ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΓΕΝΕΣΙΣ- ΚΕΦ. 1-5

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46- Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

                                    Ο Ιακώβ και η οικογένειά του στην Αίγυπτο

Γεν. 46,1           Ἀπάρας δὲ Ἰσραήλ, αὐτὸς καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ, ἦλθεν ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου καὶ ἔθυσε θυσίαν τῷ Θεῷ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰσαάκ.

Γεν. 46,1                   Εξεκίνησε, λοιπόν, ο Ιακώβ, αυτός, με όλα τα υπάρχοντά του και όλοι οι άλλοι μαζή του και ήλθεν στο “Φρέαρ του όρκου”, εις την Βηρσαβεέ και εκεί προσέφερε θυσίαν στον Θεόν του πατρός του Ισαάκ.

Γεν. 46,2           εἶπε δὲ ὁ Θεὸς τῷ Ἰσραὴλ ἐν ὁράματι τῆς νυκτός, εἰπών· Ἰακώβ, Ἰακώβ, ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστιν;

Γεν. 46,2                  Ο δε Θεός είπεν στον Ιακώβ δι' οράματος κατά την νύκτα· “Ιακώβ Ιακώβ” ! Εκείνος είπε· “τι είναι;”

Γεν. 46,3           ὁ δὲ λέγει αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου· μὴ φοβοῦ καταβῆναι εἰς Αἴγυπτον· εἰς γὰρ ἔθνος μέγα ποιήσω σε ἐκεῖ,

Γεν. 46,3                   Ο ιδέ Θεός λέγει προς αυτόν· “εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου. Μη φοβηθής να καταβής εις την Αίγυπτον, διότι εκεί θα σε αναδείξω μεγάλο έθνος.

Γεν. 46,4           καὶ ἐγὼ καταβήσομαι μετὰ σοῦ εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐγὼ ἀναβιβάσω σε εἰς τέλος, καὶ Ἰωσὴφ ἐπιβαλεῖ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς σου.

Γεν. 46,4                  Θα μεταβώ και εγώ μαζή σου εις την Αίγυπτον και εγώ πάλιν θα σε επαναφέρω εις την γην Χαναάν, όταν λάβη τέλος ο καθωρισμένος χρόνος της παραμονής σου εις την Αίγυπτον. Ο δε υιός σου Ιωσήφ με τα ίδια του τα χέρια θα σου κλείση τα μάτια.

Γεν. 46,5           ἀνέστη δὲ Ἰακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου, καὶ ἀνέλαβον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸν πατέρα αὐτῶν καὶ τὴν ἀποσκευὴν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν ἐπὶ τὰς ἁμάξας ἃς ἀπέστειλεν Ἰωσὴφ ἆραι αὐτόν,

Γεν. 46,5                   Εσηκώθη ο Ιακώβ, δια να αναχωρήση από το “Φρέαρ του όρκου”. Οι υιοί του Ιακώβ έβαλαν τον πατέρα των, τα παιδιά των και τας γυναίκας των εις τας αμάξας, τας οποίας είχεν αποστείλει ο Ιωσήφ, δια να τον μταφέρουν εις την Αίγυπτον.

Γεν. 46,6           καὶ ἀναλαβόντες τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν καὶ πᾶσαν τὴν κτῆσιν, ἣν ἐκτήσαντο ἐν γῇ Χαναάν, εἰσῆλθον εἰς Αἴγυπτον, Ἰακὼβ καὶ πᾶν τὸ σπέρμα αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ,

Γεν. 46,6                  Ελαβον λοιπόν, τα κοπάδια των και όλην την κινητήν περιουσίαν, που είχαν αποκτήσει εις την Χαναάν, και εισήλθον εις την Αίγυπτον. Εισήλθεν ο Ιακώβ και μαζή με αυτόν όλοι οι απόγονοί του,

Γεν. 46,7           υἱοὶ καὶ υἱοὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, θυγατέρες καὶ θυγατέρες τῶν θυγατέρων αὐτοῦ· καὶ πᾶν τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἤγαγεν εἰς Αἴγυπτον.

Γεν. 46,7                   οι υιοί του, τα παιδιά των υιών του μαζή του, αι θυγατέρες του και αι θυγατέρες των θυγατέρων του. Ολους τους απογόνους του παρέλαβε μαζή του ο Ιακώβ και τους ωδήγησεν εις την Αίγυπτον.

Γεν. 46,8           Ταῦτα δὲ τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῶν εἰσελθόντων εἰς Αἴγυπτον ἅμα Ἰακὼβ τῷ πατρὶ αὐτῶν. Ἰακὼβ καὶ υἱοὶ αὐτοῦ· πρωτότοκος Ἰακὼβ Ῥουβήν.

Γεν. 46,8                  Αυτά δε είναι τα ονόματα των παιδιών του Ισραήλ, που εισήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με τον πατέρα των· Ο Ιακώβ και οι υιοί του. Πρωτότοκος του Ιακώβ ήτο ο Ρουβήν.

Γεν. 46,9           υἱοὶ δὲ Ῥουβήν· Ἐνὼχ καὶ Φαλλούς, Ἀσρὼν καὶ Χαρμί.

Γεν. 46,9                  Υιοί δε του Ρουβήν ήσαν, ο Ενώχ και ο Φαλλούς, ο Ασρών και ο Χαρμί.

Γεν. 46,10          υἱοὶ δὲ Συμεών· Ἰεμουὴλ καὶ Ἰαμεὶν καὶ Ἀὼδ καὶ Ἰαχεὶν καὶ Σαὰρ καὶ Σαοὺλ υἱὸς τῆς Χανανίτιδος.

Γεν. 46,10                 Υιοί του Συμεών ήσαν ο Ιεμουήλ, ο Ιαμείν, ο Αώδ, ο Ιαχείν, ο Σααρ και ο Σαούλ, ο υιός της Χανανίτιδος.

Γεν. 46,11          υἱοὶ δὲ Λευΐ· Γηρσών, Καὰθ καὶ Μεραρί.

Γεν. 46,11                 Υιοί του Λευϊ ήσαν ο Γηρσών, ο Καάθ και ο Μεραρί.

Γεν. 46,12          υἱοὶ δὲ Ἰούδα· Ἢρ καὶ Αὐνὰν καὶ Σηλὼμ καὶ Φαρὲς καὶ Ζαρά· ἀπέθανε δὲ Ἢρ καὶ Αὐνὰν ἐν γῇ Χαναάν· ἐγένοντο δὲ υἱοὶ Φαρές· Ἐσρὼν καὶ Ἰεμουήλ.

Γεν. 46,12                 Υιοί του Ιούδα ήσαν ο Ηρ, ο Αυνάν, ο Σηλώμ, ο Φαρές και ο Ζαρά· ο Ηρ δε και ο Αυνάν απέθανον εις την γην Χαναάν. Ο δε Φαρές απέκτησεν υιούς τον Εσρών και τον Ιεμουήλ.

Γεν. 46,13          υἱοὶ δὲ Ἰσσάχαρ· Θωλὰ καὶ Φουὰ καὶ Ἰασοὺβ καὶ Ζαμβράμ.

Γεν. 46,13                 Υιοί του Ισσάχαρ ήσαν ο Θωλά, ο Φουα, ο Ιασούβ και ο Ζαμβράμ.

Γεν. 46,14          υἱοὶ δὲ Ζαβουλών· Σερὲδ καὶ Ἀλλὼν καὶ Ἀχοήλ.

Γεν. 46,14                 Υιοί του Ζαβουλών ήσαν ο Σερέδ, ο Αλλών και ο Αχοήλ.

Γεν. 46,15          οὗτοι υἱοὶ Λείας, οὓς ἔτεκε τῷ Ἰακὼβ ἐν Μεσοποταμίᾳ τῆς Συρίας, καὶ Δείναν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ· πᾶσαι αἱ ψυχαί, υἱοὶ καὶ θυγατέρες, τριάκοντα τρεῖς.

Γεν. 46,15                 Ολοι αυτοί ήσαν υιοί, τους οποίους απέκτησεν ο Ιακώβ εκ της Λείας εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας· επίσης είχε και θυγατέρα του την Δείναν. Ολαι αυταί αι ψυχαί, υιοί και θυγατέρες, ήσαν τριάκοντα τρεις.

Γεν. 46,16          υἱοὶ δὲ Γάδ· Σαφὼν καὶ Ἀγγὶς καὶ Σαυνὶς καὶ Θασοβὰν καὶ Ἀηδεὶς καὶ Ἀροηδεὶς καὶ Ἀρεηλείς.

Γεν. 46,16                 Υιοί του Γαδ ήσαν ο Σαφών, ο Αγγίς, ο Σαυνίς, ο Θασοβάν, ο Αηδείς, ο Αροειδείς και ο Αρεηλείς.

Γεν. 46,17          υἱοὶ δὲ Ἀσήρ· Ἰεμνά, Ἰεσσουὰ καὶ Ἰεοὺλ καὶ Βαριὰ καὶ Σάρα ἀδελφὴ αὐτῶν. υἱοὶ δὲ Βαριά· Χοβόρ καὶ Μελχιίλ.

Γεν. 46,17                 Υιοί του Ασήρ ήσαν ο Ιεμνά, ο Ιεσσουά, ο Ιεούλ, ο Βαριά και η Σαρα η αδελφή αυτών. Υιοί δε του Βαριά ήσαν ο Χοβόρ και ο Μελχιίλ.

Γεν. 46,18          οὗτοι υἱοὶ Ζελφᾶς, ἣν ἔδωκε Λάβαν Λείᾳ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ, ἣ ἔτεκε τούτους τῷ Ἰακὼβ δεκαὲξ ψυχάς.

Γεν. 46,18                 Ολοι οι ανωτέρω ήσαν υιοί της Ζελφάς, την οποίαν είχε δώσει ο Λαβαν εις την Λείαν την θυγατέρα αυτού. Από αυτήν ο Ιακώβ απέκτησε τους δεκαέξ αυτούς απογόνους.

Γεν. 46,19          υἱοὶ δὲ Ῥαχὴλ γυναικὸς Ἰακώβ· Ἰωσὴφ καὶ Βενιαμίν.

Γεν. 46,19                 Υιοί δε της Ραχήλ, της γυναικός του Ιακώβ, ήσαν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν.

Γεν. 46,20          ἐγένοντο δὲ υἱοὶ Ἰωσὴφ ἐν γῇ Αἰγύπτου, οὓς ἔτεκεν αὐτῷ Ἀσεννὲθ θυγάτηρ Πετεφρῆ ἱερέως Ἡλιουπόλεως, τὸν Μανασσῆ καὶ τὸν Ἐφραΐμ. ἐγένοντο δὲ υἱοὶ Μανασσῆ, οὓς ἔτεκεν αὐτῷ ἡ παλλακὴ ἡ Σύρα, τὸν Μαχίρ· Μαχὶρ δὲ ἐγέννησε τὸν Γαλαάδ. υἱοὶ δὲ Ἐφραΐμ ἀδελφοῦ Μανασσῆ· Σουταλαὰμ καὶ Ταάμ. υἱοὶ δὲ Σουταλαάμ· Ἐδέμ.

Γεν. 46,20                Οι δε υιοί του Ιωσήφ, τους οποίους απέκτησεν εις την Αίγυπτον από την σύζυγόν του την Ασεννέθ, θυγατέρα του Πετεφρή ιερέως της Ηλιουπόλεως, ήσαν ο Μανασσής και ο Εφραΐμ. Ο Μανασσής απέκτησεν υιούς από την Σύραν, την παλλακήν αυτού, ένας εκ των οποίων ήτο ο Μαχίρ. Ο δε Μαχίρ απέκτησε τον Γαλαάδ. Υιοί του Εφραΐμ, αδελφού του Μανασσή, ήσαν ο Σουταλαάμ και ο Ταάμ. Υιός δε του Σουταλαάμ ήτο ο Εδέμ.

Γεν. 46,21          υἱοὶ δὲ Βενιαμίν· Βαλὰ καὶ Χοβὼρ καὶ Ἀσβήλ· ἐγένοντο δὲ υἱοὶ Βαλά· Γηρὰ καὶ Νεομὰν καὶ Ἀγχὶς καὶ Ῥὼς καὶ Μαμφὶμ καὶ Ὀφιμίν. Γηρὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράδ.

Γεν. 46,21                 Υιοί του Βενιαμίν ήσαν ο Βαλά, ο Χοβώρ και ο ' Ασβήλ. Υιοί του Βαλά ήσαν ο Γηρά, ο Νοεμάν, ο Αγχίς, ο Ρως, ο Μαμφίμ και ο Οφιμίν. Ο Γηρά απέκτησεν υιόν τον Αράδ.

Γεν. 46,22          οὗτοι υἱοὶ Ῥαχήλ, οὓς ἔτεκε τῷ Ἰακώβ· πᾶσαι αἱ ψυχαὶ δεκαοκτώ.

Γεν. 46,22                Αυτοί ήσαν απόγονοι του Ιακώβ και της Ραχήλ, εν συνόλω ψυχαί δέκα οκτώ.

Γεν. 46,23          υἱοὶ δὲ Δάν· Ἀσόμ.

Γεν. 46,23                Υιός του Δαν ήτο ο Ασόμ.

Γεν. 46,24          καὶ υἱοὶ Νεφθαλείμ· Ἀσιὴλ καὶ Γωυνὶ καὶ Ἰσσάαρ καὶ Συλλήμ.

Γεν. 46,24                Υιοί του Νεφθαλείμ ήσαν ο Ασιήλ, ο Γωυνί, ο Ισσάαρ και ο Συλλήμ.

Γεν. 46,25          οὗτοι υἱοὶ Βαλᾶς, ἣν ἔδωκε Λάβαν Ῥαχὴλ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ, ἣ ἔτεκε τούτους τῷ Ἰακώβ· πᾶσαι αἱ ψυχαὶ ἑπτά.

Γεν. 46,25                Αυτοί ήσαν τέκνα της δούλης Βαλάς, την οποίαν ο Λαβαν είχεν δώσει εις την θυγατέρα του Ραχήλ. Από αυτήν απέκτησεν ο Ιακώβ τους ανωτέρω απογόνους εν όλω επτά.

Γεν. 46,26          πᾶσαι δέ αἱ ψυχαὶ αἱ εἰσελθοῦσαι μετὰ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον, οἱ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, χωρὶς τῶν γυναικῶν υἱῶν Ἰακώβ, πᾶσαι ψυχαὶ ἑξηκονταέξ.

Γεν. 46,26                Ολοι δε οι άνδρες, οι οποίοι εισήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με τον Ιακώβ, οι γεννηθέντες από αυτόν, πλην των συζύγων των υιών Ισραήλ, ήσαν εν συνόλω εξήκοντά εξ.

Γεν. 46,27          υἱοὶ δὲ Ἰωσὴφ οἱ γενόμενοι αὐτῷ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ψυχαὶ ἐννέα. πᾶσαι ψυχαὶ οἴκου Ἰακὼβ αἱ εἰσελθοῦσαι μετὰ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον ψυχαὶ ἑβδομηκονταπέντε.

Γεν. 46,27                Υιοί δε και έγγονοι του Ιωσήφ, τους οποίους απέκτησεν εις την Αίγυπτον ήσαν εννέα άνδρες. Επομένως όλοι οι άνδρες, υιοί και απόγονοι του Ιακώβ, οι οποίοι εισήλθον μαζή του εις την Αίγυπτον ήσαν εβδομήκοντα πέντε.

 

                                     Συνάντηση του Ιωσήφ και του Ιακώβ

Γεν. 46,28          Τὸν δὲ Ἰούδαν ἀπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ πρὸς Ἰωσὴφ συναντῆσαι αὐτῷ καθ᾿ Ἡρώων πόλιν, εἰς γῆν Ῥαμεσσῆ.

Γεν. 46,28                Ο Ιακώβ έστειλε προ αυτού προς τον Ιωσήφ τον Ιούδαν, δια να προετοιμάση την συνάντησίν του με τον υιόν του τον Ιωσήφ εις την πόλιν των Ηρώων, εις την χώραν “Ραμεσσή”, την άλλως ονομαζομένην Γεσέμ.

Γεν. 46,29          ζεύξας δὲ Ἰωσὴφ τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἀνέβη εἰς συνάντησιν Ἰσραὴλ τῷ πατρὶ αὐτοῦ καθ᾿ Ἡρώων πόλιν καὶ ὀφθεὶς αὐτῷ ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔκλαυσε κλαυθμῷ πίονι.

Γεν. 46,29                Ο Ιωσήφ έζευξε τα άρματά του και μετέβη προς συνάντησιν του πατρός του Ιακώβ εις την πόλιν των Ηρώων. Οταν δε τον είδεν, έπεσεν στον τράχηλόν του, τον ενηγκαλίσθη και έκλαυσε με ασυγκράτητα δάκρυα.

Γεν. 46,30          καὶ εἶπεν Ἰσραὴλ πρὸς Ἰωσήφ· ἀποθανοῦμαι ἀπὸ τοῦ νῦν, ἐπεὶ ἑώρακα τὸ πρόσωπόν σου· ἔτι γὰρ σὺ ζῇς.

Γεν. 46,30                Ευτυχισμένος ο γέρων Ιακώβ είπε προς τον Ιωσήφ· “ας αποθάνω από την στιγμήν αυτήν, αφού είδα το πρόσωπόν σου, διότι είδα ότι ακόμη συ ζης”.

Γεν. 46,31          εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἀναβὰς ἀπαγγελῶ τῷ Φαραὼ καὶ ἐρῶ αὐτῷ· οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου, οἳ ἦσαν ἐν γῇ Χαναάν, ἥκασι πρός με·

Γεν. 46,31                 Είπεν ο Ιωσήφ προς τους αδελφούς του· “εγώ θα μεταβώ τώρα στον Φαραώ και θα του είπω· Οι αδελφοί μου και όλη η οικογένεια του πατρός μου, που ήσαν εις την γην Χαναάν, έχουν έλθει προς εμέ.

Γεν. 46,32          οἱ δὲ ἄνδρες εἰσὶ ποιμένες· ἄνδρες γὰρ κτηνοτρόφοι ἦσαν· καὶ τὰ κτήνη καὶ τοὺς βόας καὶ πάντα τὰ αὐτῶν ἀγηόχασιν.

Γεν. 46,32                Οι άνδρες αυτοί είναι ποιμένες· ήσαν πάντοτε κτηνοτρόφοι. Εφεραν δε μαζή των τα κτήνη, τα βόδια των και ο,τι άλλο είχαν εκεί και όλην την άλλην κινητήν περιουσίαν των έφεραν μαζή των.

Γεν. 46,33          ἐὰν οὖν καλέσῃ ὑμᾶς Φαραὼ καὶ εἴπῃ ὑμῖν· τί τὸ ἔργον ὑμῶν ἐστίν;

Γεν. 46,33                Εάν λοιπόν σας καλέση ο Φαραώ και σας ερωτήση, ποίον είναι το έργον σας;

Γεν. 46,34          ἐρεῖτε· ἄνδρες κτηνοτρόφοι ἐσμὲν οἱ παῖδές σου ἐκ παιδὸς ἕως τοῦ νῦν, καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν, ἵνα κατοικήσητε ἐν γῇ Γεσὲμ Ἀραβίας· βδέλυγμα γάρ ἐστιν Αἰγυπτίοις πᾶς ποιμὴν προβάτων.

Γεν. 46,34                Σεις θα απαντήσετε· Ημείς, οι δούλοί σου, είμεθα άνδρες κτηνοτρόφοι από της παιδικής μας ηλικίας μέχρι σήμερον, ημείς και οι πατέρες μας. Θα πήτε δε αυτά, δια να σας αφήση να κατοικήσετε εις την Γεσέμ της Αραβίας, μακράν από την κεντρικήν Αίγυπτον, διότι οι Αιγύπτιοι αποστρέφονται και δεν θέλουν να έχουν επικοινωνίαν με ποιμένας προβάτων”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47- Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΣΤΗ ΓΕΣΕΜ

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΙΜΟΥ - Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

                                     Εγκατάσταση του Ιακώβ στη Γεσέμ

Γεν. 47,1           Ἐλθὼν δὲ Ἰωσὴφ ἀπήγγειλε τῷ Φαραὼ λέγων· ὁ πατήρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες αὐτῶν καὶ πάντα τὰ αὐτῶν ἦλθον ἐκ γῆς Χαναὰν καὶ ἰδού εἰσιν ἐν γῇ Γεσέμ.

Γεν. 47,1                   Επεσκέφθη ο Ιωσήφ τον Φαραώ και του ανήγγειλεν ότι· “ο πατήρ μου, οι αδελφοί μου, τα ποίμνιά των, τα βόδια των και όλα τα υπάρχοντά των ήλθον από την γην Χαναάν και ιδού, ευρίσκονται τώρα εις την χώραν της Γεσέμ”.

Γεν. 47,2           ἀπὸ δὲ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ παρέλαβε πέντε ἄνδρας καὶ ἔστησεν αὐτοὺς ἐναντίον Φαραώ.

Γεν. 47,2                   Είχε δε πάρει μαζή του πέντε από τους αδελφούς του και τους παρουσίασεν ενώπιον του Φαραώ.

Γεν. 47,3           καὶ εἶπε Φαραὼ τοῖς ἀδελφοῖς Ἰωσήφ· τί τὸ ἔργον ὑμῶν; οἱ δὲ εἶπαν τῷ Φαραώ· ποιμένες προβάτων οἱ παῖδές σου, καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν.

Γεν. 47,3                   Ηρώτησε δε ο Φαραώ τους αδελφούς του Ιωσήφ· “ποίον είναι το επάγγελμά σας; Ποία η εργασία σας;” Εκείνοι του απήντησαν· “ποιμένες προβάτων είμεθα οι δούλοι σου, και ημείς και οι πρόγονοί μας”.

Γεν. 47,4           εἶπαν δὲ τῷ Φαραώ· παροικεῖν ἐν τῇ γῇ ἥκαμεν· οὐ γάρ ἐστι νομὴ τοῖς κτήνεσι τῶν παίδων σου, ἐνίσχυσε γὰρ ὁ λιμὸς ἐν γῇ Χαναάν· νῦν οὖν κατοικήσωμεν οἱ παῖδές σου ἐν γῇ Γεσέμ.

Γεν. 47,4                   Είπαν δε ακόμη στον Φαραώ· “έχομεν δε έλθει, δια να κατοικήσωμεν προσωρινώς εις την χώραν αυτήν. Και τούτο, διότι δεν υπάρχει βοσκή δια τα ζώα των δούλων σου επειδή ο λιμός έχει ενταθή πολύ εις την γην Χανααν. Ας κατοικήσωμεν λοιπόν τώρα οι δούλοι σου εις την περιοχήν Γεσέμ”.

Γεν. 47,5           εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· κατοικείτωσαν ἐν γῇ Γεσέμ· εἰ δὲ ἐπίστῃ ὅτι εἰσὶν ἐν αὐτοῖς ἄνδρες δυνατοί, κατάστησον αὐτοὺς ἄρχοντας τῶν ἐμῶν κτηνῶν. Ἦλθον δὲ εἰς Αἴγυπτον πρὸς Ἰωσὴφ Ἰακὼβ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ ἤκουσε Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου.

Γεν. 47,5                   Είπε δε ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “ναι, ας κατοικήσουν εις την Γεσέμ. Εάν δε γνωρίζης ότι μεταξύ αυτών υπάρχουν άνδρες ικανοί και ισχυροί να τους διορίσης αρχιποίμενας εις τα ιδικά μου κοπάδια των ζώων”. Ετσι ήλθαν εις την Αίγυπτον προς τον Ιωσήφ ο Ιακώβ και τα παιδιά του και επληροφορήθη τούτο ο Φαραώ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου.

Γεν. 47,6           καὶ εἶπε Φαραὼ πρὸς Ἰωσὴφ λέγων· ὁ πατήρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἥκασι πρὸς σέ· ἰδοὺ ἡ γῆ Αἰγύπτου ἐναντίον σου ἐστίν· ἐν τῇ βελτίστῃ γῇ κατοίκισον τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἀδελφούς σου.

Γεν. 47,6                   Επεν ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ και τα εξής· “είδα ότι ο πατέρας σου και οι αδελφοί σου έχουν έλθει προς σέ. Ιδού ενώπιόν σου ευρίσκεται η χώρα της Αιγύπτου εις την διάθεσίν σου. Εις την καλυτέραν περιοχήν να εγκαταστήσης τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου.

Γεν. 47,7           εἰσήγαγε δὲ Ἰωσὴφ Ἰακὼβ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον Φαραώ, καὶ ηὐλόγησεν Ἰακὼβ τὸν Φαραώ.

Γεν. 47,7                   Ο Ιωσήφ ωδήγησε τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασεν ενώπιον του Φαραώ. Ο δε Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ.

Γεν. 47,8           εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ Ἰακώβ· πόσα ἔτη ἡμερῶν τῆς ζωῆς σου;

Γεν. 47,8                   Ο Φαραώ ηρώτησε τον Ιακώβ· “πόσων ετών είσαι;”

Γεν. 47,9           καὶ εἶπεν Ἰακὼβ τῷ Φαραώ· αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς μου, ἃς παροικῶ, ἑκατὸν τριάκοντα ἔτη· μικραὶ καὶ πονηραὶ γεγόνασιν αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς μου, οὐκ ἀφίκοντο εἰς τὰς ἡμέρας τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς τῶν πατέρων μου, ἃς ἡμέρας παρῴκησαν.

Γεν. 47,9                   Ο δε Ιακώβ του απήντησε· “τα έτη της ζωής μου, κατά τα οποία κατοικώ εις την γην, ανέρχονται εις εκατόν τριάκοντα. Ολίγα και γεμάτα θλίψεις και περιπετείας είναι τα έτη της ζωής μου. Δεν έφθασα εις τα έτη των προγόνων μου, τα οποία έζησαν εκείνοι ως πάροικοι εις την γην”.

Γεν. 47,10          καὶ εὐλογήσας Ἰακὼβ τὸν Φαραὼ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Γεν. 47,10                 Ο Ιακώβ ευχηθείς και πάλιν τον Φαραώ, εξήλθεν από τα ανάκτορα αυτού.

Γεν. 47,11          καὶ κατῴκισεν Ἰωσὴφ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς κατάσχεσιν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐν τῇ βελτίστῃ γῇ, ἐν γῇ Ῥαμεσσῆ, καθὰ προσέταξε Φαραώ.

Γεν. 47,11                  Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα και τους αδελφούς του, σύμφωνα με το πρόσταγμα του Φαραώ, εις την ωραιοτάτην περιοχήν της Αιγύπτου, εις την χώραν Ραμεσσή, την Γεσέμ, την οποίαν και έδωσεν εις αυτούς ως ιδιοκτησίαν.

Γεν. 47,12          καὶ ἐσιτομέτρει Ἰωσὴφ τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ σῖτον κατὰ σῶμα.

Γεν. 47,12                 Κατά δε την διάρκειαν του λιμού εχορήγει ο Ιωσήφ στον πατέρα του και τους αδελφούς του και εις όλα τα μέλη των οικογενειών του οίκου του πατρός του, σιτάρι αναλόγως με τα άτομα που είχεν εκάστη.

                                    

                                    Τα υπόλοιπα χρόνια του λιμού

Γεν. 47,13          Σῖτος δὲ οὐκ ἦν ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ἐνίσχυσε γὰρ ὁ λιμὸς σφόδρα. ἐξέλιπε δὲ ἡ γῆ Αἰγύπτου καὶ ἡ γῆ Χαναὰν ἀπὸ τοῦ λιμοῦ.

Γεν. 47,13                 Σίτος δε δεν υπήρχε πλέον εις όλην την χώραν, διότι ο λιμός ενετάθη πολύ. Η χώρα της Αιγύπτου και η χώρα της Χαναάν εξηντλήθησαν ένεκα του λιμού.

Γεν. 47,14          συνήγαγε δὲ Ἰωσὴφ πᾶν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ ἐν γῇ Χαναὰν τοῦ σίτου, οὗ ἠγόραζον, καὶ ἐσιτομέτρει αὐτοῖς, καὶ εἰσήνεγκεν Ἰωσὴφ πᾶν τὸ ἀργύριον εἰς τὸν οἶκον Φαραώ.

Γεν. 47,14                 Ο δε Ιωσήφ συνεκέντρωσεν όλα τα χρήματα, που υπήρχον εις την Αίγυπτον και εις την Χαναάν, πωλών τον σίτον, τον οποίον ηγόραζον οι κάτοικοι. Ετσι δε ο Ιωσήφ συνεκέντρωσεν όλον το αργύριον στον οίκον του Φαραώ.

Γεν. 47,15          καὶ ἐξέλιπε πᾶν τὸ ἀργύριον ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐκ γῆς Χαναάν. ἦλθον δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι πρὸς Ἰωσήφ, λέγοντες· δὸς ἡμῖν ἄρτους, καὶ ἱνατί ἀποθνήσκομεν ἐναντίον σου; ἐκλέλοιπε γὰρ τὸ ἀργύριον ἡμῶν.

Γεν. 47,15                 Ενεκα του συνεχιζόμενου λιμού και της αγοράς του σίτου εξηντλήθησαν τα χρήματα των ανθρώπων της Αιγύπτου και της Χαναάν. Δεν είχον πλέον με τι να αγοράσουν σίτον. Δια τούτο ήλθαν προς τον Ιωσήφ και του είπον· “δος μας ψωμί· διατί να αποθάνωμεν ενώπιόν σου; Τα χρήματά μας έχουν πλέον εξαντληθή”.

Γεν. 47,16          εἶπε δὲ αὐτοῖς Ἰωσήφ· φέρετε τὰ κτήνη ὑμῶν, καὶ δώσω ὑμῖν ἄρτους ἀντὶ τῶν κτηνῶν ὑμῶν, εἰ ἐκλέλοιπε τὸ ἀργύριον ὑμῶν.

Γεν. 47,16                 Ο Ιωσήφ τους είπεν· “αφού δεν έχετε άλλα χρήματα, φέρετέ μου τα ζώα σας και αντί αυτών θα σας δώσω άρτους, αφού έχουν εξαντληθή πλέον τα χρήματά σας”.

Γεν. 47,17          ἤγαγον δὲ τὰ κτήνη αὐτῶν πρὸς Ἰωσήφ, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς Ἰωσὴφ ἄρτους ἀντὶ τῶν ἵππων καὶ ἀντὶ τῶν προβάτων καὶ ἀντὶ τῶν βοῶν καὶ ἀντὶ τῶν ὄνων καὶ ἐξέθρεψεν αὐτοὺς ἐν ἄρτοις ἀντὶ πάντων τῶν κτηνῶν αὐτῶν ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ.

Γεν. 47,17                 Εφεραν λοιπόν τα ζώα των οι Αιγύπτιοι προς τον Ιωσήφ και εκείνος τους έδωσεν άρτους αντί των ίππων και αντί των προβάτων, αντί των βοών και αντί των όνων και διέθρεψεν αυτούς κατά το έτος εκείνο με άρτους αντί όλων των κτηνών, που είχε πάρει υπό την κατοχήν του.

Γεν. 47,18          ἐξῆλθε δὲ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ καὶ εἶπαν αὐτῷ· μή ποτε ἐκτριβῶμεν ἀπὸ τοῦ κυρίου ἡμῶν; εἰ γὰρ ἐκλέλοιπε τὸ ἀργύριον ἡμῶν καὶ τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰ κτήνη πρὸς σὲ τὸν κύριον, καὶ οὐχ ὑπολέλειπται ἡμῖν ἐναντίον τοῦ κυρίου ἡμῶν ἀλλ᾿ ἢ τὸ ἴδιον σῶμα καὶ ἡ γῆ ἡμῶν.

Γεν. 47,18                 Επέρασε και το έτος εκείνο της πείνας, έφθασε το δεύτερον έτος, κατά το οποίον επανήλθον οι Αιγύπτιοι προς αυτόν και του είπαν· “δος μας τρόφιμα. Μηπως, τάχα, και θα επιτρέψης ποτέ συ ο κύριός μας να εξοντωθώμεν όλοι από την πείναν; Εφ' όσον έχουν εξαντληθή τα χρηιματά μας, η δε κινητή περιουσία μας και τα ζώα μας είναι πλέον ιδικά σου, δεν υπολείπεται πλέον εις ημάς ει μη μόνον να θέσωμεν υπό την εξουσίαν σου τον εαυτόν μας και τα χωράφια μας, να γίνωμεν ακτήμονες δούλοι σου.

Γεν. 47,19          ἵνα οὖν μὴ ἀποθάνωμεν ἐναντίον σου καὶ ἡ γῆ ἐρημωθῇ, κτῆσαι ἡμᾶς καὶ τὴν γῆν ἡμῶν ἀντὶ ἄρτων, καὶ ἐσόμεθα ἡμεῖς καὶ ἡ γῆ ἡμῶν παῖδες τῷ Φαραώ· δὸς σπέρμα, ἵνα σπείρωμεν καὶ ζῶμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν καὶ ἡ γῆ οὐκ ἐρημωθήσεται.

Γεν. 47,19                 Δια να μην αποθάνωμεν, λοιπόν, από την πείναν ενώπιόν σου και μείνη έρημος από ανθρώπους η χώρα της Αιγύπτου, αγόρασε ημάς και τα χωράφια μας, αντί των άρτων, που θα μας δώσης. Θα είμεθα ημείς δούλοι του Φαραώ και οι αγροί μας ιδιοκτησία του. Δος μας σίτον προς σποράν, δια να σπείρωμεν και θερίσωμεν, έτσι δε να ζήσωμεν, να μη αποθάνωμεν και ερημωθή πλέον ο τόπος”.

Γεν. 47,20          καὶ ἐκτήσατο Ἰωσὴφ πᾶσαν τὴν γῆν τῶν Αἰγυπτίων τῷ Φαραώ· ἀπέδοντο γὰρ οἱ Αἰγύπτιοι τὴν γῆν αὐτῶν τῷ Φαραώ, ἐπεκράτησε γὰρ αὐτῶν ὁ λιμός· καὶ ἐγένετο ἡ γῇ τῷ Φαραώ,

Γεν. 47,20                Ετσι δε ο Ιωσήφ ηγόρασε δια τον Φαραώ όλην την χώραν των Αιγυπτίων. Διότι οι Αιγύπτιοι επώλησαν την χώραν των στον Φαραώ, επειδή ο μεγάλος λιμός διήρκεσε πολύ. Η Αίγυπτος έγινεν ιδιοκτησία του Φαραώ.

Γεν. 47,21          καὶ τὸν λαὸν κατεδουλώσατο αὐτῷ εἰς παῖδας ἀπ᾿ ἄκρων ὁρίων Αἰγύπτου ἕως τῶν ἄκρων,

Γεν. 47,21                 Και τον λαόν ακόμη τον έκαμε δούλον στον Φαραώ από το ένα έως το άλλο άκρον και καθ' όλα τα όρια της γης Αιγύπτου,

Γεν. 47,22          χωρὶς τῆς γῆς τῶν ἱερέων μόνον· οὐκ ἐκτήσατο ταύτην Ἰωσήφ, ἐν δόσει γὰρ ἔδωκε δόμα τοῖς ἱερεῦσι Φαραώ, καὶ ἤσθιον τὴν δόσιν, ἣν ἔδωκεν αὐτοῖς Φαραώ· διὰ τοῦτο οὐκ ἀπέδοντο τὴν γῆν αὐτῶν.

Γεν. 47,22                Εκτός μόνον της χώρας των ιερέων. Αυτήν δεν την ηγόρασεν ο Ιωσήφ, διότι ο Φαραώ έδιδε δωρεάν στους ιερείς το απαραίτητον ποσόν του σίτου και ετρέφοντο από την χορηγίαν αυτήν, δια τούτο δε και δεν επώλησαν εκείνοι την περιοχήν των.

Γεν. 47,23          εἶπε δὲ Ἰωσὴφ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις· ἰδοὺ κέκτημαι ὑμᾶς καὶ τὴν γῆν ὑμῶν σήμερον τῷ Φαραώ· λάβετε ἑαυτοῖς σπέρμα καὶ σπείρατε τὴν γῆν,

Γεν. 47,23                Είπε τότε ο Ιωσήφ προς όλους τους άλλους Αιγυπτίους· “ιδού, σήμερον έχω αγοράσει δια τον Φαραώ και σας ως δούλους του και την χώραν σας ως ιδιοκτησίαν του. Λαβετε λοιπόν τώρα δια τον εαυτόν του ο καθένας σίτον προς σποράν και σπείρατε τα χωράφια σας.

Γεν. 47,24          καὶ ἔσται τὰ γεννήματα αὐτῆς καὶ δώσετε τὸ πέμπτον μέρος τῷ Φαραώ, τὰ δὲ τέσσαρα μέρη ἔσται ὑμῖν αὐτοῖς εἰς σπέρμα τῇ γῇ καὶ εἰς βρῶσιν ὑμῖν καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν.

Γεν. 47,24                Ομως κατά τον θερισμόν των αγρών σας θα δώσετε το εν πέμπτον του σίτου στον Φαραώ τα δε τέσσερα πέμπτα θα τα κρατήσετε προς σποράν και προς διατροφήν όλων των ανθρώπων του οίκου σας”.

Γεν. 47,25          καὶ εἶπαν· σέσωκας ἡμᾶς, εὕρομεν χάριν ἐναντίον τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ ἐσόμεθα παῖδες τῷ Φαραώ.

Γεν. 47,25                Εκείνοι δε ευχαριστημένοι απήντησαν· “μας έσωσες ! Ευρήκαμεν ενώπιόν σου χάριν, ενώπιον του κυρίου μας. Θα είμεθα δούλοι στον Φαραώ”.

Γεν. 47,26          καὶ ἔθετο αὐτοῖς Ἰωσὴφ εἰς πρόσταγμα ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου τῷ Φαραὼ ἀποπεμπτοῦν, χωρὶς τῆς γῆς τῶν ἱερέων μόνον· οὐκ ἦν τῷ Φαραώ.

Γεν. 47,26                Τοτε δε εξέδωσε και διαταγήν δια τους Αιγυπτίους ο Ιωσήφ, η οποία ισχύει και μέχρι σήμερον· να δίδεται από τα προϊόντα της γης Αιγύπτου το εν πέμπτον στον Φαραώ, εκτός της γης των ιερέων. Η γη αυτή δεν ανήκεν στον Φαραώ.

                                    

                                    Η τελευταία επιθυμία του Ιακώβ

Γεν. 47,27          Κατῴκησε δὲ Ἰσραὴλ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐπὶ γῆς Γεσὲμ καὶ ἐκληρονόμησαν ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν σφόδρα.

Γεν. 47,27                Ο Ιακώβ εγκατεστάθη εις την χώραν της Αιγύπτου, εις την περιοχήν Γεσέμ, την οποίαν επήραν ως ιδιοκτησίαν των. Εκεί δε οι απόγονοι του Ισραήλ ηυξήθησαν και επληθύνθησαν πάρα πολύ.

Γεν. 47,28          ἐπέζησε δὲ Ἰακὼβ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ δεκαεπτὰ ἔτη· καὶ ἐγένοντο αἱ ἡμέραι Ἰακὼβ ἐνιαυτῶν τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαρακονταεπτὰ ἔτη.

Γεν. 47,28                Εζησε δε ακόμη ο Ιακώβ εις την χώραν της Αιγύπτου δεκαεπτά έτη· και αι ημέραι της ζωής του ανήλθον εις εκατόν τεσσαράκοντα επτά έτη.

Γεν. 47,29          ἤγγισαν δὲ αἱ ἡμέραι Ἰσραὴλ τοῦ ἀποθανεῖν, καὶ ἐκάλεσε τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ὑπόθες τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου καὶ ποιήσεις ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλεημοσύνην καὶ ἀλήθειαν τοῦ μή με θάψαι ἐν Αἰγύπτῳ,

Γεν. 47,29                Επλησίασαν αι ημέραι να αποθάνη. Προσεκάλεσε τότε τον υιόν του τον Ιωσήφ και του είπεν· “εάν έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου- όπως και πράγματι ευρήκα- βάλε το χέρι σου κάτω από τον μηρόν μου και ορκίσου ότι θα μου προσφέρης και αυτήν την καλωσύνην, ότι πιστώς θα εκπληρώσης την τελευταίαν μου εντολήν· να μη με θάψης εις την Αίγυπτον.

Γεν. 47,30          ἀλλὰ κοιμηθήσομαι μετὰ τῶν πατέρων μου, καὶ ἀρεῖς με ἐξ Αἰγύπτου καὶ θάψεις με ἐν τῷ τάφῳ αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· ἐγὼ ποιήσω κατὰ τὸ ῥῆμά σου.

Γεν. 47,30                Αλλά θα ενταφιασθώ μαζή με τους πατέρας μου εις την Χαναάν. Θα με μεταφέρης από την Αίγυπτον και θα με θάψης στον τάφον των”. Ο Ιωσήφ είπε· “θα κάμω, όπως μου είπες”.

Γεν. 47,31          εἶπε δέ· ὄμοσόν μοι. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ. καὶ προσεκύνησεν Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου αὐτοῦ.

Γεν. 47,31                 Του είπε δε ο Ιακώβ· “ορκίσου” και ο Ιωσήφ ωρκίσθη ενώπιον του πατρός του. Τοτε ο Ιακώβ προσεκύνησεν στο άκρον της ράβδου του υιού του, η οποία εσυμβολιζε την βασιλικήν του εξουσίαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48- Ο ΙΑΚΩΒ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

                                    Ο Ιακώβ ευλογεί τα παιδιά του Ιωσήφ

Γεν. 48,1           Ἐγένετο δὲ μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἀπηγγέλη τῷ Ἰωσήφ, ὅτι ὁ πατήρ σου ἐνοχλεῖται. καὶ ἀναλαβὼν τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ, τὸν Μανασσῆ καὶ τὸν Ἐφραΐμ, ἦλθε πρὸς Ἰακώβ.

Γεν. 48,1                   Επειτα από τα γεγονότα αυτά ανήγγειλαν στον Ιωσήφ ότι ασθενεί βαρέως ο πατήρ του. Ο Ιωσήφ επήρε τα δύο παιδιά του, τον Μανασσή και τον Εφραΐμ, και ήλθε προς τον Ιακώβ.

Γεν. 48,2           ἀπηγγέλη δὲ τῷ Ἰακὼβ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ υἱός σου Ἰωσὴφ ἔρχεται πρὸς σέ. καὶ ἐνισχύσας Ἰσραὴλ ἐκάθησεν ἐπὶ τὴν κλίνην.

Γεν. 48,2                  Ανήγγειλαν δε στον Ιακώβ, ότι ιδού ο υιός σου ο Ιωσήφ έρχεται προς σέ. Κατέβαλε προσπάθειαν ο Ιακώβ, συνεκέντρωσε την δύναμίν του και ανεκάθησεν εις την κλίνην του,

Γεν. 48,3           καὶ εἶπεν Ἰακὼβ τῷ Ἰωσήφ· ὁ Θεός μου ὤφθη μοι ἐν Λουζᾷ ἐν γῇ Χαναὰν καὶ εὐλόγησέ με

Γεν. 48,3                   και είπεν στον Ιωσήφ· “ο Θεός μου παρουσιάσθη εις εμέ εις την Λουζά της Χαναάν, με ευλόγησε

Γεν. 48,4           καὶ εἶπέ μοι· ἰδοὺ ἐγὼ αὐξανῶ σε καὶ πληθυνῶ σε καὶ ποιήσω σε εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν καὶ δώσω σοι τὴν γῆν ταύτην καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον.

Γεν. 48,4                  και εμού είπεν· Ιδού εγώ θα σε αυξήσω και θα σε πληθύνω· θα σε κάμω γενάρχην πολλών λαών και θα δώσω εις σε και στους απογόνους σου μετά από σέ, ως παντοτεινήν ιδιοκτησίαν σου, την χώραν αυτήν.

Γεν. 48,5           νῦν οὖν οἱ δύο υἱοί σου οἱ γενόμενοί σοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ πρὸ τοῦ με ἐλθεῖν πρὸς σὲ εἰς Αἴγυπτον, ἐμοί εἰσιν, Ἐφραΐμ καὶ Μανασσῆ, ὡς Ῥουβὴν καὶ Συμεὼν ἔσονταί μοι·

Γεν. 48,5                   Τωρα λοιπόν οι δύο υιοί σου, τους οποίους απέκτησες εις την γην της Αιγύπτου, πριν εγώ έλθω εις σέ, είναι ιδικά μου παιδιά. Ο Εφραμ, και ο Μανασσής θα είναι δι' εμέ, όπως είναι οι πρωτοτόκοί μου, ο Ρουβήν και ο Συμεών.

Γεν. 48,6           τὰ δέ ἔκγονα, ἃ ἐὰν γεννήσῃς μετὰ ταῦτα, ἔσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματι τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν· κληθήσονται ἐπὶ τοῖς ἐκείνων κλήροις.

Γεν. 48,6                  Εκείνοι όμως τους οποίους θα αποκτήσης κατόπιν, θα φέρουν τα ονόματα των δύο αυτών αδελφών των και όχι το ιδικόν μου. Θα κληθούν να λάβουν μερίδιον εις την γην της επαγγελίας από το μερίδιον των δύο αδελφών των.

Γεν. 48,7           ἐγὼ δὲ ἡνίκα ἠρχόμην ἐκ Μεσοποταμίας τῆς Συρίας, ἀπέθανε Ῥαχὴλ ἡ μήτηρ σου ἐν γῇ Χαναάν, ἐγγίζοντός μου κατὰ τὸν ἱππόδρομον Χαβραθὰ τῆς γῆς τοῦ ἐλθεῖν Ἐφραθά, καὶ κατώρυξα αὐτὴν ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἱπποδρόμου (αὕτη ἐστὶ Βηθλεέμ).

Γεν. 48,7                   Οταν εγώ ηρχόμην από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, απέθανεν η μητέρα σου η Ραχήλ εις την γην Χαναάν, όταν επλησίαζα εις την πλατείαν λεωφόρον, όπου ανεμπόδιστα ημπορούσαν να τρέχουν ίπποι, την Χαβραθά, προς το μέρος της Εφραθά δηλαδή εις την Βηθλεέμ, εκεί, εις την λεωφόρον αυτήν, έθαψα την μητέρα σου”.

Γεν. 48,8           ἰδὼν δὲ Ἰσραὴλ τοὺς υἱοὺς Ἰωσὴφ εἶπε· τίνες σοι οὗτοι;

Γεν. 48,8                  Ιδών δε ο Ιακώβ τα δύο παιδιά του Ιωσήφ ηρώτησε· “τίνος είναι τα παιδιά αυτά;”

Γεν. 48,9           εἶπε δὲ Ἰωσὴφ τῷ πατρὶ αὐτοῦ· υἱοί μου εἰσιν, οὓς ἔδωκέ μοι ὁ Θεὸς ἐνταῦθα. καὶ εἶπεν Ἰακώβ· προσάγαγέ μοι αὐτούς, ἵνα εὐλογήσω αὐτούς.

Γεν. 48,9                  Ο Ιωσήφ απήντησεν στον πατέρα του· “αυτά είναι τα παιδιά μου, τα οποία μου έδωσεν ο Θεός εδώ εις την Αίγυπτον”. Είπεν ο Ιακώβ· “φέρε τα εδώ κοντά μου, δια να τα ευλογήσω”.

Γεν. 48,10          οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ Ἰσραὴλ ἐβαρυώπησαν ἀπὸ τοῦ γήρως, καὶ οὐκ ἠδύνατο βλέπειν· καὶ ἤγγισεν αὐτοὺς πρὸς αὐτόν, καὶ ἐφίλησεν αὐτοὺς καὶ περιέλαβεν αὐτούς.

Γεν. 48,10                 Οι οφθαλμοί του Ιακώβ είχαν βαμβώσει πλέον λόγω των γηρατείων και δεν ημπορούσε να βλέπη καθαρά. Εφερεν ο Ιωσήφ κοντά στον πατέρα του τα δυο του παιδιά και εκείνος τα εφίλησε και τα αγκάλιασε.

Γεν. 48,11          καὶ εἶπεν Ἰσραὴλ πρὸς Ἰωσήφ· ἰδοὺ τοῦ προσώπου σου οὐκ ἐστερήθην, καὶ ἰδοὺ ἔδειξέ μοι ὁ Θεὸς καὶ τὸ σπέρμα σου.

Γεν. 48,11                 Είπε ο Ιακώβ προς τον Ιωσήφ· “ιδού, πόσον με ευηργέτησεν ο Θεός ! Οχι μόνον δεν με εστέρησεν από την παρουσίαν σου, αλλά και μου έδειξε τους υιούς σου”.

Γεν. 48,12          καὶ ἐξήγαγε αὐτοὺς Ἰωσὴφ ἀπὸ τῶν γονάτων αὐτοῦ, καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς.

Γεν. 48,12                 Επήρεν ο Ιωσήφ τα παιδιά του από τα γόνατα του πατρός του και εκείνα έκλιναν το πρόσωπόν των μέχρι του εδάφους και επροσκύνησαν τον Ιακώβ.

Γεν. 48,13          λαβὼν δὲ Ἰωσὴφ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ, τόν τε Ἐφραΐμ ἐν τῇ δεξιᾷ, ἐξ ἀριστερῶν δὲ Ἰσραήλ, τὸν δὲ Μανασσῆ ἐξ ἀριστερῶν, ἐκ δεξιῶν δὲ Ἰσραήλ, ἤγγισεν αὐτοὺς αὐτῷ.

Γεν. 48,13                 Επήρε πάλιν ο Ιωσήφ τους δύο υιούς του τον Εφραμ εκ δεξιών του, εξ αριστερών δε του Ιακώβ, ως δευτερότοκον, τον δε Μανασσή εξ αριστερών του, εκ δεξιών δε του Ιακώβ ως πρωτότοκον, και τους επλησίασε προς τον πατέρα του.

Γεν. 48,14          ἐκτείνας δὲ Ἰσραὴλ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν ἐπέβαλεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ἐφραΐμ, οὗτος δὲ ἦν ὁ νεώτερος, καὶ τὴν ἀριστερὰν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Μανασσῆ, ἐναλλὰξ τὰς χεῖρας.

Γεν. 48,14                 Ηπλωσεν ο Ιακώβ την δεξιάν του χείρα και την έθεσαν εις την κεφαλήν του Εφραΐμ, αυτός δε ήτο ο νεώτερος, και την αριστεράν του χείρα εις την κεφαλήν του Μανασσή. Εβαλε δηλαδή τας χείρας του σταυρωτά.

Γεν. 48,15          καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν· ὁ Θεός, ᾧ εὐηρέστησαν οἱ πατέρες μου ἐνώπιον αὐτοῦ, Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαάκ, ὁ Θεὸς ὁ τρέφων με ἐκ νεότητος ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης,

Γεν. 48,15                 Ευλόγησεν αυτούς και είπεν· “ο Θεός, ενώπιον του οποίου, τηρήσαντες το θέλημά του, ευηρέστησαν οι πατέρες μου, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ, ο Θεός ο οποίος με διατρέφει και με συντηρεί από την νεαράν μου ηλικίαν μέχρι της ημέρας αυτής,

Γεν. 48,16          ὁ ἄγγελος ὁ ῥυόμενός με ἐκ πάντων τῶν κακῶν εὐλογήσαι τὰ παιδία ταῦτα, καὶ ἐπικληθήσεται ἐν αὐτοῖς τὸ ὄνομά μου καὶ τὸ ὄνομα τῶν πατέρων μου Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαάκ, καὶ πληθυνθείησαν εἰς πλῆθος πολὺ ἐπὶ τῆς γῆς.

Γεν. 48,16                 ο άγγελος, ο οποίος με εγλύτωνε συνεχώς από όλα τα δεινά, ας ευλογήση τα παιδιά αυτά, και ας φέρουν αυτά το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου, του Αβραάμ και Ισαάκ· ας πληθυνθούν εις πλήθος πολύ επί της γης”.

Γεν. 48,17          ἰδὼν δὲ Ἰωσὴφ ὅτι ἐπέβαλεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ἐφραΐμ, βαρὺ αὐτῷ κατεφάνη, καὶ ἀντελάβετο Ἰωσὴφ τῆς χειρὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀφελεῖν αὐτὴν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Ἐφραΐμ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Μανασσῆ.

Γεν. 48,17                 Ιδών ο Ιωσήφ ότι ο πατέρας του έθεσε την δεξιάν του χείρα εις την κεφαλήν του Εφραΐμ, του νεωτέρου υιού, εστενοχωρήθη πολύ και εδυσφόρησε. Επιασε δε την δεξιάν χείρα του πατρός του, δια να την απομακρύνη από την κεφαλήν του Εφραμ και να την θέση εις την κεφαλήν του Μανασσή, του πρωτοτόκου.

Γεν. 48,18          εἶπε δὲ Ἰωσὴφ τῷ πατρὶ αὐτοῦ· οὐχ οὕτως, πάτερ, οὗτος γὰρ ὁ πρωτότοκος· ἐπίθες τὴν δεξιάν σου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.

Γεν. 48,18                 Είπε δε στον πατέρα του· “μη θέτης κατ' αυτόν τον τρόπον τας χείρας σου, πάτερ, διότι αυτός είναι ο πρωτότοκος· εις την κεφαλήν αυτού θέσε την δεξιάν σου”.

Γεν. 48,19          καὶ οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλὰ εἶπεν· οἶδα, τέκνον, οἶδα· καὶ οὗτος ἔσται εἰς λαόν, καὶ οὗτος ὑψωθήσεται· ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ νεώτερος μείζων αὐτοῦ ἔσται, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἔσται εἰς πλῆθος ἐθνῶν.

Γεν. 48,19                 Ο Ιακώβ όμως δεν συγκατετέθη να πράξη ο,τι του είπεν ο Ιωσήφ, αλλά είπε· “γνωρίζω, τέκνον μου, γνωρίζω ποίος είναι ο πρωτότοκος και αυτός θα αναδειχθή εις λαόν πολύν, και αυτός θα δοξασθή. Αλλά ο αδελφός του ο νεώτερος, θα αναδειχθή μεγαλύτερος από αυτόν και οι απόγονοί του θα είναι πλήθος λαών”.

Γεν. 48,20          καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· ἐν ὑμῖν εὐλογηθήσεται Ἰσραὴλ λέγοντες· ποιήσαι σε ὁ Θεὸς ὡς Ἐφραΐμ καὶ ὡς Μανασσῆ. καὶ ἔθηκε τὸν Ἐφραΐμ ἔμπροσθεν τοῦ Μανασσῆ.

Γεν. 48,20                Ο Ιακώβ ευλόγησεν αυτούς κατά την ημέραν εκείνην και είπεν· “χάρις εις σας και από σας θα δοξασθή το όνομά μου και οι άνθρωποι θα λέγουν· Είθε να σε ευλογή ο Θεός, όπως ευλόγησε τον Εφραμ και τον Μανασσή”. Ετσι δε ο Ιακώβ κατέστησε κατά την ευλογίαν τον Εφραμ ανώτερον από τον πρωτότοκον Μανασσή.

Γεν. 48,21          εἶπε δὲ Ἰσραὴλ τῷ Ἰωσήφ· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω, καὶ ἔσται ὁ Θεὸς μεθ᾿ ὑμῶν καὶ ἀποστρέψει ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων ὑμῶν·

Γεν. 48,21                 Είπεν ακόμη ο Ιακώβ στον Ιωσήφ· “ιδού ότι εγώ μετ' ολίγον αποθνήσκω. Ο Θεός θα είναι, μαζή σας και θα σας επαναφέρη εις την γην των πατέρων σας.

Γεν. 48,22          ἐγὼ δὲ δίδωμί σοι Σίκιμα ἐξαίρετον ὑπὲρ τοὺς ἀδελφούς σου, ἣν ἔλαβον ἐκ χειρὸς Ἀμοῤῥαίων ἐν μαχαίρᾳ μου καὶ τόξῳ.

Γεν. 48,22                Εγώ δε παραχωρώ εις σε και τους απογόνους σου εκλεκτήν κληρονομίαν, ανωτέραν από το μερίδιον των άλλών αδελφών σου, την πόλιν Συχέμ, την οποίαν εγώ ανακατέλαβον από τους Αμορραίους με την μάχαιράν μου και το τόξον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49- Ο ΙΑΚΩΒ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ

                                    Ο Ιακώβ ευλογεί τα παιδιά του

Γεν. 49,1           Ἐκάλεσε δὲ Ἰακὼβ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· συνάχθητε, ἵνα ἀναγγείλω ὑμῖν, τί ἀπαντήσει ὑμῖν ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν·

Γεν. 49,1                   Εκάλεσε κοντά του ο Ιακώβ τους υιούς του και είπεν εις αυτούς· “συγκεντρωθήτε πλησίον μου, δια να σας αναγγείλω τι θα συμβούν εις σας, στους απογόνους σας, εις την ανθρωπότητα μέχρι και των τελευταίων ημερών.

Γεν. 49,2           ἀθροίσθητε καὶ ἀκούσατέ μου, υἱοὶ Ἰακώβ, ἀκούσατε Ἰσραὴλ τοῦ πατρὸς ὑμῶν.

Γεν. 49,2                  Μαζευθήτε και ακούσατέ με, παιδιά του Ισραήλ, ακούσατε τον πατέρα σας Ιακώβ.

Γεν. 49,3           Ῥουβήν, πρωτότοκός μου, σὺ ἰσχύς μου καὶ ἀρχὴ τέκνων μου, σκληρὸς φέρεσθαι καὶ σκληρὸς αὐθάδης.

Γεν. 49,3                   Ρουβήν, ο πρωτότοκός μου, συ είσαι η δύναμίς μου, η απαρχή των τέκνων μου. Εφάνης όμως σκληρός εις την συμπεριφοράν σου, σκληρός και αναίσχυντος απέναντί μου.

Γεν. 49,4           ἐξύβρισας ὡς ὕδωρ, μὴ ἐκζέσῃς· ἀνέβης γὰρ ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ πατρός σου· τότε ἐμίανας τὴν στρωμνήν, οὗ ἀνέβης.

Γεν. 49,4                  Ωρμησες σαν χείμαρρος εναντίον της γυναικός μου Βαλλάς και την εταπείνωσες. Δεν θα προοδεύσης και δεν θα αναδειχθής, διότι ανέβης εις την κλίνην του πατρός σου, εμόλυνες το κρεββάτι του πατέρα, σου, στο οποίον ανέβης.

Γεν. 49,5           Συμεὼν καὶ Λευΐ ἀδελφοί· συνετέλεσαν ἀδικίαν ἐξ αἱρέσεως αὐτῶν.

Γεν. 49,5                   Συμεών και Λευϊ, δύο αδελφοί ωλοκλήρωσαν εσκεμμένως μίαν φοβεράν άδικον πράξιν.

Γεν. 49,6           εἰς βουλὴν αὐτῶν μὴ ἔλθοι ἡ ψυχή μου, καὶ ἐπὶ τῇ συστάσει αὐτῶν μὴ ἐρείσαι τὰ ἥπατά μου, ὅτι ἐν τῷ θυμῷ αὐτῶν ἀπέκτειναν ἀνθρώπους καὶ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ αὐτῶν ἐνευροκόπησαν ταῦρον.

Γεν. 49,6                  Η ψυχή μου δεν συγκατατίθεται εις την απόφασίν των, και η καρδία μου δεν επαναπαύεται εις την συνωμοσίαν των, διότι επάνω στον μεγάλον θυιμόν των εφόνευσαν ανθρώπους και εις την επιθυμίαν της εκδικήσεώς των εφόνευσαν και ταύρους.

Γεν. 49,7           ἐπικατάρατος ὁ θυμὸς αὐτῶν, ὅτι αὐθάδης, καὶ ἡ μῆνις αὐτῶν, ὅτι ἐσκληρύνθη· διαμεριῶ αὐτοὺς ἐν Ἰακὼβ καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν Ἰσραήλ.

Γεν. 49,7                   Κατηραμένος ας είναι ο θυμός των, διότι και η οργή των ήτο παράνομος, ήτο σκληρά. Ενεκα τούτου θα διασκορπίσω τους απογόνους των μεταξύ των άλλων υιών του Ιακώβ, θα διασπαρούν εν μέσω του ισραηλιτικού λαού.

Γεν. 49,8           Ἰούδα, σὲ αἰνέσαισαν οἱ ἀδελφοί σου· αἱ χεῖρές σου ἐπὶ νώτου τῶν ἐχθρῶν σου· προσκυνήσουσί σοι οἱ υἱοὶ τοῦ πατρός σου.

Γεν. 49,8                  Ιούδα, σε θα υμνήσουν οι αδελφοί σου, θα σε αναγνωρίσουν ως αρχηγόν των, τα χέρια σου θα είναι ισχυρά επάνω εις την ράχιν των εχθρών σου. Θα σε προσκυνήσουν ως αρχηγόν των οι απόγονοι του πατρός σου.

Γεν. 49,9           σκύμνος λέοντος Ἰούδα· ἐκ βλαστοῦ, υἱέ μου, ἀνέβης· ἀναπεσὼν ἐκοιμήθης ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ αὐτόν;

Γεν. 49,9                  Ληοντάρι, γέννημα ληονταριού, θα είσαι, Ιούδα· από εμέ σαν από βλαστόν εφύτρωσες συ, άλλο βλαστάρι, υιέ μου. Εξηπλώθης και εκοιμήθης σαν ληοντάρι, σαν νεαρό εύρωστο ληοντάρι. Ποιός τολμά να τον πλησιάση και να τον εξυπνήση;

Γεν. 49,10          οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν.

Γεν. 49,10                 Δεν θα λείψη άρχων από την φυλην Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθη εκείνος, εις τα χέρια του οποίου απόκεινται αι εξουσίαι. Αυτός θα είναι η ελπίς και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας.

Γεν. 49,11          δεσμεύων πρὸς ἄμπελον τὸν πῶλον αὐτοῦ καὶ τῇ ἕλικι τὸν πῶλον τῆς ὄνου αὐτοῦ· πλυνεῖ ἐν οἴνῳ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ ἐν αἵματι σταφυλῆς τὴν περιβολὴν αὐτοῦ·

Γεν. 49,11                 Τοση τότε θα είναι η ευημερία, ώστε θα δένη αυτός τον όνον του εις την άμπελον και το πουλάρι της όνου του εις την ψαλλίδα της αμπέλου. Θα πλύνη όχι με νερό αλλά με κρασί την στολήν του και με τον κόκκινον, σαν αίμα, οίνον της σταφυλής θα καθαρίζη την ενδυμασίαν του.

Γεν. 49,12          χαροποιοὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ οἴνου, καὶ λευκοὶ οἱ ὀδόντες αὐτοῦ ἢ γάλα.

Γεν. 49,12                 Οι οφθαλμοί του θα ακτινοβολούν χαράν· θα σπινθηροβολούν σαν εκείνου που πίνει οίνον. Η καθαρότης του θα είναι άψογος, και οι οδόντες του θα είναι λευκότεροι από το γάλα.

Γεν. 49,13          Ζαβουλὼν παράλιος κατοικήσει, καὶ αὐτὸς παρ᾿ ὅρμον πλοίων, καὶ παρατενεῖ ἕως Σιδῶνος.

Γεν. 49,13                 Ζαβουλών, η φυλή του θα κατοικήση εις παράλιον χώραν, πλησίον λιμένων, όπου υπάρχουν πλοία, θα εκτείνεται δε μέχρι και της Σιδώνος.

Γεν. 49,14          Ἰσσάχαρ τὸ καλὸν ἐπεθύμησεν ἀναπαυόμενος ἀνὰ μέσον τῶν κλήρων·

Γεν. 49,14                 Ισσάχαρ επεθύμησε και εθεώρησε καλόν να αναπαύεται εις τας περιοχάς, αι οποίαι εκληροδοτήθησαν στους άλλους αδελφούς του.

Γεν. 49,15          καὶ ἰδὼν τὴν ἀνάπαυσιν ὅτι καλή, καὶ τὴν γῆν ὅτι πίων, ὑπέθηκε τὸν ὦμον αὐτοῦ εἰς τὸ πονεῖν καὶ ἐγενήθη ἀνὴρ γεωργός.

Γεν. 49,15                 Αυτός ιδών, ότι η ειρηνική και αναπαυτική ζωή είναι καλή δι' αυτόν και ότι η χώρα του είναι εύφορος, ανέλαβε να εργασθή με τα χέρια του και να κοπιάζη εργαζόμενος την γην και έτσι έγινε γεωργός.

Γεν. 49,16          Δὰν κρινεῖ τὸ λαὸν αὐτοῦ, ὡσεὶ καὶ μία φυλὴ ἐν Ἰσραήλ.

Γεν. 49,16                 Ο Δαν θα κυβερνήση δια της φυλής του τον ισραηλιτικόν λαόν, σαν μια αξία φυλή του Ιακώβ.

Γεν. 49,17          καὶ γενηθήτω Δὰν ὄφις ἐφ᾿ ὁδοῦ, ἐγκαθήμενος ἐπὶ τρίβου, δάκνων πτέρναν ἵππου, καὶ πεσεῖται ὁ ἱππεὺς εἰς τὰ ὀπίσω,

Γεν. 49,17                 Η φυλή του Δαν θα γίνη κακοποιός, σαν όφις κρυμμένος στον δρόμον, όφις ο οποίος παραμονεύει εις την ατραπόν, δια να δαγκώση την πτέρναν του ίππου και να ανατραπή ο ιππεύς προς τα οπίσω,

Γεν. 49,18          τὴν σωτηρίαν περιμένων Κυρίου.

Γεν. 49,18                 ώστε τα θύματά του να περιμένουν την σωτηρίαν από τον Κυριον.

Γεν. 49,19          Γάδ, πειρατήριον πειρατεύσει αὐτόν, αὐτὸς δὲ πειρατεύσει αὐτὸν κατὰ πόδας.

Γεν. 49,19                 Ο Γαδ, ενέδρας και πειρατείας θα στήσουν δι' αυτόν, αλλά και αυτός θα στήση ενέδρας εις τα πόδια εκείνου, ο οποίος τον ενεδρεύει.

Γεν. 49,20          Ἀσήρ, πίων αὐτοῦ ὁ ἄρτος, καὶ αὐτὸς δώσει τρυφὴν ἄρχουσι.

Γεν. 49,20                Του Ασήρ η τροφή θα είναι πλουσία και αυτός από την πολλήν καρποφορίαν των αγρών του θα προσφέρη απολαυστικά εδέσματα και εις βασιλείς.

Γεν. 49,21          Νεφθαλεὶμ στέλεχος ἀνειμένον, ἐπιδιδοὺς ἐν τῷ γεννήματι κάλλος.

Γεν. 49,21                 Νεφθαλείμ, βλαστάρια υψωμένα θα προσδίδουν ωραιότητα εις αυτόν και εις την καρποφόρον βλάστησιν της χώρας του.

Γεν. 49,22          υἱὸς ηὐξημένος Ἰωσήφ, υἱὸς ηὐξημένος μου ζηλωτός, υἱός μου νεώτατος· πρός με ἀνάστρεψον.

Γεν. 49,22                Ο Ιωσήφ ένδοξον τέκνον, ένδοξον και αγαπημένον παιδί των γηρατείων μου, επίστρεψε προς εμέ από την ξενητειά σου.

Γεν. 49,23          εἰς ὃν διαβουλευόμενοι ἐλοιδόρουν, καὶ ἐνεῖχον αὐτῷ κύριοι τοξευμάτων·

Γεν. 49,23                Εναντίον αυτού και των απογόνων του άνθρωποι πονηρά σκεπτόμενοι εξεστόμιζαν ύβρεις, άνθρωποι έχοντες ικανότητα εις πολέμους με τόξα εφθόνουν και εμίασουν αυτόν.

Γεν. 49,24          καὶ συνετρίβη μετὰ κράτους τὰ τόξα αὐτῶν, καὶ ἐξελύθη τὰ νεῦρα βραχιόνων χειρὸς αὐτῶν διά χεῖρα δυνάστου Ἰακώβ, ἐκεῖθεν ὁ κατισχύσας Ἰσραήλ· παρὰ Θεοῦ τοῦ πατρός σου,

Γεν. 49,24                Αλλά τα τόξα των συνετρίβησαν μετά μεγάλης δυνάμεως και τα νεύρα των χειρών των παρέλυσαν από το κραταιόν χέρι του παντοδυνάμου Θεού του Ιακώβ. Από εκεί, από τον Θεόν του πατρός σου, θα αντλής την δύναμίν σου.

Γεν. 49,25          καὶ ἐβοήθησέ σοι ὁ Θεὸς ὁ ἐμὸς καὶ εὐλόγησέ σε εὐλογίαν οὐρανοῦ ἄνωθεν καὶ εὐλογίαν γῆς ἐχούσης πάντα· εἵνεκεν εὐλογίας μαστῶν καὶ μήτρας,

Γεν. 49,25                Ο Θεός μου σε εβοήθησε και σε ηυλόγησε ευλογίαν πλουσία από τον ουρανόν άνω και ευλογίαν από την γην κάτω, η οποία θα καρποφορή πλουσίως δια σέ. Αι ευλογίαι αυταί δια σε και δια τα τέκνα σου θα δειχθούν και από το πλήθος των απογόνων σου.

Γεν. 49,26          εὐλογίας πατρός σου καὶ μητρός σου· ὑπερίσχυσεν ὑπὲρ εὐλογίας ὀρέων μονίμων καὶ ἐπ᾿ εὐλογίαις θινῶν ἀενάων· ἔσονται ἐπὶ κεφαλὴν Ἰωσὴφ καὶ ἐπὶ κορυφῆς ὧν ἡγήσατο ἀδελφῶν.

Γεν. 49,26                Θα λάβης τας ευλογίας του πατρός σου και της μητρός σου και θα είναι αύται ανώτεραι από την μεγαλοπρέπειαν και την μακροβιότητα των ορέων και πολυαριθμότεροι από τας αμμώδεις αιωνίας εκτάσεις. Αι ευλογίαι αυταί θα έλθουν εις την κεφαλήν του Ιωσήφ, εκείνου ο οποίος ανεδείχθη άρχων και προστάτης των αδελφών του.

Γεν. 49,27          Βενιαμὶν λύκος ἅρπαξ· τὸ πρωϊνὸν ἔδεται ἔτι καὶ εἰς τὸ ἑσπέρας δίδωσι τροφήν.

Γεν. 49,27                Ο Βενιαμίν θα είναι λύκος αρπακτικός. Την πρωΐαν θα τρώγη ακόμη από το κυνήγι της προηγουμένης ημέρας και την εσπέραν της άλλης ημέρας θα έχη τόσα νέα θηράματα, ώστε να δίδη και εις άλλους τροφήν”.

 

                                    Θάνατος και ταφή του Ιακώβ

Γεν. 49,28          Πάντες οὗτοι υἱοὶ Ἰακὼβ δώδεκα, καὶ ταῦτα ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ πατὴρ αὐτῶν καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, ἕκαστον κατὰ τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς.

Γεν. 49,28                Ολοι αυτοί οι υιοί του Ιακώβ ήσαν δώδεκα, και αυτά είπεν εις αυτούς ο πατήρ των. Ευλόγησεν αυτούς. Εδωκεν στον καθένα από αυτούς ιδιαιτέραν ευλογίαν και προφητείαν.

Γεν. 49,29          καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ προστίθεμαι πρὸς τὸν ἐμὸν λαόν· θάψατέ με μετὰ τῶν πατέρων μου ἐν τῷ σπηλαίῳ, ὅ ἐστιν ἐν τῷ ἀγρῷ Ἐφρὼν τοῦ Χετταίου,

Γεν. 49,29                Επειτα δε από τας ευλογίας τους είπεν· “εγώ υστέρα από ολίγον αποθνήσκω και προστίθεμαι στον λαόν μου, ο οποίος έχει εκδημήσει ενωρίτερον. Θέλω να με θάψετε μαζή με τους πατέρας μου εντός του σπηλαίου, το οποίον υπάρχει στον αγρόν του Εφρών του Χετταίου.

Γεν. 49,30          ἐν τῷ σπηλαίῳ τῷ διπλῷ, τῷ ἀπέναντι Μαμβρῆ, ἐν γῇ Χαναάν, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ τὸ σπήλαιον παρὰ Ἐφρὼν τοῦ Χετταίου ἐν κτήσει μνημείου·

Γεν. 49,30                Θαψετέ με στο διπλούν σπήλαιον, που ευρίσκεται εις την Χαναάν απέναντι από την Δρυν Μαμβρή και το οποίον σπήλαιον ηγόρασεν ο Αβραάμ από τον Εφρών τον Χετταίον, δια να τα χρησιμοποιήση ως ιδιόκτητον μνημείον.

Γεν. 49,31          ἐκεῖ ἔθαψαν Ἁβραὰμ καὶ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἐκεῖ ἔθαψαν Ἰσαὰκ καὶ Ῥεβέκκαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἐκεῖ ἔθαψα Λείαν

Γεν. 49,31                 Εκεί έθαψαν τον Αβραάμ και την σύζυγον αυτού την Σαρραν. Εκεί έθαψαν τον Ισαάκ και την σύζυγόν του την Ρεβέκκαν, εκεί έθαψα εγώ την Λείαν,

Γεν. 49,32          ἐν κτήσει τοῦ ἀγροῦ καὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ ὄντος ἐν αὐτῷ παρὰ τῶν υἱῶν Χέτ.

Γεν. 49,32                αφού μας ανήκει ο αγρός αυτός και το σπήλαιον που υπάρχει εις αυτόν, διότι ηγοράσθησαν από τους Χετταίους”.

Γεν. 49,33          καὶ κατέπαυσεν Ἰακὼβ ἐπιτάσσων τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ ἐξάρας τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κλίνην ἐξέλιπε καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Γεν. 49,33                Επαυσε τότε ο Ιακώβ να δίδη εντολάς εις τα παιδιά του, άπλωσε τα πόδια του επανώ στο κρεββάτι του, απέθανεν ειρηνικά και ήρεμα και προσετέθη στον λαόν του, ο οποίος ενωρίτερα από αυτόν είχεν απέλθει από τον κόσμον τούτον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50- ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΑΚΩΒ - Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

                                    Θρήνος για τον Ιακώβ

Γεν. 50,1           Καὶ ἐπιπεσὼν Ἰωσὴφ ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἔκλαυσεν αὐτὸν καὶ ἐφίλησεν αὐτόν.

Γεν. 50,1                   Ο Ιωσήφ ερρίφθη στο πρόσωπον του πατρός του, έκλαυσε δι' αυτόν και τον εφίλησε.

Γεν. 50,2           καὶ προσέταξεν Ἰωσὴφ τοῖς παισὶν αὐτοῦ τοῖς ἐνταφιασταῖς ἐνταφιάσαι τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐνεταφίασαν οἱ ἐνταφιασταὶ τὸν Ἰσραήλ.

Γεν. 50,2                   Διέταξε δε τους δούλους του, τους Αιγυπτίους ταριχευτάς, να τον ταριχεύσουν. Εκείνοι δέ, ειδικοί στο έργον των, εταρίχευσαν τον Ιακώβ.

Γεν. 50,3           καὶ ἐπλήρωσαν αὐτοῦ τεσσαράκοντα ἡμέρας· οὕτω γὰρ καταριθμοῦνται αἱ ἡμέραι τῆς ταφῆς. καὶ ἐπένθησεν αὐτὸν Αἴγυπτος ἑβδομήκοντα ἡμέρας.

Γεν. 50,3                   Συνεπληρώθησαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, όσαι απαιτούνται δια την ολοκλήρωσιν της ταριχεύσεως. Επένθησε τον Ιακώβ η Αίγυπτος επί εβδομήκοντα ημέρας.

Γεν. 50,4           Ἐπεὶ δὲ παρῆλθον αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους, ἐλάλησεν Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς δυνάστας Φαραὼ λέγων· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον ὑμῶν λαλήσατε περὶ ἐμοῦ εἰς τὰ ὦτα Φαραὼ λέγοντες·

Γεν. 50,4                   Οταν δε παρήλθαν αι ημέραι αύται του πένθους, ο Ιωσήφ, επειδή λόγω της πενθίμου εμφανίσεως του και της ένεκα του πένθους αφεθείσης γενειάδας του, δεν ηδύνατο αυτοπροσώπως να παρουσιασθή στον Φαραώ, είπε προς τους αυλικούς να μεσολαβήσουν προς εκείνον λέγων· “εάν ευρήκα χάριν ενώπιόν σας, ομιλήσατε δι' εμέ στον Φαραώ και είπατε,

Γεν. 50,5           ὁ πατήρ μου ὥρκισέ με λέγων· ἐν τῷ μνημείῳ ᾧ ὤρυξα ἐμαυτῷ ἐν γῇ Χαναάν, ἐκεῖ με θάψεις· νῦν οὖν ἀναβὰς θάψω τὸν πατέρα μου καὶ ἐπανελεύσομαι.

Γεν. 50,5                   ότι ο πατήρ μου με ώρκισε λέγων· Θέλω να με θάψης στο μνημείον, το οποίον εγώ δια τον εαυτόν μου ήνοιξα εις την χώραν Χαναάν. Τωρα λοιπόν πρέπει να μεταβώ εις την Χαναάν, να θάψω τον πατέρα μου και πάλιν θα επιστρέψω”.

Γεν. 50,6           καὶ εἶπε Φαραὼ τῷ Ἰωσήφ· ἀνάβηθι, θάψον τὸν πατέρα σου, καθάπερ ὥρκισέ σε.

Γεν. 50,6                   Ο Φαραώ παρήγγειλες στον Ιωσήφ· “πήγαινε θάψε τον πατέρα σου, όπως εκείνος σε ώρκισεν”.

Γεν. 50,7           καὶ ἀνέβη Ἰωσὴφ θάψαι τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ συνανέβησαν μετ᾿ αὐτοῦ πάντες οἱ παῖδες Φαραὼ καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ πρεσβύτεροι τῆς γῆς Αἰγύπτου.

Γεν. 50,7                   Ο Ιωσήφ ανεχώρησε, δια να θάψη τον πατέρα του. Μαζή δε με αυτόν επήγαν όλοι οι δούλοι του Φαραώ, οι γεροντότεροι του οίκου του, όλοι οι πρεσβύτεροι, όλοι δηλαδή όσοι κατείχον αξιώματα εις την χώραν της Αιγύπτου.

Γεν. 50,8           καὶ πᾶσα ἡ πανοικία Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ οἰκία ἡ πατρικὴ αὐτοῦ, καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τοὺς βόας ὑπελίποντο ἐν γῇ Γεσέμ.

Γεν. 50,8                   Και όλη η οικογένεια του Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλα τα μέλη του πατρικού οίκου και όλοι οι συγγενείς. Εις την Γεσέμ έμειναν μόνον τα πρόβατα και τα βόδια και οι φυλάσσοντες αυτά.

Γεν. 50,9           καὶ συνανέβησαν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἅρματα καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐγένετο ἡ παρεμβολὴ μεγάλη σφόδρα.

Γεν. 50,9                   Μαζή με αυτόν ανεχώρησαν και άρματα και ιππείς, ώστε η συνοδεία έγινε πολύ μεγάλη.

Γεν. 50,10          καὶ παρεγένοντο εἰς ἅλωνα Ἀτάδ, ὅ ἐστι πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν κοπετὸν μέγαν καὶ ἰσχυρὸν σφόδρα· καὶ ἐποίησε τὸ πένθος τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἑπτὰ ἡμέρας.

Γεν. 50,10                 Εφθασαν στο αλώνι του Ατάδ, το οποίον ευρίσκεται ανατολικώς του Ιορδάνου. Εκεί όλοι οι συνοδεύοντες τον νεκρόν τον εθρήνησαν πολύ, με θρήνον μεγάλον και ισχυρόν. Εκαμε δε εκεί ο Ιωσήφ και οι περί αυτόν πένθος επτά ημερών δια τον πατέρα του.

Γεν. 50,11          καὶ εἶδον οἱ κάτοικοι τῆς γῆς Χαναὰν τὸ πένθος ἐπὶ ἅλωνι Ἀτὰδ καὶ εἶπαν· πένθος μέγα τοῦτό ἐστι τοῖς Αἰγυπτίοις· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Πένθος Αἰγύπτου, ὅ ἐστι πέραν τοῦ Ἰορδάνου.

Γεν. 50,11                  Οι κάτοικοι της γης Χαναάν είδον το πένθος τούτο στο αλώνι του Ατάδ και είπαν· “μεγάλο είναι τούτο το πένθος στους Αιγυπτίους”. Δια τούτο ωνόμασαν “Πένθος Αιγύπτου” τον τόπον αυτόν, που ευρίσκεται ανατολικώς του Ιορδάνου.

Γεν. 50,12          καὶ ἐποίησαν αὐτῷ οὕτως οἱ υἱοὶ αὐτοῦ

Γεν. 50,12                 Αφού κατ' αυτόν τον τρόπον επένθησαν τον πατέρα των τον Ιακώβ οι υιοί αυτού,

Γεν. 50,13          καὶ ἀνέλαβον αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναὰν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ τὸ σπήλαιον ἐν κτήσει μνημείου παρὰ Ἐφρὼν τοῦ Χετταίου, κατέναντι Μαμβρῆ.

Γεν. 50,13                 τον επήραν έπειτα αυτοί μόνοι χωρίς την συνοδείαν των Αιγυπτίων, τον μετέφεραν από το αλώνι του Ατάδ, εις την Χαναάν, και τον έθαψαν στο διπλούν σπήλαιον, το απέναντι της Δρυός Μαμβρή, το οποίον ο Αβραάμ είχεν αγοράσει ως ιδιόκτητον μνημείον του από τον Εφρών τον Χετταίον.

Γεν. 50,14          καὶ ὑπέστρεψεν Ἰωσὴφ εἰς Αἴγυπτον, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ συναναβάντες θάψαι τὸν πατέρα αὐτοῦ.

Γεν. 50,14                 Μετά δε τον ενταφιασμόν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον ο Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλοι όσοι είχον έλθει μαζή του, δια να θάψουν τον πατέρα του.

 

                                    Ο Ιωσήφ καθησυχάζει τους αδερφούς του

Γεν. 50,15          Ἰδόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ Ἰωσὴφ ὅτι τέθνηκεν ὁ πατὴρ αὐτῶν, εἶπαν· μή ποτε μνησικακήσῃ ἡμῖν Ἰωσὴφ καὶ ἀνταπόδομα ἀνταποδῷ ἡμῖν πάντα τὰ κακά, ἃ ἐνεδειξάμεθα εἰς αὐτόν.

Γεν. 50,15                 Οταν οι αδελφοί του Ιωσήφ είδον ότι απέθανε και δεν υπάρχει μεταξύ των ο πατέρας των, εφοβήθησαν και διηρωτήθησαν· “Μηπως μνησικακήση εναντίον μας ο Ιωσήφ και μας ανταποδώση όλα εκείνα τα κακά, τα οποία ημείς επράξαμεν εναντίον του;”

Γεν. 50,16          καὶ παραγενόμενοι πρὸς Ἰωσὴφ εἶπαν· ὁ πατήρ σου ὥρκισε πρὸ τοῦ τελευτῆσαι αὐτὸν λέγων·

Γεν. 50,16                 Και με τον φόβον αυτόν προσήλθον όλοι προς τον Ιωσήφ και του είπαν· “ο πατήρ σου πριν αποθάνη, μας ώρκισε και μας είπε·

Γεν. 50,17          οὕτως εἴπατε Ἰωσήφ· ἄφες αὐτοῖς τὴν ἀδικίαν καί τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ὅτι πονηρά σοι ἐνεδείξαντο· καὶ νῦν δέξαι τὴν ἀδικίαν τῶν θεραπόντων τοῦ Θεοῦ τοῦ πατρός σου. καὶ ἔκλαυσεν Ἰωσὴφ λαλούντων αὐτῶν πρὸς αὐτόν.

Γεν. 50,17                 Αυτά να πήτε στον Ιωσήφ· Συγχώρησε στους αδελφούς σου την αδικίαν και την αμαρτίαν των, διότι πράγματι σου έκαμαν μεγάλα κακά. Τωρα, λοιπόν, δέξου την μετάνοιάν των και συγχώρησε την αδικίαν των δούλων τούτων του Θεού και του πατρός σου”. Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ και έκλαυσεν, ενώ εκείνοι του ωμιλούσαν ακόμη.

Γεν. 50,18          καὶ ἐλθόντες πρὸς αὐτὸν εἶπαν· οἵδε ἡμεῖς σοὶ ἱκέται.

Γεν. 50,18                 Αυτοί επλησίασαν περισσότερον τον αδελφόν των και συντετριμμένοι του είπαν· “ιδού, ημείς είμεθα και θα μείνωμεν δούλοι σου”.

Γεν. 50,19          καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἰωσήφ· μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμι ἐγώ.

Γεν. 50,19                 Απήντησε προς αυτούς ο Ιωσήφ· “μη φοβείσθε ! Του Θεού άνθρωπος είμαι εγώ, αγαθός και αμνησίκακος.

Γεν. 50,20          ὑμεῖς ἐβουλεύσασθε κατ᾿ ἐμοῦ εἰς πονηρά, ὁ δὲ Θεὸς ἐβουλεύσατο περὶ ἐμοῦ εἰς ἀγαθά, ὅπως ἂν γενηθῇ ὡς σήμερον καὶ τραφῇ λαὸς πολύς.

Γεν. 50,20                Σεις εσκεφθήκατε και απεφασίσατε κακά εναντίον μου. Ο δε Θεός εσκέφθη αγαθά δι' εμέ, δια να γίνη αυτό το οποίον και έγινε μέχρι τώρα, να διατραφούν δηλαδή χάρις εις εμέ πολλοί λαοί”.

Γεν. 50,21          καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε· ἐγὼ διαθρέψω ὑμᾶς καὶ τὰς οἰκίας ὑμῶν. καὶ παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ ἐλάλησεν αὐτῶν εἰς τὴν καρδίαν.

Γεν. 50,21                 Και επανέλαβε προς αυτούς· “μη φοβείσθε ! Εγώ, όχι μόνον δεν θα σας εκδικηθώ, αλλά θα διαθρέψω και σας και τας οικογενείας σας”. Τους παρηγόρησε, τους ενεθάρρυνε και ωμίλησε με αυτόν τον καλόν τρόπον εις τας καρδίας των.

                               

                                    Θάνατος του Ιωσήφ

Γεν. 50,22          Καὶ κατῴκησεν Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ πανοικία τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἔζησεν Ἰωσὴφ ἔτη ἑκατὸν δέκα.

Γεν. 50,22                Και μετά τα γεγονότα αυτά παρέμεινεν ο Ιωσήφ εις την Αίγυπτον αυτός και οι αδελφοί του και όλη η οικογένεια του πατρός του. Εζησε δε ο Ιωσήφ εκατόν δέκα έτη.

Γεν. 50,23          καὶ εἶδεν Ἰωσὴφ Ἐφραΐμ παιδία ἕως τρίτης γενεᾶς, καὶ οἱ υἱοὶ Μαχεὶρ τοῦ υἱοῦ Μανασσῆ ἐτέχθησαν ἐπὶ μηρῶν Ἰωσήφ.

Γεν. 50,23                Και είδε παιδιά του υιού του Εφραίμ μέχρι τρίτης γενεάς. Και τα παιδιά του Μαχείρ, υιού του Μανασσή, εγεννήθησαν εις τα γόνατα του Ιωσήφ.

Γεν. 50,24          καὶ εἶπεν Ἰωσήφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ λέγων· ἐγὼ ἀποθνήσκω· ἐπισκοπῇ δὲ ἐπισκέψεται ὁ Θεὸς ὑμᾶς καὶ ἀνάξει ὑμᾶς ἐκ τῆς γῆς ταύτης εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τοῖς πατράσιν ἡμῶν, Ἁβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.

Γεν. 50,24                Οταν δε επλησίασεν ο καιρός της τελευτής του, είπεν στους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “εγώ αποθνήσκω. Γνωρίζω όμως καλά, ότι ο πανάγαθος Θεός θα σας επισκεφθή ως προστάτης και από την γην αυτήν θα σας επαναφέρη εις την χώραν, την οποίαν δι' όρκου έχει υποσχεθή ίστους πατέρας μας, στον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ”.

Γεν. 50,25          καὶ ὥρκισεν Ἰωσὴφ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ λέγων· ἐν τῇ ἐπισκοπῇ, ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾶς, καὶ συνανοίσετε τὰ ὀστᾶ μου ἐντεῦθεν μεθ᾿ ὑμῶν.

Γεν. 50,25                Αμέσως δε μετά τους λόγους αυτούς ώρκισεν ο Ιωσήφ τους αδελφούς του λέγων· “όταν ο Θεός σας επισκεφθή και σας επαναφέρη εις την γην Χαναάν, θα πάρετε από εδώ και θα φέρετε μαζή σας εκεί τα οστά μου”

Γεν. 50,26          καὶ ἐτελεύτησεν Ἰωσὴφ ἐτῶν ἑκατὸν δέκα· καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἔθηκαν ἐν τῇ σορῷ ἐν Αἰγύπτῳ.

Γεν. 50,26                Και απέθανεν ο Ιωσήφ εις ηλικίαν εκατόν δέκα ετών. Εταρίχευσαν αυτόν εις την Αίγυπτον και τον έθεσαν εις την λάρνακα.