ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
ΨΑΛΜΟΣ 119- ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ
ΚΑΤΕΙΓΟΡΕΙΤΑΙ ΑΔΙΚΑ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 119,1 Πρὸς Κύριον
ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου.
Ψαλ. 119,1 Προς τον Κυριον εις περιστάσεις θλίψεων έκραξα δια
της προσευχής και με εισήκουσε·
Ψαλ. 119,2 Κύριε, ῥῦσαι
τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ
ἀπὸ γλώσσης δολίας.
Ψαλ. 119,2 και τώρα, Κυριε, γλύτωσε την ψυχήν μου από χείλη,
τα οποία ομιλούν εναντίον μου αδικίας και συκοφαντίας, από γλώσσαν, η οποία
εξυφαίνει δολοπλοκίας.
Ψαλ. 119,3 τί δοθείη σοι καὶ
τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;
Ψαλ. 119,3 Ποία βοήθεια πρέπει να σου δοθή, ποία ενίσχυσις
πρέπει να προστεθή επί πλέον εις σέ, δια να αποκρούσης την δολοπλόκον
γλώσσαν;
Ψαλ. 119,4 τὰ βέλη τοῦ
δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς
ἐρημικοῖς.
Ψαλ. 119,4 Θα σου δοθούν τα ακονισμένα βέλη του παντοδυνάμου
Θεού, τα ωπλισμένα με άνθρακας πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν.
Ψαλ. 119,5 οἴμοι! ὅτι ἡ
παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων
Κηδάρ.
Ψαλ. 119,5 Αλλοίμονον! Διότι η παραμονή μου εις την ξένην γην
παρετάθη επί μακρόν. Κατεσκήνωσα μαζή με τους σκηνίτας Κηδάρ, με τους
βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ.
Ψαλ. 119,6 πολλὰ
παρῴκησεν ἡ ψυχή μου.
Ψαλ. 119,6 Επί πολύν χρόνον παρετάθη η ξενητειά μου.
Ψαλ. 119,7 μετὰ τῶν
μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός· ὅταν
ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν.
Ψαλ. 119,7 Με τους ανθρώπους, οι οποίοι εμισούσαν την ειρήνην,
εγώ ήμην πάντοτε ειρηνικός. Οταν συνωμιλούσα με αυτούς, εκείνοι με
επολεμούσαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Σώσέ με, Κυριε.
|
ΨΑΛΜΟΣ 120- Ο ΚΥΡΙΟΣ ΘΑ ΣΕ ΦΥΛΑΞΕΙ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 120,1 Ἦρα τοὺς
ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει
ἡ βοήθειά μου.
Ψαλ. 120,1 Από την ξένην χώραν εσήκωσα τα μάτιά μου προς τα
όρη Σιών, από όπου θα έλθη η βοήθειά μου παρά του Κυρίου, δια να
επαναπατρισθώ.
Ψαλ. 120,2 ἡ βοήθειά μου
παρὰ Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν.
Ψαλ. 120,2 Η βοήθειά μου θα έλθη από τον Κυριον, ο οποίος
εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.
Ψαλ. 120,3 μὴ δῴης
εἰς σάλον τὸν πόδα σου, μηδὲ νυστάξῃ ὁ φυλάσσων
σε.
Ψαλ. 120,3 Είθε, ω ψυχή μου, ποτέ να μη σαλευθή το ποδί σου.
Ποτέ να μη νυστάξη και αδιαφορήση δια σε ο Κυριος, ο οποίος σε φυλάσσει.
Ψαλ. 120,4 ἰδοὺ
οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν
Ἰσραήλ.
Ψαλ. 120,4 Ιδού, δεν θα νυστάξη, ούτε θα κοιμηθή, ούτε θα
αδιαφορήση ο Κυριος, ο οποίος περιφρουρεί τον ισραηλιτικόν λαόν.
Ψαλ. 120,5 Κύριος φυλάξει σε,
Κύριος σκέπη σοι ἐπὶ χεῖρα δεξιάν σου·
Ψαλ. 120,5 Τουναντίον, ο Κυριος θα σε περιφρουρήση ασφαλή, ω
λαέ του Ισραήλ. Ο Κυριος θα είναι ο παντοδύναμος σκεπαστής και υπερασπιστής
σου, ο οποίος θα ίσταται συμπαραστάτης σου εκ δεξιών σου.
Ψαλ. 120,6 ἡμέρας ὁ
ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν
νύκτα.
Ψαλ. 120,6 Τοτε κατά την ημέραν ο ήλιος δεν θα σε καυματίση,
ούτε η σελήνη θα σε βλάψη κατά την νύκτα.
Ψαλ. 120,7 Κύριος φυλάξει σε ἀπὸ
παντὸς κακοῦ, φυλάξει τὴν ψυχήν σου ὁ Κύριος.
Ψαλ. 120,7 Ο Κυριος θα σε προφυλάξη από κάθε κακόν. Θα φυλάξη
την ζωήν σου ο Κυριος.
Ψαλ. 120,8 Κύριος φυλάξει τὴν
εἴσοδόν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου ἀπὸ
τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 120,8 Ο Κυριος θα φυλάξη την είσοδόν σου και την έξοδόν
σου από το σπίτι σου· γενικώς την πορείαν της ζωής σου και στο παρόν και στο
μέλλον.
|
ΨΑΛΜΟΣ 121- ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 121,1 Εὐφράνθην
ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι· εἰς οἶκον
Κυρίου πορευσόμεθα.
Ψαλ. 121,1 Εσκίρτησα από χαράν και αγαλλίασιν, όταν, ενώ ευρισκόμην
εις ξένην χώραν, μερικοί προσκυνηταί μου είπαν· Θα πορευθώμεν τώρα στον ναόν
του Κυρίου.
Ψαλ. 121,2 ἑστῶτες
ἦσαν οἱ πόδες ἡμῶν ἐν ταῖς
αὐλαῖς σου, Ἱερουσαλήμ.
Ψαλ. 121,2 Και ιδού, τα πόδια μας τώρα ίστανται εις τας αυλάς
σου, ω Ιερουσαλήμ.
Ψαλ. 121,3 Ἱερουσαλὴμ
οἰκοδομουμένη ὡς πόλις, ἧς ἡ μετοχὴ
αὐτῆς ἐπὶ τὸ αὐτό.
Ψαλ. 121,3 Η Ιερουσαλήμ, η οποία έχει οικοδομηθή ως
πολυάνθρωπος, μεγάλη και λαμπρά πόλις, της οποίας τα κτίρια συνέχονται το ένα
με το άλλο, ώστε να μη είναι αραιοκατωκημένη.
Ψαλ. 121,4 ἐκεῖ
γὰρ ἀνέβησαν αἱ φυλαί, φυλαὶ Κυρίου, μαρτύριον
τῷ Ἰσραήλ, τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματι
Κυρίου·
Ψαλ. 121,4 Περισσότερον όμως ποθητή και αγαπητή είναι, διότι
εκεί ανέρχονται αι διάφοροι φυλαί, αι φυλαί του λαού του Θεού, σύμφωνα προς
την εντολήν του Κυρίου, δια να υμνήσουν και δοξολογήσουν το πάντιμον όνομά
του Κυρίου.
Ψαλ. 121,5 ὅτι
ἐκεῖ ἐκάθισαν θρόνοι εἰς κρίσιν, θρόνοι
ἐπὶ οἶκον Δαυΐδ.
Ψαλ. 121,5 Ηυφράνθη η Ιερουσαλήμ, διότι εκεί εστήνοντο θρόνοι
δικαστικοί, θρόνοι δια την βασιλεύουσαν οικογένειαν του Δαυίδ.
Ψαλ. 121,6 ἐρωτήσατε
δὴ τὰ εἰς εἰρήνην τὴν Ἱερουσαλήμ,
καὶ εὐθηνία τοῖς ἀγαπῶσί σε·
Ψαλ. 121,6 Ω σεις οι προσκυνηταί, παρακαλέσατε τον Κυριον δια
την ασφάλειαν, την ειρήνην και την ευημερίαν της Ιερουσαλήμ. Ω Ιερουσαλήμ!
Ευτυχία ας υπάρχη πάντοτε εις εκείνους, οι οποίοι σε αγαπούν.
Ψαλ. 121,7 γενέσθω δὴ
εἰρήνη ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ εὐθηνία ἐν
ταῖς πυργοβάρεσί σου.
Ψαλ. 121,7 Ειρήνη ας βασιλεύς μέσα εις τα τείχη σου, τα οποία
αποτελούν την δύναμιν, που σε περιφρουρεί. Αφθονία και ασφάλεια ας υπάρχη
στους πύργους των θησαυρών σου και τους προμαχώνας σου.
Ψαλ. 121,8 ἕνεκα τῶν
ἀδελφῶν μου καὶ τῶν πλησίον μου, ἐλάλουν
δὴ εἰρήνην περὶ σοῦ·
Ψαλ. 121,8 Χαριν των αδελφών μου και των φίλων μου, που
κατοικούν εις σέ, εύχομαι πάντοτε ειρήνην και ευημερίαν δια σέ.
Ψαλ. 121,9 ἕνεκα τοῦ
οἴκου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐξεζήτησα
ἀγαθά σοι.
Ψαλ. 121,9 Χαριν του ναού Κυρίου του Θεού μας εζήτησα και ζητώ
με θερμήν προσευχήν αγαθά δια σέ, ω Ιερουσαλήμ.
|
ΨΑΛΜΟΣ 122- Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΤΑΠΕΙΝΟΜΕΝΩΝ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 122,1 Πρὸς σὲ
ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν
τῷ οὐρανῷ.
Ψαλ. 122,1 Προς σε και μόνον έχω υψωμένα τα μάτια μου, Κυριε,
ο οποίος κατοικείς στον ουρανόν.
Ψαλ. 122,2 ἰδοὺ
ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων
αὐτῶν, ὡς ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς
χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς, οὕτως οἱ
ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν
ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι
ἡμᾶς.
Ψαλ. 122,2 Ιδού, όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα εις
τα χέρια των κυρίων των, και οι οφθαλμοί της δούλης εις τα χέρια της κυρίας
της, περιμένοντες από εκείνους αγαθά, έτσι και τα μάτια μας στρέφονται προς
Κυριον, τον Θεόν μας και τον παρακαλούν, μέχρις ότου πλούσιον εκδηλώση προς
ημάς το έλεός του.
Ψαλ. 122,3 ἐλέησον
ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι
ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως,
Ψαλ. 122,3 Ελέησέ μας, Κυριε, ελέησέ μας, διότι επί μακρόν
χρόνον εγεμίσαμεν από καταφρόνησιν και εξουθένωσιν.
Ψαλ. 122,4 ἐπὶ
πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν. Τὸ
ὄνειδος τοῖς εὐθηνοῦσι, καὶ ἡ
ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις.
Ψαλ. 122,4 Εγέμισε με το παραπάνω η ψυχή μας. Είθε η καταισχύνη
να έλθη εναντίον των πλουσίων και αλαζονικών τυράννων μας, ο εξευτελισμός και
η εξουθένωσις εναντίον των υπερηφάνων, οι οποίοι μας κατατυραννούν.
|
ΨΑΛΜΟΣ 123- ΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 123,1 Εἰ μὴ
ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν, εἰπάτω δὴ
Ἰσραήλ·
Ψαλ. 123,1 Εάν ο Κυριος δεν ήτο μαζή μας, βοηθός και
υπερασπιστής μας, ας το ομολογήση λοιπόν όλος ο ισραηλιτικός λαός,
Ψαλ. 123,2 εἰ μὴ
ὅτι Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν ἐν τῷ
ἐπαναστῆναι ἀνθρώπους ἐφ᾿ ἡμᾶς,
Ψαλ. 123,2 εάν ο Κυριος δεν ευρίσκετο μαζή μας, όταν οι εχθροί
μας πάνοπλοι και ισχυροί εξηγέρθησαν εναντίον μας,
Ψαλ. 123,3 ἄρα ζῶντας
ἂν κατέπιον ἡμᾶς ἐν τῷ ὀργισθῆναι
τὸν θυμὸν αὐτῶν ἐφ᾿
ἡμᾶς·
Ψαλ. 123,3 ασφαλώς και βεβαίως ζωντανούς θα μας κστέπιναν, όταν
η οργή των είχεν ανάψει εναντίον μας.
Ψαλ. 123,4 ἄρα τὸ
ὕδωρ ἂν κατεπόντισεν ἡμᾶς, χείμαῤῥον
διῆλθεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν·
Ψαλ. 123,4 Το ορμητικόν ρεύμα του μίσους και της κακίας των θα
μας κατεπόντιζε και θα μας κατέπνιγε. Ποταμόν ορμητικόν από εκείνους, που
σχηματίζονται τον χειμώνα, θα διήρχετο η ψυχή μας.
Ψαλ. 123,5 ἄρα διῆλθεν
ἡ ψυχὴ ἡμῶν τὸ ὕδωρ τὸ
ἀνυπόστατον.
Ψαλ. 123,5 Ασφαλώς θα διήρχετο η ψυχά μας βαθύτατον ύδωρ, όπου
πυθμήν δεν υπάρχει, και θα κατεποντίζετο.
Ψαλ. 123,6 εὐλογητὸς
Κύριος, ὃς οὐκ ἔδωκεν ἡμᾶς εἰς θήραν
τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν.
Ψαλ. 123,6 Ας είναι όμως ευλογημένον και δοξασμένον το όνομά
του Κυρίου, ο οποίος δεν μας αφήκε να γίνωμεν θήραμα και τροφή στους οδόντας
των αγρίων αυτών θηρίων, των εχθρών μας.
Ψαλ. 123,7 ἡ ψυχὴ
ἡμῶν ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ
τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων· ἡ παγὶς συνετρίβη,
καὶ ἡμεῖς ἐῤῥύσθημεν.
Ψαλ. 123,7 Η ζωη μας εγλύτωσεν από τα χέρια των, όπως το
στρουθίον διαφεύγει την παγίδα των κυνηγών. Η παγίς των εχθρών μας συνετρίβη
και ημείς διεσώθημεν.
Ψαλ. 123,8 ἡ βοήθεια ἡμῶν
ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Ψαλ. 123,8 Η βοήθεια και η σωτηρία μας οφείλεται στον
παντοδύναμον Κυριον μας, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.
|
ΨΑΛΜΟΣ 124- ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ
ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 124,1 Οἱ πεποιθότες
ἐπὶ Κύριον ὡς ὄρος Σιών· οὐ σαλευθήσεται
εἰς τὸν αἰῶνα ὁ κατοικῶν
Ἱερουσαλήμ.
Ψαλ. 124,1 Αυτοί που έχουν στηρίξει την πεποίθησιν των εις τον
Κύριον, ομοιάζουν προς το ακλόνητον όρος της Σιών, διότι όπως εκείνο, έτσι
και ο κάθε κάτοικος της Ιερουσαλημ, που πιστεύει εις τον Θεο, ποτέ δεν θα
κλονισθή.
Ψαλ. 124,2 ὄρη κύκλῳ
αὐτῆς, καὶ ὁ Κύριος κύκλῳ τοῦ λαοῦ
αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως
τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 124,2 Όπως γύρω από την Ιερουσαλήμ υπάρχουν λόφοι, οι
οποίοι την προασπίζουν από τας επιδρομάς των εχθρών, έτσι και ο Κύριος ως
ακατανόκητον όπλον ευρίσκεται γύρω από τον λαόν του, προστατεύων αυτόν εις
τους αιώνας των αιώνων.
Ψαλ. 124,3 ὅτι οὐκ
ἀφήσει Κύριος τὴν ῥάβδον τῶν ἁμαρτωλῶν
ἐπὶ τὸν κλῆρον τῶν δικαίων, ὅπως ἂν
μὴ ἐκτείνωσιν οἱ δίκαιοι ἐν ἀνομίαις
χεῖρας αὐτῶν.
Ψαλ. 124,3 Δεν θα επιτρέψη ο Κύριος να πίπτη βασανιστική και
τυραννική η ράβδος και η εξουσία των αμαρτωλών εναντίον της κληρονομίας των
δικαίων Ισραηλιτών. Και τούτο, δια να μη σκανδαλισθούν οι δίκαιοι από τον
θρίαμβον του κακού και απλώσουν και αυτοί τα χέρια των εις έργα παρανομίας.
Ψαλ. 124,4 ἀγάθυνον, Κύριε,
τοῖς ἀγαθοῖς καὶ τοῖς εὐθέσι τῇ
καρδίᾳ·
Ψαλ. 124,4 Δείξε και στείλε, Κύριε, τα αγαθά σου εις τους
αγαθούς ανθρώπους, εις αυτούς που έχουν ειλικρινή και άδολον την καρδίαν.
Ψαλ. 124,5 τοὺς δὲ
ἐκκλίνοντας εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος
μετὰ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν εἰρήνη
ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ.
Ψαλ. 124,5 Αυτούς όμως, οι οποίοι παρεκκλίνουν εις τους
διεστραμμένους δρόμους της πονηρίας, θα εξολοθρεύση ο Κύριος, μαζή με τους
εργαζομένους την ανομίαν. Είθε να βασιλεύη η ειρ'ηνη εις τον λαόν του Ισραήλ.
|
ΨΑΛΜΟΣ 125- ΟΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ ΤΟΥΣ
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΒΥΛΩΝΑ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 125,1 Ἐν τῷ
ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν Σιὼν
ἐγενήθημεν ὡσεὶ παρακεκλημένοι.
Ψαλ. 125,1 Οταν ο δίκαιος και παντοδύναμος Κυριος επανέφερεν
ημάς τους αιχμαλώτους από την Βαβυλώνα και αποκατέστησεν εις την πατρίδα μας,
ησθάνθημεν μεγάλην παρηγορίαν και χαράν.
Ψαλ. 125,2 τότε ἐπλήσθη
χαρᾶς τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα
ἡμῶν ἀγαλλιάσεως. τότε ἐροῦσιν ἐν
τοῖς ἔθνεσιν· ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι
μετ᾿ αὐτῶν.
Ψαλ. 125,2 Τοτε εγέμισε το στόμα μας από ενθουσιώδεις
αναφωνήσεις χαράς και η γλώσσα μας από λόγια αγαλλιάσεως. Τοτε και αυτοί
ακόμη οι ειδωλολατρικοί, λαοί έλεγαν· Ο Κυριος έκαμε μεγάλα έργα προς χάριν
των Ισραηλιτών.
Ψαλ. 125,3 ἐμεγάλυνε Κύριος
τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν, ἐγενήθημεν
εὐφραινόμενοι.
Ψαλ. 125,3 Πράγματι μεγάλα και θαυμαστά έργα υπέρ ημών έκαμεν ο
Κυριος. Δι' αυτό και ημείς εγεμίσαμεν από χαράν και αγαλλίασιν.
Ψαλ. 125,4 ἐπίστρεψον,
Κύριε, τὴν αἰχμαλωσίαν ἡμῶν ὡς
χειμάῤῥους ἐν τῷ νότῳ.
Ψαλ. 125,4 Επανάφερε όμως, Κυριε, και τους υπολειφθέντας
αιχμαλώτους Ιουδαίους, πολυαρίθμους, σαν χειμάρρους, οι οποίοι κατά τον
χειμώνα γεμίζουν νερά και ορμητικοί χύνονται προς νότον.
Ψαλ. 125,5 οἱ σπείροντες
ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι.
Ψαλ. 125,5 Οσοι με δάκρυα απελπισίας εξ αιτίας της ξηρασίας
σπείρουν τους αγρούς των, όταν πέσουν αι βροχαί και καρποφορήσουν οι αγροί
των, θα θερίσουν σκιρτώντες από αγαλλίασιν.
Ψαλ. 125,6 πορευόμενοι ἐπορεύοντο
καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν·
ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει
αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν.
Ψαλ. 125,6 Οι γεωργοί μεταβαίνοντες στους αγρούς των ρίπτουν
τους σπόρους με δάκρυα, διότι δεν γνωρίζουν, αν και τι θα θερίσουν. Κατά τον
θερισμόν όμως επανέρχονται από τους αγρούς με αγαλλίασιν φέροντες στους ώμους
των τα δεμάτια από τα μεστωμένα στάχυα. Ετσι και ημείς πονεμένοι και
κλαίοντες εβαδίζαμεν προς την εξορίαν της Βαβυλώνος. Χαίροντες δε και
αγαλλόμενοι επανήλθομεν με την βοήθειάν σου εις την πατρίδα μας.
|
ΨΑΛΜΟΣ 126- ΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΕΙ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 126,1 Ἐὰν
μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην
ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν
μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ
φυλάσσων.
Ψαλ. 126,1 Εάν ο ίδιος ο Κυριος δεν οικοδομήση και δεν
ευδοκήση εις την ανοικοδόμησιν ενός οίκου, ματαίως εκοπίασαν οι οικοδομούντες
αυτόν. Εάν ο ίδιος ο Κυριος δεν φυλάξη μίαν πόλιν, ματαίως ηγρύπνησαν οι
φρουροί της.
Ψαλ. 126,2 εἰς μάτην
ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν, ἐγείρεσθαι μετὰ
τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης,
ὅταν δῷ τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ
ὕπνον.
Ψαλ. 126,2 Εάν δεν έχετε δοηθόν τον Θεόν, ματαίως εξυπνάτε από
τον βαθύν όρθρον, δια να μεταβήτε εις τας εργασίας σας. Ματαίως, μόλις
σηκωθήτε από την κλίνην σας η από την τράπεζαν του φαγητού, σπεύδετε προς την
εργασίαν σας· και έτσι τρώγετε τον άρτον σας με πολύν κόπον και πόνον εις
στιγμήν, κατά την οποίαν ο Κυριος δίδει στους αγαπητούς του πιστούς ανθρώπους
ήρεμον ύπνον·
Ψαλ. 126,3 ἰδοὺ
ἡ κληρονομία Κυρίου υἱοί, ὁ μισθὸς τοῦ
καρποῦ τῆς γαστρός.
Ψαλ. 126,3 ιδού ποιά είναι η πολύτιμος δωρεά του Κυρίου, που
δίδεται από αυτόν στους αγαπητούς του. Είναι τα παιδιά, οι απόγονοι. Ο μισθός
και η αμοιβή των δικαίων είναι τα τέκνα, καρπός της μητρικής γαστρός.
Ψαλ. 126,4 ὡσεὶ βέλη
ἐν χειρὶ δυνατοῦ, οὕτως οἱ υἱοὶ
τῶν ἐκτετιναγμένων.
Ψαλ. 126,4 Ωσάν βέλη εις τα χέρια ικανού και εμπείρου
πολεμιστού ομοιάζουν τα παιδιά των παραμερισμένων από τους ανθρώπους, αλλά
πιστών στον Θεόν γονέων. 5 Μακάριος
είναι ο γονεύς εκείνος, ο οποίος θα αποκτήση δια των παιδιών του ο,τι
επιθυμεί. Δεν θα εντροπιασθούν οι γονείς αυτοί των πολλών παιδιών, όταν
συζητούν με τους εχθρούς των εις τας πύλας της πόλεως.
Ψαλ. 126,5 μακάριος ὃς
πληρώσει τὴν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ ἐξ
αὐτῶν· οὐ καταισχυνθήσονται, ὅταν λαλῶσι
τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν ἐν πύλαις.
|
ΨΑΛΜΟΣ 127- ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΚΑΙ
ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 127,1 Μακάριοι πάντες οἱ
φοβούμενοι τὸν Κύριον, οἱ πορευόμενοι ἐν ταῖς
ὁδοῖς αὐτοῦ.
Ψαλ. 127,1 Τρισευτυχισμένοι είναι όλοι όσοι φοβούνται και ευλαβούνται
τον Κυριον, οι οποίοι πορεύονται και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τας εντολάς
του.
Ψαλ. 127,2 τοὺς πόνους
τῶν καρπῶν σου φάγεσαι· μακάριος εἶ, καὶ
καλῶς σοι ἔσται.
Ψαλ. 127,2 Συ, που ευλαβείσαι τον Κυριον, θα τρώγης τους κόπους
των χειρών σου, και όχι οι ξένοι και οι εχθροί σου. Είσαι καλότυχος και
ευτυχισμένος, και όλα τα ζητήματά σου θα πάνε καλά.
Ψαλ. 127,3 ἡ γυνή σου
ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι
τῆς οἰκίας σου· οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα
ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου.
Ψαλ. 127,3 Η γυναίκα σου, μέσα εις τα δωμάτια του σπιτιού σου,
θα είναι ωσάν την κληματαριά της αυλής σου, την γεμάτην καρπούς. Τα παιδιά
σου θα παρακάθηνται ολόγυρα από την τράπεζάν σου, σαν νεόφυτα δένδρύλλια
ελαιών.
Ψαλ. 127,4 ἰδοὺ
οὕτως εὐλογηθήσεται ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν
Κύριον.
Ψαλ. 127,4 Ιδού, έτσι θα ευλογηθή κάθε άνθρωπος, ο οποίος
φοβείται και ευλαδείται τον Κυριον.
Ψαλ. 127,5 εὐλογήσαι σε
Κύριος ἐκ Σιών, καὶ ἴδοις τὰ ἀγαθὰ
Ἱερουσαλὴμ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου·
Ψαλ. 127,5 Είθε, λοιπόν, σε τον φοβούμενον αυτόν, να σε
ευλογήση ο Κυριος από την αγίαν Σιών, όπου ο ιερός ναός του, να ίδης και να
απολαύσης τα αγαθά της Ιερουσαλήμ όλας τας ημέρας της ζωής σου.
Ψαλ. 127,6 καὶ ἴδοις
υἱοὺς τῶν υἱῶν σου. εἰρήνη
ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ.
Ψαλ. 127,6 Είθε να ίδης τέκνα των τέκνων σου. Είθε η ειρήνη του
Θεού να βασιλεύη εις ολόκληρον τον ισραηλιτικόν λαόν.
|
ΨΑΛΜΟΣ 128- Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ
ΑΣΕΒΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 128,1 Πλεονάκις ἐπολέμησάν
με ἐκ νεότητός μου, εἰπάτω δὴ Ἰσραήλ·
Ψαλ. 128,1 Πολλές φορές και από πολύν καιρόν, όταν ακόμη ως
νεαρόν έθνος ηρχίσαμεν την ζωήν μας εις την Αίγιπτον, μας επολέμησαν οι
εχθροί μας. Ας το διακηρύξη αυτό ο ισραηλιτικός λαός.
Ψαλ. 128,2 πλεονάκις ἐπολέμησάν
με ἐκ νεότητός μου, καὶ γὰρ οὐκ ἠδυνήθησάν μοι.
Ψαλ. 128,2 Πολλές φορές μας επολέμησαν οι εχθροί μας από την
αρχήν της εθνικής μας ζωής και όμως δεν κατόρθωσαν να μας επιβληθούν και να
μας εξοντώσουν.
Ψαλ. 128,3 ἐπὶ
τὸν νῶτόν μου ἐτέκταινον οἱ ἁμαρτωλοί,
ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν.
Ψαλ. 128,3 Καθήσαντες τυραννικά επάνω μας, εσφυροκοπούσαν εις
την ράχιν μας οι ασεβείς ειδωλολατρικοί λαοί και επί πολύν χρόνον επεξέτεινον
την παράνομον αυτήν συμπεριφοράν.
Ψαλ. 128,4 Κύριος δίκαιος
συνέκοψεν αὐχένας ἁμαρτωλῶν.
Ψαλ. 128,4 Αλλ' ο δίκαιος Κυριος κατέκοψε και εταπείνωσε τους
αυχένας των αλαζονικών αμαρτωλών αυτών τυράννων μας.
Ψαλ. 128,5 αἰσχυνθήτωσαν
καὶ ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω πάντες οἱ
μισοῦντες Σιών.
Ψαλ. 128,5 Ας κατεντροπιασθούν και ας στραφούν εντροπιασμένοι
προς τα οπίσω όλοι εκείνοι, οι οποίοι μισούν την αγίαν Σιών, την Ιερουσαλήμ.
Ψαλ. 128,6 γενηθήτωσαν ὡσεὶ
χόρτος δωμάτων, ὃς πρὸ τοῦ ἐκσπασθῆναι
ἐξηράνθη·
Ψαλ. 128,6 Ας γίνουν όλοι αυτοί ωσάν το χορτάρι, που φυτρώνει
επάνω εις τα λιακωτά, και το οποίον, πριν κανείς το εκριζώση, ξηραίνεται μόνον
του.
Ψαλ. 128,7 οὗ οὐκ
ἐπλήρωσε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὁ θερίζων
καὶ τὸν κόλπον αὐτοῦ ὁ τὰ δράγματα
συλλέγων,
Ψαλ. 128,7 Από αυτό το χορτάρι δεν ημπορεί ποτέ να γεμίση τα
χέρια του ο θεριστής, ο οποίος θερίζει τα στάχυα, ούτε βέβαια και την
αγκαλιάν του ο εργάτης, ο οποίος μαζεύει και δένει εις δεμάτια τα στάχυα.
Ψαλ. 128,8 καὶ οὐκ
εἶπαν οἱ παράγοντες· εὐλογία Κυρίου ἐφ᾿
ὑμᾶς, εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐν ὀνόματι
Κυρίου.
Ψαλ. 128,8 Ούτε οι διαβάται θα είπουν προς εκείνους οι οποίοι,
τυχόν, θα εμάζευαν τα χορταράκια αυτά· η ευλογία και η ειρήνη του Θεού να
είναι μαζή σας· ούτε και εκείνοι, φυσικά, θα απαντήσουν προς τους διαβάτας· Η
ευλογία του Θεού μαζή σας. Εν ονόματι του Κυρίου σας ευλογούμεν και ημείς.
|
ΨΑΛΜΟΣ 129- ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ ΣΕ
ΦΩΝΑΞΑ, ΚΥΡΙΕ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 129,1 Ἐκ βαθέων
ἐκέκραξά σοι, Κύριε·
Ψαλ. 129,1 Από τα βάθη της ψυχής μου, εις δυστυχίαν
ευρισκόμενος, Εκραξα, Κυριε, προς σέ.
Ψαλ. 129,2 Κύριε, εἰσάκουσον
τῆς φωνῆς μου· γενηθήτω τὰ ὦτά σου προσέχοντα
εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
Ψαλ. 129,2 Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την δέησίν μου. Ας
γίνουν προσεκτικά τα αυτιά σου εις τα λόγια της δεήσεώς μου.
Ψαλ. 129,3 ἐὰν
ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε Κύριε, τίς ὑποστήσεται;
Ψαλ. 129,3 Κυριε, Κυριε, εάν παρατηρήσης και εξετάσης τας αμαρτίας
μας, ποιός είναι δυνατόν να ανθέξη στο ερευνητικόν βλέμμα σου και την δικαίαν
καταδικαστικήν απόφασίν σου;
Ψαλ. 129,4 ὅτι παρὰ
σοὶ ὁ ἱλασμός ἐστιν.
Ψαλ. 129,4 Παίρνω όμως θάρρος, διότι γνωρίζω ότι εις σε υπάρχει
το έλεος και η συγχώρησις.
Ψαλ. 129,5 ἕνεκεν τοῦ
ὀνόματός σου ὑπέμεινά σε, Κύριε, ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου
εἰς τὸν λόγον σου.
Ψαλ. 129,5 Δια το όνομά σου, Κυριε, το οποίον υπενθυμίζει
αγαθότητα και φιλανθρωπίαν, με πολλήν την υπομονήν και εγκαρτέρησιν ήλπισα
εις σέ. Η ψυχή μου, με ακλόνητον πεποίθησιν εις την φιλαλήθειαν των
υποσχέσεών σου, υπομένει και περιμένει την βοήθείαν σου.
Ψαλ. 129,6 ἤλπισεν ἡ
ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον απὸ φυλακῆς πρωΐας
μέχρι νυκτός· ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας ἐλπισάτω
Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον.
Ψαλ. 129,6 Η ψυχή μου ήλπισε και ελπίζει στον Κυριον, από
βαθέος όρθρου μέχρι της προχωρημένης νυκτός. Εις τον Κυριον όλος ο
ισραηλιτικός λαός ας ελπίζη από βαθείας πρωΐας μέχρι προχωρημένης νυκτός.
Ψαλ. 129,7 ὅτι παρὰ
τῷ Κυρίῳ τὸ ἔλεος καὶ πολλὴ παρ᾿
αὐτῷ λύτρωσις,
Ψαλ. 129,7 Διότι στον Κυριον υπάρχει το έλεος. Εις αυτόν
υπάρχει ανεξάντλητος και από αυτόν χορηγείται πλουσία η βοήθεια προς
σωτηρίαν.
Ψαλ. 129,8 καὶ
αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραὴλ ἐκ
πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ.
Ψαλ. 129,8 Και αυτός θα απαλλάξη τον ισραηλιτικόν λαόν από όλας
τας αμαρτίας του.
|
ΨΑΛΜΟΣ 130- ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΥΨΩΘΗΚΕ ΑΠΟ
ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΡΣΗ Η
ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 130,1 Κύριε, οὐχ
ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ ἐμετεωρίσθησαν
οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην ἐν
μεγάλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις ὑπὲρ ἐμέ.
Ψαλ. 130,1 Κυριε, δεν υψώθηκε από κενοδοξίαν και υπερηφάνειαν
η καρδία μου, ούτε και εσήκωσα τα μάτια μου με έπαρσιν απέναντι των άλλων.
Δεν επεδίωξα δία λόγους φιλοδοξίας μεγαλεία, ούτε επεχείρησα πράγματα, που
υπερβαίνουν την δύναμίν μου και την αξίαν μου, με σκοπόν να προκαλέσω τον
θαυμασμόν.
Ψαλ. 130,2 εἰ μὴ
ἐταπεινοφρόνουν, ἀλλὰ ὕψωσα τὴν ψυχήν μου
ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα
αὐτοῦ, ὡς ἀνταποδώσεις ἐπὶ τὴν
ψυχήν μου.
Ψαλ. 130,2 Εάν δεν εζούσα και δεν εφερόμην με ταπεινοφροσύνην,
εάν δεν έχω εξαρτήσει όλην μου την ύπαρξιν από σε και προς σε δεν έχω υψωμένα
τα βλέμματά μου, όπως το απογαλακτισμένον βρέφος προς την μητέρα του, έτσι ας
ανταποδώσης εις την ψυχήν μου, τιμωρίαν μεν εάν εφέρθην με υπερηφάνειαν,
αμοιβήν δε εάν έζησα με ταπεινοφροσύνην.
Ψαλ. 130,3 ἐλπισάτω
Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον, ἀπὸ
τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 130,3 Ολος ο Ισραηλιτικός λαός ας έχη στηριγμένας τας
ελπίδας του προς τον Κυριον από τώρα και στον αιώνα του αιώνος.
|
ΨΑΛΜΟΣ 131- Η ΣΙΩΝ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 131,1 Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ
Δαυΐδ καὶ πάσης τῆς πρᾳότητος αὐτοῦ,
Ψαλ. 131,1 Ενθυμήσου, Κυριε, τον Δαυίδ και όλην αυτού την
ανεξικακίαν, την μάκροθυμίαν και την ταπεινοφροσύνην, δια των οποίων
ευηρέστησεν εις σέ.
Ψαλ. 131,2 ὡς ὤμοσε
τῷ Κυρίῳ, ηὔξατο τῷ Θεῷ Ἰακώβ·
Ψαλ. 131,2 Ενθυμήσου ότι ένορκον έδωκεν υπόσχεσιν εις σε τον
Κυριον, έκαμε τάξιμον εις σε τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού.
Ψαλ. 131,3 εἰ
εἰσελεύσομαι εἰς σκήνωμα οἴκου μου, εἰ
ἀναβήσομαι ἐπὶ κλίνης στρωμνῆς μου,
Ψαλ. 131,3 Είπε· Δεν θα εισέλθω εις την σκηνήν που κατοικώ,
ούτε θα ανεβώ στο στρωμένο κρεββάτι μου,
Ψαλ. 131,4 εἰ δώσω
ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ τοῖς
βλεφάροις μου νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις
μου,
Ψαλ. 131,4 ούτε θα παραδώσω τα μάτια μου στον ύπνον και τα
βλέφαρά μου στον νυσταγμόν· δεν θα δώσω ανάπαυσιν στους κροτάφους μου,
Ψαλ. 131,5 ἕως οὗ
εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ
Ἰακώβ.
Ψαλ. 131,5 μέχρις ότου εύρω κατάλληλον τόπον δια τον Κυριον,
δια την κατοικίαν του Θεού του Ιακώβ.
Ψαλ. 131,6 ἰδοὺ
ἠκούσαμεν αὐτὴν ἐν Ἐφραθᾷ, εὕρομεν
αὐτὴν ἐν τοῖς πεδίοις τοῦ δρυμοῦ·
Ψαλ. 131,6 Αυτά είπεν εκείνος, ημείς δε το έθνος του Ισραήλ,
ιδού ηκούσαμεν ότι η Κιβωτός της Διαθήκης ευρίσκετο εις Εφραθά, την ευρήκαμεν
εις τας δασώδεις περιοχάς της Καριαθιαρείμ.
Ψαλ. 131,7 εἰσελευσόμεθα
εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ, προσκυνήσομεν εἰς
τὸν τόπον, οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ.
Ψαλ. 131,7 Τωρα όμως θα εισέλθωμεν εις την Ιερουσαλήμ, εις τα
σκηνώματα του Θεού. Θα προσκυνήσωμεν στον τόπον, όπου εστάθησαν οι πόδες του,
όπου υπάρχει η ιερά Κιβωτός της Διαθήκης.
Ψαλ. 131,8 ἀνάστηθι, Κύριε,
εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, σὺ καὶ ἡ
κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός σου·
Ψαλ. 131,8 Σηκω, λοιπόν, Κυριε, και αναπαύσου μονίμως πλέον
στον λαόν σου· συ και η ιερά Κιβωτός σου, η οποία έως τώρα περιεπλανάτο από
τόπου εις τόπον.
Ψαλ. 131,9 οἱ
ἱερεῖς σου ἐνδύσονται δικαιοσύνην, καὶ οἱ
ὅσιοί σου ἀγαλλιάσονται.
Ψαλ. 131,9 Οι ιερείς σου ως ένδυμά των θα έχουν την
δικαιοσύνην και οι άλλοι, οι αφωσιωμένοι εις σε 'Ισραηλιται, θα σκιρτούν από
αγαλλίασιν και χαράν.
Ψαλ. 131,10 ἕνεκεν Δαυΐδ
τοῦ δούλου σου μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπον
τοῦ χριστοῦ σου.
Ψαλ. 131,10 Χαριν του πιστού δούλου σου Δαυίδ μη αποκρούσης και
μη αποστροφής το πρόσωπον του εκάστοτε χρισμένου από σε βασιλέως του Ισραήλ.
Ψαλ. 131,11 ὤμοσε Κύριος τῷ
Δαυΐδ ἀλήθειαν καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει
αὐτήν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι
ἐπὶ τοῦ θρόνου σου·
Ψαλ. 131,11 Ενορκον και αμετάθετον υπόσχεσιν έδωκεν ο Κυριος
στον Δαυίδ και δεν θα την παραβή. Από τους απογόνους σου είπε, θα αναβιβάζω
διαδόχους στον θρόνον σου.
Ψαλ. 131,12 ἐὰν
φυλάξωνται οἱ υἱοί σου τὴν διαθήκην μου καὶ τὰ
μαρτύριά μου ταῦτα, ἃ διδάξω αὐτούς, καὶ οἱ
υἱοὶ αὐτῶν ἕως τοῦ αἰῶνος
καθιοῦνται ἐπὶ τοῦ θρόνου σου.
Ψαλ. 131,12 Εάν δε οι απόγονοί σου τηρήσουν την διαθήκην μου, τας
σαφείς και ρητάς εντολάς, τας οποίας εγώ θα διδάξω εις αυτούς, τότε αυτοί και
οι απόγονοί των θα καθήσουν αιωνίως επί του βασιλικού θρόνου σου.
Ψαλ. 131,13 ὅτι
ἐξελέξατο Κύριος τὴν Σιών, ᾑρετίσατο αὐτὴν
εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ·
Ψαλ. 131,13 Αυτά είπεν ο Κυριος, διότι εξέλεξε δια τον εαυτόν του
και ηγάπησε την Σων ως μόνιμον κατοικίαν του και διεκήρυξε ρητώς·
Ψαλ. 131,14 αὕτη ἡ
κατάπαυσίς μου εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ᾧδε
κατοικήσω, ὅτι ᾑρετισάμην αὐτήν·
Ψαλ. 131,14 Αυτή η Ιερουσαλήμ είναι η μόνιμος κατοικία μου εις
αιώνας αιώνων. Εδώ θα κατοικήσω, διότι αυτήν εγώ εξέλεξα και επροτίμησα.
Ψαλ. 131,15 τὴν θύραν
αὐτῆς εὐλογῶν εὐλογήσω, τοὺς
πτωχοὺς αὐτῆς χορτάσω ἄρτων,
Ψαλ. 131,15 Τα προς διατροφήν των κατοίκων της θηράματα και τα
άλλα υλικά αγαθά εγώ θα ευλογήσω πλουσίως. Τους πτωχούς της θα τους χορτάσω
με άρτους και με ποικίλας τροφάς.
Ψαλ. 131,16 τοὺς
ἱερεῖς αὐτῆς ἐνδύσω σωτηρίαν, καὶ
οἱ ὅσιοι αὐτῆς ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.
Ψαλ. 131,16 Τους ιερείς της θα τους ενδύσω με δύναμιν σωτηριώδη, και
οι αφωσιωμένοι εις αυτήν άνθρωποι θα σκιρτούν με χαράν και αγαλλίασιν.
Ψαλ. 131,17 ἐκεῖ
ἐξανατελῶ κέρας τῷ Δαυΐδ, ἡτοίμασα λύχνον τῷ
χριστῷ μου·
Ψαλ. 131,17 Εκεί, εις την Ιερουσαλήμ, θα αναδείξω με λαμπρότητα
την βασιλικήν δύναμιν του Δαυίδ. Εχω δε προετοιμάσει εκεί ως λαμπρότατον
ανέσπερον φως αιώνιον βασιλέα, ένα από τους απογόνους του Δαυίδ, τον Μεσσίαν.
Ψαλ. 131,18 τοὺς
ἐχθροὺς αὐτοῦ ἐνδύσω αἰσχύνην,
ἐπὶ δὲ αὐτὸν ἐξανθήσει τὸ
ἁγίασμά μου.
Ψαλ. 131,18 Τους εχθρούς του χρισθέντος αυτού αιωνίου βασιλέως,
θα τους περιβάλω με καταισχύνην. Εις αυτόν δε τον ίδιον θα ανθή και θα
ευωδιάζη το αγίασμά μου.
|
ΨΑΛΜΟΣ 132- ΠΟΣΟ ΩΡΑΙΟ ΕΙΝΑΙ Τ' ΑΔΕΡΦΙΑ
ΝΑ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΜΑΖΙ!
|
ᾨδὴ τῶν
ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 132,1 Ἰδοὺ
δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ
κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;
Ψαλ. 132,1 Τι ωραιότερον η τι τερπνότερον υπάρχει, παρά το να
κατοικούν αδελφοί εν αγάπη και ομονοία επί το αυτό;
Ψαλ. 132,2 ὡς μύρον
ἐπὶ κεφαλῆς τὸ καταβαῖνον ἐπὶ
πώγωνα, τὸν πώγωνα τοῦ Ἀαρών, τὸ καταβαῖνον
ἐπὶ τὴν ᾤαν τοῦ ἐνδύματος
αὐτοῦ·
Ψαλ. 132,2 Είναι ωσάν το άγιον ευώδες μύρον, το οποίον εχύθη
τότε εις την κεφαλήν του αρχιερέως Ααρών και καταβαίνει στον πώγωνά του, τον
πώγωνα του Ααρών και φθάνει έως εις τα κράσπεδα του ενδύματός του.
Ψαλ. 132,3 ὡς δρόσος
Ἀερμὼν ἡ καταβαίνουσα ἐπὶ τὰ ὄρη
Σιών· ὅτι ἐκεῖ ἐνετείλατο Κύριος τὴν
εὐλογίαν, ζωὴν ἕως τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 132,3 Είναι ωσάν την δρόσον του όρους Αερμών, η οποία
κατεβαίνει και φθάνει ζωογόνος έως εις τα όρη Σιών. Διότι εκεί, εις την Σιών,
υπεσχέθη ο Θεός την ευλογίαν του, ζωήν παντοτεινήν και ατελείωτον.
|
|