Συνέσεως τῷ Ἀσάφ.
Ψαλ. 77,1 Προσέχετε, λαός μου, τῷ
νόμῳ μου, κλίνατε τὸ οὖς ὑμῶν εἰς
τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου·
Ψαλ. 77,1 ’νθρωποι του ισραηλιτικού λαού μου, προσέχετε εις
την διδασκαλίαν μου, κλίνατε προς εμέ τα αυτιά σας και ακούσατε με προσοχήν
τα λόγια του στόματός μου.
Ψαλ. 77,2 ἀνοίξω ἐν
παραβολαῖς τὸ στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα ἀπ᾿
ἀρχῆς.
Ψαλ. 77,2 Θα αρχίσω με διδακτικάς παραβολικάς ιστορίας,
γεμάτας ιερά διδάγματα. Θα σας διηγηθώ αρχαία γεγονότα με βαθύτατα νοήματα.
Ψαλ. 77,3 ὅσα
ἠκούσαμεν καὶ ἔγνωμεν αὐτὰ καὶ οἱ
πατέρες ἡμῶν διηγήσαντο ἡμῖν,
Ψαλ. 77,3 Αυτά είναι από όσα ηκούσαμεν και εμάθαμεν καλά,
αυτά που οι πατέρες μας έχουν διηγηθή εις ημάς.
Ψαλ. 77,4 οὐκ ἐκρύβη
ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν
ἑτέραν, ἀπαγγέλλοντες τὰς αἰνέσεις Κυρίου καὶ
τὰς δυναστείας αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια
αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε.
Ψαλ. 77,4 Δεν απεκρύβησαν τα μεγάλα αυτά γεγονότα από τα
τέκνα των προγόνων μας, αλλά μετεδόθησαν πιστά από γενεάς εις γενεάν. Με αυτά
εξιστορούνται αι πανένδοξοι πράξστου Κυρίου και τα έργα της καταπληκτικής
δυνάμεως του· τα θαυμαστά του αυτά έργα, τα οποία έκαμε προς χάριν του
ισραηλιτικού λαού.
Ψαλ. 77,5 καὶ
ἀνέστησε μαρτύριον ἐν Ἰακὼβ καὶ νόμον
ἔθετο ἐν Ἰσραήλ, ὅσα ἐνετείλατο τοῖς
πατράσιν ἡμῶν τοῦ γνωρίσαι αὐτὰ τοῖς
υἱοῖς αὐτῶν,
Ψαλ. 77,5 Ανήγειρε και έστησεν ολοφάνερην την μαρτυρίαν του
μεταξύ των απογόνων του Ιακώβ, έθεσε Νομον στους Ισραηλίτας και τους διέταξεν
όσα εκείνος είχε νομοθετήσει στους προγόνους μας να τα καταστήσουν αυτοί
γνωστά εις τα τέκνα των.
Ψαλ. 77,6 ὅπως ἂν
γνῷ γενεὰ ἑτέρα, υἱοὶ οἱ τεχθησόμενοι,
καὶ ἀναστήσονται καὶ ἀπαγγελοῦσιν
αὐτὰ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν·
Ψαλ. 77,6 Δια να τα μάθη η μεταγενεστέρα γενεά, αυτοί οι
οποίοι θα εγεννώντο βραδύτερον. Και αυτοί, όταν θα ανδρωθούν, να τα
αναγγείλουν εις τα παιδιά των και εν συνεχεία να μεταδίδωνται αυτά από γενεάς
εις γενεάν.
Ψαλ. 77,7 ἵνα θῶνται
ἐπὶ τὸν Θεὸν τὴν ἐλπίδα αὐτῶν
καὶ μὴ ἐπιλάθωνται τῶν ἔργων τοῦ
Θεοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ
ἐκζητήσωσιν·
Ψαλ. 77,7 Τούτο δέ, δια να αποθέτουν οι ακούοντες την ελπίδα
των στον Θεόν και να μη λησμονήσουν τα θαυμαστά αυτά έργα του Θεού, αλλά με
πόθον να ζητούν πάντοτε να μανθάνουν και να πράττουν τας εντολάς του,
Ψαλ. 77,8 ἵνα μὴ
γένωνται ὡς οἱ πατέρες αὐτῶν, γενεὰ
σκολιὰ καὶ παραπικραίνουσα, γενεά, ἥτις οὐ κατηύθυνε
τὴν καρδίαν ἑαυτῆς καὶ οὐκ ἐπιστώθη
μετὰ τοῦ Θεοῦ τὸ πνεῦμα αὐτῆς.
Ψαλ. 77,8 ώστε να μη γίνουν οι μεταγενέστεροι, όπως ήσαν οι
πατέρες των, γενεά δηλαδή διεστραμμένη, η οποία ελυπούσε τον Κυριον, γενεά η
οποία δεν εφύλαξεν ευθείαν την καρδίαν της απέναντι του Θεού, και δεν
παρέμεινε πιστόν το πνεύμα της στον Θεόν.
Ψαλ. 77,9 υἱοὶ
Ἐφραὶμ ἐντείνοντες καὶ βάλλοντες τόξοις
ἐστράφησαν ἐν ἡμέρᾳ πολέμου.
Ψαλ. 77,9 Οι άνδρες της φυλής Εφραίμ, αν και ήσαν ισχυροί να
τεντώνουν τα τόξα και να ρίπτουν με επιτυχίαν τα βέλη των, έστρεψαν εν
τούτοις τα νώτα των εν καιρώ πολέμου και ετράπησαν εις φυγήν.
Ψαλ. 77,10 οὐκ
ἐφύλαξαν τὴν διαθήκην τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν
τῷ νόμῳ αὐτοῦ οὐκ ἠβουλήθησαν πορεύεσθαι.
Ψαλ. 77,10 Τούτο δέ, διότι δεν εφύλαξαν την εντολήν του Θεού
και δεν ηθέλησαν να ζήσουν σύμφωνα με τον νόμον αυτού.
Ψαλ. 77,11 καὶ
ἐπελάθοντο τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καὶ
τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἔδειξεν
αὐτοῖς,
Ψαλ. 77,11 Αυτοί ελησμόνησαν τας ευεργεσίας του Θεού και τα
θαυμαστά έργα, τα οποία ολοφάνερα είχε δείξει προς αυτούς ο Κυριος.
Ψαλ. 77,12 ἐναντίον
τῶν πατέρων αὐτῶν ἃ ἐποίησε θαυμάσια ἐν
γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν πεδίῳ Τάνεως.
Ψαλ. 77,12 Τα θαυμαστά έργα, τα οποία έκαμεν ενώπιον των
προγόνων των, εις την Αίγυπτον, εις την πεδιάδα Τανεως.
Ψαλ. 77,13 διέῤῥηξε
θάλασσαν καὶ διήγαγεν αὐτούς, παρέστησεν ὕδατα
ὡσεὶ ἀσκὸν
Ψαλ. 77,13 Διέρρηξε την Ερυθράν Θαλασσαν εις δύο, έστησεν
όρθια τα ύδατα αυτής, ως εάν ήταν κλεισμένα εις ασκούς, και δια μέσου αυτής
ωδήγησεν ασφαλείς τους Ισραηλίτας.
Ψαλ. 77,14 καὶ
ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν νεφέλῃ ἡμέρας
καὶ ὅλην τὴν νύκτα ἐν φωτισμῷ πυρός.
Ψαλ. 77,14 Την ημέραν τους ωδήγησε δια της νεφέλης, καθ' όλην
δε την νύκτα με το φως του πυρίνου στύλου.
Ψαλ. 77,15 διέῤῥηξε
πέτραν ἐν ἐρήμῳ καὶ ἐπότισεν αὐτοὺς
ὡς ἐν ἀβύσσῳ πολλῇ
Ψαλ. 77,15 Διέρρηξε βράχον εις έρημον και άνυδρον τόπον και
τους επότιζεν από πηγήν, που ανέβλυζεν άφθονα ύδατα ωσάν μεγάλης Θαλάσσης.
Ψαλ. 77,16 καὶ
ἐξήγαγεν ὕδωρ ἐκ πέτρας καὶ κατήγαγεν ὡς
ποταμοὺς ὕδατα.
Ψαλ. 77,16 Αυτός έκαμε να αναβλύσουν πλούσια νερά από τον
βράχον και κατέβασε ποτάμια υδάτων από αυτόν.
Ψαλ. 77,17 καὶ προσέθεντο
ἔτι τοῦ ἁμαρτάνειν αὐτῷ, παρεπίκραναν τὸν
Ὕψιστον ἐν ἀνύδρῳ
Ψαλ. 77,17 Εν τούτοις όμως οι Ισραηλίται προσέθεσαν πάλιν νέας
αμαρτίας και επίκραναν τον Υψιστον εις περιοχήν, όπου δεν υπήρχεν ύδωρ.
Ψαλ. 77,18 καὶ
ἐξεπείρασαν τὸν Θεὸν ἐν ταῖς καρδίαις
αὐτῶν, τοῦ αἰτῆσαι βρώματα ταῖς
ψυχαῖς αὐτῶν
Ψαλ. 77,18 Ηθέλησαν να θέσουν εις δοκιμασίαν τον Θεόν και τον
ελύπησαν με τας αμαρτωλάς και λαιμάργους επιθυμίας των καρδιών των, διότι
εζήτησαν φαγητά κατά τας επιθυμίας της καρδίας των.
Ψαλ. 77,19 καὶ κατελάλησαν
τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπαν· μὴ δυνήσεται ὁ
Θεὸς ἑτοιμάσαι τράπεζαν ἐν ἐρήμῳ;
Ψαλ. 77,19 Ωλιγοπίστησαν, κατεφέρθησαν κατά του Θεού και είπαν·
Μηπως τάχα δύναται να ετοιμάση ο Θεός τράπεζαν με φαγητά εις την έρημον;
Ψαλ. 77,20 ἐπεὶ
ἐπάταξε πέτραν καὶ ἐῤῥύησαν ὕδατα
καὶ χείμαῤῥοι κατεκλύσθησαν, μὴ καὶ ἄρτον
δύναται δοῦναι ἢ ἑτοιμάσαι τράπεζαν τῷ λαῷ
αὐτοῦ;
Ψαλ. 77,20 Επειδή, τάχα, εκτύπησε τον βράχον και ανέβλυσαν
ύδατα και χείμαρροι πολλοί, και κατέκλυσαν την περιοχήν, μήπως δύναται να μας
δώση και άρτον η να ετοιμάση τράπεζαν με φαγητά δια τον λαόν του;
Ψαλ. 77,21 διὰ τοῦτο
ἤκουσε Κύριος καὶ ἀνεβάλετο, καὶ πῦρ
ἀνήφθη ἐν Ἰακώβ, καὶ ὀργὴ ἀνέβη
ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ,
Ψαλ. 77,21 Δια τας αναιδείς και ασεβείς αυτάς κατηγορίας, τας
οποίας ήκουσεν ο Κυριος, ανέβαλε την είσοδόν των εις την γην της Επαγγελίας.
Καταστρεπτικόν πυρ ήναψε τότε ανάμεσα στους απογόνους του Ιακώβ και η οργή
του Κυρίου εξέσπασεν επάνω στους Ισραηλίτας.
Ψαλ. 77,22 ὅτι οὐκ
ἐπίστευσαν ἐν τῷ Θεῷ οὐδὲ ἤλπισαν
ἐπὶ τὸ σωτήριον αὐτοῦ.
Ψαλ. 77,22 Διότι δεν επίστευσαν στον Θεόν, ούτε ήλπισαν εις την
σωτηρίαν των, την οποίαν αυτός θα τους έδιδε.
Ψαλ. 77,23 καὶ
ἐνετείλατο νεφέλαις ὑπεράνωθεν καὶ θύρας
οὐρανοῦ ἀνέῳξε
Ψαλ. 77,23 Εν τούτοις ο Θεός εμακροθύμησεν, έδωσεν εντολήν εις
τα υπεράνω της γης σύννεφα, ήνοιξε τας θύρας του ουρανού
Ψαλ. 77,24 καὶ
ἔβρεξεν αὐτοῖς μάννα φαγεῖν καὶ ἄρτον
οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς·
Ψαλ. 77,24 και έβρεξε προς χάριν αυτών μάννα, δια να φάγουν.
Εδωσεν εις αυτούς άρτον ουρανοκατέβατον.
Ψαλ. 77,25 ἄρτον
ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος, ἐπισιτισμὸν
ἀπέστειλεν αὐτοῖς εἰς πλησμονήν.
Ψαλ. 77,25 Ετσι δε ο άνθρωπος έφαγεν άρτον έτοιμασμένον από
τους αγγέλους. Πλουσίαν διατροφήν έστειλεν ο Κυριος προς αυτούς.
Ψαλ. 77,26 ἀπῇρε
Νότον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἐπήγαγεν ἐν τῇ
δυνάμει αὐτοῦ Λίβα
Ψαλ. 77,26 Εσήκωσεν από τον ουρανόν νότιον άνεμον, εν τη
παντοδυναμία του έφερεν προς αυτούς λίβαν
Ψαλ. 77,27 καὶ
ἔβρεξεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὡσεὶ χοῦν
σάρκας καὶ ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν πετεινὰ
πτερωτά,
Ψαλ. 77,27 και έβρεξεν επάνω τους, ωσάν πυκνότατον σύννεφον από
σκόνιν, ορτύκια ωσάν την άμμον της θαλάσσης κατά το πλήθος, πτηνά πτερωτά.
Ψαλ. 77,28 καὶ
ἐπέπεσον ἐν μέσῳ παρεμβολῆς αὐτῶν
κύκλῳ τῶν σκηνωμάτων αὐτῶν,
Ψαλ. 77,28 Αυτά έπεσαν στο μέσον του στρατοπέδου των Ισραηλιτών,
ολόγυρα από τας σκηνάς των.
Ψαλ. 77,29 καὶ ἔφαγον
καὶ ἐνεπλήσθησαν σφόδρα, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν
αὐτῶν ἤνεγκεν αὐτοῖς,
Ψαλ. 77,29 Εκείνοι έφαγαν, παραέφαγαν και εχόρτασαν πολύ, διότι
ο Κυριος ικανοποίησε με το παραπάνω τας επιθυμίας των.
Ψαλ. 77,30 οὐκ
ἐστερήθησαν ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας
αὐτῶν. ἔτι τῆς βρώσεως οὔσης ἐν τῷ
στόματι αὐτῶν,
Ψαλ. 77,30 Τιποτε δεν εστερήθησαν, από όσα είχαν επιθυμήσει.
Αλλα ενώ η τροφή ήτο ακόμη στο στόμα των,
Ψαλ. 77,31 καὶ ἡ
ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀνέβη ἐπ᾿
αὐτούς, καὶ ἀπέκτεινεν ἐν τοῖς πλείοσιν
αὐτῶν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ
Ἰσραὴλ συνεπόδισεν.
Ψαλ. 77,31 η οργή του Θεού εξέσπασε, δια την αχαριστίαν των,
εναντίον αυτών και εθανάτωσε πάρα πολλούς από αυτούς. Και αυτούς ακόμη τους
επισήμους άνδρας των Ισραηλιτών τους έρριψε κάτω νεκρούς.
Ψαλ. 77,32 ἐν πᾶσι
τούτοις ἥμαρτον ἔτι καὶ οὐκ ἐπίστευσαν ἐν
τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ,
Ψαλ. 77,32 Παρ' όλας όμως τας ευεργεσίας και τας τιμωρίας αυτάς
του Θεού, εξακολουθούσαν ακόμη οι Ισραηλίται να αμαρτάνουν, και δεν
επίστευσαν εις αυτόν, μολονότι έβλεπαν τα θαυμάσια έργα του.
Ψαλ. 77,33 καὶ
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν
καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν μετὰ σπουδῆς.
Ψαλ. 77,33 Επέρασαν ματαίως και ασκόπως τας ημέρας των. Πολύ
γρήγορα έφυγαν, χωρίς κανένα καρπόν αρετής, τα έτη της ζωής των.
Ψαλ. 77,34 ὅταν ἀπέκτεινεν
αὐτούς, τότε ἐξεζήτουν αὐτὸν καὶ
ἐπέστρεφον καὶ ὤρθριζον πρὸς τὸν Θεὸν
Ψαλ. 77,34 Οταν ο Κυριος τους παρέδιδεν εις θάνατον, προς
τιμωρίαν και παιδαγωγίαν, τότε εζητούσαν αυτόν με ζήλον, επέστρεφαν εις αυτόν
και από τον βαθύν όρθρον κατέφευγαν προς αυτόν δια της προσευχής.
Ψαλ. 77,35 καὶ
ἐμνήσθησαν ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς αὐτῶν
ἐστι καὶ ὁ Θεὸς ὁ Ὕψιστος λυτρωτὴς
αὐτῶν ἐστι.
Ψαλ. 77,35 Τοτε ενεθυμούντο, ότι ο Θεός είναι ο παντοδύναμος
βοηθός των, ότι ο Θεός ο Υψιστος είναι ο ελευθερωτής και σωτήρ των.
Ψαλ. 77,36 καὶ
ἠγάπησαν αὐτὸν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν
καὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο
αὐτῷ,
Ψαλ. 77,36 Αλλά τον ηγάπησαν επιφανειακώς, μόνον με το στόμα
των, ενώ με τα λόγια των και με την άλλην συμπεριφοράν των εψεύσθησαν
απεναντί του, εφέρθησαν ανειλικρινώς.
Ψαλ. 77,37 ἡ δὲ
καρδία αὐτῶν οὐκ εὐθεῖα μετ᾿
αὐτοῦ, οὐδὲ ἐπιστώθησαν ἐν τῇ
διαθήκῃ αὐτοῦ.
Ψαλ. 77,37 Διότι η καρδία των δεν ήτο ευθεία απέναντι του Θεού
και δεν εφάνησαν πιστοί εις τας υποχρεώσεις, που ανέλαβαν δια της Διαθήκης
απέναντι του Θεού.
Ψαλ. 77,38 αὐτὸς δέ
ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσκεται ταῖς
ἁμαρτίαις αὐτῶν καὶ οὐ διαφθερεῖ
καὶ πληθυνεῖ τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν
αὐτοῦ καὶ οὐχὶ ἐκκαύσει πᾶσαν
τὴν ὀργὴν αὐτοῦ.
Ψαλ. 77,38 Ο Θεός όμως είναι ελεήμων και έδειχνε το έλεός του
εις τας αμαρτίας αυτών. Δεν ηθέλησε να τους καταστρέψη. Εις πολυαρίθμους
περιστάσεις ανέστειλε και απεμάκρυνε τον θυμόν του· δεν αφήκε να ανάψη και να
εκσπάση όλη η οργή του εναντίον των.
Ψαλ. 77,39 καὶ
ἐμνήσθη ὅτι σάρξ εἰσι, πνεῦμα πορευόμενον καὶ
οὐκ ἐπιστρέφον.
Ψαλ. 77,39 Είχεν υπ' όψιν του ο Κυριος, ότι αυτοί οι
αμαρτάνοντες ήσαν αδύνατες σάρκες, πνοή ανέμου περαστική, η οποία δεν
επιστρέφει πάλιν.
Ψαλ. 77,40 ποσάκις παρεπίκραναν αὐτὸν
ἐν τῇ ἐρήμῳ, παρώργισαν αὐτὸν ἐν
γῇ ἀνύδρῳ;
Ψαλ. 77,40 Ποσες και πόσες φορές τον επίκραναν πολύ εις την
έρημον, τον εξώργισαν εις τόπον άνυδρον!
Ψαλ. 77,41 καὶ
ἐπέστρεψαν καὶ ἐπείρασαν τὸν Θεὸν καὶ
τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραὴλ παρώξυναν.
Ψαλ. 77,41 Και εις άλλας περιπτώσεις εστράφησαν, δια να
απομακρυνθούν από αυτόν. Εθεσαν υπό δοκιμασίαν και πειρασμόν τυν Θεόν των·
εξώργισαν τον άγιον αυτόν Κυριον του ισραηλιτικού λαού.
Ψαλ. 77,42 καὶ οὐκ
ἐμνήσθησαν τῆς χειρὸς αὐτοῦ, ἡμέρας,
ἧς ἐλυτρώσατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς θλίβοντος,
Ψαλ. 77,42 Δεν ενεθυμήθησαν την παντοδύναμον και στοργικήν δι'
αυτούς δεξιάν του, με την οποίαν κατά την ιστορικήν εκείνην ημέραν τους
εγλύτωσεν από τα χέρια του καταθλίβοντος αυτούς Φαραώ.
Ψαλ. 77,43 ὡς ἔθετο
ἐν Αἰγύπτῳ τὰ σημεῖα αὐτοῦ
καὶ τὰ τέρατα αὐτοῦ ἐν πεδίῳ Τάνεως.
Ψαλ. 77,43 Ελησμόνησαν, πως ο Θεός εις την Αίγυπτον έδειξε τα καταπληκτικά
σημεία, που εμαρτυρούσαν την παντοδυναμίαν του, τα τεράστια πρωτοφανή έργα
που είχε κάμει εις την πεδιάδα Τανεως και τα οποία εγέμισαν φόβον και τρόμον
τους Αιγυπτίους.
Ψαλ. 77,44 καὶ μετέστρεψεν
εἰς αἷμα τοὺς ποταμοὺς αὐτῶν καὶ
τὰ ὀμβρήματα αὐτῶν, ὅπως μὴ πίωσιν·
Ψαλ. 77,44 Ελησμόνησαν, ότι ο Κυριος μετέβαλε το ύδωρ των
ποταμών εις αίμα, όπως επίσης και τα βρόχινα νερά των δεξαμενών των δια να μη
ημπορούν να πίουν οι Αιγύπτιοι.
Ψαλ. 77,45 ἐξαπέστειλεν
εἰς αὐτοὺς κυνόμυιαν, καὶ κατέφαγεν αὐτούς, καὶ
βάτραχον, καὶ διέφθειρεν αὐτούς·
Ψαλ. 77,45 Ο Κυριος εξαπέστειλεν επίσης εναντίον των Αιγυπτίων
κυνόμυιαν, η οποία τους κατέφαγε, και βατράχους οι οποίοι μετέδωσαν εις
αυτούς φθοροποιούς και μολυσματικάς ασθενείας.
Ψαλ. 77,46 καὶ ἔδωκε
τῇ ἐρυσίβῃ τοὺς καρποὺς αὐτῶν
καὶ τοὺς πόνους αὐτῶν τῇ ἀκρίδι·
Ψαλ. 77,46 Παρέδωκεν εις την σκωρίασιν τους καρπούς των αγρών
των, και τους κόπους των καλλιεργημένων αγρών των εις τας ακρίδας.
Ψαλ. 77,47 ἀπέκτεινεν
ἐν χαλάζῃ τὴν ἄμπελον αὐτῶν καὶ
τὰς συκαμίνους αὐτῶν ἐν τῇ πάχνῃ·
Ψαλ. 77,47 Κατέστρεψε τα αμπέλια των με χάλαζαν και τας
συκομορέας των με παγωνιά.
Ψαλ. 77,48 καὶ παρέδωκεν
εἰς χάλαζαν τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ τὴν
ὕπαρξιν αὐτῶν τῷ πυρί·
Ψαλ. 77,48 Παρέδωκεν εις καταστρεπτικήν θανατηφόρον χάλαζαν τα
ζώα των και την υπόλοιπον περιουσίαν των παρέδωσεν στο πυρ των κεραυνών του.
Ψαλ. 77,49 ἐξαπέστειλεν
εἰς αὐτοὺς ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ,
θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ θλῖψιν,
ἀποστολὴν δι᾿ ἀγγέλων πονηρῶν.
Ψαλ. 77,49 Εξαπέλυσεν εναντίον των την τιμωρόν οργήν της
αγανακτήσεώς του, θυμόν και οργήν και θλίψιν, δεινά φοβερά, τα οποία έστειλε
με εξολοθρευτάς αγγέλους.
Ψαλ. 77,50 ὡδοποίησε τρίβον
τῇ ὀργῇ αὐτοῦ καὶ οὐκ
ἐφείσατο ἀπὸ θανάτου τῶν ψυχῶν
αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν εἰς
θάνατον συνέκλεισε
Ψαλ. 77,50 Αφήκε να εκδηλωθή ασυγκράτητος η οργή του, δεν
ελυπήθη την ζωήν των και δεν επροφύλαξεν αυτούς από τον θάνατον και αυτά
ακόμη τα κατοικίδια ζώα των τα συνέκλεισεν μέσα εις τας παγίδας του θανάτου
και της καταστροφής.
Ψαλ. 77,51 καὶ
ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ,
ἀπαρχὴν παντὸς πόνου αὐτῶν ἐν τοῖς
σκηνώμασι Χάμ,
Ψαλ. 77,51 Εκτύπησε με θάνατον όλα τα πρωτότοκα της γης
Αιγύπτου· αυτά που αποτελούν την απαρχήν των πόνων της τεκνοποιΐας στους
οίκους των Αιγυπτίων, των απογόνων αυτών του Χαμ.
Ψαλ. 77,52 καὶ
ἀπῇρεν ὡς πρόβατα τὸν λαὸν αὐτοῦ
καὶ ἀνήγαγεν αὐτοὺς ὡσεὶ ποίμνιον
ἐν ἐρήμῳ
Ψαλ. 77,52 Ανέλαβε δε ο Κυριος ως στοργικός ποιμήν τον
ισραηλιτικόν λαόν, ωσάν πρόβατά του, και τα ωδήγησεν ως ιδικόν του ποίμνιον
δια μέσου της ερήμου.
Ψαλ. 77,53 καὶ
ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπ᾿ ἐλπίδι, καὶ οὐκ
ἐδειλίασαν, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν
ἐκάλυψε θάλασσα.
Ψαλ. 77,53 Αυτός τους ωδήγησε, τους ενέπνευσεν ελπίδα και
θάρρος, ώστε εκείνοι δεν εδειλίασαν κατά την διάβασιν της Ερυθράς Θαλάσσης.
Τους δε εχθρούς των τους εσκέπασε και τους έπνιζεν η θάλασσα.
Ψαλ. 77,54 καὶ
εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς ὄρος ἁγιάσματος
αὐτοῦ, ὄρος τοῦτο, ὃ ἐκτήσατο ἡ
δεξιὰ αὐτοῦ,
Ψαλ. 77,54 Τους εισήγαγε κατόπιν εις την γην της Επαγγελίας,
εις την οποίαν υψώνεται το όρος Σιών το άγιον, προς λατρείαν αυτού, το όρος
αυτό το οποίον κατέκτησεν η παντοδύναμος δεξιά του.
Ψαλ. 77,55 καὶ
ἐξέβαλεν ἀπὸ προσώπου αὐτῶν ἔθνη
καὶ ἐκληροδότησεν αὐτοὺς ἐν σχοινίῳ
κληροδοσίας καὶ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς σκηνώμασιν
αὐτῶν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Ψαλ. 77,55 Εδιωξε εμπρός από αυτούς τα ειδωλολατρικά έθνη και
εμοίρασε την χώραν εκείνων εις αυτούς με σχοινί καταμετρήσεως· και εκεί όπου
προηγουμένως κατοικούσαν οι λαοί εκείνοι, εγκατέστησε τας φυλάς του Ισραήλ.
Ψαλ. 77,56 καὶ
ἐπείρασαν καὶ παρεπίκραναν τὸν Θεὸν τὸν
Ὕψιστον καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ οὐκ
ἐφυλάξαντο
Ψαλ. 77,56 Αυτοί όμως έθεσαν υπό δοκιμασίαν τον Θεόν,
παρεπίκραναν και εξώργισαν τον Υψιστον, και τας εντολάς αυτού δεν ετήρησαν.
Ψαλ. 77,57 καὶ
ἀπέστρεψαν καὶ ἠθέτησαν, καθὼς καὶ οἱ
πατέρες αὐτῶν, μετεστράφησαν εἰς τόξον στρεβλὸν
Ψαλ. 77,57 Απεμακρύνθησαν από αυτόν, ηρνήθησαν και παρέβησαν
τας εντολάς του, όπως και οι πρόγονοί των, και έγιναν ωσάν το στρεβλόν τόξον,
που δεν ρίπτει με ευθυβολίαν.
Ψαλ. 77,58 καὶ παρώργισαν
αὐτὸν ἐν τοῖς βουνοῖς αὐτῶν,
καὶ ἐν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν παρεζήλωσαν
αὐτόν.
Ψαλ. 77,58 Τον εξώργισαν με την ειδωλολατρείαν των επάνω εις τα
όρη. Προεκάλεσαν την ζηλοτυπίαν του με τα γλυπτά είδωλα, που ελάτρευαν εκεί.
Ψαλ. 77,59 ἤκουσεν ὁ
Θεὸς καὶ ὑπερεῖδε καὶ ἐξουδένωσε σφόδρα
τὸν Ἰσραήλ.
Ψαλ. 77,59 Ο Κυριος ήκουσε τας ειδωλολατρικάς αυτών προαευχάς,
απέστρεψεν από αυτούς το βλέμμα του, δια να μη τους βλέπη, και παρέδωσεν εις
εξουθένωσαν και καταφρόνησιν μεγάλην τον ισραηλιτικόν λαόν.
Ψαλ. 77,60 καὶ
ἀπώσατο τὴν σκηνὴν Σιλώμ, σκήνωμα, ὃ κατεσκήνωσεν
ἐν ἀνθρώποις.
Ψαλ. 77,60 Απώθησε και εστέρησε την πόλιν Σηλώμ από την
προστασίαν του, την οποίαν πόλιν ο ίδιος είχεν εκλέξει, δια να εγκατασταθή
μεταξύ των ανθρώπων η Σκηνή του Μαρτυρίου του.
Ψαλ. 77,61 καὶ παρέδωκεν
εἰς αἰχμαλωσίαν τὴν ἰσχὺν αὐτῶν
καὶ τὴν καλλονὴν αὐτῶν εἰς χεῖρας
ἐχθρῶν
Ψαλ. 77,61 Παρέδωσεν εις τα χέρια των εχθρών των, στους
Φιλισταίους, την δύναμίν των, όπως επίσης και το λαμπρόν των στόλισμα, δηλαδή
την Κιβωτόν του Μαρτυρίου.
Ψαλ. 77,62 καὶ συνέκλεισεν
ἐν ῥομφαίᾳ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ
τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ ὑπερεῖδε.
Ψαλ. 77,62 Αφήκε να περικυκλωθή ο λαός του από εχθρούς, οι
οποίοι εκρατούσαν γυμνήν την ρομφαίαν, και εγύρισεν αλλού το βλέμμα του, όταν
αυτοί, η περίφημος κληρονομία του, εσφάζοντο.
Ψαλ. 77,63 τοὺς νεανίσκους
αὐτῶν κατέφαγε πῦρ, καὶ αἱ παρθένοι
αὐτῶν οὐκ ἐπενθήθησαν·
Ψαλ. 77,63 Τους νεαρούς υιούς των κατέφαγε το πυρ του πολέμου,
τας θυγατέρας δε παρθένους των, όταν ωδηγούντο εις αιχμαλωσίαν και
εξευτελισμόν, δεν ευρέθη κανείς να τας πενθήση.
Ψαλ. 77,64 οἱ
ἱερεῖς αὐτῶν ἐν ῥομφαίᾳ
ἔπεσον, καὶ αἱ χῆραι αὐτῶν οὐ κλαυθήσονται.
Ψαλ. 77,64 Οι ιερείς των έπεσαν εν στόματι ρομφαίας, και τας
χήρας των σφαγιασθέντων ανδρών δεν ευρέθη κανείς να τας παρηγορήση και να
κλαύση μαζή των.
Ψαλ. 77,65 καὶ
ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς
δυνατὸς κεκραιπαληκὼς ἐξ οἴνου,
Ψαλ. 77,65 Αλλά ο μακρόθυμος Κυριος ηγέρθη από την φαινομενικήν
απραξίαν του, όπως εγείρεται ο εξυπνών από τον ύπνον του, όπως ο γίγας που
συνέρχεται από την μέθην του.
Ψαλ. 77,66 καὶ
ἐπάταξε τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ εἰς
τὰ ὀπίσω, ὄνειδος αἰώνιον ἔδωκεν
αὐτοῖς.
Ψαλ. 77,66 Και εκτύπησε τους εχθρούς του, τους έτρεψε
πανικόβλητους εις φυγήν και έδωκεν εις αυτούς αιωνίαν καταισχύνην με την
ταπεινωτικήν ήτταν των.
Ψαλ. 77,67 καὶ
ἀπώσατο τὸ σκήνωμα Ἰωσὴφ καὶ τὴν
φυλὴν Ἐφραὶμ οὐκ ἐξελέξατο·
Ψαλ. 77,67 Αλλά και απεμάκρυνεν από την προστασίαν του τους
απογόνους του Ιωσήφ, έπαυσε να έχη ως εκλεκτήν ηγεμονεύουσαν φυλήν τους
Εφραιμίτας.
Ψαλ. 77,68 καὶ
ἐξελέξατο τὴν φυλὴν Ἰούδα, τὸ ὄρος
τὸ Σιών, ὃ ἠγάπησε,
Ψαλ. 77,68 Αλλά εξέλεξεν ως άρχουσαν φυλήν την φυλήν του Ιούδα
και ως τόπον ιερόν του το όρος Σιών, το οποίον ιδιαιτέρως ηγάπησεν.
Ψαλ. 77,69 καὶ
ᾠκοδόμησεν ὡς μονοκέρωτος τὸ ἁγίασμα
αὐτοῦ, ἐν τῇ γῇ ἐθεμελίωσεν
αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα.
Ψαλ. 77,69 Εκεί ηυδόκησεν ο Κυριος και οικοδομήθη το
θυσιαστήριόν του, ισχυρότατον όπως ο μονόκερως. Εις την γην της Παλαιστίνης
εστερέωσεν αιωνίαν την φυλήν του Ιούδα.
Ψαλ. 77,70 καὶ
ἐξελέξατο Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ
ἀνέλαβεν αὐτὸν ἐκ τῶν ποιμνίων τῶν
προβάτων,
Ψαλ. 77,70 Ο Κυριος εξέλεξεν ως βασιλέα τον δούλον του Δαυίδ
και τον επήρεν από τα κοπάδια των προβάτων.
Ψαλ. 77,71 ἐξόπισθεν
τῶν λοχευομένων ἔλαβεν αὐτόν ποιμαίνειν Ἰακὼβ
τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ Ἰσραὴλ
τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ
Ψαλ. 77,71 Τον επήρεν από εκεί, που ακολουθούσε τα ετοιμόγεννα
πρόβατα, και τον έβαλε να κυβερνά και να καθοδηγή τους δούλους του, τους
απογόνους του Ιακώβ, τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είναι ιδική του κληρονομία.
Ψαλ. 77,72 καὶ
ἐποίμανεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἀκακίᾳ
τῆς καρδίας αὐτοῦ, καὶ ἐν τῇ συνέσει
τῶν χειρῶν αὐτοῦ ὡδήγησεν αὐτούς.
Ψαλ. 77,72 Ο Δαυίδ εκυβέρνησε πράγματι αυτούς με άδολον καρδίαν
και τους καθωδήγησεν στον δρόμον του Θεού και της ασφαλείας με τα πλήρη
συνέσεως έργα του.
|