Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΤΟΥ
|
Ο
Ιωσήφ και τ' αδέρφια του |
Ο Ιακώβ περισσότερο απ' όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί
τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι' αυτό και του έκανε δώρο έναν
πολύχρωμο χιτώνα. Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε
περισσότερο από όλους τους άλλους, άρχισαν να τον μισούν και να μην του
φέρονται φιλικά.
Και το μίσος αυτό μεγάλωσε πιο πολύ, όταν ο Ιωσήφ τους διηγήθηκε τα
δυο όνειρα που είχε δει:
Το πρώτο, πως έδεναν δεμάτια στον κάμπο. Το δικό του δεμάτι
στεκόταν όρθιο ενώ τα δεμάτια των αδερφών του έπεφταν και το προσκυνούσαν.
Το δεύτερο, πως ο ήλιος, το φεγγάρι και έντεκα αστέρια τον προσκυνούσαν.
Μια μέρα, ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ να πάει στ' αδέρφια του, εκεί
που έβοσκαν τα πρόβατα στη Συχέμ, για να δει τι γίνονταν.
Μόλις εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει,
κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν. Είπαν μεταξύ τους:
- «Να! έρχεται κείνος, ο ονειροχτυπημένος. Ας τον σκοτώσουμε λοιπόν
κι ας τον ρίξουμε σ' ένα απ' αυτά τα ξεροπήγαδα κι ας πούμε στον πατέρα μας
πώς τον έφαγε κάποιο θηρίο. Έτσι τα όνειρα του θα βγουν ανάποδα».
Στην απόφαση όμως αυτή δεν ήταν σύμφωνος ο Ρουβήν, πού συμβούλευε
τους αδερφούς του να μην βάψουν τα χέρια τους με αδελφικό αίμα, αλλά να
ρίξουν τον Ιωσήφ σ' ένα ξεροπήγαδο. Σκόπευε αυτός να έρθει αργότερα να τον
τραβήξει από κει και να τον σώσει. Τ' αδέρφια του πείστηκαν, γιατί κι έτσι
πίστευαν πως σίγουρα ο Ιωσήφ θα πέθαινε μες στο λάκκο από την πείνα.
Όταν ο Ιωσήφ έφτασε κοντά στ' αδέρφια του, του έβγαλαν τον
πολύχρωμο χιτώνα που φορούσε, και τον έριξαν σ' ένα ξεροπήγαδο. Ύστερα
κάθισαν να φάνε. Καθώς έτρωγαν, είδαν ένα καραβάνι εμπόρων Ισμαηλιτών που
πήγαινε στην Αίγυπτο. Τότε ο Ιούδας είπε στ' αδέρφια του:
-
«Τι θα ωφεληθούμε
αν σκοτώσουμε τον αδερφό μας και κρύψουμε το θάνατό του; Καλύτερα είναι να
τον πουλήσουμε στους εμπόρους».
Τ' αδέρφια του έμειναν σύμφωνα.
Έτσι
όταν περνούσαν οι έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ'
το πηγάδι και τον πούλησαν για είκοσι σίκλους ασήμι στους Ισμαηλίτες
εμπόρους. Ο Ρουβήν είχε αφήσει για λίγο τ' αδέρφια του και όταν γύρισε και
είδε πως ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα του και επέπληξε τ'
αδέρφια του. Έπειτα εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, και τον έβαψαν με το
αίμα από ένα κατσίκι που έσφαξαν. Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον
παρουσίασαν στον πατέρα τους. Του είπαν:
-
«Βρήκαμε αυτό το χιτώνα. Δες μην είναι ο χιτώνας
του Ιωσήφ».
Ο Ιακώβ
τον γνώρισε και είπε
- «Το
πανωφόρι του παιδιού μου είναι. Τον έφαγε κάποιο
θηρίο».
Ο Ιακώβ έσκισε τότε τα ρούχα του, φόρεσε στη μέση του ένα πένθιμο
τρίχινο ένδυμα και θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό. Ήρθαν κι όλα
τα παιδιά του να τον παρηγορήσουν. Αλλά αυτός ήταν απαρηγόρητος κι έλεγε:
-
«Πενθώντας θα κατεβώ στον τάφο να βρω το παιδί
μου».
Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
|
Ο
πατριάρχης Ιωσήφ |
Οι έμποροι, όταν πήγαν στην Αίγυπτο, πούλησαν τον Ιωσήφ στον
Πετεφρή, που ήταν
αξιωματούχος του Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου,
και αρχηγός της σωματοφυλακής του. Ο Πετεφρής είδε πόσο καλός και τίμιος
ήταν ο Ιωσήφ και πως ο Θεός ήταν μαζί του. Έτσι ο Ιωσήφ κέρδισε την εύνοια
του αφεντικού του, κι εκείνος τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του. Όλα τα
υπάρχοντα του τα εμπιστεύτηκε στα χέρια του. Από τότε που τον έκανε επιστάτη
στο σπίτι του και στην περιουσία του, ο Κύριος ευλόγησε το σπίτι, τα
υπάρχοντα και τα κτήματα του Πετεφρή, εξαιτίας του Ιωσήφ.
Ο Ιωσήφ είχε ωραίο παράστημα κι όμορφο πρόσωπο. Επειδή όμως δεν
υπάκουσε στις ερωτικές διαθέσεις της συζύγου του Πετεφρή, αυτή τον μίσησε
και τον συκοφάντησε στον άντρα της. Τότε ο Πετεφρής θύμωσε και έδωσε διαταγή
να πιάσουν τον Ιωσήφ και να τον βάλουν στη φυλακή.
Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Ο Κύριος όμως ήταν μαζί του και δεν τον άφησε. Η αρετή του Ιωσήφ
φάνηκε ακόμη και μέσα στη φυλακή. Όλοι μέσα εκεί τον αγάπησαν και τον
εκτίμησαν για την καλοσύνη και την τιμιότητά του. Έτσι κέρδισε την εύνοια
του αρχιδεσμοφύλακα, ο οποίος εμπιστεύτηκε στον Ιωσήφ να επιτηρεί
όλους τους κρατούμενους, και καθετί που γινόταν στη φυλακή αυτός το
φρόντιζε. Έτσι ο Ιωσήφ δεν απελπίστηκε. Ήξερε πώς μια μέρα θα φαινόταν η
αθωότητα του και θα ελευθερωνόταν.
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο αρχικεραστής (οινοχόος) του βασιλιά
της Αιγύπτου και ο αρχιαρτοποιός, έκαναν κάτι που πρόσβαλε το βασιλιά και
έπεσαν στη δυσμένειά του. Ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυτών αυλικών
του, και τους έβαλε σε περιορισμό στη φυλακή, στο μέρος όπου ήταν
φυλακισμένος και ο Ιωσήφ. Έμειναν σε περιορισμό αρκετόν καιρό και ο αρχηγός
των σωματοφυλάκων τοποθέτησε κοντά τους τον Ιωσήφ για να τους υπηρετεί.
Μια νύχτα, τόσο ο αρχικεραστής όσο και ο αρχιαρτοποιός είδαν στη
φυλακή από ένα όνειρο, με τη δίκη του ξεχωριστή σημασία το καθένα. Το πρωί,
όταν ο Ιωσήφ ήρθε να τους δει, πρόσεξε ότι ήταν ταραγμένοι. Τους ρώτησε
λοιπόν, τι έχουν και γιατί είναι σκυθρωποί.
Αυτοί του αποκρίθηκαν πώς την περασμένη νύχτα είχαν δει δυο όνειρα
και κανείς δεν μπορούσε να τους τα εξηγήσει.
Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Διηγηθείτε τα όνειρα σας σε μένα και θα
προσπαθήσω, με τη βοήθεια του Θεού, να σας τα εξηγήσω».
Ο αρχικεραστής του είπε: «Στο όνειρο μου είδα μπροστά μου ένα
κλήμα, με τρεις κληματόβεργες. Το κλήμα βλάστησε, άνθισε, και τα τσαμπιά του
έγιναν ώριμα σταφύλια. Στα χέρια μου κρατούσα το ποτήρι του Φαραώ. Πήρα τα
σταφύλια, τα έστυψα στο ποτήρι του και του το έδωσα στα χέρια».
Ο Ιωσήφ του είπε: «Να ποια είναι η εξήγηση του ονείρου: Οι τρεις
κληματόβεργες είναι τρεις μέρες. Τρεις μέρες ακόμη κι ο Φαραώ θα σε εξυψώσει
και θα σε αποκαταστήσει στη θέση σου. Τότε θα του δίνεις το ποτήρι στο χέρι
του, όπως έκανες και πρωτύτερα. Αλλά θυμήσου κι εμένα, όταν όλα θα έχουν
πάει για σένα καλά, και δείξε μου καλοσύνη. Μίλησε για μένα στο Φαραώ και
βγάλε με απ' αυτό εδώ το μέρος. Είμαι αθώος και δεν έκανα τίποτε για να με
ρίξουν στη φυλακή».
Έπειτα απ' αυτόν ήρθε η σειρά του
αρχιαρτοποιού. Αυτός είπε: «Κι εγώ είδα στο όνειρο μου ότι είχα τρία καλάθια
με αρτοσκευάσματα πάνω στο κεφάλι μου. Στο πάνω καλάθι ήταν διάφορα
γλυκίσματα για το Φαραώ, απ' αυτά που ψήνονται στο φούρνο, αλλά τα πουλιά τα
έτρωγαν απ' το καλάθι που ήταν πάνω στο κεφάλι μου». Ο Ιωσήφ του αποκρίθηκε:
«Να ποια είναι η εξήγηση: Τα τρία καλάθια είναι τρεις μέρες. Σαν περάσουν
αυτές οι τρεις ημέρες ο Φαραώ θα διατάξει να σε κρεμάσουν και τα πουλιά θα
τρώνε τις σάρκες σου».
Όπως εξήγησε τα όνειρα ο Ιωσήφ, έτσι κι έγινε. Έπειτα από τρεις
ημέρες, που ήταν τα γενέθλια του Φαραώ, αυτός παρέθεσε δείπνο σ' όλους τους
αυλικούς του. Θυμήθηκε τότε τον αρχικεραστή και τον αρχιαρτοποιό ανάμεσα
στους αυλικούς του. Τον αρχικεραστή τον αποκατέστησε στο αξίωμα του, κι
εκείνος έδωσε πάλι το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ. Τον αρχιαρτοποιό όμως τον
κρέμασε, όπως ακριβώς τους είχε εξηγήσει ο Ιωσήφ. Αλλά ο αρχικεραστής από
την πολλή χαρά του δε θυμήθηκε τον Ιωσήφ και τον είχε ξεχάσει.
Ο ΙΩΣΗΦ ΕΞΗΓΕΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ
|
Ο
Ιωσήφ και ο Φαραώ |
Μετά από δύο χρόνια, ο Φαραώ είδε στον ύπνο του ένα όνειρο:
Στεκόταν, λέει, κοντά στον ποταμό Νείλο, και είδε ν' ανεβαίνουν από το
ποτάμι εφτά αγελάδες εύρωστες και παχιές, κι έβοσκαν στο χορτάρι. Ύστερα από
αυτές, ανέβηκαν από το Νείλο άλλες εφτά αγελάδες άσχημες και καχεκτικές και
στάθηκαν κοντά στις πρώτες, πλάι στις όχθες του ποταμού. Οι εφτά άσχημες και
καχεκτικές αγελάδες έφαγαν τις άλλες εφτά, τις εύρωστες και παχιές. Μόλις
είδε το όνειρο αυτό ο Φαραώ ξύπνησε. Όμως σε λίγο τον ξαναπήρε ο ύπνος και
βλέπει και δεύτερο όνειρο: Εφτά στάχυα βλάστησαν πάνω στο ίδιο στέλεχος,
μεστωμένα και ωραία. Και μετά από κείνα, βλάστησαν άλλα εφτά στάχυα, λεπτά
και καμένα από το λίβα. Τα λεπτά και καμένα στάχυα κατάπιαν τα εφτά στάχυα
που ήταν μεστωμένα και παχιά. Ο Φαραώ τότε ξύπνησε και κατάλαβε πως ήταν
όνειρο.
Το πρωί ο Φαραώ ήταν ανήσυχος, γιατί τα όνειρα αυτά του έκαναν
μεγάλη εντύπωση. Έστειλε και κάλεσε όλους τους μάγους και τους σοφούς της
Αιγύπτου και τους διηγήθηκε τα όνειρα του. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να του τα
εξηγήσει. Τότε ο αρχικεραστής θυμήθηκε τον Ιωσήφ, που είχε εξηγήσει τόσο
σωστά το όνειρο το δικό του και το άλλο του αρχιαρτοποιού. Το είπε λοιπόν
στο Φαραώ κι εκείνος ευθύς διέταξε να βγάλουν τον Ιωσήφ από τη φυλακή και να
τον φέρουν στο παλάτι.
Ο
Ιωσήφ στάθηκε μπροστά στο βασιλιά,
και ο Φαραώ του είπε: «Είδα ένα όνειρο, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να
μου το εξηγήσει. Άκουσα να λένε για σένα ότι εξηγείς ένα όνειρο όταν το
ακούσεις». Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Όχι εγώ, αλλά ο Θεός μπορεί να εξηγήσει τα
όνειρα». Τότε ο Φαραώ του διηγήθηκε τα δύο όνειρα.
Ο Ιωσήφ είπε στο Φαραώ: «Το όνειρο σου είναι ένα. Ο Θεός φανέρωσε
στο Φαραώ εκείνο που πρόκειται να κάνει. Ο εφτά ωραίες αγελάδες σημαίνουν
εφτά χρόνια, και τα εφτά ωραία στάχυα σημαίνουν εφτά χρόνια ευφορία στη γη.
Οι εφτά αγελάδες, οι αδύνατες και άσχημες, που ανέβηκαν κατόπιν, σημαίνουν
εφτά χρόνια, όπως και τα εφτά στάχυα τα λεπτά και τα καμένα από το λίβα,
σημαίνουν εφτά χρόνια δυστυχίας και πείνας. Θα έρθουν εφτά χρόνια μεγάλης
αφθονίας σ' ολόκληρη τη Αίγυπτο. Ύστερα όμως απ' αυτά θα έρθουν εφτά χρόνια
πείνας, η οποία θα ερημώσει τη χώρα. Τόσο βαριά θα είναι εκείνη η πείνα, που
κανένας στην Αίγυπτο δε θα θυμάται πια την προηγούμενη αφθονία στη χώρα. Το
γεγονός ότι ο Φαραώ είδε το όνειρο να επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά,
σημαίνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο απ' το Θεό, και ότι θα το
πραγματοποιήσει γρήγορα. Και τώρα, ας φροντίσει ο Φαραώ να βρει έναν άνθρωπο
μυαλωμένο και σοφό, και να τον διορίσει άρχοντα σ' όλη την Αίγυπτο. Επίσης,
ας φροντίσει ώστε να διοριστούν επόπτες στη χώρα, για να κρατούν απ' αυτήν
το ένα πέμπτο κατά τα εφτά χρόνια της αφθονίας. Θα συγκεντρώσουν όλα τα
τρόφιμα των καλών χρόνων που έρχονται, και θα αποθηκεύσουν τα σιτηρά και θα
τα φυλάξουν. Αυτές οι προμήθειες θα φυλαχτούν για τα εφτά χρόνια της πείνας
που θα έρθουν στην Αίγυπτο, κι έτσι η χώρα δε θα αφανιστεί από την πείνα».
Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή στο Φαραώ, ο οποίος τόσο εκτίμησε τα
χαρίσματα του Ιωσήφ, ώστε όχι μόνον τον απελευθέρωσε, αλλά αυτόν βρήκε και
ως τον κατάλληλο οικονόμο να φροντίσει για την αποθήκευση του σιταριού. Τον
διόρισε αρχιφροντιστή στο βασίλειό του και του έκαμε πολλές τιμές.
Ο Φαραώ του έδωσε για γυναίκα την Ασεννέθ (Ασενάθ), κόρη του
Πετεφρή, ιερέα της Ηλιούπολης.
Πριν
έρθουν τα χρόνια της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε από την Ασεννέθ, που ήταν κόρη
του Πετεφρή, ιερέα της Ηλιούπολης, δύο παιδιά, τον Μανασσή και τον Εφραίμ.
Στα εφτά χρόνια της αφθονίας, η παραγωγή της χώρας σε σιτάρι ήταν
υπερεπαρκής. Ο Ιωσήφ έδειξε μεγάλη ικανότητα στην υπηρεσία του και
συγκέντρωσε όλη την παραγωγή αυτών των εφτά χρόνων και την αποθήκευσε σε
καινούριες αποθήκες.
Τα εφτά χρόνια της αφθονίας στην Αίγυπτο πέρασαν, κι άρχισαν να
έρχονται τα εφτά χρόνια της πείνας, όπως το είχε προβλέψει ο Ιωσήφ. Και ενώ
σε όλες τις χώρες επικρατούσε πείνα, στην Αίγυπτο υπήρχε ψωμί. Όταν όμως η
Αίγυπτος άρχισε κι αυτή να πεινάει και η πείνα γινόταν όλο και μεγαλύτερη κι
απλωνόταν σ' ολόκληρη τη χώρα, ο Ιωσήφ τότε άνοιξε τις αποθήκες και πουλούσε
στους Αιγυπτίους όσο σιτάρι υπήρχε σ' αυτές. Απ' όλες τις χώρες έρχονταν
στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, για να αγοράσουν ακριβά το σιτάρι, γιατί η πείνα
ήταν φοβερή σ' όλη τη γη. Ο Ιωσήφ ήταν ο άρχοντας στην Αίγυπτο και αυτός
προσωπικά πουλούσε το σιτάρι σε όλους τους ξένους.
ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ
ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΓΙΑ
ΣΙΤΑΡΙ
|
Ο
Ιωσήφ και τ' αδέρφια του |
Η
ίδια πείνα ήταν και στη Χαναάν, όπου ζούσε ο Ιακώβ με τους έντεκα γιους
του. Ο Ιακώβ έστειλε λοιπόν τους γιους του στην Αίγυπτο για ν' αγοράσουν
σιτάρι. Αλλά το Βενιαμίν, τον αδερφό του Ιωσήφ, δεν τον έστειλε μαζί με τ'
αδέρφια του, γιατί φοβήθηκε μήπως του συμβεί κανένα κακό.
Έφτασαν λοιπόν οι γιοι του Ιακώβ στην Αίγυπτο και παρουσιάστηκαν
στον Ιωσήφ χωρίς να τον έχουν γνωρίσει. Τον προσκύνησαν, σκύβοντας ως τη γη.
Ο Ιωσήφ
τους
είδε και τους αναγνώρισε και
θυμήθηκε
τα όνειρα που είχε δει γι' αυτούς. Έκανε
σαν να τους ήταν ξένος και τούς μίλησε με αυστηρό τρόπο:
-
«Από πού ερχόσαστε;» τούς ρώτησε.
- «Από τη Χαναάν, για ν' αγοράσουμε σιτάρι», απάντησαν εκείνοι
φοβισμένοι.
- «Εσείς είστε κατάσκοποι, και ήρθατε για να επισημάνετε τα
ανοχύρωτα σημεία της χώρας», τους είπε ο Ιωσήφ.
-
«Όχι, κύριε, οι δούλοι σου ήρθαμε ν' αγοράσουμε
σιτάρι. Είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου ανθρώπου. Οι δούλοι σου είμαστε
ειλικρινείς άνθρωποι, δεν είμαστε κατάσκοποι», απάντησαν εκείνοι.
-
«Όχι, Ήρθατε για να παρατηρήσετε σε ποια σημεία η χώρα είναι ανοχύρωτη»,
τους ξαναείπε ο Ιωσήφ.
-
«Οι δούλοι σου είμαστε δώδεκα αδέρφια, παιδιά του ίδιου ανθρώπου, που ζει
στη χώρα της Χαναάν. Ο μικρότερος είναι τώρα μαζί με τον πατέρα μας κι ο
άλλος δεν υπάρχει πια», απάντησαν εκείνοι.
- «Καλά σας είπα εγώ πως είσαστε κατάσκοποι! Μα τη ζωή του Φαραώ, δε
θα φύγετε από 'δω αν δεν έρθει εδώ ο αδερφός σας ο μικρότερος. Στείλτε έναν
από σας να τον πάρει. Όσο για σας θα μείνετε φυλακισμένοι. Έτσι θ'
αποδειχτεί αν είναι αληθινά αυτά που λέτε. Κι αν δεν είναι, μα τη ζωή του
Φαραώ, είστε κατάσκοποι!», ξαναείπε ο Ιωσήφ.
Τους έβαλε λοιπόν στη φυλακή όλους μαζί για τρεις μέρες. Την τρίτη
μέρα πήγε ο Ιωσήφ στη φυλακή μαζί μ' έναν διερμηνέα, που ήξερε εβραϊκά, και
τους είπε:
-
«Να τι θα κάνετε για να ζήσετε, γιατί εγώ φοβάμαι
το Θεό: Αν είστε ειλικρινείς, ένας από όλους σας θα μείνει κλεισμένος στη
φυλακή, κι εσείς οι άλλοι να φύγετε και να πάτε σιτάρι στις πεινασμένες
οικογένειες σας. Ύστερα θα μου φέρετε τον αδερφό σας το μικρότερο, για να
φανεί αν είναι αληθινά τα λόγια σας και να μην πεθάνετε».
Τότε τ' αδέρφια είπαν αναμεταξύ τους στα εβραϊκά, νομίζοντας πως ο
Ιωσήφ δεν τους καταλάβαινε:
-
«Πράγματι, είμαστε ένοχοι απέναντι στον αδερφό
μας. Βλέπαμε την αγωνία του όταν μας παρακαλούσε, κι εμείς δεν ακούγαμε. Γι'
αυτό μας βρήκε αυτή η στενοχώρια».
Ο Ιωσήφ, καθώς άκουσε αυτά, συγκινήθηκε πολύ, γιατί είδε πως τ'
αδέρφια του είχαν καταλάβει την κακή τους πράξη, που έκαμαν και είχαν
αρχίσει να μετανοούν. Τότε λοιπόν αποσύρθηκε και έκλαψε κρυφά.
Έπειτα ξανάρθε και διέταξε να μείνει στη φυλακή μόνον ο Συμεών, τον
οποίο αλυσόδεσε μπροστά στα μάτια τους. Ύστερα διέταξε να γεμίσουν τα σακιά
των αδερφών του με σιτάρι, να βάλουν τα χρήματα του καθενός στο σακί του και
να τους δώσουν τροφή για το δρόμο. Έτσι και τους έκαναν. Εκείνοι φόρτωσαν το
σιτάρι στα γαϊδούρια τους και έφυγαν.
Όταν όμως ένας άνοιξε το σακί του να δώσει τροφή στο γαϊδούρι του,
εκεί που διανυκτέρευαν, είδε μέσα τα χρήματα του. Όταν τα είδαν απόρησαν
πολύ, τους ήρθε λιποθυμία και έτρεμαν από το φόβο.
Όταν ήρθαν στον πατέρα τους τον Ιακώβ, στη Χαναάν, του διηγήθηκαν
όλα όσα είχαν συμβεί στην Αίγυπτο. Μετά άρχισαν ν' αδειάζουν τα σακιά τους
κι ο καθένας έβρισκε μέσα στο σακί του τα χρήματά του και φοβήθηκαν πολύ.
Ο Ιακώβ όταν άκουσε πως ο άρχοντας στην Αίγυπτο απαιτούσε να
στείλει το μικρό του γιο, ταράχτηκε πολύ και είπε: «Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει
πια. Ο Συμεών είναι στη φυλακή και τώρα θέλετε να πάρετε και το Βενιαμίν.
Όχι, αυτό δεν γίνεται».
Ο
Ρουβήν προσπάθησε να πείσει τον πατέρα του πως
αυτός θα προστάτευε το Βενιαμίν και θα τον έφερνε πίσω. Όμως ό
Ιακώβ έμεινε αμετάπειστος.
ΝΕΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ
ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Η πείνα όμως δυνάμωνε στη Χαναάν κι όταν στην οικογένεια του Ιακώβ
σώθηκε όλο το σιτάρι που είχαν φέρει από την Αίγυπτο, ο Ιακώβ είπε στους
γιούς του να ξαναπάνε πάλι στην Αίγυπτο. Ο Ιούδας όμως του είπε, ότι δεν
μπορούν να πάνε αν δεν έχουν μαζί τον μικρότερο αδερφό τους. Ο Ιακώβ παρά
τις αντιρρήσεις του, πείστηκε από τις εγγυήσεις του Ιούδα, ότι θα είναι
υπεύθυνος για την ασφάλεια του Βενιαμίν και πώς θα τον έφερναν οπωσδήποτε
πίσω.
Έτσι ο Ιακώβ έστειλε
όλους τους γιούς του, τους έδωσε και
δώρα να τα
προσφέρουν στον άρχοντα της Αιγύπτου. Τους έδωσε ακόμη διπλάσια χρήματα,
ακόμη κι εκείνα που είχαν βρει μέσα στα σακιά. Τέλος τους έδωσε και τον
Βενιαμίν.
Έτσι οι γιοί του
Ιακώβ ξεκίνησαν για την Αίγυπτο. Εκεί
παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ. Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι είχαν μαζί τους το
Βενιαμίν, είπε στον επιστάτη του σπιτιού του, να τους οδηγήσει στο σπίτι του
και να ετοιμάσει τραπέζι για φιλοξενία. Αυτοί φοβήθηκαν που τους οδήγησαν
στο σπίτι του Ιωσήφ, και νόμιζαν ότι τους οδήγησαν εκεί για να τους
συκοφαντήσουν και να τους πάρουν ως δούλους. Ο επιστάτης του σπιτιού του
Ιωσήφ τους καθησύχασε και τους έφερε το Συμεών.
Όταν ο Ιωσήφ γύρισε στο σπίτι, του πρόσφεραν τα δώρα που είχαν
φέρει μαζί τους και τον προσκύνησαν ως τη γη. Αυτός τους ρώτησε για την
υγεία τους και ύστερα τους είπε αν είναι καλά ο γέροντας πατέρας τους. Αυτοί
απάντησαν θετικά. Όταν ο Ιωσήφ είδε το Βενιαμίν, τον αδερφό του από την ίδια
μάνα, συγκινήθηκε και βγήκε για να κρύψει τα δάκρυά του.
Έπειτα τους έκαμε τραπέζι και τους έβαλε με τη σειρά σύμφωνα με την
ηλικία τους, που τους έκαμε να παραξενευτούν. Διέταξε να βάλουν μπροστά στο
Βενιαμίν το ωραιότερο φαγητό και ήταν πέντε φορές περισσότερο από όλων των
άλλων.
Ο Ιωσήφ διέταξε τον επιστάτη του να γεμίσει τα σακιά των αδερφών
του με τρόφιμα και να βάλει πάλι μέσα τα χρήματα του καθενός. Στου Βενιαμίν
το σακί μαζί με τα χρήματα να βάλει και το ποτήρι του το ασημένιο. Εκείνος
έκανε όπως του είπε ο Ιωσήφ.
Το πρωί μόλις χάραξε, τους άφησαν να φύγουν. Μόλις όμως βγήκαν έξω
από την πόλη, ο Ιωσήφ έδωσε διαταγή να τους προλάβουν και να τους
κατηγορήσουν ότι πήραν το ποτήρι του.
Τ' αδέρφια, επειδή ήξεραν πως δεν είχαν κάνει τέτοιο πράγμα, είπαν:
-«Εκείνος πού θα βρεθεί στο σακί του το ποτήρι να θανατωθεί κι όλοι
εμείς οι άλλοι να γίνουμε σκλάβοι».
Ψάχνουν λοιπόν τα σακιά και το ποτήρι βρέθηκε στου Βενιαμίν το
σακί. Τότε τ' αδέρφια απορώντας έσχισαν τα ρούχα τους και γύρισαν στην πόλη,
όπου παρουσιάστηκαν στον Ιωσήφ.
Ο ΙΩΣΗΦ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤ'
ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ
|
Ο
Ιωσήφ φανερώνεται
στ' αδέρφια του |
Ο Ιωσήφ ήταν ακόμα στο σπίτι του, όταν έφτασαν εκεί τ' αδέρφια του.
Εκείνοι έπεσαν μπροστά του στο έδαφος και τον προσκύνησαν. Τότε ο Ιωσήφ τους
είπε:
- «Τι ήταν αυτό που κάνατε;»
Ο Ιούδας αμέσως απάντησε:
-
«Πώς να μιλήσουμε και πώς να δικαιολογηθούμε; Ο
Θεός αποκάλυψε την αμαρτία των δούλων σου. Είμαστε δούλοι σου και εμείς και
εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι».
Ο Ιωσήφ όμως είπε:
-
«Δεν είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο! Μόνο αυτός
που πήρε το ποτήρι θα γίνει δούλος μου. Εσείς οι άλλοι θα γυρίσετε πίσω στον
πατέρα σας».
Τότε ο Ιούδας τον πλησίασε και του είπε:
-
«Σε παρακαλώ, κύριε μου, επίτρεψε μου να σου
μιλήσω χωρίς να οργιστείς εναντίον μου γιατί εσύ είσαι σαν Φαραώ. Έχουμε ένα
γέροντα πατέρα και ένα μικρό αδερφό, που ο πατέρας μας τον απέκτησε στα
γηρατειά του. Ο αδερφός αυτού του μικρού, από την ίδια μάνα, πέθανε. Ο
πατέρας μας τον αγαπάει πολύ και όταν δει ότι δεν είναι μαζί μας αυτό το
παιδί, τότε εκείνος θα πεθάνει. Και εμείς θα γίνουμε αιτία να πεθάνει ο
πατέρα μας. Έχω εγγυηθεί στον πατέρα μου για το παιδί, ότι αν δεν του το
φέρω πίσω, θα είμαι ισόβια ένοχος απέναντι του. Τώρα λοιπόν, ας παραμείνω
εγώ δούλος σου και το παιδί ας γυρίσει πίσω με τους αδερφούς του. Πώς
μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στον πατέρα μας, χωρίς να είναι μαζί μας το
παιδί; Καλύτερα να μη δούμε τη δυστυχία που θα τον βρει».
Ο Ιωσήφ δεν μπόρεσε πια να συγκρατηθεί μπροστά και με δάκρυα στα
μάτια είπε στους αδερφούς του:
-
«Εγώ είμαι ο Ιωσήφ, ο αδερφός σας!
Οι αδερφοί του όμως δεν μπορούσαν να του απαντήσουν και στέκονταν
μπροστά του εμβρόντητοι.
Τους είπε πάλι ο Ιωσήφ:
-
«Εγώ είμαι ο Ιωσήφ ο αδερφός σας, που τον
πουλήσατε στην Αίγυπτο. Αλλά τώρα μη λυπάστε και μην έχετε τύψεις που με
πουλήσατε, γιατί ο Θεός με έστειλε εδώ πριν από σας για να σας σώσω τη ζωή
και να μπορέσετε να επιβιώσετε στη χώρα. Δε με στείλατε, λοιπόν, εσείς εδώ,
αλλά ο Θεός. Με έκανε σύμβουλο του Φαραώ, υπεύθυνο στο ανάκτορο του, και
κυβερνήτη όλης της Αιγύπτου. Τώρα βιαστείτε να πάτε πίσω στον πατέρα μας και
να του πείτε ότι ο γιος του ο Ιωσήφ ζει και έγινε κύριος όλης της Αιγύπτου.
Να έρθει λοιπόν να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο μαζί με τα παιδιά του και τα
εγγόνια του, τα ζώα του και όλα του τα υπάρχοντα, γιατί η πείνα θα βαστάξει
πέντε χρόνια ακόμη».
Αφού είπε αυτά τα λόγια ο Ιωσήφ, αγκάλιασε κλαίγοντας, τους
αδερφούς του και ιδιαίτερα το Βενιαμίν.
Το γεγονός μαθεύτηκε στο ανάκτορο του Φαραώ, ότι είχαν έρθει τ'
αδέρφια του Ιωσήφ, και χάρηκαν πολύ. Ο Φαραώ πρότεινε στον Ιωσήφ να φέρει
τον πατέρα του, τ' αδέρφια του μαζί με τις οικογένειές τους και όλα τους τα
υπάρχοντα στην Αίγυπτο. Έτσι ο Ιωσήφ έδωσε στ' αδέρφια του αμάξια, σύμφωνα
με τη διαταγή του Φαραώ, καθώς και εφόδια για το δρόμο. Έδωσε σε όλους δώρα,
ακόμη και για τον πατέρα τους, αλλά στο Βενιαμίν έδωσε περισσότερα.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ
ΑΙΓΥΠΤΟ
|
Ο Ιακώβ στην Αίγυπτο |
Τ'
αδέρφια του Ιωσήφ γύρισαν στη Χαναάν και γεμάτοι χαρά είπαν στον πατέρα τους
πως ο Ιωσήφ ζει, είναι μεγάλος άρχοντας στην Αίγυπτο και θέλει να πάνε να
ζήσουν όλοι κοντά του. Ο Ιακώβ στην αρχή έμενε ασυγκίνητος, γιατί δεν τους
πίστευε. Όταν όμως είδε τα πλούσια δώρα, που είχε δώσει ο Ιωσήφ στ' αδέρφια
του, πίστεψε κι αποφάσισε να πάει στην Αίγυπτο, για να δει το γιο του πριν
πεθάνει. Έτσι είπε:
-
«Μου φτάνει ότι ζει ακόμα ο Ιωσήφ, το παιδί μου.
Θα πάω να τον δω πριν πεθάνω».
Ο Ιακώβ έφυγε από τη Χαναάν παίρνοντας μαζί του όλα του τα
υπάρχοντα.
Οι γιοί του τον ανέβασαν, μαζί με τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους
πάνω στ' αμάξια που είχε στείλει ο Φαραώ για να τους μεταφέρουν. Πήραν ακόμη
τα κοπάδια τους και όλη τους την περιουσία, που είχαν αποκτήσει στη Χαναάν,
και ήρθαν στην Αίγυπτο.
Ο
Ιωσήφ, όταν έμαθε πως έρχεται ο πατέρας του, βγήκε με μια ωραία βασιλική
άμαξα να τον υποδεχτεί. Κι όταν έφτασε, έπεσε στην αγκαλιά του και τον
φιλούσε κι έκλαιγε από συγκίνηση.
Τότε ό
Ιακώβ είπε:
- «Τώρα, αγαπητό μου παιδί, ας πεθάνω, αφού είδα το πρόσωπό σου».
Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα του και τ' αδέρφια του στο καλύτερο
μέρος της Αιγύπτου. Τους παραχώρησε για ιδιοκτησία την περιοχή Ραμεσσή, όπως
είχε διατάξει ο Φαραώ. Έτσι οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο. Εκεί
απέκτησαν κτήματα, και πάρα πολλά παιδιά.
Ο Ιακώβ όταν πλησίαζε ο καιρός του θανάτου του, κάλεσε το γιο του
τον Ιωσήφ και του ζήτησε να μην τον θάψει στην Αίγυπτο, αλλά στον τάφο των
προγόνων του.
Μετά ευλόγησε τον Ιωσήφ και τα δυο του παιδιά, το Μανασσή και τον
Εφραίμ. Ύστερα είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα εγώ πεθαίνω, αλλά ο Θεός θα είναι μαζί
σας και θα σας φέρει πίσω στη γη των προγόνων σας. Σ' εσένα, όμως, δίνω
περισσότερα απ' ότι στους αδερφούς σου».
Στη συνέχεια
ο Ιακώβ ευλόγησε όλους τους γιούς του και αφού τους έδωσε τις τελευταίες του
οδηγίες, μάζεψε τα πόδια του στο κρεβάτι και ξεψύχησε. Όταν πέρασαν οι μέρες
του θρήνου, ο Ιωσήφ τον μετέφερε στη γη Χαναάν και τον έθαψε στον τάφο των
προγόνων του.
Ο Ιωσήφ εξακολουθούσε να κατοικεί στην Αίγυπτο, μαζί με την
οικογένεια του πατέρα του. Κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, ο
Μωυσής πήρε τα οστά του Ιωσήφ μαζί του και αργότερα τα έθαψαν στη Συχέμ, σ'
έναν αγρό τον οποίο είχε αγοράσει ο Ιακώβ.
|