ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
ΨΑΛΜΟΣ 51- ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΚΑΥΧΙΕΤΑΙ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ ΤΟΥ
|
Εἰς τὸ τέλος·
συνέσεως τῷ Δαυΐδ·
ἐν
τῷ ἐλθεῖν Δωὴκ τὸν Ἰδουμαῖον
καὶ ἀναγγεῖλαι τῷ Σαοὺλ καὶ
εἰπεῖν αὐτῷ· ἦλθε Δαυΐδ εἰς
τὸν οἶκον Ἀβιμέλεχ.
Ψαλ.
51,3 Τί ἐγκαυχᾷ
ἐν κακίᾳ, ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τὴν
ἡμέραν;
Ψαλ. 51,3 Διατί αλαζονεύεσαι δια την κακίαν σου συ, ω
δυνατέ, ώστε να διαπράττης ανομίας με θρασύτητα και να παραβαίνης όλην την
ημέραν τον νόμον του Θεού;
Ψαλ. 51,4 ἀδικίαν
ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου· ὡσεὶ ξυρὸν
ἠκονημένον ἐποίησας δόλον.
Ψαλ. 51,4 Αδίκους λογισμούς της καρδίας σου ελάλησε το
απύλωτον στόμα σου· ώσαν με ξυράφι ακονισμένον δια της γλώσσης σου ειργάσθης
δολίως προς καταστροφήν του πλησίον.
Ψαλ. 51,5 ἠγάπησας κακίαν
ὑπὲρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπὲρ τοῦ
λαλῆσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα).
Ψαλ. 51,5 Ηγάπησες την κακίαν και όχι την αγαθότητα.
Επροτίμησες την δολιότητα και συκοφαντίαν από του να λαλής την αλήθειαν και
την δικαιοσύνην.
Ψαλ. 51,6 ἠγάπησας πάντα
τὰ ῥήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν.
Ψαλ. 51,6 Επροτίμησες να λέγης λόγους, οι οποίοι φέρουν
καταποντισμόν και όλεθρον, και να έχης γλώσσαν δολίαν και συκοφαντικήν
εναντίον των άλλων.
Ψαλ. 51,7 διὰ τοῦτο
ὁ Θεὸς καθέλοι σε εἰς τέλος· ἐκτίλαι σε
καὶ μεταναστεύσαι σε ἀπὸ σκηνώματός σου καὶ τὸ
ῥίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων. (διάψαλμα).
Ψαλ. 51,7 Δια τούτο ο Θεός θα σε κατακρημνίση, θα σε
ξερριζώση εντελώς, θα σε μαδήση και θα σε γυμνώση από όλα όσα έχεις. Θα σε
εκδιώξη και θα σε εξορίση από την πατρίδα σου, και αυτάς ακόμη τας ρίζας των
απογόνων σου θα εξαφανίση εκ μέσου των ζώντων.
Ψαλ. 51,8 ὄψονται δίκαιοι
καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν γελάσονται
καὶ ἐροῦσιν·
Ψαλ. 51,8 Θα ίδουν οι δίκαιοι την δικαίαν εκ μέρους του
Θεού τιμωρίαν σου και θα φοβηθούν. Κατόπιν όμως θα γελάσουν με ικανοποίησιν
και χαράν, διότι απεδόθη η πρέπουσα δικαιοσύνη και θα είπουν·
Ψαλ. 51,9 ἰδοὺ
ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν
βοηθὸν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐπήλπισεν
ἐπὶ τὸ πλῆθος τοῦ πλούτου αὐτοῦ
καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι
αὐτοῦ.
Ψαλ. 51,9 Ιδού ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος δεν ηθέλησε τον
Θεόν ως συμπαραστάτην και βοηθόν του, αλλά ήλπισεν στον πολύν πλούτον του.
Εστήριξε και εμεγάλωσε την δύναμίν του επί ματαίων και εφημέρων πραγμάτων.
Ψαλ. 51,10 ἐγὼ
δὲ ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ
οἴκῳ τοῦ Θεοῦ· ἤλπισα ἐπὶ
τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν
αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος.
Ψαλ. 51,10 Εγώ όμως αντιθέτως θα είμαι μέσα στον οίκον του
Κυρίου, όπως η κατάκαρπος ελαία. Εγώ εστήριξα τας ελπίδας μου στο έλεος του
Θεού μου πάντοτε, στους αιώνας των αιώνων.
Ψαλ. 51,11 ἐξομολογήσομαί
σοι εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἐποίησας,
καὶ ὑπομενῶ τὸ ὄνομά σου, ὅτι
χρηστὸν ἐναντίον τῶν ὁσίων σου.
Ψαλ. 51,11 Κυριε, σε δοξολογώ και θα σε δοξολογώ πάντοτε,
διότι έκαμες και θα κάμης δεκτά τα αιτήματά μου. Εις κάθε δε δυσκολίαν της
ζωής μου θα περιμένω την ιδικήν σου επέμβασιν, διότι αυτή είναι πάντοτε
αγαθοποιός και ευεργετική στους αφωσιωμένους προς σέ.
|
ΨΑΛΜΟΣ 52- Ο ΘΕΟΣ Σ' ΕΝΑ
ΚΟΣΜΟ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ
|
Εἰς τὸ τέλος,
ὑπὲρ Μαελέθ· συνέσεως τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 52,2 Εἶπεν ἄφρων
ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός.
διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις, οὐκ
ἔστι ποιῶν ἀγαθόν.
Ψαλ. 52,2 Σκοτισμένος μέχρις αφροσύνης από τας πολλάς του
αμαρτίας ο ασεβής λέγει από μέσα του· Δεν υπάρχει Θεός. Αυτός και οι όμοιοί
του διεφθάρησαν από την κακίαν των. Εγιναν αηδιαστικοί και συχαμεροί με τας
παρανομίας των. Κανείς από αυτούς δεν σκέπτεται και δεν πράττει το αγαθόν.
Ψαλ. 52,3 ὁ Θεὸς
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς
υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν
εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
Ψαλ. 52,3 Ο Θεός έσκυψεν από τον ουρανόν, δια να ίδη τους
υιούς των ανθρώπων· εάν υπάρχη κανείς μεταξύ αυτών, που να έχη σύνεσιν και
γνώσιν Θεού η να αναζητή και να προσεύχεται προς τον Θεόν.
Ψαλ. 52,4 πάντες ἐξέκλιναν,
ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν,
οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
Ψαλ. 52,4 Είδεν ότι όλοι έχουν παρεκκλίνει από την ορθήν
οδόν. Εγιναν διεφθαρμένοι και αχρείοι. Δεν υπάρχει κανείς, που να ζητή το
αγαθόν, δεν υπάρχει ούτε ενας.
Ψαλ. 52,5 οὐχί γνώσονται
πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ
κατεσθίοντες τὸν λαόν μου ἐν βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον
οὐκ ἐπεκαλέσαντο.
Ψαλ. 52,5 Δεν θα βάλουν επί τέλους ποτέ γνώσιν και δεν θα
συνετισθούν όλοι αυτοί, οι οποίοι διαπράττουν τας παρανομίας; Αυτοί, οι
οποίοι κατατρώγουν τον λαόν μου με τόσην ευκολίαν και χαράν, με όσην τρώγουν
το ψωμί των, ουδέποτε εστράφησαν προς τον Θεόν, ουδέποτε επεκαλέσθησαν τον
Κυριον.
Ψαλ. 52,6 ἐκεῖ
ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ
Θεὸς διεσπόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων·
κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν
αὐτούς.
Ψαλ. 52,6 Αυτοί εφοβήθησαν και επανικοβλήθησαν εκεί, όπου
δεν υπήρχε φόβος. Συνετρίβησαν, διότι, ο Θεός συνέτριψε και διεσκόρπισε τα
οστά των ανθρώπων εκείνων, που θέλουν να αρέσουν στους άλλους και όχι στον
Θεόν. Αυτοί κατεξηυτελίσθησαν, διότι ο Θεός τους εξουθένωσε.
Ψαλ. 52,7 τίς δώσει ἐκ
Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; ἐν τῷ
ἀποστρέψαι τὸν Θεὸν τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ
εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.
Ψαλ. 52,7 Ποίος άλλος εκτός από τον Κυριον ζεκινών από την
Ιερουσαλήμ θα προσφέρη σωτηρίαν και ασφάλειαν στον ισραηλιτικόν λαόν; Κανείς
άλλος, παρά ο Θεός. Οταν ο Κυριος επαναφέρη τους εξορίστους του λαού του από
την αιχμαλωσίαν, θα πλημμυρίσουν από αγαλλίασιν οι απόγονοι του Ιακώβ, θα
ευφρανθούν αι καρδίαι των Ισραηλιτών.
|
ΨΑΛΜΟΣ 53- ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΔΙΩΓΜΕΝΟΥ
|
Εἰς τὸ τέλος, ἐν
ὕμνοις· συνέσεως τῷ Δαυΐδ
ἐν
τῷ ἐλθεῖν τοὺς Ζιφαίους καὶ εἰπεῖν
τῷ Σαούλ· οὐκ ἰδοὺ Δαυΐδ κέκρυπται παρ᾿
ἡμῖν;
Ψαλ.
53,3 Ὁ Θεὸς,
ἐν τῷ ὀνόματί σου σῶσόν με καὶ ἐν
τῇ δυνάμει σου κρῖνόν με.
Ψαλ. 53,3 Θεέ μου, συ που το όνομά σου είναι ευσπλαγχνία και
αγαθότης, σώσε με και με την παντοδύναμον δικαιοσύνην σου κρίνε την υπόθεσίν
μου.
Ψαλ. 53,4 ὁ Θεός,
εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὰ
ῥήματα τοῦ στόματός μου.
Ψαλ. 53,4 Ω Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου.
Βαλε εις τα αυτιά σου τα λόγια του στόματός μου.
Ψαλ. 53,5 ὅτι
ἀλλότριοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ
κραταιοὶ ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου καὶ οὐ
προέθεντο τὸν Θεὸν ἐνώπιον αὐτῶν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 53,5 Διότι ιδού, άνθρωποι ξένοι και εχθροί προς εμέ
επανεστάτησαν εναντίον μου, και ισχυροί επεδίωξαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου
και δεν έλαβον υπ' όψιν των τον δίκαιον Θεόν.
Ψαλ. 53,6 ἰδοὺ
γὰρ ὁ Θεὸς βοηθεῖ μοι, καὶ ὁ Κύριος
ἀντιλήπτωρ τῆς ψυχῆς μου.
Ψαλ. 53,6 Αυτοί με ενόμισαν εγκαταλελειμμένον από σέ.
Ηπατήθησαν όμως, διότι ιδού, ο Θεός απ' αρχής και μέχρι σήμερον με βοηθεί. Ο
Κυριος απ' αρχής και μέχρι τώρα είναι ο υπερασπιστής και προστάτης της ζωής
μου.
Ψαλ. 53,7 ἀποστρέψει
τὰ κακὰ τοῖς ἐχθροῖς μου· ἐν
τῇ ἀληθείᾳ σου ἐξολόθρευσον αὐτούς.
Ψαλ. 53,7 Αυτός και τα κακά της παρούσης περιόδου θα τα
επιστρέψη και θα τα ρίψη επάνω εις τας κεφαλάς των εχθρών μου. Συ, Κυριε, ως
αξιόπιστος, που είσαι εις τας υποσχέσεις σου, εξολόθρευσε τους εχθρούς μου.
Ψαλ. 53,8 ἑκουσίως θύσω
σοι, ἐξομολογήσομαι τῷ ὀνόματί σου, Κύριε, ὅτι
ἀγαθόν·
Ψαλ. 53,8 Εγώ δε με όλην μου την θέλησιν και την καρδίαν θα
προσφέρω εις σε την θυσίαν μου και με ευγνωμοσύνην θα σε δοξολογήσω, διότι
είσαι πανάγαθος.
Ψαλ. 53,9 ὅτι ἐκ
πάσης θλίψεως ἐῤῥύσω με, καὶ ἐν τοῖς
ἐχθροῖς μου ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου.
Ψαλ. 53,9 Διότι και στο παρελθόν με εγλύτωσες από κάθε
θλίψιν, τα δε μάτια μου είδον τον εξευτελισμόν των εχθρών μου. Πιστεύω ότι
αυτό θα γίνη και τώρα, Κυριε.
|
ΨΑΛΜΟΣ 54- ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΥ
|
Εἰς τὸ τέλος, ἐν
ὕμνοις· συνέσεως τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 54,2 Ἐνώτισαι, ὁ
Θεός, τὴν προσευχήν μου καὶ μὴ ὑπερίδῃς
τὴν δέησίν μου,
Ψαλ. 54,2 Ακουσε, ω Θεέ μου, την προσευχήν μου, μη
καταφρόνησης την δέησίν μου.
Ψαλ. 54,3 πρόσχες μοι καὶ
εἰσάκουσόν μου. ἐλυπήθην ἐν τῇ ἀδολεσχίᾳ
μου καὶ ἐταράχθην
Ψαλ. 54,3 Δώσε εις εμέ προσοχήν και άκουσέ με. Η συνεχής
σκέψις και μελέτη της θλιβεράς μου καταστάσεως με έχει γεμίσει, από λύπην.
Ψαλ. 54,4 ἀπὸ
φωνῆς ἐχθροῦ καὶ ἀπὸ θλίψεως
ἁμαρτωλοῦ, ὅτι ἐξέκλιναν ἐπ᾿
ἐμὲ ἀνομίαν καὶ ἐν ὀργῇ
ἐνεκότουν μοι.
Ψαλ. 54,4 Συνεκλονίσθην και εταράχθην από τας απειλητικάς
κραυγάς των εχθρών μου, από την κατάθλιψιν και καταπίεσιν, που οι αμαρτωλοί
ασκούν εναντίον μου. Διότι αυτοί έρριψαν και επεσώρευσαν εναντίον μου κάθε
παρανομίαν των και κυριευμένοι από μοχθηράν οργήν έτρεφαν και τρέφουν φοβερόν
μίσος εναντίον μου.
Ψαλ. 54,5 ἡ καρδία μου
ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ᾿
ἐμέ·
Ψαλ. 54,5 Η καρδία μου συνεταράχθη εντός μου. Ανίκητος φόβος
θανάτου έπεσεν επάνω μου.
Ψαλ. 54,6 φόβος καὶ τρόμος
ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος.
Ψαλ. 54,6 Φοβος και τρόμος επλημμύρισε το εσωτερικόν μου και
σκοτάδι αθυμίας και απογοητεύσεως με εσκέπασεν ολόκληρον.
Ψαλ. 54,7 καὶ
εἶπα· τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς
καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;
Ψαλ. 54,7 Και είπα από μέσα μου· ποιός ημπορεί να μου δώση
πτέρυγας ώσαν αυτάς της αγρίας περιστεράς, δια να πετάξω ταχέως και να φύγω
αμέσως εις τόπον ήσυχον και ασφαλή;
Ψαλ. 54,8 ἰδοὺ
ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ
ἐρήμῳ. (διάψαλμα).
Ψαλ. 54,8 Ιδού, εάν είχα τέτοιες πτέρυγες, θα απεμακρυνόμην
από τον τόπον αυτόν, θα έφευγα· θα κατοικούσα εις ένα έρημον και ήσυχον
τόπον.
Ψαλ. 54,9 προσεδεχόμην τὸν
Θεόν, τὸν σῴζοντά με, ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ
ἀπὸ καταιγίδος.
Ψαλ. 54,9 Εκεί θα επερίμενα τον σωτήρα και Θεόν μου, δια να
με απαλλάξη από την λιποψυχίαν μου αυτήν και από την μαινομένην εναντίον μου
καταιγίδα των εχθρών μου.
Ψαλ. 54,10 καταπόντισον, Κύριε,
καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι
εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει.
Ψαλ. 54,10 Καταπόντισέ τους και εξαφάνισέ τους, Κυριε, εις τα
βάθη της θαλάσσης. Φέρε σύγχυσιν και αντιλογίαν εις τας γλώσσας των, διότι
εγώ είδα ότι εξ αιτίας των εις την Ιερουσαλήμ υπάρχουν παρανομίαι,
φιλονεικίαι και διαπληκτισμοί.
Ψαλ. 54,11 ἡμέρας καὶ
νυκτὸς κυκλώσει αὐτὴν ἐπὶ τὰ τείχη
αὐτῆς, καὶ ἀνομία καὶ κόπος ἐν μέσῳ
αὐτῆς
Ψαλ. 54,11 Ημέραν και νύκτα μαίνεται η παρανομία γύρω από τα
τείχη της Ιερουσαλήμ. Εντός δε της πόλεως επικρατεί τέτοια καταπίεσις και
μόχθος και παρανομία
Ψαλ. 54,12 καὶ
ἀδικία, καὶ οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν
πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος.
Ψαλ. 54,12 και αδικία, ώστε και εις αυτάς τας δημοσίας πλατείας
δεν έλειψεν ο παράνομος τόκος και η δολιότης, αλλά διενεργείται με θρασύτητα.
Ψαλ. 54,13 ὅτι εἰ
ἐχθρὸς ὠνείδισέ με, ὑπήνεγκα ἄν, καὶ
εἰ ὁ μισῶν ἐπ᾿ ἐμὲ
ἐμεγαλοῤῥημόνησεν, ἐκρύβην ἂν ἀπ᾿
αὐτοῦ.
Ψαλ. 54,13 Η κατάθλιψίς μου είναι πολύ μεγάλη, διότι εάν επί
τέλους ένας από τους εχθρούς μου με ύβριζε, θα υπέφερα με υπομονήν την ύβριν.
Και αν άνθρωπος, ο οποίος με μισεί, εξανίστατο με θρασύτητα εναντίον μου και
εκομπορρημονούσε, εγώ θα εκρυπτόμην από αυτόν.
Ψαλ. 54,14 σὺ δέ,
ἄνθρωπε ἰσόψυχε, ἡγεμών μου καὶ γνωστέ μου,
Ψαλ. 54,14 Αυτοί είναι εχθροί μου. Συ όμως, ω άνθρωπε, τον
οποίον εθεωρούσα και αγαπούσα ωσάν τον εαυτόν μου, άρχοντά μου και σύμβουλέ
μου, φίλε μου και γνωστέ μου,
Ψαλ. 54,15 ὃς
ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐγλύκανάς μοι ἐδέσματα,
ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἐπορεύθην
ἐν ὁμονοίᾳ.
Ψαλ. 54,15 συ ο οποίος συνέτρωγες μαζή μου και με την παρουσίαν
σου εγλύκαινες τα φαγητά μου, συ με τον οποίον ανέβαινα στον οίκον του Θεού
με τόσην αγάπτην και ομόνοιαν, έπραξες αυτό;
Ψαλ. 54,16 ἐλθέτω δὴ
θάνατος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ καταβήτωσαν εἰς
ᾅδου ζῶντες· ὅτι πονηρία ἐν ταῖς
παροικίαις αὐτῶν ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Ψαλ. 54,16 Ας πέση, λοιπόν, εναντίον αυτών ο θάνατος. Ας ανοίξη
ο άδης το στόμα του και ας καταβούν, και αυτοί και ο προδότης, ζωντανοί στον
τάφον. Διότι μόνον πονηρία και κακία υπάρχει ανάμεσά των και εις τας κατοικίας
των.
Ψαλ. 54,17 ἐγὼ
πρὸς τὸν Θεὸν ἐκέκραξα, καὶ ὁ Κύριος
εἰσήκουσέ μου.
Ψαλ. 54,17 Εγώ όμως προς τον Θεόν με πίστιν έκραξα και ο Κυριος
ήκουσε την προσευχήν μου.
Ψαλ. 54,18 ἑσπέρας
καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας διηγήσομαι καὶ
ἀπαγγελῶ, καὶ εἰσακούσεται τῆς φωνῆς μου.
Ψαλ. 54,18 Την εσπέραν και το πρωϊ και την μεσημβρίαν, καθ'
όλην την ημέραν, εγώ θα διηγούμαι προς τον Κυριον τας συμφοράς μου. Θα
αναγγέλλω εις αυτόν την θλιβεράν κατάστασίν μου με την προσευχήν μου και
πιστεύω ότι θα προσέξη την φωνήν μου.
Ψαλ. 54,19 λυτρώσεται ἐν
εἰρήνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῶν
ἐγγιζόντων μοι, ὅτι ἐν πολλοῖς ἦσαν σὺν
ἐμοί.
Ψαλ. 54,19 Πιστεύω δε απολύτως, ότι ο Θεός θα απαλλάξη την ζωήν
μου από τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι με πλησιάζουν με εχθρικάς διαθέσεις,
όσον πολλοί και αν είναι εναντίον μου και θα μου χαρίση ειρήνην και
ασφάλειαν.
Ψαλ. 54,20 εἰσακούσεται
ὁ Θεὸς καὶ ταπεινώσει αὐτοὺς ὁ
ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων. (διάψαλμα). οὐ γάρ
ἐστιν αὐτοῖς ἀντάλλαγμα, ὅτι οὐκ
ἐφοβήθησαν τὸν Θεόν.
Ψαλ. 54,20 Ο Θεός θα ακούση με ευμένειαν την δέησίν μου. Αυτός ο
προαιώνιος Κυριος, θα κατεξευτελίση τους εχθρούς μου, θα τους ταπεινώση,
διότι καμμία αλλαγή και μεταβολή προς το καλύτερον δεν υπάρχει εις αυτούς.
Καμμία διόρθωσις δεν παρατηρείται, διότι δεν εφοβήθησαν ούτε και φοβούνται
τον Κυριον.
Ψαλ. 54,21 ἐξέτεινε
τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐν τῷ
ἀποδιδόναι· ἐβεβήλωσαν τὴν διαθήκην αὐτοῦ.
Ψαλ. 54,21 Ο Κυριος άπλωσε την παντοδύναμον δεξιάν του, δια να
αποδώση εις αυτούς την δικαίαν τιμωρίαν, διότι κατεφρόνησαν και κατεπάτησαν
αναιδώς την διαθήκην του.
Ψαλ. 54,22 διεμερίσθησαν ἀπὸ
ὀργῆς τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ
ἤγγισαν αἱ καρδίαι αὐτῶν· ἡπαλύνθησαν
οἱ λόγοι αὐτοῦ ὑπὲρ ἔλαιον, καὶ
αὐτοί εἰσι βολίδες.
Ψαλ. 54,22 Εξέσπασεν όμως η οργή του προσώπου του Κυρίου
εναντίον των. Διεμελίσθησαν και εξεσχίσθησαν εις κομμάτια εκείνοι, των οποίων
η καρδία είχεν ενωθή εις συνωμοσίαν εναντίον μου. Οι λόγοι του αρχηγού των
και προδότου ήσαν γλυκείς, απαλοί περισσότερον από το έλαιον. Εις την
πραγματικότητα όμως ήσαν φαρμακερά βέλη.
Ψαλ. 54,23 ἐπίῤῥιψον
ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε
διαθρέψει· οὐ δώσει εἰς τὸν αἰῶνα σάλον
τῷ δικαίῳ.
Ψαλ. 54,23 Ριψε, ω ψυχή μου, την φροντίδα σου και την μέριμνάν
σου δια την σωτηρίαν και ασφάλειάν σου στον Κυριον και αυτός θα σε διαθρέψη
και θα συντηρήση την ζωήν σου. Αυτός δεν θα επιτρέψη να επιπέση στον δίκαιον
αδιάκοπος και συνεχής ταραχή σαν τα κύματα της τρικυμισμένης θαλάσσης. Αλλά
θα δώση αισίαν έκβασιν εις την περιπέτειάν του.
Ψαλ. 54,24 σὺ δέ, ὁ
Θεός, κατάξεις αὐτοὺς εἰς φρέαρ διαφθορᾶς·
ἄνδρες αἱμάτων καὶ δολιότητος οὐ μὴ
ἡμισεύσωσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν, ἐγὼ
δέ, Κύριε, ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.
Ψαλ. 54,24 Συ δέ, ω Θεέ μου, θα κατακρημνίσης και θα καταθάψης
τους δολίους εχθρούς μου εις φρέαρ καταστροφής και αφανισμού. Ανθρωποι, που
χύνουν αίματα αθώων και σκέπτονται
συνεχώς δολιότητας εις βάρος των
άλλων, δεν θα φθάσουν ούτε στο ήμισυ των ημερών της ζωής των. Εγώ όμως,
Κυριε, έχω και θα έχω στηριγμένας εις σε τας ελπίδας μου πάντοτε.
|
ΨΑΛΜΟΣ 55- ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΥ
ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
|
Εἰς τὸ τέλος,
ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπὸ τῶν
ἁγίων μεμακρυμμένου· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν,
ὁπότε ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι
ἐν Γέθ.
Ψαλ. 55,2 Ἐλέησόν με,
ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν
ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με.
Ψαλ. 55,2 Ελέησέ με, ω Θεέ μου, διότι, άνθρωπος με
εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, σαν να είμαι σκουλήκι. Ολας τας ημέρας με
κατέθλιψε με τον πόλεμον, που εξήγειρεν εναντίον μου.
Ψαλ. 55,3 κατεπάτησάν με οἱ
ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ
οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ ὕψους.
Ψαλ. 55,3 Με καταπατούν οι εχθροί μου όλας τας ημέρας, διότι
οι πολεμούντες με είναι ισχυροί, και με πολεμούν από υψηλόν, ασφαλές και
απρόσβλητον μέρος.
Ψαλ. 55,4 ἡμέρας οὐ
φοβηθήσομαι, ἐγὼ δὲ ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.
Ψαλ. 55,4 Εγώ όμως όλας αυτάς τας ημέρας του πολέμου των δεν
τους φοβούμαι, διότι εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
Ψαλ. 55,5 ἐν τῷ
Θεῷ ἐπαινέσω τοὺς λόγους μου, ἐπὶ τῷ
Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ.
Ψαλ. 55,5 Με την βοήθειαν του Θεού μου οι λόγοι αυτοί θα
αποδειχθούν πραγματικώς έπαινός μου. Εις τον Θεόν μου εστήριξα τας ελπίδας
μου. Δεν θα φοβηθώ, τι θα σκεφθή και θα πράξη εναντίον μου φθαρτή ανθρωπίνη
σαρξ.
Ψαλ. 55,6 ὅλην τὴν
ἡμέραν τοὺς λόγους μου ἐβδελύσσοντο, κατ᾿
ἐμοῦ πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν
εἰς κακόν.
Ψαλ. 55,6 Ολην την ημέραν εκείνοι αηδίαζαν και απεστρέφοντο
τους λόγους μου. Αι δε σκέψεις και αι αποφάσεις των εστρέφοντο εναντίον μου,
δια να μου κάμουν κακόν.
Ψαλ. 55,7 παροικήσουσι καὶ
κατακρύψουσιν· αὐτοὶ τὴν πτέρναν μου φυλάξουσι,
καθάπερ ὑπέμειναν τῇ ψυχῇ μου.
Ψαλ. 55,7 Συναθροίζονται εις συνωμοσίαν, παραμονεύουν,
προσπαθούν να κρύψουν τα πονηρά των σχέδια. Αυτοί παρακολουθούν τα ίχνη μου,
όπως οι κυνηγοί τα ίχνη των θηραμάτων, δια να με εξοντώσουν, με την ιδίαν
επιμονήν, με όσην εγώ επιμένω και επιζητώ την σωτηρίαν μου από σέ.
Ψαλ. 55,8 ὑπὲρ
τοῦ μηθενὸς σώσεις αὐτούς, ἐν ὀργῇ
λαοὺς κατάξεις. ὁ Θεός,
Ψαλ. 55,8 Μηδενικά και αρνητικά στοιχεία είναι εις την ζωήν
των. Συ, λοιπόν, θα τους σώσης; Οχι βέβαια. Αλλά και λαούς ακόμη ολοκλήρους
θα οδηγήσης στον άδην, ω Θεέ μου, εν τη δικαία σου οργή.
Ψαλ. 55,9 τὴν ζωήν μου
ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου
ὡς καὶ ἐν τῇ ἐπαγγελίᾳ σου.
Ψαλ. 55,9 Σου εξέθεσα, Κυριε, ολόκληρον την πολυβασανισμένην
μου ζωήν. Συ δε έλαβες υπ' όψιν σου τα δάκρυά μου, σύμφωνα και με την υπόσχεσίν
σου.
Ψαλ. 55,10 ἐπιστρέψουσιν
οἱ ἐχθροί μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἐν ᾗ
ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε· ἰδοὺ
ἔγνων ὅτι Θεός μου εἶ σύ.
Ψαλ. 55,10 Οι εχθροί μου πανικόβλητοι θα τραπούν εις φυγήν εις
ημέραν, κατά την οποίαν εγώ θα επικαλεσθώ την βοήθειάν σου. Ιδού, εγνώρισα
και επείσθην μέχρι σήμερον, ότι συ είσαι ο Θεός μου.
Ψαλ. 55,11 ἐπὶ
τῷ Θεῷ αἰνέσω ῥῆμα, ἐπὶ τῷ
Κυρίῳ αἰνέσω λόγον.
Ψαλ. 55,11 Εις δόξαν του Θεού μου θα μελοποιήσω τον ύμνον μου.
Θα ψάλλω προς τον Κυριον εκτενή δοξολογίαν.
Ψαλ. 55,12 ἐπὶ
τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι
ἄνθρωπος.
Ψαλ. 55,12 Εις τον Θεόν μου ήλπισα και δεν έχω να φοβηθώ, τι
σκέπτεται να μου κάμη ο οιοσδήποτε άνθρωπος.
Ψαλ. 55,13 ἐν ἐμοί,
ὁ Θεός, εὐχαί, ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου,
Ψαλ. 55,13 Εχω κάμει, Κυριε, τάματα, τα οποία με όλην μου την
καρδίαν και δοξάζων το άγιον Ονομά σου θα εκπληρώσω,
Ψαλ. 55,14 ὅτι
ἐῤῥύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ
τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω
ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων.
Ψαλ. 55,14 διότι συ εγλύτωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον,
διεφυλαξες τους πόδας μου από θανατηφόρον ολίσθημα. Θα πράττω πάντοτε το
ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, εφ' όσον ευρίσκομαι υπό το φως του ηλίου εν
μέσω των ζώντων ανθρώπων εις την γην.
|
ΨΑΛΜΟΣ 56- ΠΡΟΣΦΕΥΓΩ ΣΤΟ ΘΕΟ ΤΟΝ ΥΨΙΣΤΟ
|
Εἰς τὸ τέλος· μὴ
διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν ἐν
τῷ αὐτὸν ἀποδιδράσκειν ἀπὸ προσώπου
Σαοὺλ εἰς τὸ σπήλαιον.
Ψαλ. 56,2 Ἐλέησόν με,
ὁ Θεός, ἐλέησόν με, ὅτι ἐπὶ σοὶ πέποιθεν
ἡ ψυχή μου καὶ ἐν τῇ σκιᾷ τῶν πτερύγων
σου ἐλπιῶ, ἕως οὗ παρέλθῃ ἡ ἀνομία.
Ψαλ. 56,2 Ελέησέ με, Κυριε και Θεέ μου. Δείξε την
ευσπλαγχνίαν σου και το έλεός σου εις εμέ, διότι εγώ εις σε έχώ στηρίξει την
πεποίθησίν μου και κάτω από την προστατευτικήν σκιαν των παντοδυνάμων
πτερύγων σου ελπίζω ότι θα διαφυλαχθώ ασφαλής, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος,
τον οποίον οι άνομοι έχουν στήσει εναντίον μου.
Ψαλ. 56,3 κεκράξομαι πρὸς
τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον, τὸν Θεὸν τὸν
εὐεργετήσαντά με.
Ψαλ. 56,3 Εκραξα και κράζω από τα βάθη της ψυχής μου προς
τον Θεόν τον ύψιστον, ο οποίος πολλές φορές έως τώρα με έχει ευεργετήσει.
Ψαλ. 56,4 ἐξαπέστειλεν
ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔσωσέ με, ἔδωκεν εἰς
ὄνειδος τοὺς καταπατοῦντάς με. (διάψαλμα).
ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ ἔλεος αὐτοῦ
καὶ τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ
Ψαλ. 56,4 Εστειλεν από τον ουρανόν την βοήθειάν του και με
έσωσε. Θα κατεντροπιάση και θα κατεξευτελίση και τώρα εκείνους, οι οποίοι
θέλουν να με ποδοπατήσουν ως σκουλήκι. Ο Κυριος έστειλε και θα στείλη το
έλεός του εις εμέ και θα φανή κατά πάντα αληθής και αξιόπιστος εις τας
υποσχέσστου.
Ψαλ. 56,5 καὶ
ἐῤῥύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην
τεταραγμένος· υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντες
αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα
αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα.
Ψαλ. 56,5 Εγλύτωσε και θα γλυτώση την ζωήν μου από εχθρούς,
οι οποίοι ομοιάζουν με αγρίους νεαρούς λέοντας. Εκοιμήθην με φόβον και
ταραχήν, διότι οι άνθρωποι αυτοί, οι εχθροί μου, έχουν, ωσάν δόντια λεόντων,
όπλα και βέλη και η γλώσσα των είναι ακονισμένη, κοπτερή μάχαιρα εναντίον
μου.
Ψαλ. 56,6 ὑψώθητι
ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ
ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου.
Ψαλ. 56,6 Ας φανή και πάλιν το μεγαλείον σου, Κυριε, στον
ουρανόν άνω και η δόξα σου κάτω εις όλην την γην.
Ψαλ. 56,7 παγίδα ἡτοίμασαν
τοῖς ποσί μου καὶ κατέκαμψαν τὴν ψυχήν μου·
ὤρυξαν πρὸ προσώπου μου βόθρον καὶ ἐνέπεσαν εἰς
αὐτόν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 56,7 Οι εχθροί μου έστησαν παγίδα στον δρόμον μου και
με τας επιβουλάς των κατέκαμψαν και απεθάρρυναν την ψυχήν μου. Ηνοιξαν
ενώπιόν μου βορβορώδη λάκκον, δια να πέσω εις αυτόν. Αλλά έπεσαν οι ίδιοι
εντός αυτού.
Ψαλ. 56,8 ἑτοίμη ἡ
καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι
καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου.
Ψαλ. 56,8 Και τώρα η καρδία μου με την πίστιν και το θάρρος
της εις σέ, είναι ετοίμη να νικήση τους πειρασμούς, να αντιμετωπίση τους
κινδύνους. Εγώ θα σε δοξολογώ με το στόμα μου και θα συνθέτω ύμνους με τα
μουσικά όργανα εις δόξαν σου.
Ψαλ. 56,9 ἐξεγέρθητι,
ἡ δόξα μου· ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καὶ κιθάρα·
ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου.
Ψαλ. 56,9 Σηκω επάνω, ω ψυχή μου. Σηκωθήτε και σεις τα
μουσικά όργανα, ψαλτήριον και κιθάρα. Πολύ πρωϊ θα σηκωθώ, θα σε δοξολογήσω,
Κυριε,
Ψαλ. 56,10 ἐξομολογήσομαί
σοι ἐν λαοῖς, Κύριε, ψαλῶ σοι ἐν ἔθνεσι,
Ψαλ. 56,10 ανάμεσα εις πολλούς λαούς, θα ψάλλω εις σε ανάμεσα
εις πολλά έθνη,
Ψαλ. 56,11 ὅτι
ἐμεγαλύνθη ἕως τῶν οὐρανῶν τὸ ἔλεός
σου καὶ ἕως τῶν νεφελῶν ἡ ἀλήθειά σου.
Ψαλ. 56,11 διότι η ευσπλαγχνία σου και το έλεός σου
εμεγαλύνθησαν και υψώθησαν έως στους ουρανούς, και η αξιοπιστία των
υποσχέσεών σου και η αλήθειά σου ανέβη έως τα νέφη του ουρανού.
Ψαλ. 56,12 ὑψώθητι
ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ
ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου.
Ψαλ. 56,12 Ας υψωθή και ας λάμψη το μεγαλείον σου, ω Θεέ,
υπεράνω από τους ουρανούς και η δόξα σου ας απλωθή εις όλην την γην.
|
ΨΑΛΜΟΣ 57- ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΠΟΥ
ΚΡΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΗ ΓΗ
|
Εἰς τὸ τέλος·
μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν.
Ψαλ. 57,2 Εἰ
ἀληθῶς ἄρα δικαιοσύνην λαλεῖτε; εὐθείας κρίνετε
οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων;
Ψαλ. 57,2 Λαλείτε πράγματι και αληθεία, ω κριταί του Ισραήλ,
και εφαρμόζετε δικαιοσύνην; Εκδίδετε σεις, υιοί των ανθρώπων, δικαίας
αποφάσεις;
Ψαλ. 57,3 καὶ γὰρ
ἐν καρδίᾳ ἀνομίαν ἐργάζεσθε ἐν τῇ
γῇ, ἀδικίαν αἱ χεῖρες ὑμῶν συμπλέκουσιν.
Ψαλ. 57,3 Οχι. Διότι με την καρδίαν και τον νουν σας
επεξεργάζεσθε την αδικίαν εις την ιεράν χώραν της Παλαιστίνης. Τα δε χέρια
σας εξυφαίνουν δολίας αδικίας εις βάρος των άλλων.
Ψαλ. 57,4 ἀπηλλοτριώθησαν
οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ μήτρας, ἐπλανήθησαν
ἀπὸ γαστρός, ἐλάλησαν ψευδῆ.
Ψαλ. 57,4 Οι αμαρτωλοί αυτοί δικασταί απεξενώθησαν από τον
Θεόν, από την εποχήν ακόμη κατά την οποίαν συνελήφθησαν έμβρυα εις την
μήτραν. Επλανήθησαν εκ κοιλίας μητρός, ελάλησαν και λαλούν συνεχώς ψέματα.
Ψαλ. 57,5 θυμὸς
αὐτοῖς κατὰ τὴν ὁμοίωσιν τοῦ ὄφεως,
ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ
ὦτα αὐτῆς,
Ψαλ. 57,5 Αγρία μανία τους κατέχει δια το κακόν, ώστε να
ομοιάζουν με φίδια, με ασπίδα κωφήν,
Ψαλ. 57,6 ἥτις οὐκ
εἰσακούσεται φωνῆς ἐπᾳδόντων, φαρμάκου τε
φαρμακευομένου παρὰ σοφοῦ.
Ψαλ. 57,6 που κλείει τα αυτιά της και δεν θέλει να ακούση
τας γοητευτικάς ωδάς των μάγων, με τας οποίας ο πεπειραμένος γόης προσπαθεί
να την καταπραΰνη.
Ψαλ. 57,7 ὁ Θεὸς
συντρίψει τοὺς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ
στόματι αὐτῶν, τὰς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν
ὁ Κύριος·
Ψαλ. 57,7 Ο Θεός θα συντρίψη τα δόντια των ασεβών αυτών
δικαστών μέσα στο στόμα των. Θα καταθρυμματίση τους οδόντας αυτών, οι οποίοι
ώσαν άγριοι λέοντες επιζητούν να κατασπαράξουν και να αλέσουν τα θύματά των.
Ψαλ. 57,8 ἐξουδενωθήσονται
ὡσεὶ ὕδωρ διαπορευόμενον· ἐντενεῖ τὸ
τόξον αὐτοῦ ἕως οὗ ἀσθενήσουσιν.
Ψαλ. 57,8 Θα σβήσουν, θα περάσουν, θα εξαφανισθούν σαν το
νερό, το οποίον τρέχει ταχέως και δεν επιστρέφει. Ο Κυριος θα τεντώση το
τόξον του, και θα ρίψη εναντίον αυτών τα βέλη του, μέχρις ότου εξασθενήσουν
τελείως.
Ψαλ. 57,9 ὡσεὶ
κηρὸς τακεὶς ἀνταναιρεθήσονται· ἔπεσε πῦρ
ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ οὐκ εἶδον τὸν
ἥλιον.
Ψαλ. 57,9 Οπως λυώνει το κερί, έτσι και αυτοί θα λυώσουν, θα
διαλυθούν και θα εξαφανισθούν. Φωτιά της οργής του Κυρίου θα πέση επάνω τους,
θα κατακαούν και έτσι δεν θα ιδούν ποτέ το φως του ηλίου, θα παύσουν να
υπάρχουν μεταξύ των ζώντων ανθρώπων.
Ψαλ. 57,10 πρὸ τοῦ
συνιέναι τὰς ἀκάνθας αὐτῶν τὴν ῥάμνον,
ὡσεὶ ζῶντας, ὡσεὶ ἐν ὀργῇ
καταπίεται αὐτούς.
Ψαλ. 57,10 Προτού αυξηθούν αι άκανθαι, ώστε να γίνουν
ακανθώδεις θάμνοι, πριν εξανθίση και καρποφορήση εις κακά έργα η πονηρία
αυτών, σαν με ασυγκράτητον κύμα οργής θα τους καταπίη η θεία δικαιοσύνη.
Ψαλ. 57,11 εὐφρανθήσεται
δίκαιος, ὅταν ἴδῃ ἐκδίκησιν· τὰς
χεῖρας αὐτοῦ νίψεται ἐν τῷ αἵματι
τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Ψαλ. 57,11 Θα ευφρανθή ο δίκαιος όταν ίδη την θείαν αυτήν
εκδίκησιν. Τοσον άφθονον θα χυθή το αίμα των αδίκων κριτών, ώστε εις αυτό θα
νίψη τα χέρια του ο δίκαιος, ικανοποιημένος από την θείαν δικαιοσύνην.
Ψαλ. 57,12 καὶ
ἐρεῖ ἄνθρωπος· εἰ ἄρα ἐστὶ
καρπὸς τῷ δικαίῳ, ἄρα ἐστὶν ὁ
Θεὸς κρίνων αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ.
Ψαλ. 57,12 Και τότε κάθε άνθρωπος θα πη· Πράγματι υπάρχει στον
δίκαιον η αμοιβή δια τα καλά του έργα. Πράγματι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος
κρίνει και κατακρίνει τους αδίκους κριτάς επάνω εις την γην.
|
ΨΑΛΜΟΣ 58- ΘΕΕ ΜΟΥ, ΓΛΙΤΩΣΕ ΜΕ ΑΠ' ΤΑ
ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΜΟΥ
|
Εἰς τὸ τέλος·
μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν,
ὁπότε ἀπέστειλε Σαοὺλ καὶ ἐφύλαξε τὸν
οἶκον αὐτοῦ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν.
Ψαλ. 58,2 Ἐξελοῦ με
ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ Θεός, καὶ ἐκ
τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ λύτρωσαί
με·
Ψαλ. 58,2 Ω Θεέ μου, βγάλε με από τα χέρια των εχθρών μου.
Γλύτωσέ με από την επιβουλήν εκείνων, οι οποίοι έχουν εξεγερθή εναντίον μου.
Ψαλ. 58,3 ῥῦσαί με
ἐκ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν καὶ
ἐξ ἀνδρῶν αἱμάτων σῶσόν με.
Ψαλ. 58,3 Γλύτωσέ με από τους ανθρώπους, που εργάζονται την
ανομίαν. Σώσε με από ανθρώπους αιμοβόρους, που σκέπτονται και διαπράττουν
εγκλήματα.
Ψαλ. 58,4 ὅτι
ἰδοὺ ἐθήρευσαν τὴν ψυχήν μου, ἐπέθεντο
ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιοί. οὔτε ἡ ἀνομία μου
οὔτε ἡ ἁμαρτία μου, Κύριε·
Ψαλ. 58,4 Διότι ιδού, έστησαν ενέδρας, δια να μου πάρουν την
ζωήν. Επετέθησαν εναντίον μου οι ισχυροί της εποχής αυτής. Ούτε η παρανομία
μου, ούτε η αμαρτία μου υπήρξαν, Κυριε, αιτία της καταφοράς των αυτής.
Ψαλ. 58,5 ἄνευ
ἀνομίας ἔδραμον καὶ κατεύθυνα· ἐξεγέρθητι εἰς
συνάντησίν μου καὶ ἴδε.
Ψαλ. 58,5 Μέχρι σήμερον επέρασα τας ημέρας της ζωής μου
χωρίς παρανομία. Εξ αντιθέτου συμπεριεφέρθην με ευθύτητα. Σηκω, λοιπόν,
Κυριε, και έλα εις συνάντησίν μου και ίδε τον κίνδυνον, που με απειλεί.
Ψαλ. 58,6 καὶ σύ, Κύριε, ὁ
Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ,
πρόσχες τοῦ ἐπισκέψασθαι πάντα τὰ ἔθνη, μὴ
οἰκτειρήσῃς πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν
ἀνομίαν. (διάψαλμα).
Ψαλ. 58,6 Συ, Κυριε, ο Θεός των επουρανίων και επιγείων
δυνάμεων, συ ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, σπεύσε εν τη δικαιοσύνη σου να
επισκεφθής με την τιμωρόν ράβδον σου όλα τα αμαρτωλά έθνη. Μη δείξης
ευσπλαγχνίαν προς εκείνους, οι οποίοι εργάζονται την παρανομίαν.
Ψαλ. 58,7 ἐπιστρέψουσιν
εἰς ἑσπέραν καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ
κυκλώσουσι πόλιν.
Ψαλ. 58,7 Οπως ο κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται αναζητών
τροφήν εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί, διψασμένοι και πεινασμένοι δι'
ανθρώπινον αίμα, θα περιέλθουν την πόλιν αναζητούντες τα θύματά των.
Ψαλ. 58,8 ἰδοὺ
ἀποφθέγξονται ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ
ῥομφαία ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν, ὅτι τίς
ἤκουσε;
Ψαλ. 58,8 Ιδού, αυτοί εκτοξεύουν από το στόμα τους
φαρμακερούς και υβριστικούς λόγους. Κοφτερή ρομφαία τα χείλη των. Με
θρασύτητα λέγουν· Ποιός μας ακούει; Και αν μας ακούη, άνθρωπος η Θεός, μήπως
και θα δώσωμεν λόγον;
Ψαλ. 58,9 καὶ σύ, Κύριε,
ἐκγελάσῃ αὐτούς, ἐξουδενώσεις πάντα τὰ
ἔθνη.
Ψαλ. 58,9 Συ όμως, Κυριε, θα τους περιγελάσης. Θα
εκμηδενίσης γενικώς όλα τα ειδωλολατρικά αμαρτωλά έθνη.
Ψαλ. 58,10 τὸ κράτος μου,
πρὸς σὲ φυλάξω, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου
εἶ.
Ψαλ. 58,10 Την δύναμίν μου, Κυριε, την σωτηρίαν και ασφάλειάν
μου, θα αναθέσω εις σέ, διότι συ είσαι ο Θεός μου, ο προστάτης και
υπερασπιστής μου.
Ψαλ. 58,11 ὁ Θεός μου,
τὸ ἔλεός σου προφθάσει με· ὁ Θεός μου δείξει μοι
ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου.
Ψαλ. 58,11 Ω Θεέ μου, πιστεύω απολύτως, ότι θα έλθη προς εμέ
το έλεός σου στον κατάλληλον καιρόν, δια να με προφθάση, πριν πάθω τι. Συ, ο
Θεός μου, θα μου δείξης το έργον της δικαιοσύνης σου εναντίον των εχθρών μου.
Ψαλ. 58,12 μὴ
ἀποκτείνῃς αὐτούς, μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου
σου· διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου
καὶ κατάγαγε αὐτούς, ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε.
Ψαλ. 58,12 Μη τους θανατώσης όμως, Κυριε, αλλά τιμώρησέ τους
κατ' άλλον τρόπον, δια να βλέπη το έθνος μου την τιμωρίαν αυτήν και μη
λησμονή τον Νομον σου. Διασκόρπισέ τους εν τη παντοδυναμία σου μακράν από την
πατρίδα των. Ριψε τους ταπεινωμένους και εξευτελισμένους κάτω στο χώμα, συ
Κυριε, που είσαι ο υπερασπιστής και προστάτης μου.
Ψαλ. 58,13 ἁμαρτία στόματος
αὐτῶν, λόγος χειλέων αὐτῶν, καὶ συλληφθήτωσαν ἐν
τῇ ὑπερηφανίᾳ αὐτῶν· καὶ ἐξ
ἀρᾶς καὶ ψεύδους διαγγελήσονται ἐν συντελείᾳ,
Ψαλ. 58,13 Ποσον αηδιαστική ήτο η αμαρτία, που εξεμούσε το
στόμα αυτών! Ποσον πονηρός και δόλιος ο λόγος των χειλέων των! Ας συλληφθούν
αυτοί μέσα εις τα δίκτυα των εγωπαθών και φθονερών σχεδίων των. Τα αμαρτωλά
λόγια, με τα οποία αυτοί με κατηρώντο και εψεύδοντο εις βάρος μου, θα
διαλαληθούν εις όλους έπειτα από την συντριβήν των.
Ψαλ. 58,14 ἐν
ὀργῇ συντελείας, καὶ οὐ μὴ
ὑπάρξουσι· καὶ γνώσονται, ὅτι Θεὸς δεσπόζει
τοῦ Ἰακὼβ τῶν περάτων τῆς γῆς.
(διάψαλμα).
Ψαλ. 58,14 Η τιμωρία των, εν τη δικαία σου οργή, θα είναι
πλήρης και δεν θα υπάρχουν πλέον. Τοτε θα μάθουν όλοι, ότι ο Θεός είναι ο
Κυριος και προστάτης των Ισραηλιτών, μέχρι και των περάτων της γης.
Ψαλ. 58,15 ἐπιστρέψουσιν εἰς
ἑσπέραν, καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν.
Ψαλ. 58,15 Αυτοί, όπως ο πεινασμένος κύων κατά την εσπέραν
περιέρχεται τους δρόμους εις αναζήτησιν τροφής του μέσα εις τα απορρίμματα,
έτσι και αυτοί πεινασμένοι και διψασμένοι δι' αίμα ανθρώπων, θα
περιτριγυρίζουν γύρω την πόλιν ζητούντες θύματα.
Ψαλ. 58,16 αὐτοὶ
διασκορπισθήσονται τοῦ φαγεῖν· ἐὰν δὲ
μὴ χορτασθῶσι, καὶ γογγύσουσιν.
Ψαλ. 58,16 Αυτοί θα διασκορπισθούν από έδω και από εκεί, δια να
φάγουν κάποιον. Εάν δε και δεν κορέσουν τα αιμοβόρα ένστικτά των, θα
γογγύζουν και θα γαυγίζουν.
Ψαλ. 58,17 ἐγὼ
δὲ ᾄσομαι τῇ δυνάμει σου καὶ ἀγαλλιάσομαι
τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐγενήθης
ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ
θλίψεώς μου.
Ψαλ. 58,17 Εγώ όμως θα ψάλλω δοξολογίαν προς σέ, τον παντοδύναμον
Θεόν. Θα πλημμυρίσω από αγαλλίασιν την πμωΐαν, που θα ίδω το έλεός σου, διότι
συ υπήρξες προστάτης μου και καταφύγιόν μου εις περίοδον θλίψεων και
κινδύνων.
Ψαλ. 58,18 βοηθός μου εἶ,
σοὶ ψαλῶ· ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου
εἶ, ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός μου.
Ψαλ. 58,18 Συ, Κυριε, είσαι βοηθός μου. Θα ψάλλω και θα
υμνολογώ σέ, διότι συ ήσουνα και είσαι ο προστάτης μου, ο Θεός μου, γεμάτος
έλεος και ευσπλαγχνίαν προς εμέ.
|
ΨΑΛΜΟΣ 59- ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΣ
|
Εἰς τὸ τέλος·
τοῖς ἀλλοιωθησομένοις ἔτι, εἰς στηλογραφίαν τῷ
Δαυΐδ, εἰς διδαχήν,
ὁπότε
ἐνεπύρισε τὴν Μεσοποταμίαν Συρίας καὶ τὴν Συρίαν
Σοβάλ, καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωάβ, καὶ ἐπάταξε
τὴν φάραγγα τῶν Ἁλῶν, δώδεκα χιλιάδας.
Ψαλ.
59,3 Ὁ Θεὸς,
ἀπώσω ἡμᾶς καὶ καθεῖλες ἡμᾶς,
ὠργίσθης καὶ ᾠκτείρησας ἡμᾶς.
Ψαλ. 59,3 Ω Θεέ, μας απώθησες και μας απεμάκρυνες από κοντά
σου. Μας κατεκρήμνισες, ωργίσθης εναντίον μας. Και τώρα, Κυριε, μετά την
τιμωρίαν μας, δείξε προς ημάς το έλεός σου και την ευσπλαγχνίαν σου.
Ψαλ. 59,4 συνέσεισας τὴν
γῆν καὶ συνετάραξας αὐτήν· ἴασαι τὰ
συντρίμματα αὐτῆς ὅτι ἐσαλεύθη.
Ψαλ. 59,4 Συνεκλόνισες την χώραν της Παλαιστίνης με την
επιδρομήν και τας δηώσεις των αλλοφύλων. Την συνετάραξες ωσάν με σεισμούς
μεγάλους και καταστρεπτικούς. Θεράπευσε, Κυριε, τα συντρίμματα και τα ερείπιά
της, διότι τα πάντα εις αυτήν εσαλεύθησαν.
Ψαλ. 59,5 ἔδειξας τῷ
λαῷ σου σκληρά, ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως.
Ψαλ. 59,5 Παρεχώρησες να ίδη ο λαός σου σκληράς δοκιμασίας.
Μας επότισες με τον πικρόν οίνον της οργής σου.
Ψαλ. 59,6 ἔδωκας τοῖς
φοβουμένοις σε σημείωσιν τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου
τόξου. (διάψαλμα).
Ψαλ. 59,6 Εδωκες όμως, εν τη ευσπλαγχνία και τη αγαθότητί
σου, στους Ισραηλίτας, που ευλαβούνται το όνομά σου, σημείον, δια να
αποφύγουν το εχθρικόν τόξον και διασωθούν.
Ψαλ. 59,7 ὅπως ἂν
ῥυσθῶσιν οἱ ἀγαπητοί σου, σῶσον τῇ
δεξιᾷ σου καὶ ἐπάκουσόν μου.
Ψαλ. 59,7 Δια να γλυτώσουν οι αγαπητοί σου και μη εξοντωθούν
από τους εχθρούς, σώσε τους με την ακατανίκητον δεξιάν σου και κάμε δεκτήν
ευμενώς την προσευχήν μου υπέρ του λαού.
Ψαλ. 59,8 ὁ Θεὸς
ἐλάλησεν ἐν τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ·
ἀγαλλιάσομαι καὶ διαμεριῶ Σίκιμα καὶ τὴν
κοιλάδα τῶν σκηνῶν διαμετρήσω.
Ψαλ. 59,8 Ο Θεός, εν τη αγιότητι αυτού, μίλησε επισήμως και
είπε· Με χαράν και αγαλλίασιν θα διαμοιράσω εις σας την πόλιν Συχέμ και θα
καταμετρήσω την κοιλάδα των σκηνών, που εκτείνεται πέραν του Ιορδάνου, όλην
αυτήν την χώραν, δια να την διαμοιράσω προς σας.
Ψαλ. 59,9 ἐμός ἐστι
Γαλαάδ, καὶ ἐμός ἐστι Μανασσῆ, καὶ
Ἐφραὶμ κραταίωσις τῆς κεφαλῆς μου, Ἰούδας
βασιλεύς μου·
Ψαλ. 59,9 Διότι εις εμέ ανήκει η χώρα Γαλαάδ, ιδική μου
είναι η περιοχή Μανασσή η πέραν του Ιορδάνου. Επίσης ιδική μου είναι και η
εντεύθεν του Ιορδάνου περιοχή Εφραίμ, η κραταιά αυτή δύναμις περικεφαλαία
μου, όπως επίσης και φυλή του Ιούδα, από την οποίαν προέρχονται οι βασιλείς του
λαού μου.
Ψαλ. 59,10 Μωὰβ λέβης
τῆς ἐλπίδος μου, ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν
ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου, ἐμοὶ
ἀλλόφυλοι ὑπετάγησαν.
Ψαλ. 59,10 Η χώρα των Μωαβιτών θα γίνη λεκάνη, μέσα εις την
οποίαν ο εκλεκτός μου λαός θα πλύνη τους πόδας του. Εις την χώραν της Ιδουμαίας
θα εκτείνω το υπόδημά μου και θα την υποτάξω. Εις εμέ όλοι οι αλλόφυλοι
υπετάγησαν και θα υποταχθούν.
Ψαλ. 59,11 τίς ἀπάξει με
εἰς πόλιν περιοχῆς; ἢ τίς ὁδηγήσει με ἕως
τῆς Ἰδουμαίας;
Ψαλ. 59,11 Επειτα, λοιπόν, από τας μεγάλας αυτάς υποσχέσστου
Κυρίου, ποίος θα με φέρη νικητήν εις την οχυράν πόλιν, που είναι πρωτεύουσα
της Ιδουμαίας; Ποιός θα με οδηγήση το συντομώτερον μέχρι της χώρας Ιδουμαίας;
Ψαλ. 59,12 οὐχὶ σύ,
ὁ Θεός, ὁ ἀπωσάμενος ἡμᾶς; καὶ οὐκ
ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν
ἡμῶν;
Ψαλ. 59,12 Δεν θα μας οδηγήσης συ, ω Θεέ μου, ο οποίος
προηγουμένως μας είχες απωθήσει από κοντά σου; Και συ δεν θα εκστρατεύσης
μαζή με τας ιδικάς μας στρατιωτικάς δυνάμεις εναντίον των εχθρών μας;
Ψαλ. 59,13 δὸς
ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως, καὶ ματαία σωτηρία ἀνθρώπου.
Ψαλ. 59,13 Δος μας βοήθειαν, δια να σωθώμεν από την δοκιμασίαν,
η οποία μας συνέχει, διότι ματαία και άκαρπος εις σωτηρίαν είναι κάθε
βοήθεια, που προέρχεται από άνθρωπον.
Ψαλ. 59,14 ἐν τῷ
Θεῷ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει
τοὺς θλίβοντας ἡμᾶς.
Ψαλ. 59,14 Με την βοήθειαν σου του Θεού μας θα δράσωμεν
αποτελεσματικώς και μετά δυνάμεως. Αυτός ο ίδιος θα εκμηδενίση εκείνους, οι
οποίοι μας θλίβουν.
|
ΨΑΛΜΟΣ 60- ΕΙΣΑΚΟΥΣΕ, ΚΥΡΙΕ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΜΟΥ
|
Εἰς τὸ τέλος, ἐν
ὕμνοις· τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 60,2 Εἰσάκουσον,
ὁ Θεός, τῆς δεήσεώς μου, πρόσχες τῇ προσευχῇ μου.
Ψαλ. 60,2 Ακουσε, ω Θεέ μου, και κάμε δεκτήν την δέησίν μου.
Δώσε προσοχήν εις την προσευχήν μου.
Ψαλ. 60,3 ἀπὸ
τῶν περάτων τῆς γῆς πρὸς σὲ ἐκέκραξα
ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου· ἐν πέτρᾳ
ὕψωσάς με, ὡδήγησάς με,
Ψαλ. 60,3 Από τα πέρατα της γης, μακράν από την Σιών, κράζω
προς σε εις περίοδον, κατά την οποίαν η καρδία μου έχει καταληφθή από μεγάλην
λύπην και ατονίαν. Και συ, Κυριε, όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, με ύψωσες
και με εστήριξες εις απρόσιτους από τους εχθρούς μου βράχους. Εκεί, συ ο
ίδιος με οδήγησες ασφαλή.
Ψαλ. 60,4 ὅτι
ἐγενήθης ἐλπίς μου, πύργος ἰσχύος ἀπὸ προσώπου
ἐχθροῦ.
Ψαλ. 60,4 Διότι εγώ και στο παρελθόν εις σε είχα στηρίξει
τας ελπίδας μου και με επροστάτευσες ως πύργον και φρούριον απόρθητον
εναντίον του οιουδήποτε εχθρού μου.
Ψαλ. 60,5 παροικήσω ἐν
τῷ σκηνώματί σου εἰς τοὺς αἰῶνας, σκεπασθήσομαι
ἐν σκέπει τῶν πτερύγων σου. (διάψαλμα).
Ψαλ. 60,5 Πιστεύω, ότι και τώρα θα ευδοκήσης να κατοικήσω
παντοτεινά πλησίον του ιερού σου σκηνώματος εις την Ιερουσαλήμ, ώστε να
ευρίσκωμαι υπό την ακατανίκητον σκέπην των πτερύγων της θείας σου προστασίας.
Ψαλ. 60,6 ὅτι σύ, ὁ
Θεός, εἰσήκουσας τῶν εὐχῶν μου, ἔδωκας
κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου.
Ψαλ. 60,6 Διότι συ, ω Θεέ μου, ήκουσες και έκαμες ευμενώς
δεκτάς τας προσευχάς μου και τα τάματά μου, και έδωσες εις ημάς, που σε
ευλαβούμεθα, την γην της Επαγγελίας ως κληρονομίαν.
Ψαλ. 60,7 ἡμέρας
ἐφ᾿ ἡμέρας τοῦ βασιλέως προσθήσεις, τὰ
ἔτη αὐτοῦ ἕως ἡμέρας γενεᾶς καὶ
γενεᾶς.
Ψαλ. 60,7 Ημέρας εις τας ημέρας του βασιλέως θα προσθέσης,
ώστε τα έτη του δια των απογόνων του, και μάλιστα δια του Μεσσίου, να
συνεχισθούν αιωνίως από των ημερών της μιας γενεάς μέχρι και των ημερών της
άλλης εις αιώνας αιώνων.
Ψαλ. 60,8 διαμενεῖ
εἰς τὸν αἰῶνα ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ· ἔλεος καὶ ἀλήθειαν αὐτοῦ τίς
ἐκζητήσει;
Ψαλ. 60,8 Και έτσι θα παραμένη αυτός αιώνιος βασιλεύς
ενώπιόν σου. Ποιός από τους θνητούς θα ημπορέση ποτε να ερευνήση και να
κατανοήση το βάθος του ελέους και την πιστότητα των υποσχέσεών σου;
Ψαλ. 60,9 οὕτως ψαλῶ
τῷ ὀνόματί σου εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος τοῦ ἀποδοῦναί με τὰς εὐχάς
μου ἡμέραν ἐξ ἡμέρας.
Ψαλ. 60,9 Γεμάτος θαυμασμόν προ του απείρου μεγαλείου σου θα
ψάλλω ύμνον εις δόξαν του Ονόματός σου δια μέσου όλων των αιώνων και ωσάν χρέος
οφειλόμενον θα αποδίδω εις σε τα τάματά μου καθημερινώς από την μίαν ημέραν
εις την άλλην.
|
|