεις μας.
Ψαλ. 43,11 ἀπέστρεψας
ἡμᾶς εἰς τὰ ὀπίσω παρὰ τοὺς
ἐχθροὺς ἡμῶν, καὶ οἱ μισοῦντες
ἡμᾶς διήρπαζον ἑαυτοῖς.
Ψαλ. 43,11 Παρεχώρησες να γυρίσωμεν νικημένοι τις πλάτες προ
των εχθρών μας και εκείνοι, που μας εμισούσαν, μας ελαφυραγωγούσαν, δια να
θησαυρίζουν εις βάρος μας.
Ψαλ. 43,12 ἔδωκας
ἡμᾶς ὡς πρόβατα βρώσεως καὶ ἐν τοῖς
ἔθνεσι διέσπειρας ἡμᾶς·
Ψαλ. 43,12 Μας παρέδωκες στους εχθρούς μας σαν πρόβατα
προωρισμένα εις σφαγήν και εις βρώσιν. Μας διεσκόρπισες μεταξύ των
ειδωλολατρικών εθνών αιχμαλώτους.
Ψαλ. 43,13 ἀπέδου τὸν
λαόν σου ἄνευ τιμῆς, καὶ οὐκ ἦν πλῆθος
ἐν τοῖς ἀλαλάγμασιν αὐτῶν.
Ψαλ. 43,13 Επέτρεψες να πωληθή ο λαός σου δια το τίποτε, σαν
άχρηστοι και χωρίς καμμίαν αξίαν δούλοι. Και όλα αυτά, καθ' ον χρόνον δεν ήτο
πολύ το πλήθος εκείνων, οι οποίοι με αλαλαγμούς επετέθησαν εναντίον μας και
μας κατενίκησαν.
Ψαλ. 43,14 ἔθου
ἡμᾶς ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν,
μυκτηρισμὸν καὶ χλευασμὸν τοῖς κύκλῳ
ἡμῶν·
Ψαλ. 43,14 Παρεχώρησες να γίνωμεν εμπαιγμός στους γειτονικούς
μας λαούς. Χλευασμός και περίγελως εις τα τριγύρω από ημάς έθνη.
Ψαλ. 43,15 ἔθου
ἡμᾶς εἰς παραβολὴν ἐν τοῖς ἔθνεσιν,
κίνησιν κεφαλῆς ἐν τοῖς λαοῖς.
Ψαλ. 43,15 Παροιμιώδης κατήντησεν η τρομερά κατάπτωσίς μας
μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών, των οποίων οι λαοί κινούν εμπαικτικώς τας
κεφαλάς των δια την καταστροφήν μας.
Ψαλ. 43,16 ὅλην τὴν
ἡμέραν ἡ ἐντροπή μου κατεναντίον μού ἐστι, καὶ
ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου μου ἐκάλυψέ με
Ψαλ. 43,16 Καθ' όλην αυτήν την περίοδον, ο εξευτελισμός του
ταπεινωμένου λαού ευρίσκεται προ των οφθαλμών μου και η έντροπή μου έχει απλωθή
και έχει σκεπάσει το πρόσωπόν μου
Ψαλ. 43,17 ἀπὸ
φωνῆς ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος, ἀπὸ
προσώπου ἐχθροῦ καὶ ἐκδιώκοντος.
Ψαλ. 43,17 Και τούτο εξ αιτίας των εμπαιγμών από εκείνους, οι
οποίοι μας υβρίζουν και μας περιφρονούν, εξ αιτίας της καταφρονήσεως, η οποία
διαγράφεται έντονα στο πρόσωπον και το βλέμμα των εχθρών μας και των
καταδιωκόντων ημάς.
Ψαλ. 43,18 ταῦτα πάντα
ἦλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ οὐκ
ἐπελαθόμεθά σου καὶ οὐκ ἠδικήσαμεν ἐν τῇ
διαθήκῃ σου,
Ψαλ. 43,18 Ολα αυτά τα δεινά εξέσπασαν εναντίον μας, και όμως
ημείς δεν σε ελησμονήσαμεν. Δεν κατεπατήσαμεν τον νόμον σου και την διαθήκην
σου.
Ψαλ. 43,19 καὶ οὐκ
ἀπέστη εἰς τὰ ὀπίσω ἡ καρδία ἡμῶν
καὶ ἐξέκλινας τὰς τρίβους ἡμῶν ἀπὸ
τῆς ὁδοῦ σου.
Ψαλ. 43,19 Η καρδία μας δεν απεμακρύνθη από σέ. Συ όμως, Κυριε,
επέτρεψες με τας θλίψεις αυτάς να χάσωμεν τον δρόμον μας και να παρεκκλίνωμεν
από τον ιδικόν σου δρόμον.
Ψαλ. 43,20 ὅτι
ἐταπείνωσας ἡμᾶς ἐν τόπῳ κακώσεως, καὶ
ἐπεκάλυψεν ἡμᾶς σκιὰ θανάτου.
Ψαλ. 43,20 Διότι μας εταπείνωσες στον τόπον αυτόν της ταλαιπωρίας
και υποδουλώσεως. Εκεί μας εκάλυψεν η ζοφερά σκια του θανάτου.
Ψαλ. 43,21 εἰ
ἐπελαθόμεθα τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν καὶ εἰ διεπετάσαμεν χεῖρας
ἡμῶν πρὸς Θεὸν ἀλλότριον,
Ψαλ. 43,21 Εάν είχαμεν λησμονήσει το όνομα του Θεού μας, εάν
είχαμεν υψώσει ικετευτικάς τας χείρας προς άλλον θεόν ψευδή ειδωλολατρικόν,
Ψαλ. 43,22 οὐχὶ
ὁ Θεὸς ἐκζητήσει ταῦτα; αὐτὸς γὰρ
γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας.
Ψαλ. 43,22 ο Θεός μας δεν θα είχε αντιληφθή τούτο και δεν θα μας
εζητούσε τον λόγον; Αυτός γνωρίζει και τα πλέον απόκρυφα αισθήματα και
βουλεύματα των καρδιών μας.
Ψαλ. 43,23 ὅτι ἕνεκά
σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς
πρόβατα σφαγῆς.
Ψαλ. 43,23 Αλλ' ημείς, Κυριε, προς χάριν σου υφιστάμεθα
θανάσιμα μαρτύρια όλην την ημέραν. Εθεωρήθημεν ως πρόβατα συρόμενα εις την
σφαγήν.
Ψαλ. 43,24 ἐξεγέρθητι·
ἱνατί ὑπνοῖς, Κύριε; ἀνάστηθι καὶ μὴ
ἀπώσῃ εἰς τέλος.
Ψαλ. 43,24 Σηκω επάνω. Διατί φαίνεται ότι κοιμάσαι, Κυριε; Σηκω
και μη μας σπρώχνης μακρυά από κοντά σου, δια να μη καταστραφώμεν εξ
ολοκλήρου.
Ψαλ. 43,25 ἱνατί τὸ
πρόσωπόν σου ἀποστρέφεις; ἐπιλανθάνῃ τῆς πτωχείας
ἡμῶν καὶ τῆς θλίψεως ἡμῶν;
Ψαλ. 43,25 Διατί γυρίζεις αλλού το πρόσωπόν σου; Λησμονείς την
δυστυχίαν και την θλίψιν μας;
Ψαλ. 43,26 ὅτι
ἐταπεινώθη εἰς χοῦν ἡ ψυχὴ ἡμῶν,
ἐκολλήθη εἰς γῆν ἡ γαστὴρ ἡμῶν.
Ψαλ. 43,26 Σπλαγχνίσου μας, Κυριε, διότι η ζωη μας κατέπεσεν στο
χώμα του τάφου. Η κοιλία μας εκολλήθη στο έδαφος και εποδοπατήθημεν από τους
εχθρούς μας.
Ψαλ. 43,27 ἀνάστα, Κύριε,
βοήθησον ἡμῖν καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἕνεκεν
τοῦ ὀνόματός σου.
Ψαλ. 43,27 Σηκω, Κυριε, βοήθησέ μας, και γλύτωσέ μας εις δόξαν
του αγίου σου Ονόματος.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εἰς τὸ τέλος,
ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων· τοῖς
υἱοῖς Κορὲ εἰς σύνεσιν· ᾠδὴ
ὑπὲρ τοῦ ἀγαπητοῦ.
Ψαλ. 44,2 Ἐξηρεύξατο
ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν, λέγω ἐγὼ τὰ
ἔργα μου τῷ βασιλεῖ, ἡ γλῶσσά μου κάλαμος
γραμματέως ὀξυγράφου.
Ψαλ. 44,2 Από την γεμάτην ιερά αισθήματα καρδίαν μου
υπερεξεχείλισε και εξεπήγασε λόγος έξοχος, ωραίος, σωτήριος. Ναι· απαγγέλλω
εγώ το ποίημά μου στον βασιλέα. Η γλώσσά μου θα μεταβληθή εις πένναν
ταχογράφου γραμματέως, δια να εκφράση τα ιερά συναισθήματα της καρδίας μου.
Ψαλ. 44,3 ὡραῖος
κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων,
ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου· διὰ τοῦτο
εὐλόγησέ σε ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα.
Ψαλ. 44,3 Είσαι συ, ω Χριστέ και Μεσσία, ωραιότατος. Η
ωραιότης σου υπερβαίνει όλας τας καλλονάς των ανθρώπων. Ιδιαιτέρα χάρις έχει
χυθή στους λόγους των χειλέων σου. Δια τούτο ο Θεός σε ηυλόγησε, σου έδωσε
χάριτας και δωρεάς εις όλους τους αιώνας.
Ψαλ. 44,4 περίζωσαι τὴν
ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατέ, τῇ
ὡραιότητί σου καὶ τῷ κάλλει σου
Ψαλ. 44,4 Ζώσε γύρω από τη μέσην σου και κρέμασε παρά τον
μηρόν σου την ρομφαίαν σου, ω δυνατέ, ώστε αυτή να είναι ο επί πλέον οπλισμός
εις την ωραιότητά σου και το κάλλος σου.
Ψαλ. 44,5 καὶ
ἔντεινον καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε ἕνεκεν
ἀληθείας καὶ πρᾳότητος καὶ δικαιοσύνης, καὶ
ὁδηγήσει σε θαυμαστῶς ἡ δεξιά σου.
Ψαλ. 44,5 Τέντωσε το τόξον σου και προχώρει με επιτυχίαν.
Στήσε το βασίλειον της αληθείας σου, της πραότητος και της δικαιοσύνης. Και
ασφαλώς η παντοδύναμος δεξιά σου θα σε οδηγήση εις θαυμαστά κατορθώματα.
Ψαλ. 44,6 τὰ βέλη σου
ἠκονημένα, δυνατέ -λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται-
ἐν καρδίᾳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως.
Ψαλ. 44,6 Τα βέλη σου, ω δυνατέ, είναι ακονισμένα και
αιχμηρά. Πλήθος από τους εχθρούς σου θα πέσουν νεκροί κάτω εις την γην, διότι
αυτά θα εμπηγνύωνται εις τας καρδίας των εχθρών του βασιλέως.
Ψαλ. 44,7 ὁ θρόνος σου,
ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος, ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος
τῆς βασιλείας σου.
Ψαλ. 44,7 Ο βασιλικός σου θρόνος, ω Θεέ Χριστέ μου, θα
παραμένη ακλόνητος εις όλους τους αιώνας και η βασιλική σου ράβδος θα είναι
εξουσία ευθύτητος και δικαιοσύνης.
Ψαλ. 44,8 ἠγάπησας
δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν· διὰ
τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου ἔλαιον
ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου.
Ψαλ. 44,8 Ηγάπησες την δικαιοσύνην και εμίσησες την
παρανομίαν. Δια τούτο, ω Θεέ Χριστέ μου, ο Θεός πατήρ σου σε έχρισε με
πνευματικόν χρίσμα αγαλλιάσεως, ασυγκρίτως ανώτερον από το χρίσμα του ελαίου,
με το οποίον εχρίοντο οι ιερείς, οι προφήται και οι βασιλείς, αυτοί που
συμβρλικώς μετείχον εις ομοίαν χρίσιν με την ιδικήν σου.
Ψαλ. 44,9 σμύρνα καὶ
στακτὴ καὶ κασσία ἀπὸ τῶν ἱματίων σου,
ἀπὸ βάρεων ἐλεφαντίνων, ἐξ ὧν εὔφρανάν
σε.
Ψαλ. 44,9 Ευώδη μύρα, σμύρνα, αρωματώδες δάκρυ πολυτίμου δένδρου
και κασία, εκπέμπουν την ευωδίαν των από τα ιμάτιά σου, τα οποία μόλις τώρα
εξήχθησαν από πολύτιμα κιβώτια ελεφαντοστού και σε ηύφραναν με την γλυκείαν
ευωδίαν των.
Ψαλ. 44,10 θυγατέρας βασιλέων ἐν
τῇ τιμῇ σου· παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν
σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.
Ψαλ. 44,10 Πριγκίπισσαι, θυγατέρες βασιλέων, αποτελούν την
τιμητικήν συνοδείαν σου. Εις τα δεξιά σου μεγαλοπρεπής ίσταται η βασίλισσα,
στολισμένη και φέρουσα φόρεμα υφασμένον με χρυσάς κλωστάς και ποικίλα κεντήματα
και χρώματα.
Ψαλ. 44,11 ἄκουσον,
θύγατερ, καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου
καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ
οἴκου τοῦ πατρός σου·
Ψαλ. 44,11 Συ, ω μελλόνυμφος κόρη, άκουσε την συμβουλήν μου.
Κλίνε το αυτί σου, ώστε να ακούη με προσοχήν και να δέχεται τας εντολάς του
και λησμόνησε εντελώς τον λαόν, στον οποίον μέχρι τώρα ανήκες, και αυτόν
ακόμη τον πατρικόν σου οίκον.
Ψαλ. 44,12 καὶ
ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου, ὅτι
αὐτός ἐστι Κύριός σου,
Ψαλ. 44,12 Τοτε ο βασιλεύς νυμφίος σου θα αγαπήση το κάλλος
σου. Επειδή όμως αυτός είναι και ο Κυριος σου,
Ψαλ. 44,13 καὶ προσκυνήσεις
αὐτῷ. καὶ θυγάτηρ Τύρου ἐν δώροις· τὸ
πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ.
Ψαλ. 44,13 θα προσκυνήσης αυτόν. Η περίφημος και πλουσιωτάτη
Τυρος θα αποστείλη, τιμής ένεκεν, πολλά δώρα. Οι πλούσιοι άρχοντες των λαών
θα ζητούν ικετευτικώς, ώσαν εις λιτανείαν, την εύνοιαν του προσώπου σου.
Ψαλ. 44,14 πᾶσα ἡ
δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν, ἐν
κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.
Ψαλ. 44,14 Ολη η δόξα της νύμφης, η οποία είναι θυγάτηρ του
βασιλέως, προέρχεται από τον πλούσιον εσωτερικόν στολισμόν της αρετής και των
πνευματικών της χαρίτων. Με κροσσωτόν χρυσοκέντητον ένδυμα είναι
περιβεβλημένη και στολισμένη.
Ψαλ. 44,15 ἀπενεχθήσονται
τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ
πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι·
Ψαλ. 44,15 Θα προσαχθούν στον βασιλέα παρθένοι, αι οποίαι θα
ακολουθούν οπίσω από αυτήν ως τιμητική της συνοδεία. Αι φίλαι της, που την
συνοδεύουν, θα προσαχθούν εις σε τον βασιλέα και νυμφίον.
Ψαλ. 44,16 ἀπενεχθήσονται
ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει, ἀχθήσονται
εἰς ναὸν βασιλέως.
Ψαλ. 44,16 Ούτως αι δύο μεγαλοπρεπείς πομπαί, νυμφίου και
νύμφης, θα προχωρούν με χαράν και αγαλλίασιν και θα φθάσουν στο ανάκτορον του
βασιλέως νυμφίου.
Ψαλ. 44,17 ἀντὶ
τῶν πατέρων σου ἐγενήθησάν σοι υἱοί· καταστήσεις
αὐτοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶσαν τὴν
γῆν.
Ψαλ. 44,17 Ω βασίλισσα, αντί των προγόνων σου τους οποίους
εγκατέλειψες και ηρνήθης, θα είναι τώρα εις την θέσιν αυτών τα τέκνα σου, τα
οποία εγεννήθησαν εις σε από τον πνευματικόν σου γάμον με τον νυμφίον
Χριστόν. Θα αναδείξης και θα καταστήσης αυτούς άρχοντας εις ολόκληρον την
γην.
Ψαλ. 44,18 μνησθήσομαι τοῦ
ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ
γενεᾷ· διὰ τοῦτο λαοὶ ἐξομολογήσονταί σοι
εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν
αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 44,18 Ω βασιλεύ, θα μνημονεύω και θα διαλαλώ το Ονομά σου
εις τας γενεάς των γενεών. Δια τούτο λαοί και φυλαί διάφοροι θα σε υμνολογούν
ακατοπταύστως στον αιώνα του αιώνος.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εἰς τὸ τέλος·
ὑπὲρ τῶν υἱῶν Κορέ, ὑπὲρ τῶν
κρυφίων ψαλμός.
Ψαλ. 45,2 Ὁ Θεὸς
ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν
θλίψεσι ταῖς εὑρούσαις ἡμᾶς σφόδρα.
Ψαλ. 45,2 Ο Θεός μας στο παρελθόν υπήρξε το απόρθητον
καταφύγιόν μας, η ακατανίκητος δύναμίς μας, ο βοηθός εις τας μεγάλας θλίψεις,
αι οποίαι μας είχαν εύρει.
Ψαλ. 45,3 διὰ τοῦτο
οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆν
καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν.
Ψαλ. 45,3 Δια τούτο δεν θα φοβηθώμεν και τώρα, έστω και αν
συγκλονίζεται εκ θεμελίων όλη η γη, και βουνά ολόκληρα αποσπώνται και
βυθίζωνται στο μέσον των ωκεανών.
Ψαλ. 45,4 ἤχησαν καὶ
ἐταράχθησαν τὰ ὕδατα αὐτῶν, ἐταράχθησαν
τὰ ὄρη ἐν τῇ κραταιότητι αὐτοῦ.
(διάψαλμα).
Ψαλ. 45,4 Εστω και αν ταραχθούν και βουΐζουν τα ύδατα των
θαλασσών, και αν αναστατωθούν τα όρη με την τρομεράν δύναμιν του Κυρίου,
ημείς δεν θα φοβηθώμεν.
Ψαλ. 45,5 τοῦ
ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα εὐφραίνουσι τὴν πόλιν
τοῦ Θεοῦ· ἡγίασε τὸ σκήνωμα αὐτοῦ
ὁ Ὕψιστος.
Ψαλ. 45,5 Η Ιερουσαλήμ κατά τον καιρόν αυτόν της αναταραχής
των στοιχείων θα διατηρηθή εν ασφαλεία. Τα ρεύματα του ποταμού, ο οποίος ρέει
πλησίον της, ευφραίνουν την πόλιν του Θεού, την οποίαν ο Υψιστος ηγίασε, δια
να είναι ιερός τόπος κατοικίας του.
Ψαλ. 45,6 ὁ Θεὸς
ἐν μέσῳ αὐτῆς καὶ οὐ σαλευθήσεται·
βοηθήσει αὐτῇ ὁ Θεὸς τὸ πρὸς πρωΐ πρωΐ.
Ψαλ. 45,6 Ο Θεός κατοικεί εν τω μέσω αυτής και την
προστατεύει, ώστε να μη σαλευθή. Ταχέως στον κατάλληλον καιρόν και
αποτελεσματικώς θα την βοηθήση ο Κυριος.
Ψαλ. 45,7 ἐταράχθησαν
ἔθνη, ἔκλιναν βασιλεῖαι· ἔδωκε φωνὴν
αὐτοῦ, ἐσαλεύθη ἡ γῆ.
Ψαλ. 45,7 Εταράχθησαν τα έθνη εναντίον της Ιερουσαλήμ,
εκινήθησαν εναντίον της βασίλεια ολόκληρα, αλλά ο Κυριος εξαπέλυσεν εκ των
άνω φωνήν και εβροντησε και εσείσθη ολόκληρος η γη.
Ψαλ. 45,8 Κύριος τῶν
δυνάμεων μεθ᾿ ἡμῶν, ἀντιλήπτωρ ἡμῶν
ὁ Θεὸς Ἰακώβ. (διάψαλμα).
Ψαλ. 45,8 Ο Κυριος όλων των δυνάμεων του ουρανού και της γης
είναι μαζή μας. Προστάτης μας είναι αυτός ούτος ο Θεός του πατριάρχου μας
Ιακώβ.
Ψαλ. 45,9 δεῦτε καὶ
ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἃ ἔθετο
τέρατα ἐπὶ τῆς γῆς.
Ψαλ. 45,9 Ελάτε όλοι και ίδετε τα μεγάλα έργα του Θεού. Τα
θαυμαστά τρόπαια, τα οποία έστησεν εις την χώραν μας.
Ψαλ. 45,10 ἀνταναιρῶν
πολέμους μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς τόξον συντρίψει
καὶ συνθλάσει ὅπλον καὶ θυρεοὺς κατακαύσει ἐν
πυρί.
Ψαλ. 45,10 Αυτός είναι που καταπαύει τους πολέμους έως εις τα
πέρατα της γης της Επαγγελίας. Συντρίβει τα τόξα των εχθρών, σπάζει τα όπλα
των και κατακαίει τας μεγάλας ασπίδας των με φωτιά.
Ψαλ. 45,11 σχολάσατε καὶ
γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός·
ὑψωθήσομαι ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὑψωθήσομαι ἐν
τῇ γῇ.
Ψαλ. 45,11 Αφήσατε κατά μέρος κάθε βιοτικόν περισπασμόν και
μάθετε ότι εγώ είμαι ο αληθινός Θεός. Θα δοξασθώ δε και μεταξύ των άλλων
εθνών, θα μεγαλυνθώ εις όλην την οικουμένην.
Ψαλ. 45,12 Κύριος τῶν
δυνάμεων μεθ᾿ ἡμῶν, ἀντιλήπτωρ ἡμῶν
ὁ Θεὸς Ἰακώβ.
Ψαλ. 45,12 Ο Κυριος των αγγελικών δυνάμεων είναι μαζή μας, ο
Θεός του Ιακώβ αυτός είναι ο βοηθός και προστάτης μας.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εἰς τὸ τέλος·
ὑπὲρ τῶν υἱῶν Κορὲ ψαλμός.
Ψαλ. 46,2 Πάντα τὰ
ἔθνη κροτήσατε χεῖρας, ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ
ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως.
Ψαλ. 46,2 Ολα τα έθνη χειροκροτήσατε. Ζητωκραυγάσατε και
αλαλάξατε προς δόξαν του Θεού με φωνήν μεγάλης χαράς.
Ψαλ. 46,3 ὅτι Κύριος
ὕψιστος, φοβερός, βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν
τὴν γῆν.
Ψαλ. 46,3 Διότι ο Κυριος είναι ο Υψιστος Θεός, φοβερός,
μέγας βασιλεύς ολοκλήρου της οικουμένης.
Ψαλ. 46,4 ὑπέταξε
λαοὺς ἡμῖν καὶ ἔθνη ὑπὸ τοὺς
πόδας ἡμῶν·
Ψαλ. 46,4 Υπεδούλωσεν εις ημάς άλλους λαούς, έθνη
ειδωλολατρικά υπέταξε κάτω από τους πόδας μας.
Ψαλ. 46,5 ἐξελέξατο
ἡμῖν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, τὴν
καλλονὴν Ἰακώβ, ἣν ἠγάπησεν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 46,5 Εδιάλεξε και έδωκεν εις ημάς ως μόνιμον πατρίδα
την ιδικήν του κληρονομίαν, την ωραιοτάτην αυτήν χώραν του ισραηλιτικού λαού,
την οποίαν πολύ ηγάπησεν.
Ψαλ. 46,6 ἀνέβη ὁ
Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ
σάλπιγγος.
Ψαλ. 46,6 Ενίκησεν ο Θεός και ανέβη στον ουρανόν εν μέσω
αλαλαγμών. Ανέβη ο Κυριος, ενώ αι σάλπιγγες αντηχούσαν θριαμβευτικά θούρια.
Ψαλ. 46,7 ψάλατε τῷ
Θεῷ ἡμῶν, ψάλατε, ψάλατε τῷ βασιλεῖ
ἡμῶν, ψάλατε,
Ψαλ. 46,7 Ψαλατε ύμνους στον Θεόν μας, ψάλατε, ψάλατε με
μουσικά όργανα εγκωμιάζοντες τον βασιλέα μας.
Ψαλ. 46,8 ὅτι
βασιλεὺς πάσης τῆς γῆς ὁ Θεός, ψάλατε συνετῶς.
Ψαλ. 46,8 Ψαλατε, διότι ο Θεός μας είναι βασιλεύς όλου του
κόσμου. Ψαλατε προς αυτόν με επίγνωσιν του μεγαλείου του.
Ψαλ. 46,9 ἐβασίλευσεν
ὁ Θεὸς ἐπὶ τὰ ἔθνη, ὁ Θεὸς
κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῦ.
Ψαλ. 46,9 Ο Θεός μας εβασίλευσε και θα βασιλεύση εις όλα τα
ειδωλολατρικά έθνη. Ο Θεός κάθεται επάνω στον άγιον, τον υπέρλαμπρον ουράνιον
θρόνον του.
Ψαλ. 46,10 ἄρχοντες
λαῶν συνήχθησαν μετὰ τοῦ Θεοῦ Ἁβραάμ, ὅτι
τοῦ Θεοῦ οἱ κραταιοὶ τῆς γῆς σφόδρα
ἐπήρθησαν.
Ψαλ. 46,10 Οι άρχοντες των λαών συνήχθησαν ενώπιον του Θεού του
Αβραάμ, διότι του Θεού δούλοι είναι οι κραταιοί αυτοί άρχοντες του κόσμου και
δια τούτο πλησίον του Θεού εξυψώθησαν και εδοξάσθησαν πάρα πολύ.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ψαλμὸς ᾠδῆς
τοῖς υἱοῖς Κορέ· δευτέρα σαββάτου.
Ψαλ. 47,2 Μέγας Κύριος καὶ
αἰνετὸς σφόδρα ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν, ἐν ὄρει ἁγίῳ αὐτοῦ,
Ψαλ. 47,2 Μέγας είναι, ο Κυριος και άξιος να υμνολογήται
ακαταπαύστως με το παραπάνω από όλους μας εις την πόλιν του και στον ιερόν
λόφον της Σιών·
Ψαλ. 47,3 εὐρίζῳ
ἀγαλλιάματι πάσης τῆς γῆς. ὄρη Σιών, τὰ
πλευρὰ τοῦ βοῤῥᾶ, ἡ πόλις τοῦ
βασιλέως τοῦ μεγάλου.
Ψαλ. 47,3 στο ασφαλώς και ακλονήτως ριζωμένον αγαλλίαμα αυτό
όλου του κόσμου. Ποσον ωραία είναι τα υψώματά σου, Σιών! Μαλιστα τα προς
βορράν υψωμένα πλευρά του, όπου είναι ο ναός και κάτω από αυτά η Ιερουσαλήμ,
η πόλις του μεγάλου βασιλέως.
Ψαλ. 47,4 ὁ Θεὸς
ἐν τοῖς βάρεσιν αὐτῆς γινώσκεται, ὅταν
ἀντιλαμβάνηται αὐτῆς.
Ψαλ. 47,4 Ο Θεός καθιστά γνωστήν και εμφανή την παρουσίαν
του στους οχυρούς πλουσίους πύργους της πόλεως, όταν προσφέρη την έγκαιρον
βοήθειάν του και προστασίαν εις αυτήν.
Ψαλ. 47,5 ὅτι
ἰδοὺ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς συνήχθησαν,
διήλθοσαν ἐπὶ τὸ αὐτό·
Ψαλ. 47,5 Διότι ιδού, οι βασιλείς της γης συνεκεντρώθησαν
από τας διαφόρους χώρας. Εισήλθον όλοι μαζή εις τα σύνορα της Ιουδαίας,
έφθασαν απέναντι της Ιερουσαλήμ.
Ψαλ. 47,6 αὐτοὶ
ἰδόντες οὕτως ἐθαύμασαν, ἐταράχθησαν,
ἐσαλεύθησαν,
Ψαλ. 47,6 Μολις όμως αντίκρυσαν την πόλιν, κατεπλάγησαν,
εταράχθησαν, συνεκλονίσθησαν,
Ψαλ. 47,7 τρόμος ἐπελάβετο
αὐτῶν, ἐκεῖ ὠδῖνες ὡς τικτούσης.
Ψαλ. 47,7 τρόμος τους κατέλαβε. Εδοκίμασαν πόνους, ωσάν
εκείνους που αισθάνεται η επίτοκος γυνή.
Ψαλ. 47,8 ἐν πνεύματι
βιαίῳ συντρίψεις πλοῖα Θαρσεῖς.
Ψαλ. 47,8 Θα τους συντρίψης, συ Κυριε, με την δύναμίν σου,
όπως με τον ορμητικόν άνεμον συντρίβεις τα περίφημα πλοία, τα οποία πλέουν
εις την Θαρσίς, έως εις τα άκρα της Μεσογείου.
Ψαλ. 47,9 καθάπερ ἠκούσαμεν,
οὕτω καὶ εἴδομεν ἐν πόλει Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἐν
πόλει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ὁ Θεὸς
ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα.
(διάψαλμα).
Ψαλ. 47,9 Καθώς ηκούσαμεν να μας διηγούνται οι πρόγονοί μας,
έτσι είδαμεν σήμερον εις την πόλιν αυτήν του Κυρίου και βασιλέως των ουρανίων
και επιγείων δυνάμεων, εις την πόλιν του Θεού μας. Είδομεν μεγάλα πράγματα. Ο
Θεός έχει θεμελιώσει την Ιερουσαλήμ, δια να μένη ακλόνητος στον αιώνα.
Ψαλ. 47,10 ὑπελάβομεν,
ὁ Θεός, τὸ ἔλεός σου ἐν μέσῳ τοῦ
λαοῦ σου.
Ψαλ. 47,10 Από την προσωπικήν μας πείραν εγνωρίσαμεν, ω Θεέ
μας, το έλεός σου, να πραγματοποιή θαυμαστά έργα εν μέσω του λαού σου.
Ψαλ. 47,11 κατὰ τὸ
ὄνομά σου, ὁ Θεός, οὕτω καὶ ἡ αἴνεσίς σου
ἐπὶ τὰ πέρατα τῆς γῆς· δικαιοσύνης πλήρης
ἡ δεξιά σου.
Ψαλ. 47,11 Οπως το όνομά σου, ω Θεέ, είναι μέγα και φοβερόν,
έτσι πρέπει και η δοξολογία σου κατά παρόμοιον τρόπον να ακουσθή έως εις τα
πέρατα της γης. Η παντοδύναμος δεξιά σου είναι γεμάτη από δικαίας αμοιβάς
αλλά και δικαίας τιμωρίας.
Ψαλ. 47,12 εὐφρανθήτω
τὸ ὄρος Σιὼν καὶ ἀγαλλιάσθωσαν αἱ
θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας ἕνεκεν κριμάτων σου, Κύριε.
Ψαλ. 47,12 Ας ευφρανθή, λοιπόν, ο λόφος Σιών δια την
προστασίαν, που απολαμβάνει εκ μέρους σου. Ας πλημμυρίσουν, Κυριε, από χαράν
και αγαλλίασιν αι πόλεις της Ιουδαίας δια τας δικαίας αυτάς επί των λαών
κρίσεις και αποφάσεις σου.
Ψαλ. 47,13 κυκλώσατε Σιὼν
καὶ περιλάβετε αὐτήν, διηγήσασθε ἐν τοῖς πύργοις
αὐτῆς,
Ψαλ. 47,13 Σεις δε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ περιτριγυρίσατε
με χαράν την πόλιν σας, κυττάξατέ την και μετρήσατε ένα προς ένα τους
πύργους, οι οποίοι με την δύναμιν του Θεού διεφυλάχθησαν ακέραιοι και σώοι.
Ψαλ. 47,14 θέσθε τὰς
καρδίας ὑμῶν εἰς τὴν δύναμιν αὐτῆς
καὶ καταδιέλεσθε τὰς βάρεις αὐτῆς, ὅπως
ἂν διηγήσησθε εἰς γενεὰν ἑτέραν.
Ψαλ. 47,14 Αναλογισθήτε την δύναμίν της και κατανοήσατε, πόσον
είναι ισχυρά. Περιεργασθήτε με ακόμη μεγαλυτέραν προσοχήν ένα προς ένα τους
υπερηφάνους πύργους των θησαυρών, δια να διηγηθήτε αυτά και εις την άλλην
γενεάν, η οποία και θα σας διαδεχθή·
Ψαλ. 47,15 ὅτι οὗτός
ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὸν
αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος· αὐτὸς ποιμανεῖ ἡμᾶς
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ψαλ. 47,15 να διηγηθήτε ότι ο Θεός μας είναι εκείνος, ο οποίος
έστειλε την σωτηρίαν μας. Ο Θεός μας, ο ζων στους αιώνας των αιώνων, αυτός θα
μας προστατεύη και θα μας καθοδηγή δια παντός.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εἰς τὸ τέλος·
τοῖς υἱοῖς Κορὲ ψαλμός.
Ψαλ. 48,2 Ἀκούσατε
ταῦτα, πάντα τὰ ἔθνη, ἐνωτίσασθε πάντες οἱ
κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην,
Ψαλ. 48,2 Ολα τα έθνη αυτά τα οποία θα σας πω. Ανοίξατε τα
αυτιά σας και ακροασθήτε με προσοχήν όλοι οι κάτοικοι της γης,
Ψαλ. 48,3 οἵ τε
γηγενεῖς καὶ οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων,
ἐπὶ τὸ αὐτὸ πλούσιος καὶ πένης.
Ψαλ. 48,3 οι εντόπιοι κάθε περιοχής και οι άλλοι άνθρωποι,
όλοι μαζή πλούσιοι και πτωχοί.
Ψαλ. 48,4 τὸ στόμα μου
λαλήσει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν·
Ψαλ. 48,4 Το στόμα μου θα λαλήση σοφίαν, βαθειά και
εμπεριστατωμένη μελέτη της καρδίας και του νου μου θα εκφρασθή με λόγους
γεμάτους σύνεσιν.
Ψαλ. 48,5 κλινῶ εἰς
παραβολὴν τὸ οὖς μου, ἀνοίξω ἐν ψαλτηρίῳ
τὸ πρόβλημά μου.
Ψαλ. 48,5 Εγώ ο ίδιος θα κλίνω το αυτί μου εις τας αληθείας,
τας οποίας το Πνεύμα του Θεού υπό μορφήν παραβολής μου εμπνέει. Με την
μουσικήν αρμονίαν του ψαλτηρίου θα εκθέσω το σκοτεινόν και δύσκολον πρόβλημα,
που θα διαπραγματευθώ.
Ψαλ. 48,6 ἱνατί
φοβοῦμαι ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ; ἡ ἀνομία
τῆς πτέρνης μου κυκλώσει με.
Ψαλ. 48,6 Διατί να φοβούμαι κατά τας ημέρας των δοκιμασιών
και των κινδύνων; Μονον η ιδική μου αμαρτία και ο κακός τρόπος της ζωής μου
ημπορεί να με βλάψη, αλλά δεν μου καταμαρτυρεί κάτι τέτοιο η συνείδησίς μου.
Ψαλ. 48,7 οἱ πεποιθότες
ἐπὶ τῇ δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ
τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτῶν καυχώμενοι,
Ψαλ. 48,7 Αλλοι είναι, που ζητούν την εξοντωσίν μου· εκείνοι
που έχουν πεποίθησιν εις την δύναμίν των, αυτοί που καυχώνται δια τον πολύν
αυτών πλούτον.
Ψαλ. 48,8 ἀδελφὸς
οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος; οὐ δώσει τῷ
Θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ
Ψαλ. 48,8 Θα αντικρύησουν όμως και αυτοί τον θάνατον, από
τον οποίον ούτε ο στοργικώτερος αδελφός δεν ημπορεί να τους σώση. Πως λοιπόν
είναι δυνατόν να τους γλυτώση ο οποιοσδήποτε ξένος άνθρωπος; Κανείς δεν
ημπορεί να προσφέρη προς τον Θεόν εξιλεωτικήν προσφοράν, δια να διαφύγη τον
θάνατον·
Ψαλ. 48,9 καὶ τὴν
τιμὴν τῆς λυτρώσεως τῆς ψυχῆς αὐτοῦ
καὶ ἐκοπίασεν εἰς τὸν αἰῶνα
Ψαλ. 48,9 να προσφέρη τίμημα, δια να εξαγοράση την ζωήν του
από τον θάνατον, έστω και αν εκοπίασεν εις όλην του την ζωήν, ώστε να
θησαυρίση πολλά χρήματα,
Ψαλ. 48,10 καὶ ζήσεται
εἰς τέλος· οὐκ ὄψεται καταφθοράν,
Ψαλ. 48,10 δια να ζήση παντοτεινά ευτυχής μέχρι τέλους. Ο
ασεβής δεν θα θελήση να ίδη και να εννοήση την φθοράν του ανθρώπου δια του
θανάτου,
Ψαλ. 48,11 ὅταν
ἴδῃ σοφοὺς ἀποθνήσκοντας. ἐπὶ τὸ
αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ἀπολοῦνται
καὶ καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις τὸν πλοῦτον
αὐτῶν,
Ψαλ. 48,11 έστω και αν βλέπη και αυτούς ακόμη τους σοφούς να
αποθνήσκουν. Κατά τον ίδιον τρόπον, ο άφρων ασεβής και ο ανόητος αμαρτωλός θα
αποθάνουν και θα αφήσουν τα πλούτη των εις τα χέρια ξένων.
Ψαλ. 48,12 καὶ οἱ
τάφοι αὐτῶν οἰκίαι αὐτῶν εἰς τὸν
αἰῶνα, σκηνώματα αὐτῶν εἰς γενεὰν
καὶ γενεάν. ἐπεκαλέσαντο τὰ ὀνόματα αὐτῶν
ἐπὶ τῶν γαιῶν αὐτῶν.
Ψαλ. 48,12 Οι τάφοι των θα είναι αι παντοτειναί κατοικίαι των.
Αυτή θα είναι η κατασκήνωσίς των, εις την οποίαν θα μένουν εις όλας τας
γενεάς. Κατέγραψαν ανοήτως επ' ονόματί των τα κτήματα και τα οικόπεδά των
νομίζοντες ότι έτσι θα τα κατέχουν αιωνίως.
Ψαλ. 48,13 καὶ
ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε,
παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ
ὡμοιώθη αὐτοῖς.
Ψαλ. 48,13 Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενῷ
έχει τιμήν και αξίαν, ως λογικόν δημιούργημα του Θεού, δεν κατενόησε τούτο.
Αλλά ήλθε και ετάχθη εις την θέσιν των ανοήτων κτηνών, έγινεν όμοιος με αυτά
κατά την ανοησίαν και την ζωήν.
Ψαλ. 48,14 αὕτη ἡ
ὁδὸς αὐτῶν σκάνδαλον αὐτοῖς καὶ
μετὰ ταῦτα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν
εὐδοκήσουσιν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 48,14 Αυτός είναι ο τρόπος της ζωής των αμαρτωλών, που
τους εξομοιώνει με τα κτήνη και γίνεται εις αυτούς πρόσκομμα δια την αρετήν
και αιτία της καταστροφής των. Και παρ' όλα αυτά, αφού αυτοί αποθάνουν,
παρουσιάζονται άλλοι ασεβείς, οι οποίοι τους επαινούν με τα λόγια των,
εγκρίνουν την διαγωγήν και την ζωήν των και θέλουν να τους μιμηθούν.
Ψαλ. 48,15 ὡς πρόβατα
ἐν ᾅδῃ ἔθεντο, θάνατος ποιμανεῖ
αὐτούς· καὶ κατακυριεύσουσιν αὐτῶν οἱ
εὐθεῖς τὸ πρωΐ, καὶ ἡ βοήθεια αὐτῶν
παλαιωθήσεται ἐν τῷ ᾅδῃ, ἐκ τῆς δόξης
αὐτῶν ἐξώσθησαν.
Ψαλ. 48,15 Σαν πρόβατα προς σφαγήν τους έρριψεν ο Θεός στον
άδην. Ο θάνατος ως άλλος κακός ποιμήν θα τους οδηγή εκεί. Εξ άλλου πολύ
σύντομα οι προς το παρόν αφανείς και πτωχοί δίκαιοι θα αναδειχθούν υπέρτεροί
των και κύριοί των και η βοήθεια, την οποίαν εκείνοι αντλούσαν από τα πλούτη
των, θα αποδειχθή εντελώς άχρηστος μέσα στον άδην. Από την επίγειον δόξαν και
μεγαλοπρέπειάν των εξεδιώχθησαν και απεγυμνώθησαν.
Ψαλ. 48,16 πλὴν ὁ
Θεὸς λυτρώσεται τὴν ψυχήν μου ἐκ χειρὸς ᾅδου,
ὅταν λαμβάνῃ με. (διάψαλμα).
Ψαλ. 48,16 Αλλά ως προς εμέ, ο Θεός θα ελευθερώση την ψυχήν μου
από την εξουσίαν του άδου, όταν θα με παραλάβη από την παρούσαν ζωήν.
Ψαλ. 48,17 μὴ φοβοῦ,
ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος, ἢ ὅταν πληθυνθῇ
ἡ δόξα τοῦ οἴκου αὐτοῦ·
Ψαλ. 48,17 Μη καταπλήσσεσαι, λοιπόν, και μη ταράσσεσαι ψυχικώς,
όταν ο ασεβής άνθρωπος πλουτίζη, όταν μεγαλώνη η δόξα του οίκου του.
Ψαλ. 48,18 ὅτι οὐκ
ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα,
οὐδὲ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα
αὐτοῦ.
Ψαλ. 48,18 Διότι, όταν θα αποθάνη, τίποτε δεν θα πάρη μαζή του
από τα πλούτη του, ούτε η δόξα του θα κατεβή μαζή με αυτόν στον άδην.
Ψαλ. 48,19 ὅτι ἡ
ψυχὴ αὐτοῦ ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ
εὐλογηθήσεται· ἐξομολογήσεταί σοι, ὅταν
ἀγαθύνῃς αὐτῷ.
Ψαλ. 48,19 Εφ' όσον βέβαια ζη τον παρόντα επιγειον βίον, θα
επαινήται από τους κόλακας, αυτός δε ο ίδιος θα επαινέση και σέ, όταν θα
εκτραπής εις κολακείας και επαίνους προς αυτόν.
Ψαλ. 48,20 εἰσελεύσεται
ἕως γενεᾶς πατέρων αὐτοῦ, ἕως
αἰῶνος οὐκ ὄψεται φῶς.
Ψαλ. 48,20 Θα αποθάνη όμως και θα μεταβή να συναντήση τους
προγόνους του. Ποτέ πλέον δεν θα ίδη το φως του ηλίου.
Ψαλ. 48,21 καὶ ἄνθρωπος
ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς
κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς.
Ψαλ. 48,21 Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενῷ
έχει πάρει από τον Θεόν την ανυπολόγιστον τιμήν της λογικής του φύσεως, δεν
εσυνετίσθη, αλλά έταξε τον εαυτόν του εις την θέσιν των ανοήτων κτηνών, έγινε
όμοιος με αυτά κατά τον τρόπον της ζωής και τα ένστικτα.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.
Ψαλ. 49,1 Θεὸς θεῶν
Κύριος ἐλάλησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν
ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν.
Ψαλ. 49,1 Ο αιώνιος και απειροτέλειος Θεός, ο Κυριος όλων
των καττά χάριν Θεών, των αρχόντων και δικαστών της γης, προσκαλεί όλην την
οικουμένην από ανατολών μέχρι δυσμών.
Ψαλ. 49,2 ἐκ Σιὼν
ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ,
Ψαλ. 49,2 Ακτινοβολείται από την Σιών η ασύλληπτος λαμπρότης
και ωραιότης της απείρου τελειότητός του.
Ψαλ. 49,3 ὁ Θεὸς
ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεὸς ἡμῶν,
καὶ οὐ παρασιωπήσεται· πῦρ ἐνώπιον
αὐτοῦ καυθήσεται, καὶ κύκλῳ αὐτοῦ
καταιγὶς σφόδρα.
Ψαλ. 49,3 Ο Κυριος έρχεται ολοφάνερα με το μεγαλείον της
δόξης του. Δεν θα τηρήση πλέον σιωπήν. Καυστικόν πυρ προπορεύεται έμπροσθέν
του. Και καταιγίς μεγάλη εκσπά ολόγυρά του.
Ψαλ. 49,4 προσκαλέσεται τὸν
οὐρανὸν ἄνω καὶ τὴν γῆν τοῦ
διακρῖναι τὸν λαὸν αὐτοῦ·
Ψαλ. 49,4 Προσκαλεί ως μάρτυρας τον ουρανόν άνω και την γην
κάτω, προκειμένου να στήση δικαστήριον και να δικάση τον λαόν του.
Ψαλ. 49,5 συναγάγετε αὐτῷ
τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, τοὺς διατιθεμένους τὴν
διαθήκην αὐτοῦ ἐπὶ θυσίαις,
Ψαλ. 49,5 Σεις οι άγγελοι συναθροίσατε, λοιπόν, ενώπιόν του
τους αγίους του, τους εκλεκτούς Ισραηλίτας, οι οποίοι έδειξαν την αγαθήν
διάθεσίν των με τας ευλαβείς θυσίας τότε, που εδέχθησαν την διαθήκην του στο
όρος Σινά.
Ψαλ. 49,6 καὶ
ἀναγγελοῦσιν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην
αὐτοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κριτής ἐστι.
(διάψαλμα).
Ψαλ. 49,6 Οι ουρανοί θα καταθέσουν ως μάρτυρες δια την
δικαιοσύνην του, διότι αυτός είναι τώρα ο υπέρτατος δικαστής.
Ψαλ. 49,7 ἄκουσον, λαός
μου, καὶ λαλήσω σοι, Ἰσραήλ, καὶ διαμαρτύρομαί σοι·
ὁ Θεὸς ὁ Θεός σού εἰμι ἐγώ.
Ψαλ. 49,7 Ο Κυριος ομιλεί. Ακουσε, λαέ μου, διότι θα ομιλήσω
προς σέ, ισραηλιτικέ λαέ· δώσε προσοχήν, διότι θα διαμαρτυρηθώ εντόνως προς
σέ. Εγώ, που ομιλώ, είμαι ο Θεός όλου του κόσμου και ιδιαιτέρως ο ιδικός σου
Θεός.
Ψαλ. 49,8 οὐκ
ἐπὶ ταῖς θυσίαις σου ἐλέγξω σε, τὰ δὲ
ὁλοκαυτώματά σου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός.
Ψαλ. 49,8 Δεν θα σε ελέγξω δια τας διαφόρους θυσίας σου. Τα
ολοκαυτώματά σου, που προσφέρονται προς εμέ, ευρίσκονται πάντοτε ενώπιόν μου.
Ψαλ. 49,9 οὐ δέξομαι
ἐκ τοῦ οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἐκ
τῶν ποιμνίων σου χιμάρους.
Ψαλ. 49,9 Αλλά δεν έχω ανάγκην να δεχθώ μόσχους από τον
οίκον σου και τράγους από τα κοπάδια σου.
Ψαλ. 49,10 ὅτι ἐμά
ἐστι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, κτήνη ἐν
τοῖς ὄρεσι καὶ βόες·
Ψαλ. 49,10 Διότι όλα τα άγρια θηρία των δασών είναι ιδικά μου,
όπως και τα κατοικίδια ζώα, τα οποία βόσκουν εις τα όρη, και οι βόες, όλα
είναι ιδικά μου.
Ψαλ. 49,11 ἔγνωκα πάντα
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ
ὡραιότης ἀγροῦ μετ᾿ ἐμοῦ ἐστιν.
Ψαλ. 49,11 Εγώ γνωρίζω πολύ καλά τα πάντα. Είμαι ο Κυριος επί
των πτηνών του ουρανού και η ωραία πολύχρωμος βλάστησις του αγρού ευρίσκεται
πάντοτε εις την κυριότητά μου.
Ψαλ. 49,12 ἐὰν
πεινάσω, οὐ μή σοι εἴπω· ἐμὴ γάρ ἐστιν
ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.
Ψαλ. 49,12 Εάν θα πεινάσω, δεν πρόκειται να σου είπω να μου
δώσης φαγητόν, διότι ιδική μου είναι όλη η γη και όλα εκείνα, από τα οποία
αυτή είναι γεμάτη.
Ψαλ. 49,13 μὴ φάγομαι κρέα
ταύρων, ἢ αἷμα τράγων πίομαι;
Ψαλ. 49,13 Μηπως έχω εγώ ανάγκην να φάγω κρέατα ταύρων και να
πίω αίμα τράγων; Οχι βέβαια.
Ψαλ. 49,14 θῦσον τῷ
Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀπόδος τῷ
Ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου·
Ψαλ. 49,14 Δι' αυτό συ πρόσφερε στον Θεόν σου ως θυσίαν την
δοξολογίαν και εκπλήρωσε όλα τα τάματα, που έχεις τάξει προς αυτόν.
Ψαλ. 49,15 καὶ
ἐπικάλεσαί με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου, καὶ
ἐξελοῦμαί σε, καὶ δοξάσεις με. (διάψαλμα).
Ψαλ. 49,15 Επικάλεσαί με εις περίοδον θλίψεως και εγώ θα σε
απαλλάξω από αυτήν και συ ευγνωμονών θα με δοξολογήσης.
Ψαλ. 49,16 τῷ δὲ
ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ
ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις
τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου;
Ψαλ. 49,16 Εις δε τον αμαρτωλόν είπεν ο Θεός· Διατί συ τολμάς
και διηγείσαι τους νόμους και τας εντολάς μου και παίρνεις στο αμαρτωλόν
στόμα σου την διαθήκην μου, την οποίαν συ καταπατείς;
Ψαλ. 49,17 σὺ δὲ
ἐμίσησας παιδείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς λόγους μου
εἰς τὰ ὀπίσω.
Ψαλ. 49,17 Συ εμίσησες την διορθωτικήν παιδαγωγίαν μου και
πετάς προς τα οπίσω με περιφρόνησιν τους λόγους μου.
Ψαλ. 49,18 εἰ
ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ
μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις.
Ψαλ. 49,18 Εάν έβλεπες κλέπτην έτρεχες και συ μαζή του ως συνεργός
του· συμμετείχες δε εις τας αθλιότητας των μοιχών.
Ψαλ. 49,19 τὸ στόμα σου
ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε
δολιότητας·
Ψαλ. 49,19 Το στόμα σου είναι απύλωτον εις πλήθος κακιών, η δε
γλώσσα σου εξυφαίνει πάντοτε δολιότητας.
Ψαλ. 49,20 καθήμενος κατὰ
τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ
υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον.
Ψαλ. 49,20 Καθήμενος αργός κατηγορούσες και δυσφημούσες τον
αδελφόν σου και εναντίον του υιού της μητρός σου, εναντίον του αδελφού σου,
έστηνες παγίδας και έθετες προσκόμματα, δια να σκοντάψη και πέση.
Ψαλ. 49,21 ταῦτα
ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν,
ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ
παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου.
Ψαλ. 49,21 Αυτά έπραξες και εγώ έδειξα μακροθυμίαν και
εσιώπησα. Ενόμισες όμως παραλόγως και παρανόμως, ότι θα είμαι όμοιος με σέ.
Θα έλθη όμως η στιγμή, οπότε θα σε ελέγξω και θα φανερώσω ενώπιόν σου και
ενώπιον των άλλων τας αμαρτίας σου, δια να σε εξευτελίσω.
Ψαλ. 49,22 σύνετε δὴ
ταῦτα, οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε
ἁρπάσῃ, καὶ οὐ μὴ ᾖ ὁ
ῥυόμενος.
Ψαλ. 49,22 Εννοήσατε, λοιπόν, όλα αυτά όσοι λησμονείτε τον Θεόν,
μήπως και σας αρπάση εις τας χείρας της η θεία δικαιοσύνη, οπότε δεν θα
υπάρχη κανείς να σας γλυτώση.
Ψαλ. 49,23 θυσία αἰνέσεως
δοξάσει με, καὶ ἐκεῖ ὁδός, ᾗ δείξω αὐτῷ
τὸ σωτήριόν μου.
Ψαλ. 49,23 Θυσία δοξολογίας από αγνήν καρδίαν αρκεί να με δοξάση
πράγματι· και αυτός είναι ο ευθύς δρόμος, τον οποίον εγώ θα δείξω εις καθένα,
που ποθεί την σωτηριώδη βοήθειάν μου.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς
τῷ Δαυΐδ
ἐν
τῷ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν
προφήτην, ἡνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεέ.
Ψαλ. 50,3 Ἐλέησόν με, ὁ Θεός,
κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ
πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ
ἀνόμημά μου·
Ψαλ. 50,3 Ελέησέ με, ω Θεέ μου, σύμφωνα προς το άπειρον
έλεός σου· και σύμφωνα με το απέραντον πλήθος των οικτιρμών σου σβήσε εντελώς
την παρανομίαν μου.
Ψαλ. 50,4 ἐπὶ
πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου
καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με.
Ψαλ. 50,4 Πλύνε με και ξαναπλύνε με από την παρανομίαν μου,
και από τον ρύπον της αμαρτίας μου καθάρισέ με.
Ψαλ. 50,5 ὅτι τὴν
ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία
μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός.
Ψαλ. 50,5 Το έλεός σου ζητώ, διότι και εγώ αναγνωρίζω και
ομολογώ την παρανομίαν μου. Αυτή δε η αμαρτία μου είναι πάντοτε ενώπιόν μου,
εις την καρδίαν μου και εις την σκέψιν, δια να με ελέγχη και να με τυραννή.
Ψαλ. 50,6 σοὶ μόνῳ
ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου
ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις
σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε.
Ψαλ. 50,6 Ζητώ από σε την συγχώρησιν, διότι αι αμαρτίαι, τας
οποίας διέπραξα, είναι παράβασις του ιδικού σου Νομου. Ενώπιόν σου εγώ
διέπραξα τυ πονηρόν. Ομολογώ ότι είμαι άξιος τιμωρίας δια τας αμαρτίας μου,
δια να φανή έτσι πόσον δίκαιον είχες εις τας εναντίον μου καταδικαστικάς
αποφάσεις και να εξέλθης έτσι νικητής, όταν ασεβείς και μωροί θελήσουν να σε
επικρίνουν.
Ψαλ. 50,7 ἰδοὺ
γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν
ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου.
Ψαλ. 50,7 Ελέησέ με, διότι από γονείς αμαρτωλούς συνελήφθην
και εν μέσω αμαρτιών με εκυοφόρησεν η μητέρα μου.
Ψαλ. 50,8 ἰδοὺ
γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ
τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.
Ψαλ. 50,8 Θεός της αληθείας συ ηγάπησες και αγαπάς πάντοτε
την αλήθειαν και την ευθύτητα. Εφανέρωσες εις εμέ τα άδηλα και τα κρύφια της
σοφίας σου, δια να έχω έτσι την δυνατάτητα να προφυλαχθώ από την αμαρτίαν.
Ψαλ. 50,9 ῥαντιεῖς
με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ
ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Ψαλ. 50,9 Σαν με συμβολικά κλωνάρια υσσώπου θα με ραντίσης
με το έλεός σου, και έτσι εγώ θα καθαρισθώ από την αμαρτίαν μου. Θα με πλύνης
με την χάριν σου και θα γίνω τόσον καθαρός, ώστε να είμαι λευκώτερος από το
χιόνι.
Ψαλ. 50,10 ἀκουτιεῖς
μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται
ὀστέα τεταπεινωμένα.
Ψαλ. 50,10 Τοτε θα με κάμης να αισθανθώ αγαλλίασιν και
ευφροσύνην, ώστε και αυτά τα συντετριμμένα και παράλυτα οστά μου να
σκιρτήσουν από χαράν.
Ψαλ. 50,11 ἀπόστρεψον
τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου
καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον.
Ψαλ. 50,11 Γυρισε το πρόσωπόν σου μακρυά από τας αμαρτίας μου,
ώστε να μη τας βλέπης, και σβήσε ολες τις παρανομίες μου.
Ψαλ. 50,12 καρδίαν καθαρὰν
κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα
εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου.
Ψαλ. 50,12 Πλάσε μέσα μου και κτίσε νέαν καρδίαν καθαράν, Θεέ
μου, δια να ενθρονίσης και εγκαινιάσης εις τα βάθη της ψυχής μου πνεύμα
αληθείας, πνεύμα ορθοφροσύνης.
Ψαλ. 50,13 μὴ
ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου
καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ
ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Ψαλ. 50,13 Μη με απομακρύνης και μη με απορρίψης από το γεμάτον
καλωσύνην πρόσωπόν σου και το Αγιόν σου Πνεύμα μη το αφαιρέσης από εμέ.
Ψαλ. 50,14 ἀπόδος μοι
τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι
ἡγεμονικῷ στήριξόν με.
Ψαλ. 50,14 Ξαναδός μου την χαράν και αγαλλίασιν της σωτηρίας
μου, που προέρχεται από σέ, και στήριξέ με με σταθεράν και άκαμπτον θέλησιν
στο αγαθόν, στον άγιον Νομον σου.
Ψαλ. 50,15 διδάξω ἀνόμους
τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ
σὲ ἐπιστρέψουσι.
Ψαλ. 50,15 Ετσι δε εξηγνισμένος και φωτισμένος εγώ θα διδάξω
εις πολλούς παρανομούντας τους ιδικούς σου δρόμους, τον Νομον σου. Με το
παράδειγμά μου δε και με τα λόγια μου θα συντελέσω, ώστε πολλοί ασεβείς να
επιστρέψουν εν μετάνοια προς σέ, όπως επέστρεψα και εγώ.
Ψαλ. 50,16 ῥῦσαί με
ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς
σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν
δικαιοσύνην σου.
Ψαλ. 50,16 Απάλλαξέ με, Κυριε, από την ενοχήν των αθώων
αιμάτων, που εχύθησαν εξ αιτίας μου, Θεέ και Κυριε της σωτηρίας μου. Η γλώσσα
γεμάτη χαράν θα διαλαλή την δικαιοσύνην και την αγαθότητά σου.
Ψαλ. 50,17 Κύριε, τὰ χείλη
μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ
τὴν αἴνεσίν σου.
Ψαλ. 50,17 Ναι, Κυριε, θα ανοίξης συ τα χείλη μου και το στόμα
μου με παρρησίαν και θάρρος και θα αναπέμπη αίνους και δοξολογίας προς σέ.
Ψαλ. 50,18 ὅτι εἰ
ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα
οὐκ εὐδοκήσεις.
Ψαλ. 50,18 Δοξολογίας ολοθέρμους θα σου αναπέμπω, Κυριε, διότι
εάν ήθελες και κάποιαν θυσίαν δια την άφεσιν των αμαρτιών μου, θα σου την
προσέφερα. Συ όμως δεν ευαρεστείσαι τόσον εις τα ολοκαυτώματα των θυσιών.
Ψαλ. 50,19 θυσία τῷ
Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ
τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει.
Ψαλ. 50,19 Η ευάρεστος θυσία δια σε τον Θεόν είναι ψυχή
συντετριμμένη από τον πόνον και την συναίσθησιν της αμαρτίας. Καρδίαν δε
ανθρώπου, η οποία έχει συντριβή από την μετάνοιαν και έχει ταπεινωθή, συ ο
πανάγαθος και πολυέλεος Θεός ουδέποτε θα την εξουθενώσης.
Ψαλ. 50,20 ἀγάθυνον, Κύριε,
ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ
οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ·
Ψαλ. 50,20 Ευδόκησον, λοιπόν, Κυριε, να φανής αγαθός και
ευεργετικός εις την Ιερουσαλήμ. Δείξε την καλωσύνην σου, ώστε να
ανοικοδομηθούν και πάλιν τα τείχη της Ιερουσαλήμ.
Ψαλ. 50,21 τότε εὐδοκήσεις
θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα·
τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Ψαλ. 50,21 Τοτε θα ευδοκήσης να δεχθής κάθε θυσίαν, η οποία θα
σου προσφέρεται σύμφωνα με όσα έχεις διατάξει στον Νομον σου, θυσίας
αναφερομένας εις σέ, θυσίας ολοκαυτωμάτων. Τοτε θα ανεβάσουν στο θυσιαστήριον
των ολοκαυτωμάτων σου μόσχους προς θυσίαν εις έκφρασιν ευγνωμοσύνης και δοξολογίας
προς σέ.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|