ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΨΑΛΜΟΙ 141-151

 

 

ΨΑΛΜΟΣ 141- ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΔΙΩΓΜΕΝΟΥ

Συνέσεως τῷ Δαυΐδ, ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ· προσευχή.

Ψαλ. 141,2         Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐδεήθην.

Ψαλ. 141,2                Με θερμήν μεγαλόφωνον προσευχήν έκραξα προς τον Κυριον. Από τα βάθη της ψυχής μου τον παρεκάλεσα.

Ψαλ. 141,3         ἐκχεῶ ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν δέησίν μου, τὴν θλῖψίν μου ἐνώπιον αὐτοῦ ἀπαγγελῶ.

Ψαλ. 141,3                Θα αφήσω να χυθή ενώπιον αυτού η δέησίς μου. Θα εξαγγείλω εμπρός εις αυτόν την θλίψιν της ψυχής μου.

Ψαλ. 141,4         ἐν τῷ ἐκλείπειν ἐξ ἐμοῦ τὸ πνεῦμά μου, καὶ σὺ ἔγνως τὰς τρίβους μου· ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐπορευόμην, ἔκρυψαν παγίδα μοι.

Ψαλ. 141,4                Τωρα, που εμπρός στους μεγάλους κινδύνους λιποψυχώ και κινδυνεύω να χάσω την ζωήν μου, συ, Κυριε, έχεις γνωρίσει και γνωρίζεις πόσον αθώα υπήρξεν η πορεία της ζωής μου. Ομως εις την ευθείαν αυτήν οδόν, την οποίαν εβάδισα και βαδίζω, έστησαν κρυφά παγίδα οι εχθροί μου, δια να με συλλάβουν.

Ψαλ. 141,5         κατενόουν εἰς τὰ δεξιὰ καὶ ἐπέβλεπον, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐπιγινώσκων με· ἀπώλετο φυγὴ ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὴν ψυχήν μου.

Ψαλ. 141,5                Στρέφω τα βλέμματά μου προς τα δεξιά, παρατηρώ με προσοχήν και αγωνίαν, δια να εύρω βοηθόν, και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος να έχη επίγνωσιν του κινδύνου, που διατρέχω, και να δύναται να με βοηθήση. Εχάθηκε κάθε τρόπος διαφυγής από τον κίνδυνον αυτόν. Κανείς πλέον, ούτε από τους φίλους μου, δεν φροντίζει δια την σωτηρίαν της ζωής μου.

Ψαλ. 141,6         ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ἡ ἐλπίς μου, μερίς μου εἶ ἐν γῇ ζώντων.

Ψαλ. 141,6                Χωρίς καμμίαν πλέον βοήθειαν εκ μέρους των ανθρώπων κράζω με όλην μου την δύναμιν προς σε, Κυριε, και διακηρύττω· Συ είσαι η ελπίς μου· Συ είσαι η πολύτιμος κληρονομία μου εις την παρούσαν ζωήν.

Ψαλ. 141,7         πρόσχες πρὸς τὴν δέησίν μου, ὅτι ἐταπεινώθην σφόδρα· ῥῦσαί με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.

Ψαλ. 141,7                Δώσε, λοιπόν, προσοχήν εις την δέησίν μου, διότι έχω κακοπαθήσει πολύ και αποκάμει. Σώσε με από εκείνους, οι οποίοι με καταδιώκουν ζητούντες την εξοντωσίν μου, διότι είναι πολύ ισχυρότεροι από εμέ.

Ψαλ. 141,8         ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου· ἐμὲ ὑπομενοῦσι δίκαιοι, ἕως οὗ ἀνταποδῷς μοι.

Ψαλ. 141,8                Βγάλε με από την φυλακήν του σπηλαίου, ώστε ελεύθερος και γεμάτος ευγνωμοσύνην να δοξολογώ το άγιον Ονομά σου. Οι δίκαιοι θα περιμένουν να ίδουν την καλήν έκβασιν, την οποίαν συ ως αμοιβήν των ελπίδων μου θα δώσης.

 

ΨΑΛΜΟΣ 142- ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

Τῷ Δαυΐδ, ὅτε κατεδίωκεν αὐτὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ.

Ψαλ. 142,1         Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου·

Ψαλ. 142,1                Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Ακουσε την ικετευτικήν παράκλησίν μου εν ονόματι της φιλαληθείας σου και των υποσχέσεων, που μας έχεις δώσει. Εισάκουσόν μου εν ονόματι της δικαιοσύνης σου, η οποία απαιτεί την προστασίαν του κάθε αθώου.

Ψαλ. 142,2         καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν.

Ψαλ. 142,2               Μη θελήσης όμως να προβής εις λεπτομερή εξέτασιν της ζωής εμού του δούλου σου, διότι κανείς από τους ζώντας ανθρώπους επί της γης δεν θα ευρεθή τελείως αθώος και αναμάρτητος ενώπιόν σου.

Ψαλ. 142,3         ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος·

Ψαλ. 142,3               Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, το δίκαιον αίτημά μου, διότι εχθρός αδίστακτος με καταδιώκει ζητών να μου αφαιρέση την ζωήν. Με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, με εξηυτέλισε, με έχει καθίσει στο χείλος του τάφου. Με έχει οδηγήσει στο στόμα του σκοτεινού άδου, όπου ευρίσκονται οι από αρχαιότατα χρόνια νεκροί.

Ψαλ. 142,4         καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου.

Ψαλ. 142,4               Από τας βαρείας αυτάς θλίψεις έχει καταληφθή από αθυμίαν το πνεύμα μου. Η καρδία μου εντός μου συνεχώς ταράσσεται.

Ψαλ. 142,5         ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.

Ψαλ. 142,5               Εις αυτήν την πολυώδυνον κατάστασιν ευρισκόμενος ενεθυμήθην παλαιάς ημέρας ειρήνης και ασφαλείας. Εβύθισα την σκέψιν μου εις τα έργα της ιδικής σου προστασίας, εμελέτησα καλώς τα έργα των χειρών σου.

Ψαλ. 142,6         διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. (διάψαλμα).

Ψαλ. 142,6               Από την μελέτην αυτήν τονωθείς εις την πίστιν και την ελπίδα προς σέ, ύψωσα ικετευτικάς τας χείράς μου προς σε και η ψυχή μου, ωσάν γη κατάξηρος, εζήτησε δρόσον και αναψυχήν από σέ.

Ψαλ. 142,7         ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.

Ψαλ. 142,7               Οσον το δυνατόν ταχύτερον κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Απέκαμα πλέον, ωλιγοψύχησε και κινδυνεύει να σβήση το πνεύμα μου. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Διότι τότε θα ομοιάσω πλέον με τους νεκρούς, οι οποίοι κατεβαίνουν οριστικώς εις τον τάφον.

Ψαλ. 142,8         ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου·

Ψαλ. 142,8               Ευδόκησε, Κυριε, να ακούσω και να αισθανθώ λίαν πρωϊ, συντόμως, το έλεός σου, διότι εγώ εις σε μόνον έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. Καμε γνωστήν εις εμέ, Κυριε, την οδόν, το άγιόν σου θέλημα, σύμφωνα προς το οποίον να ρυθμίσω την πορείαν της ζωής μου. Διότι προς σέε υψώνω και παραδίδω ολόκληρον την ψυχήν μου.

Ψαλ. 142,9         ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον.

Ψαλ. 142,9               Βγάλε με και ελευθέρωσέ με, Κυριε, από τους εχθρούς μου, διότι εγώ προς σε απ' αρχής και μέχρι σήμερον καταφεύγω.

Ψαλ. 142,10       δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ.

Ψαλ. 142,10             Διδαξέ με, ποίον είναι το θέλημά σου και δος μου την αγαθήν διάθεσιν να το εφαρμόζω πάντοτε, διότι συ είσαι ο Θεός μου. Το Πνεύμά σου το αγαθόν αυτό θα με οδηγήση εις την ευθείαν και ευάρεστον εις σε οδόν.

Ψαλ. 142,11       ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου·

Ψαλ. 142,11              Ενεκεν του ονόματός σου, που σημαίνει έλεος και αγάπην, θα περιφρουρήσης και θα παρατείνης την ζωήν μου. Εν τη δικαιοσύνη σου θα βγάλης την ψυχήν μου από την βαρείαν θλίψιν, που οι εχθροί μου έχουν επιφέρει.

Ψαλ. 142,12       καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.

Ψαλ. 142,12             Με το έλεός σου αυτό, που θα δείξης προς εμέ, θα εξολοθρεύσης τους εχθρούς μου, θα καταστρέψης όλους εκείνους, οι οποίοι θλίβουν την ζωήν μου, διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος.

 

ΨΑΛΜΟΣ 143- ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΓΟΛΙΑΘ

Τῷ Δαυΐδ, πρὸς τὸν Γολιάθ.

Ψαλ. 143,1         Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός μου ὁ διδάσκων τὰς χεῖράς μου εἰς παράταξιν, τοὺς δακτύλους μου εἰς πόλεμον·

Ψαλ. 143,1                Δοξασμένος ας είναι ο Κυριος και Θεός μου, ο οποίος διδάσκει τα χέρια μου να χειρίζονται την σπάθην κατά τας συμπλοκάς εις τας μάχας, και τα δάκτυλά μου να χρησιμοποιούν το τόξον κατά τους πολέμους.

Ψαλ. 143,2         ἔλεός μου καὶ καταφυγή μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ ῥύστης μου, ὑπερασπιστής μου, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισα, ὁ ὑποτάσσων τὸν λαόν μου ὑπ᾿ ἐμέ.

Ψαλ. 143,2               Αυτός είναι το έλεός μου, το καταφύγιόν μου, ο προστάτης μου και ο ελευθερωτής μου, ο υπερασπιστής μου, και εις αυτόν έχω στηρίξει τας ελπίδας μου· εις αυτόν, ο οποίος υποτάσσει ομονοημένον τον λαόν μου εις εμέ.

Ψαλ. 143,3         Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι λογίζῃ αὐτῷ;

Ψαλ. 143,3               Κυριε, τι είναι τάχα ο ευτελής άνθρωπος, ώστε να αποκαλύπτης και να καθιστάς τον εαυτόν σου γνωστόν εις αυτόν; Η ο υιός του ανθρώπου, ώστε να τον λογαριάζης και να τον λαμβάνης υπ όψιν σου;

Ψαλ. 143,4         ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη, αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παράγουσι.

Ψαλ. 143,4               Ο άνθρωπος είναι όμοιος προς το μάταιον και παροδικόν. Αι ημέραί του παρέρχονται ωσάν σκια.

Ψαλ. 143,5         Κύριε, κλῖνον οὐρανοὺς καὶ κατάβηθι, ἅψαι τῶν ὀρέων, καὶ καπνισθήσονται.

Ψαλ. 143,5               Συ όμως, Κυριε, που είσαι τόσον συγκαταβατικός προς ημάς τους ευτελείς ανθρώπους, χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβα. Εγγισε με τα χέρια σου τα βουνά και θα ανάψουν και θα γεμίσουν καπνόν.

Ψαλ. 143,6         ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖς αὐτούς, ἐξαπόστειλον τὰ βέλη σου καὶ συνταράξεις αὐτούς.

Ψαλ. 143,6               Αστραψε αστραπήν επάνω από τους εχθρούς μου κα θα τους διασκορπίσης. Στείλε εναντίον των τα βέλη σου, και θα τους συγκλονίσης

Ψαλ. 143,7         ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου ἐξ ὕψους, ἐξελοῦ με καὶ ῥῦσαί με ἐξ ὑδάτων πολλῶν, ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων,

Ψαλ. 143,7               Απλωσε, Κυριε, το χέρι σου από το ουράνιον ύψος, βγάλε με και γλύτωσέ με από τα πολλά ορμητικά ύδατα, που απειλούν να με πνίξουν· από τα χέρια δηλαδή των αλλοεθνών ανθρώπων.

Ψαλ. 143,8         ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.

Ψαλ. 143,8               Αυτών, των οποίων το στόμα ελάλησε δόλια και ασύστατα πράγματα και η δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικημάτων.

Ψαλ. 143,9         ὁ Θεός, ᾠδὴν καινὴν ᾄσομαί σοι, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψαλῶ σοι

Ψαλ. 143,9               Ω Θεέ μου, εις την νέαν αυτήν συντριβήν των εχθρών μου, θα ψάλλω εγώ προς σε νέον άσμα ευγνωμοσύνης. Με δεκάχορδον μουσικόν όργανον θα σε υμνολογήσω· σέ,

Ψαλ. 143,10       τῷ διδόντι τὴν σωτηρίαν τοῖς βασιλεῦσι, τῷ λυτρουμένῳ Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐκ ῥομφαίας πονηρᾶς.

Ψαλ. 143,10             ο οποίος ανέκαθεν δίδεις νίκας και σωτηρίαν στους βασιλείς· σέ, ο οποίος έσωσες εμέ, τον δούλον σου Δαυίδ από την θανατηφόρον ρομφαίαν του Γολιάθ.

Ψαλ. 143,11       ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων, ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.

Ψαλ. 143,11              Απάλλαξέ με και τώρα και γλύτωσέ με από τα χέρια των αλλοεθνών, των οποίων το στόμα ελάλησε και λαλεί ψευδολογίας, η δε δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικίας.

Ψαλ. 143,12       ὧν οἱ υἱοὶ ὡς νεόφυτα ἱδρυμένα ἐν τῇ νεότητι αὐτῶν, αἱ θυγατέρες αὐτῶν κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ὡς ὁμοίωμα ναοῦ,

Ψαλ. 143,12             Αυτοί απολαμβάνουν σήμερον όλα τα αγαθά. Τα παιδιά των λόγω της νεότητός των όμοιάζουν σαν βλαστάρια καλώς ριζωμένα και θαλερά. Αι θυγατέρες των είναι καλλωπισμένες και στολισμένες με κοσμήματα στο σώμα των, ωσάν τα αγάλματα ειδωλολατρικού ναού.

Ψαλ. 143,13       τὰ ταμιεῖα αὐτῶν πλήρη, ἐξερευγόμενα ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, τὰ πρόβατα αὐτῶν πολύτοκα, πληθύνοντα ἐν ταῖς ἐξόδοις αὐτῶν,

Ψαλ. 143,13              Αι αποθήκαι των είναι γεμάται από αγαθά. Υπερεκχυλίζουν από κάθε είδος· τα πρόβατά των είναι πολύτοκα. Πολλαπλασιάζονται αναρίθμητα στους βοσκοτόπους, όπου εξέρχονται προς βοσκήν.

Ψαλ. 143,14       οἱ βόες αὐτῶν παχεῖς, οὐκ ἔστι κατάπτωμα φραγμοῦ, οὐδὲ διέξοδος, οὐδὲ κραυγὴ ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν,

Ψαλ. 143,14             Τα βόϊδια των είναι παχέα. Κανένας από τους τοίχους των οικοδομών των δεν έχει κρημνισθή ούτε και έχει υποστή καμμίαν ρωγμήν. Δεν ακούεται κραυγή θρήνου και πόνου εις τας πλατείας των.

Ψαλ. 143,15       ἐμακάρισαν τὸν λαόν, ᾧ ταῦτά ἐστι· μακάριος ὁ λαός, οὗ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ.

Ψαλ. 143,15              Εκείνοι, οι οποίοι αγνοούν σε και το θέλημά σου, εκαλοτύχησαν τον λαόν, ο οποίος απολαμβάνει αυτά τα αγαθά. Αλλά εις την πραγματικότητα μακάριος είναι ο λαός εκείνος, του οποίου ο αληθινός Θεός είναι ο Θεός και Κυριος του.

 

ΨΑΛΜΟΣ 144- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΑΙΩΝΙΑ

Αἰνέσεως τοῦ Δαυΐδ.

Ψαλ. 144,1         Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς μου, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

Ψαλ. 144,1                Θα διαλαλήσω το μεγαλείον σου, ω Θεέ μου και βασιληά μου. Θα δοξολογήσω το πάντιμον Ονομά σου πάντοτε και στον αιώνα του αιώνος.

Ψαλ. 144,2         καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν εὐλογήσω σε καὶ αἰνέσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

Ψαλ. 144,2               Καθε ημέραν θα σε δοξολογώ και θα υμνώ το Ονομά σου, πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων.

Ψαλ. 144,3         μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα, καὶ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας.

Ψαλ. 144,3               Μέγας είναι ο Κυριος και άξιος να υμνήται πολύ, παρά πολύ, διότι η μεγαλωσύνη του είναι απεριόριστος και απροσμέτρητος.

Ψαλ. 144,4         γενεὰ καὶ γενεὰ ἐπαινέσει τὰ ἔργα σου καὶ τὴν δύναμίν σου ἀπαγγελοῦσι.

Ψαλ. 144,4               Καθε ερχομένη γενεά θα υμνή σε δια τα θαυμαστά έργα σου, και οι άνθρωποι θα διακηρύττουν πάντοτε την παντοδυναμίαν σου.

Ψαλ. 144,5         τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς δόξης τῆς ἁγιωσύνης σου λαλήσουσι καὶ τὰ θαυμάσιά σου διηγήσονται.

Ψαλ. 144,5               Την μεγαλοπρεπή λαμπρότητα της αγιότητός σου θα υμνούν και θα διηγούνται τα θαυμαστά σου έργα.

Ψαλ. 144,6         καὶ τὴν δύναμιν τῶν φοβερῶν σου ἐροῦσι καὶ τὴν μεγαλωσύνην σου διηγήσονται.

Ψαλ. 144,6               Την ακατανίκητον δύναμιν των φοβερών σου έργων εναντίον των αμετανοήτων ασεβών θα λέγουν μεταξύ των, και το απέραντον μεγαλείον σου θα διηγούνται.

Ψαλ. 144,7         μνήμην τοῦ πλήθους τῆς χρηστότητός σου ἐξερεύξονται καὶ τῇ δικαιοσύνῃ σου ἀγαλλιάσονται.

Ψαλ. 144,7               Θα αφήνουν να εκχυθή από την καρδίαν των η ευγνώμων ανάμνησις των αναριθμήτων ευεργεσιών της καλωσύνης σου. Θα πλημμυρίζουν από αγαλλίασιν δια την δικαιοσύνην, την οποίαν συ εφαρμόζεις πάντοτε.

Ψαλ. 144,8         οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος.

Ψαλ. 144,8               Οικτίρμων και εύσπλαγχνος είναι ο Κυριος, μακρόθυμος και πολυέλεος.

Ψαλ. 144,9         χρηστὸς Κύριος τοῖς σύμπασι, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ.

Ψαλ. 144,9               Αγαθός και ευεργετικός είναι ο Κυριος προς όλους γενικώς, και τα ελέη αυτού απλώνονται εις όλα τα έργα της δημιουργίας του.

Ψαλ. 144,10       ἐξομολογησάσθωσάν σοι, Κύριε, πάντα τὰ ἔργα σου, καὶ οἱ ὅσιοί σου εὐλογησάτωσάν σε.

Ψαλ. 144,10             Ας σε δοξολογήσουν, Κυριε, όλα τα δημιουργήματά σου, προ παντός δε ας ευλογήσουν το πάντιμον Ονομά σου οι αφωσιωμένοι εις σε πιστοί.

Ψαλ. 144,11       δόξαν τῆς βασιλείας σου ἐροῦσι καὶ τὴν δυναστείαν σου λαλήσουσι

Ψαλ. 144,11              Αυτοί θα διαλαλούν την ένδοξον βασιλείαν σου και θα διηγούνται την παντοδύναμον κυριαρχίαν σου,

Ψαλ. 144,12       τοῦ γνωρίσαι τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὴν δυναστείαν σου καὶ τὴν δόξαν τῆς μεγαλοπρεπείας τῆς βασιλείας σου.

Ψαλ. 144,12             δια να καταστήσουν γνωστήν στους άλλους ανθρώπους την παντοδυναμίαν σου και την ανυπέρβλητον λαμπρότητα της βασιλείας σου.

Ψαλ. 144,13       ἡ βασιλεία σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ.

Ψαλ. 144,13             Η ιδική σου βασιλεία, Κυριε, είναι βασιλεία αιωνία και η κυριαρχία σου απλώνεται εις όλας τας γενεάς.

Ψαλ. 144,13α      πιστὸς Κύριος ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις αὐτοῦ καὶ ὅσιος ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ.

Ψαλ. 144,13α            Ο Κυριος είναι πιστός τηρητής των υποσχέσεών του και άμωμος εις όλα αυτού τα έργα.

Ψαλ. 144,14       ὑποστηρίζει Κύριος πάντας τοὺς καταπίπτοντας καὶ ἀνορθοῖ πάντας τοὺς κατεῤῥαγμένους.

Ψαλ. 144,14             Ο Κυριος υποβαστάζει και στηρίζει όλους εκείνους, οι οποίοι κινδυνεύουν να πέσουν και να συντριβούν, και ανεγείρει αυτούς, οι οποίοι έχουν πέσει και συντριβή.

Ψαλ. 144,15       οἱ ὀφθαλμοὶ πάντων εἰς σὲ ἐλπίζουσι, καὶ σὺ δίδως τὴν τροφὴν αὐτῶν ἐν εὐκαιρίᾳ.

Ψαλ. 144,15             Οι οφθαλμοί όλων στρέφονται με ελπίδα βοηθείας προς σέ, διότι συ δίδεις την τροφήν των στον κατάλληλον χρόνον.

Ψαλ. 144,16       ἀνοίγεις σὺ τὴν χεῖρά σου καὶ ἐμπιπλᾷς πᾶν ζῷον εὐδοκίας.

Ψαλ. 144,16             Ανοίγεις συ τας παντοδυνάμους και πλουσιοδώρους χείρας σου και γεμίζεις κάθε ζωντανόν ον από όλα τα αγαθά, που του χρειάζονται.

Ψαλ. 144,17       δίκαιος Κύριος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ ὅσιος ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ.

Ψαλ. 144,17             Ο Κυριος είναι δίκαιος εις όλους τους τρόπους της ενεργείας του και άμωμος και ακατηγόρητος εις όλα αυτού τα έργα.

Ψαλ. 144,18       ἐγγὺς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀληθείᾳ.

Ψαλ. 144,18             Είναι πάντοτε κοντά εις εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται με πίστιν, εις όλους όσοι τον επικαλούνται με ειλικρίνειαν καρδίας.

Ψαλ. 144,19       θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται καὶ σώσει αὐτούς.

Ψαλ. 144,19             Τα δίκαια θελήματα και αιτήματα αυτών, οι οποίοι τον ευλαβούνται, θα εκπληρώση ο Κυριος, θα κάμη δεκτήν την δέησιν των και θα τους σώση από τους διαφόρους κινδύνους.

Ψαλ. 144,20       φυλάσσει Κύριος πάντας τοὺς ἀγαπῶντας αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐξολοθρεύσει.

Ψαλ. 144,20            Περιφρουρεί και φυλάσσει ο Κυριος όλους εκείνους, οι οποίοι τον αγαπούν. Εξ αντιθέτου δε θα παραδώση στον όλεθρον όλους τους αμαρτωλούς.

Ψαλ. 144,21       αἴνεσιν Κυρίου λαλήσει τὸ στόμα μου· καὶ εὐλογείτω πᾶσα σὰρξ τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

Ψαλ. 144,21             Υμνους δοξολογίας και ευγνωμοσύνης θα λέγη το στόμα μου διαρκώς προς τον Κυριον και κάθε άλλος άνθρωπος ας δοξολογή το άγιον Ονομά του πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων.

 

ΨΑΛΜΟΣ 145- ΔΟΞΟΛΟΓΗΣΕ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

Ψαλ. 145,1         Αἴνει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον·

Ψαλ. 145,1                Ω ψυχή μου, δοξολόγησε τον Κυριον!

Ψαλ. 145,2         αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω.

Ψαλ. 145,2               Θα δοξολογώ τον Κυριον καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου. Θα ψάλλω προς αυτόν ύμνους, έως ότου ζω.

Ψαλ. 145,3         μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία.

Ψαλ. 145,3               Μη στηρίζετε την πεποίθησιν και την ελπίδα σας στους άρχοντας, στους υιούς των θνητών ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν πάντοτε την δύναμιν να σας σώσουν.

Ψαλ. 145,4         ἐξελεύσεται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ. καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ.

Ψαλ. 145,4               Του καθενός από αυτούς, όσον ισχυρός και αν φαίνεται, το πνεύμα θα εξέλθη από το σώμα κατά την ώραν του θανάτου του. Και το σώμα του θα επιστρέψη εις την γην του. Κατά δε την ημέραν εκείνην του θανάτου θα χαθούν και θα διαλυθούν όλα τα σχέδιά του.

Ψαλ. 145,5         μακάριος οὗ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ

Ψαλ. 145,5               Μακάριος όμως είναι εκείνος, ο οποίος έχει ως βοηθόν του τον Θεόν του Ιακώβ και ο οποίος στηρίζει τας ελπίδας του εις Κυριον τον Θεόν του.

Ψαλ. 145,6         τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· τὸν φυλάσσοντα ἀλήθειαν εἰς τὸν αἰῶνα,

Ψαλ. 145,6               Εις αυτόν, ο οποίος εδημιούργησε τον αυρανόν και την γην, την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. Αυτόν, ο οποίος τηρεί και φυλάσσει πιστώς τους λόγους και τας υποσχέσστου εις όλους τους αιώνας.

Ψαλ. 145,7         ποιοῦντα κρῖμα τοῖς ἀδικουμένοις, διδόντα τροφὴν τοῖς πεινῶσι. Κύριος λύει πεπεδημένους,

Ψαλ. 145,7               Αυτόν, ο οποίος κάμνει δικαίαν κρίσιν και αποδίδει το δίκαιον στους αδικουμένους. Διδει τροφήν στους πεινώντας. Ο Κυριος, αυτός λύει τα δεσμά των σιδηροδεμένων αιχμαλώτων και τους δίδει την ελευθερίαν.

Ψαλ. 145,8         Κύριος σοφοῖ τυφλούς, Κύριος ἀνορθοῖ κατεῤῥαγμένους, Κύριος ἀγαπᾷ δικαίους,

Ψαλ. 145,8               Ο Κυριος δίδει σοφίαν στους τυφλούς με το φως της αληθείας του. Ο Κυριος ανορθώνει τους ηθικώς και σωματικώς συντετριμμένους. Ο Κυριος αγαπά τους δικαίους.

Ψαλ. 145,9         Κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους· ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ.

Ψαλ. 145,9               Ο Κυριος περιφρουρεί και προστατεύει τους ξένους, αυτός θα αναλάβη υπό την προστασίαν του τα ορφανά και τας χήρας, και θα εξαφανίση τας πορείας των αμαρτωλών.

Ψαλ. 145,10       βασιλεύσει Κύριος εἰς τὸν αἰῶνα, ὁ Θεός σου, Σιών, εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.

Ψαλ. 145,10             Ο Κυριος θα βασιλεύση στον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις όλας τας γενεάς των γενεών.

 

ΨΑΛΜΟΣ 146- ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

Ψαλ. 146,1         Αἰνεῖτε τὸν Κύριον, ὅτι ἀγαθὸν ψαλμός· τῷ Θεῷ ἡμῶν ἡδυνθείη αἴνεσις.

Ψαλ. 146,1                Υμνείτε και δοξολογείτε τον Κυριον, διότι είναι ευχάριστον και ωφέλιμον να υμνή κανείς αυτόν. Είθε δε να γίνη γλυκύς και ευχάριστος ο ύμνος μας αυτός προς τον Θεόν μας.

Ψαλ. 146,2         οἰκοδομῶν Ἱερουσαλὴμ ὁ Κύριος, καὶ τὰς διασπορὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπισυνάξει,

Ψαλ. 146,2               Ας τον δοξολογήσωμεν, διότι ο Κυριος είναι αυτός που ανοικοδομεί την Ιερουσαλήμ. Αυτός συγκεντρώνει τους διασκορπισμένους Ισραηλίτας από τας ξένας χώρας εις την πατρίδα των.

Ψαλ. 146,3         ὁ ἰώμενος τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν καὶ δεσμεύων τὰ συντρίμματα αὐτῶν,

Ψαλ. 146,3               Θεραπεύει τους συντετριμμένους κατά την καρδίαν από το βάρος των θλίψεων. Ωσάν άριστος ιατρός επιδένει με θεραπευτικούς επιδέσμους τα συντρίμματα αυτών.

Ψαλ. 146,4         ὁ ἀριθμῶν πλήθη ἄστρων, καὶ πᾶσιν αὐτοῖς ὀνόματα καλῶν.

Ψαλ. 146,4               Εχει καταμετρήσει και γνωρίζει τον απεριόριστον αριθμόν των αστέρων των διεσπαρμένων στον ουρανόν, ωσάν να έχη δώσει όνομα στον καθένα από αυτούς.

Ψαλ. 146,5         μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν, καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, καὶ τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Ψαλ. 146,5               Μέγας είναι ο Κυριος μας και μεγάλη η δύναμίς του και κανείς ποτέ δεν είναι εις θέσιν να καταμετρήση, να συλλάβη και να περιγράψη την άπειρον σοφίαν του.

Ψαλ. 146,6         ἀναλαμβάνων πρᾳεῖς ὁ Κύριος, ταπεινῶν δὲ ἁμαρτωλοὺς ἕως τῆς γῆς.

Ψαλ. 146,6               Ο Κυριος αναλαμβάνει υπό την προστασίαν του τους πράους, τους δε υπερηφάνους και αμαρτωλούς θα τους ταπεινώση και θα τους ρίψη κάτω μέχρις εδάφους.

Ψαλ. 146,7         ἐξάρξατε τῷ Κυρίῳ ἐν ἐξομολογήσει, ψάλατε τῷ Θεῷ ἡμῶν ἐν κιθάρᾳ

Ψαλ. 146,7               Αρχίσατε, λοιπόν, να δοξολογήτε τον Κυριον. Ψαλατε προς τιμήν του Θεού μας ύμνον με συνοδίαν κιθάρας.

Ψαλ. 146,8         τῷ περιβάλλοντι τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, τῷ ἑτοιμάζοντι τῇ γῇ ὑετόν, τῷ ἐξανατέλλοντι ἐν ὄρεσι χόρτον καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων,

Ψαλ. 146,8               Ψαλατε εις αυτόν, ο οποίος περιβάλλει τον ουρανόν με ευεργετικάς νεφέλας, και με αυτάς προετοιμάζει την βροχήν δια την γην. Και με την βροχήν κάμνει να βλαστήση, και εις αυτά ακόμη τα όρη, χορτάρι και χλόη δια την εξυπηρλέτησιν των ανθρώπων.

Ψαλ. 146,9         διδόντι τοῖς κτήνεσι τροφὴν αὐτῶν καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν.

Ψαλ. 146,9               Δοξολογήσατε αυτόν, ο οποίος παρέχει τροφήν εις τα κτήνη, όπως επίσης και εις τα μικρά πουλιά των κοράκων, τα οποία με τους κρωγμούς των φαίνεται σαν να τον επικαλούνται.

Ψαλ. 146,10       οὐκ ἐν τῇ δυναστείᾳ τοῦ ἵππου θελήσει, οὐδὲ ἐν ταῖς κνήμαις τοῦ ἀνδρὸς εὐδοκεῖ·

Ψαλ. 146,10             Δεν ευαρεστείται ο Κυριος ούτε και δίδει την νίκην στο ισχυρόν ιππικόν ούτε στους ταχείς και ισχυρούς πόδας του ανθρώπου.

Ψαλ. 146,11       εὐδοκεῖ Κύριος ἐν τοῖς φοβουμένοις αὐτὸν καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐλπίζουσιν ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ.

Ψαλ. 146,11              Ο Κυριος ευαρεστείται εις εκείνους, που τον ευλαβούνται· εις όλους αυτούς, που ελπίζουν στο έλεός του.

 

ΨΑΛΜΟΣ 147- ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

                                     Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

Ψαλ. 147,1         Ἐπαίνει, Ἱερουσαλήμ, τὸν Κύριον, αἴνει τὸν Θεόν σου, Σιών,

Ψαλ. 147,1                Ω Ιερουσαλήμ, ψάλλε ύμνους και εγκώμια προς τον Κυριον! Δοξολόγει τον Θεόν σου, Σιών.

Ψαλ. 147,2         ὅτι ἐνίσχυσε τοὺς μοχλοὺς τῶν πυλῶν σου, εὐλόγησε τοὺς υἱούς σου ἐν σοί·

Ψαλ. 147,2               Διότι εστερέωσε και έκαμε ισχυρούς τους μοχλούς, με τους οποίους κλείονται ασφαλώς αι πύλαι των νεοκτισμένων τειχών σου. Ο Κυριος ηυλόγησε τους υιούς σου, οι οποίοι ευρίσκονται εντός της περιοχής σου.

Ψαλ. 147,3         ὁ τιθεὶς τὰ ὅριά σου εἰρήνην καὶ στέαρ πυροῦ ἐμπιπλῶν σε·

Ψαλ. 147,3               Αυτός εγκατέστησεν ειρήνην εις τα όριά σου, σε περιφρουρεί από τους εχθρούς σου και χορταίνει με εκλεκτόν σίτον τα τέκνα σου.

Ψαλ. 147,4         ὁ ἀποστέλλων τὸ λόγιον αὐτοῦ τῇ γῇ, ἕως τάχους δραμεῖται ὁ λόγος αὐτοῦ·

Ψαλ. 147,4               Αυτός αποστέλλει την παντοδύναμον ευεργετικήν προσταγήν του δια την καρποφορίαν της γης. Και η προσταγή του ταχύτατα θα τρέξη προς την γην και θα γίνη αμέσως έργον.

Ψαλ. 147,5         διδόντος χιόνα αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον, ὁμίχλην ὡσεὶ σποδὸν πάσσοντος·

Ψαλ. 147,5               Αυτός είναι που δίδει χιόνι ολόλευκο, ωσάν το μαλλί του προβάτου, ο οποίος σκορπίζει σαν στάκτην την ομίχλην.

Ψαλ. 147,6         βάλλοντος κρύσταλλον αὐτοῦ ὡσεὶ ψωμούς, κατὰ πρόσωπον ψύχους αὐτοῦ τίς ὑποστήσεται;

Ψαλ. 147,6               Ριπτει την χάλαζαν με όσην ευκολίαν ημείς ρίπτομεν τα ψιχία του ψωμιού. Ποιός ημπορεί να υποστή και ανθέξη εμπρός στο ψύχος των πάγων και των χιόνων και των παγωμένων ορμητικών ανέμων;

Ψαλ. 147,7         ἐξαποστελεῖ τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ τήξει αὐτά· πνεύσει τὸ πνεῦμα αὐτοῦ καὶ ῥυήσεται ὕδατα.

Ψαλ. 147,7               Αυτός μόνος θα δώση προσταγήν και θα λυώσουν οι πάγοι και τα χιόνια, θα πνεύση δηλαδή ο ευεργετικός άνεμός του, θα λυώσουν τα χιόνια και οι πάγοι και θα ρεύσουν ύδατα, δια να ποτίσουν όρη και πεδιάδας.

Ψαλ. 147,8         ὁ ἀπαγγέλλων τὸν λόγον αὐτοῦ τῷ Ἰακώβ, δικαιώματα καὶ κρίματα αὐτοῦ τῷ Ἰσραήλ.

Ψαλ. 147,8               Αυτός απεκάλυψε και κατέστησε γνωστόν το άγιον θέλημά του στους απογόνους του Ιακώβ, τας εντολάς του και τα δίκαια προστάγματά του στον ισραηλιτικόν λαόν.

Ψαλ. 147,9         οὐκ ἐποίησεν οὕτως παντὶ ἔθνει καὶ τὰ κρίματα αὐτοῦ οὐκ ἐδήλωσεν αὐτοῖς.

Ψαλ. 147,9               Δεν έπραξεν όμως το ίδιον και δια κάθε άλλο έθνος. Δεν εφανέρωσε εις όλα τα έθνη τα παραγγέλματά του και τας εντολάς του.

 

ΨΑΛΜΟΣ 148- ΑΙΝΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΗ

Ἀλληλούϊα· Ἀγγαίου καὶ Ζαχαρίου.

Ψαλ. 148,1         Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις.

Ψαλ. 148,1                Σεις οι άγγελοι αινείτε τον Κυριον επάνω από τους ουρανούς. Δολογείτε αυτόν μέχρι των ακρότατων περιοχών του ουρανού.

Ψαλ. 148,2         αἰνεῖτε αὐτόν, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτόν, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ.

Ψαλ. 148,2               Δοξολογήσατε αυτόν όλοι οι άγγελοι. Αινέσατέ τον και υμνείτε τον συνεχώς όλαι αι ουράνιαι δυνάμεις του.

Ψαλ. 148,3         αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς.

Ψαλ. 148,3               Δοξολογείτε αυτόν ο ήλιος, η σελήνη· δοξολογείτε αυτόν όλα τα άστρα και το φως.

Ψαλ. 148,4         αἰνεῖτε αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν.

Ψαλ. 148,4               Αινείτε αυτόν οι πνευματικοί ουρανοί, που εκτείνονται πέραν από τους αστρικούς ουρανούς. Ας επαινέση και δοξολογήση τον Κυριον το ύδωρ, το οποίον είναι αποθηκευμένον επάνω από τον ουρανόν.

Ψαλ. 148,5         αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι αὐτὸς εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο, καὶ ἐκτίσθησαν.

Ψαλ. 148,5               Τα πάντα ας δοξολογήσουν το όνομά του Κυρίου, διότι αυτός ένα μόνον λόγον είπε και εδημιουργήθησαν. Αυτός έδωσε διαταγήν και αμέσως εκτίσθησαν.

Ψαλ. 148,6         ἔστησεν αὐτὰ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· πρόσταγμα ἔθετο, καὶ οὐ παρελεύσεται.

Ψαλ. 148,6               Ενηρμόνισεν, εστερέωσε και έστησεν αυτά ασφαλή στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος. Εξέδωκε παντοδύναμον πρόσταγμα, το οποίον δεν πρόκειται να ακυρωθή.

Ψαλ. 148,7         αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι·

Ψαλ. 148,7               Δοξολογείτε τον Κυριον και από την γην, τα θαλάσσια κήτη και όλαι αι θάλασσαι.

Ψαλ. 148,8         πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ·

Ψαλ. 148,8               Το πυρ της αστραπής, η χάλαζα, η χιών, οι πάγοι, ο ορμητικός άνεμος της καταιγίδος, όλα αυτά που κινούνται και εκτελούν την παντοδύναμον προσταγήν του.

Ψαλ. 148,9         τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι·

Ψαλ. 148,9               Αινείτε αυτόν τα όρη τα υψηλά και όλοι οι λόφοι, όλα τα καρποφόρα και όλα τα άγρια δένδρα, όπως είναι αι κέδροι.

Ψαλ. 148,10       τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά·

Ψαλ. 148,10             Τα άγρια θηρία της υπαίθρου και όλα τα κτήνη, τα ερπετά και όλα τα ιπτάμενα πτηνά.

Ψαλ. 148,11       βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ πάντες λαοί, ἄρχοντες καὶ πάντες κριταὶ γῆς·

Ψαλ. 148,11              Αινείτε αυτόν οι βασιλείς της γης και όλοι οι λαοί, οι άρχοντες και όλοι οι δικασταί των ανθρώπων.

Ψαλ. 148,12       νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων·

Ψαλ. 148,12             Οι νέοι άνδρες και αι παρθένοι, οι γεροντότεροι μαζή με τους νεωτέρους.

Ψαλ. 148,13       αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι ὑψώθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ μόνου· ἡ ἐξομολόγησις αὐτοῦ ἐπὶ γῆς καὶ οὐρανοῦ.

Ψαλ. 148,13             Ας υμνήσουν όλοι το όνομά του Κυρίου, διότι αυτού μόνον το Ονομα εμεγαλύνθη και εξυψώθη. Η δοξολογία του απλώνεται εις τυν ουρανόν και εις την γην.

Ψαλ. 148,14       καὶ ὑψώσει κέρας λαοῦ αὐτοῦ· ὕμνος πᾶσι τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, λαῷ ἐγγίζοντι αὐτῷ.

Ψαλ. 148,14             Θα εξυψώση και θα ενισχύση ο Κυριος την δύναμιν του λαού του. Υμνος και δόξα θα αποδοθή εις όλους τους αφωσιωμένους προς αυτόν, στους απογόνους του Ισραήλ, στον λαόν, ο οποίος τον πλησιάζει με πίστιν και του είναι οικείος και αγαπητός.

 

ΨΑΛΜΟΣ 149- ΨΑΛΑΤΕ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΑΣΜΑ

Ἀλληλούϊα.

Ψαλ. 149,1         Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν ἐκκλησίᾳ ὁσίων.

Ψαλ. 149,1                Ψαλατε στον Κυριον καινούργιον άσμα δια τας πλουσίας αυτού ευλογίας, και ο αίνος αυτός ας ψαλή εις την συγκέντρωσιν των αφοσιωμένων δούλων του, των Ισραηλιτών.

Ψαλ. 149,2         εὐφρανθήτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τῷ ποιήσαντι αὐτόν, καὶ οἱ υἱοὶ Σιὼν ἀγαλλιάσθωσαν ἐπὶ τῷ βασιλεῖ αὐτῶν.

Ψαλ. 149,2               Ας ευφρανθή ο ισραηλιτικός λαός δια τον Κυριον, ο οποίος ανέδειξεν αυτόν εκλεκτόν λαόν του, και οι κάτοικοι της Σιών ας ευφρανθούν, ας σκιρτήσουν από χαράν και αγαλλίασιν, διότι έχουν βασιλέα τον Θεόν.

Ψαλ. 149,3         αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν χορῷ, ἐν τυμπάνῳ καὶ ψαλτηρίῳ ψαλάτωσαν αὐτῷ,

Ψαλ. 149,3               Ας υμνολογήσουν το Ονομά του με ιερούς ευλαβείς χορούς υπό τον ήχον τύμπανων και με την συνοδείαν κιθάρας.

Ψαλ. 149,4         ὅτι εὐδοκεῖ Κύριος ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ καὶ ὑψώσει πραεῖς ἐν σωτηρίᾳ.

Ψαλ. 149,4               Διότι ο Κυριος έδειξε και πάλιν και δεικνύει την ευμένειάν του προς τον λαόν του. Θα δοξάση και θα χαρίση σωτηρίαν στους πράους και υπομονητικούς.

Ψαλ. 149,5         καυχήσονται ὅσιοι ἐν δόξῃ καὶ ἀγαλλιάσονται ἐπὶ τῶν κοιτῶν αὐτῶν.

Ψαλ. 149,5               Θα καυχώνται οι αφωσιωμένοι δούλοι του δια την ένδοξον επιστροφήν των, θα πλημμυρίζουν από αγαλλίασιν δια την απελευθέρωσίν των και θα κατακλίνωνται πλήρεις χαράς και αγαλλιάσεως.

Ψαλ. 149,6         αἱ ὑψώσεις τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν, καὶ ῥομφαῖαι δίστομοι ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν

Ψαλ. 149,6               Αι δοξολογίαι και τα εγκώμια του Θεού των θα υπάρχουν πάντοτε, και θα απαγγέλλωνται δια του λάρυγγός των. Ταυτοχρόνως όμως αι μεγάλαι δίστομοι ρομφαίαι θα ευρίσκωνται εις τα χέρια των,

Ψαλ. 149,7         τοῦ ποιῆσαι ἐκδίκησιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἐλεγμοὺς ἐν τοῖς λαοῖς,

Ψαλ. 149,7               δια να αντεπεξέλθουν εναντίον των εχθρικών λαών και να τιμωρήσουν αυτούς·

Ψαλ. 149,8         τοῦ δῆσαι τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν ἐν πέδαις καὶ τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῖς,

Ψαλ. 149,8               δια να δέσουν τους βασιλείς των εθνών με σιδηρά δεσμά και τους ενδόξους άρχοντάς των με σιδερένιες χειροπέδες,

Ψαλ. 149,9         τοῦ ποιῆσαι ἐν αὐτοῖς κρῖμα ἔγγραπτον· δόξα αὕτη ἔσται πᾶσι τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ.

Ψαλ. 149,9               ώστε να εφαρμοσθή εναντίον αυτών η γραμμένη εις τας προφητείας δικαία απόφασίς του Θεού. Και η εκτέλεσις της δικαίας αυτής αποφάσεως θα είναι μεγάλη δόξα στους αφωσιωμένους του Ιουδαίους.

 

ΨΑΛΜΟΣ 150- ΑΙΝΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!

Ἀλληλούϊα.

Ψαλ. 150,1         Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν στερεώματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ·

Ψαλ. 150,1                Δοξολογείτε τον Κυριον εις τα άγια αυτού σκηνώματα, στον ναόν και το θυσιαστήριόν του. Αινείτε αυτόν όλοι όσοι ζήτε κάτω από το στερέωμα του ουρανού, έργον της παντοδυναμίας του.

Ψαλ. 150,2         αἰνεῖτε αὐτὸν ἐπὶ ταῖς δυναστείαις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν κατὰ τὸ πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ.

Ψαλ. 150,2               Αινείτε αυτόν δια τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του, που μαρτυρούν την παντοδυναμίαν του. Αινείτε αυτόν κατά την άπειρον αυτού μεγαλωσύνην και δόξαν.

Ψαλ. 150,3         αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ἤχῳ σάλπιγγος, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ·

Ψαλ. 150,3               Αινείτε αυτόν με τον ήχον της σάλπιγγος, αινείτε αυτόν με λύραν και κιθάραν.

Ψαλ. 150,4         αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ·

Ψαλ. 150,4               Αινείτε αυτόν με τύμπανα και ιερούς χορούς, αινείτε αυτόν με έγχορδα και με άλλα μουσικά όργανα.

Ψαλ. 150,5         αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ.

Ψαλ. 150,5               Αινείτε αυτόν με κύμβαλα που αναδίδουν γλυκείς και ωραίους ήχους, αινείτε αυτόν με κύμβαλα που αλαλάζουν.

Ψαλ. 150,6         πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον. ἀλληλούϊα.

Ψαλ. 150,6               Καθε τι το οποίον αναπνέει, ας αινέση και ας δοξολογήση τον Κυριον. Αινείτε τον Κυριον.

 

ΨΑΛΜΟΣ 151- Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΜΕ ΤΟ ΓΟΛΙΑΘ

                        Οὗτος ὁ ψαλμὸς τοῦ Δαυΐδ ἐστι· καὶ ἔξωθεν τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἑκατὸν
                        πεντήκοντα ψαλμῶν, ὅτε ἐμονομάχησε πρὸς τὸν Γολιάθ.

                                     Ο ψαλμός αυτός συνετέθη από άγνωστον ποιητήν εις χρόνους

                                     μεταγενεστέρους του Δαυΐδ.

Ψαλ. 151,1         Μικρὸς ἤμην ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ νεώτερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου· ἐποίμαινον τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου.

Ψαλ. 151,21               Μικρός και άσημος ήμην μεταξύ των αδελφών μου. Νεώτερος κατά την
                                     ηλικίαν εις την οικίαν του πατρός μου. Δι' αυτό και έβοσκα τα πρόβατα του
                                    πατρός μου.

Ψαλ. 151,2         αἱ χεῖρές μου ἐποίησαν ὄργανον, καὶ οἱ δάκτυλοί μου ἥρμοσαν ψαλτήριον.

Ψαλ. 151,2                Τα χέρια μου κατεσκεύασαν μουσικόν όργανον και τα δάκτυλά μου συνηρμολόγησαν ψαλτήριον, δια να ανυμνολογώ τον Κυριον.

Ψαλ. 151,3         καὶ τίς ἀναγγελεῖ τῷ Κυρίῳ μου; αὐτὸς Κύριος, αὐτὸς εἰσακούσει.

Ψαλ. 151,3                Ποίος είναι ικανός και άξιος να ανυμνολογήση τον Κυριον; Αυτός όμως ο ίδιος ο Κυριος, αποβλέπων εις την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας μου, θα κάμη ευμενώς δεκτόν τον ύμνον, που θα του ψάλω.

Ψαλ. 151,4         αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἦρέ με ἐκ τῶν προβάτων τοῦ πατρός μου καὶ ἔχρισέ με ἐν τῷ ἐλαίῳ τῆς χρίσεως αὑτοῦ.

Ψαλ. 151,4                Αυτός έστειλε τον άγγελόν του και με επήρε έξαφνα από τα πρόβατα του πατρός μου και με έχρισε με το έλαιον, με το οποίον χρίονται οι βασιλείς.

Ψαλ. 151,5         οἱ ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ μεγάλοι, καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος.

Ψαλ. 151,5                Οι αδελφοί μου ήσαν ωραίοι και εύσωμοι, αλλά δεν ευηρεστήθη εις αυτούς ο Κυριος.

Ψαλ. 151,6         ἐξῆλθον εἰς συνάντησιν τῷ ἀλλοφύλῳ, καὶ ἐπικατηράσατό με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτοῦ·

Ψαλ. 151,6                Εξήλθον, δια να αντιμετωπίσω και μονομαχήσω με τον αλλόφυλον Γολιάθ, και εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς εναντίον μου τα είδωλά του.

Ψαλ. 151,7         ἐγὼ δέ, σπασάμενος τὴν παρ᾿ αὐτοῦ μάχαιραν, ἀπεκεφάλισα αὐτὸν καὶ ἦρα ὄνειδος ἐξ υἱῶν Ἰσραήλ.

Ψαλ. 151,7                Εγώ όμως ανέσπασα την ιδικήν του μάχαιραν και τον απεκεφάλισα. Απεμάκρυνα δε έτσι και εξήλειψα την εντροπήν του ισραηλιτικού λαού.