Η φιλοξενία των αγγέλων από το Λωτ
Γεν. 19,1 Ἦλθον δὲ
οἱ δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ
δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν
δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς
καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν
γῆν.
Γεν. 19,1 Κατά δε την εσπέραν έφθασαν οι δύο άγγελοι εις
τα Σοδομα. Ο Λωτ εκάθητο κοντά εις την πύλην των Σοδόμων. Οταν είδε τους
ξένους, ηγέρθη, επροχώρησεν εις συνάντησίν των, τους επροσκύνησε μέχρις
εδάφους
Γεν. 19,2 καὶ
εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς
τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ
καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ
ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν
ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿
ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν.
Γεν. 19,2 και είπεν· “ιδού σας παρακαλώ, κύριοι,
λοξοδρομήσατε στον οίκον του δούλου σας να καταλύσετε εκεί, να πλύνετε τους
πόδας σας και ενωρίς το πρωϊ συνεχίζετε τον δρόμον σας”. Εκείνοι είπον· “όχι.
Εις την πλατείαν, στο ύπαιθρον θα διανυκτερεύσωμεν”.
Γεν. 19,3 καὶ κατεβιάζετο
αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν
καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον
αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον,
καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ
ἔφαγον.
Γεν. 19,3 Ο Λωτ παρακλητικώς επίεζεν αυτούς, ώστε εκείνοι
υπεχώρησαν. Επήγαν προς αυτόν και εισήλθον στον οίκον του. Ο Λωτ παρέθεσεν
εις αυτούς δείπνον. Εψησεν άζυμον άρτον εις την φωτιά και έφαγον.
Γεν. 19,4 πρὸ τοῦ
κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ
Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου
ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.
Γεν. 19,4 Αλλά πριν κοιμηθούν, οι άνδρες της πόλεως, οι
πονηροί Σοδομίται από του νεωτέρου έως του γεροντοτέρου, όλος ο λαός μαζή,
περιεκύκλωσαν την οικίαν του Λωτ,
Γεν. 19,5 καὶ
ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς
αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ
εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε
αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα
αὐτοῖς.
Γεν. 19,5 και έξω από αυτήν εφώναζον προς τον Λωτ και του
έλεγαν· “που είναι οι άνδρες, οι οποίοι κατά την εσπέραν εισήλθον στο σπίτι
σου; Βγάλε τους προς ημάς έξω, δια να ασελγήσωμεν επάνω εις αυτούς” !
Γεν. 19,6 ἐξῆλθε
δὲ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ
πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω
αὐτοῦ.
Γεν. 19,6 Εβγήκεν ο Λωτ προς αυτούς έμπροσθεν από την
θύραν, την δε θύραν έκλεισεν ασφαλώς οπίσω απ' αυτόν.
Γεν. 19,7 εἶπε δὲ
πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ
πονηρεύσησθε.
Γεν. 19,7 Είπε δε προς αυτούς· “αδελφοί, κατ' ουδένα τρόπον
και λόγον δεν πρέπει να πραγματοποιήσετε το πονηρόν τούτο.
Γεν. 19,8 εἰσὶ δέ
μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα·
ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς, καὶ
χρᾶσθε αὐταῖς, καθὰ ἂν ἀρέσκῃ
ὑμῖν· μόνον εἰς τοὺς ἄνδρας τούτους
μὴ ποιήσητε ἄδικον, οὗ εἵνεκεν εἰσῆλθον ὑπὸ
τὴν σκέπην τῶν δοκῶν μου.
Γεν. 19,8 Εντός του σπιτιού μου υπάρχουν αι δύο, θυγατέρες
μου, παρθένοι, αι οποίαι δεν εγνώρισαν άνδρα. Θα τας φέρω προς σας και
χρησιμοποιήσατέ τας, όπως σας αρέσει. Μονον στους άνδρας αυτούς μη θελήσετε
να κάμετε κάτι το κακόν, διότι εισήλθον υπό την στέγην μου και ως
φιλοξενούμενοι ευρίσκονται υπό την προστασίαν μου”.
Γεν. 19,9 εἶπαν δὲ
αὐτῷ· ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες
παροικεῖν· μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν
σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνους. καὶ
παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ
ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν.
Γεν. 19,9 Εκείνοι εξηγριωμένοι ειπόν εις αυτόν·
“παραμέρισε από εκεί και φύγε· ήλθες από άλλην χώραν και μένεις σαν ξένος
μαζή μας. Μηπως θέλεις να γίνης και δικαστής μας; Λοιπόν τώρα θα
κακοποιήσωμεν περισσότερον εσέ παρά εκείνους”. Ωρμησαν εξηγριωμένοι και
εχειροδίκουν εναντίον του Λωτ, τον απωθούσαν βιαίως και επλησίασαν δια να
συντρίψουν την θύραν.
Γεν. 19,10 ἐκτείναντες
δὲ οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο
τὸν Λὼτ πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν
οἶκον, καὶ τὴν θύραν τοῦ οἴκου
ἀπέκλεισαν·
Γεν. 19,10 Οι δύο άνδρες όμως άπλωσαν τα χέρια των, ετράβηξαν
προς τον εαυτόν των και έβαλαν τον Λωτ στον οίκον και έκλεισαν ασφαλώς την
θύραν του σπιτιού.
Γεν. 19,11 τοὺς δὲ
ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ
οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ
μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶ παρελύθησαν ζητοῦντες
τὴν θύραν.
Γεν. 19,11 Τους δε άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την
θύραν, τους ετιμώρησαν όλους με τύφλωσιν από μικρού έως μεγάλου και έτσι
εκείνοι απέκαμαν ψάχνοντες να εύρουν την θύραν.
Η καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων
Γεν. 19,12 Εἶπαν δὲ
οἱ ἄνδρες πρὸς Λώτ· εἰσί σοι ὧδε
γαμβροὶ ἢ υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις
σοι ἄλλος ἐστὶν ἐν τῇ πόλει, ἐξάγαγε
ἐκ τοῦ τόπου τούτου·
Γεν. 19,12 Οι δύο ξένοι ειπόν τότε στον Λωτ· μήπως υπάρχουν
εδώ εις την πόλιν αυτήν γαμβροί σου η υιοί σου η θυγατέρες η κανένας άλλος
ιδικός σου; Παρε τους και βγάλε τους από τον τόπον αυτόν.
Γεν. 19,13 ὅτι
ἡμεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι
ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου,
καὶ ἀπέστειλεν ἡμᾶς Κύριος ἐκτρίψαι
αὐτήν.
Γεν. 19,13 Διότι ημείς καταστρέφομεν τον τόπον αυτόν, επειδή
η κραυγή των φοβερών ανομιών των έφθασε μεγάλη ενώπιον του Κυρίου. Και ο
Κυριος μας απέστειλε να καταστρέψωμεν και να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου αυτούς
και τον τόπον των”.
Γεν. 19,14 ἐξῆλθε
δὲ Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸς τοὺς
γαμβροὺς αὐτοῦ τοὺς εἰληφότας τὰς
θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἀνάστητε
καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι
ἐκτρίβει Κύριος τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν
ἐναντίον τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ.
Γεν. 19,14 Εξήλθεν ο Λωτ από το σπίτι του, ωμίλησε προς τους
μνηστήρας των θυγατέρων του και τους είπε· “σηκωθήτε αμέσως και φύγετε μακρυά
από τον τόπον τούτον, διότι ο Κυριος θα καταστρέψη την πόλιν”. Οι γαμβροί του
όμως ενόμισαν ότι ο Λωτ αστειεύεται μαζή των.
Γεν. 19,15 ἡνίκα δὲ
ὄρθρος ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν
Λὼτ λέγοντες· ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου
καὶ τὰς δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε,
ἵνα μὴ καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς
ἀνομίαις τῆς πόλεως.
Γεν. 19,15 Κατά δε τα εξημερώματα οι δύο άγγελοι επίεζον και
εβίαζαν τον Λωτ λέγοντες· “σήκω αμέσως, πάρε την γυναίκα σου και τας δύο
θυγατέρας σου και φύγε έξω, δια να μη καταστραφής και συ μαζή με τους
αμαρτωλούς κατοίκους αυτής της πόλεως”.
Γεν. 19,16 καὶ
ἐταράχθησαν· καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι
τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς
τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν χειρῶν
τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον
αὐτοῦ.
Γεν. 19,16 Ο Λωτ και οι περί αυτόν εταράχθησαν σαν να τα
έχασαν. Οι άγγελοι επήραν τότε το χέρι του Λωτ, το χέρι της γυναικός του και
τα χέρια των δύο θυγατέρων του και τους ωδήγησαν έξω από την πόλιν, διότι ο
Κυριος ελυπήθη τον Λωτ.
Γεν. 19,17 καὶ
ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω
καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ
ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω,
μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ·
εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε συμπαραληφθῇς.
Γεν. 19,17 Οταν δε οι άγγελοι έφερον αυτούς έξω από την
πόλιν, είπαν στον Λωτ και τας τρεις γυναίκας· “σπεύσε να σώσης την ζωήν σου,
φύγε από την περιοχήν αυτήν· ούτε να στρέψετε το κεφάλι σας εις τα οπίσω,
ούτε και να σταματήσετε πουθενά εις τα περίχωρα των Σοδόμων. Σπεύσατε στο
απέναντι όρος, δια να σωθήτε, διότι άλλως υπάρχει φόβος να συμπεριληφθήτε και
σεις εις την φοβεράν καταστροφήν”.
Γεν. 19,18 εἶπε δὲ
Λὼτ πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε,
Γεν. 19,18 Είπε δε ο Λωτ προς ένα από αυτούς· “Κυριε, σε
παρακαλώ,
Γεν. 19,19 ἐπειδὴ
εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ
ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς
ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου,
ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς
τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶ
ἀποθάνω.
Γεν. 19,19 αφού ο δούλος σου ευρήκεν έλεος απέναντί σου και
έδειξες την μεγάλην σου καλωσύνην με το να ενδιαφερθής δια την ασφάλειαν της
ζωής μου, εγώ δεν θα ημπορέσω και δεν θα προλάβω να φθάσω στο όρος εκείνο.
Φοβούμαι, μήπως με προλάβουν αι επερχόμεναι τιμωρίαι και χάσω την ζωήν μου.
Γεν. 19,20 ἰδοὺ
ἡ πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με
ἐκεῖ, ἥ ἐστι μικρά, καὶ ἐκεῖ
διασωθήσομαι· οὐ μικρά ἐστι; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή
μου ἕνεκέν σου.
Γεν. 19,20 Ιδού η πόλις εκείνη ευρίσκεται κοντά· εκεί ημπορώ
να καταφύγω. Μικρά δεν είναι αυτή η πόλις; Διατί να καταστροφή; Εάν μου κάμης
αυτήν την χάριν, θα σωθή η ζωη μου από σέ”.
Γεν. 19,21 καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ἰδοὺ ἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον
καὶ ἐπὶ τῷ ῥήματι τούτῳ τοῦ
μὴ καταστρέψαι τὴν πόλιν, περὶ ἧς
ἐλάλησας·
Γεν. 19,21 Είπεν εις αυτόν ο άγγελος· “ιδού· εθαύμααα εγώ την
καρδίαν σου, εδέχθην την παράκλησίν σου και χάρις εις αυτήν δεν θα καταστρέψω
την μικράν εκείνην πόλιν, δια την οποίαν με παρεκάλεσες.
Γεν. 19,22 σπεῦσον
οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· οὐ γὰρ
δυνήσομαι ποιῆσαι πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν
σε ἐκεῖ. διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα
τῆς πόλεως ἐκείνης Σηγώρ.
Γεν. 19,22 Λοιπόν, σπεύσε εκεί να σωθής. Εγώ δεν θα αποστείλω
την καταστροφήν, μέχρις ότου συ φθάσης εκεί” Δια τούτο εκάλεσε το όνομα της
πόλεως εκείνης “Σηγώρ”.
Γεν. 19,23 ὁ ἥλιος
ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ
εἰσῆλθεν εἰς Σηγώρ,
Γεν. 19,23 Ανέτειλεν ο ήλιος εις την χώραν εκείνην και ο Λωτ
έφθασεν ασφαλής εις την Σηγώρ.
Γεν. 19,24 καὶ Κύριος
ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα
θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ
οὐρανοῦ
Γεν. 19,24 Και τότε ο Κυριος έβρεξεν επάνω εις τα Σοδομα και
Γομορρα θειάφι και έρριψεν από τον ουρανόν φωτιά
Γεν. 19,25 καὶ κατέστρεψε
τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ
πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ
τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς.
Γεν. 19,25 και κατέστρεψεν αυτάς τας πόλεις και όλην την
περίχωρον και όλους τους κατοίκους των πόλεων και κάθε τι, που εβλάστανεν εις
την χώραν εκείνην.
Γεν. 19 ,26 καὶ
ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ
ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός.
Γεν. 19,26 Η σύζυγος του Λωτ, περίεργος καθώς ήτο και παρά
την εντολήν του αγγέλου, έστρεψε την κεφαλήν εις τα οπίσω, δια να ίδη την
καταστροφήν· και αμέσως έγινε στήλη άλατος.
Γεν. 19,27 Ὤρθρισε
δὲ Ἁβραὰμ τῷ πρωΐ εἰς τὸν τόπον, οὗ
εἱστήκει ἐναντίον Κυρίου.
Γεν. 19,27 Ο δε Αβραάμ εσηκώθη από τα χαράματα και μετέβη
στον τόπον, όπου χθες είχε σταθή ενώπιον του Κυρίου.
Γεν. 19,28 καὶ
ἐπέβλεψεν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ
Γομόῤῥας καὶ ἐπὶ πρόσωπον τῆς περιχώρου
καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ ἀνέβαινε φλὸξ
ἐκ τῆς γῆς, ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου.
Γεν. 19,28 Προσήλωσε τα βλέμματά του εις τα Σοδομα και
Γομορρα και εις την περιοχήν αυτών και είδε· και ιδού ανέβαινεν φλόγα από την
γην, όπως βγαίνει ο καπνός από το καμίνι.
Γεν. 19,29 καὶ
ἐγένετο ἐν τῷ ἐκτρίψαι Κύριον πάσας τὰς πόλεις
τῆς περιοίκου, ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ
Ἁβραὰμ καὶ ἐξαπέστειλε τὸν Λὼτ ἐκ μέσου
τῆς καταστροφῆς, ἐν τῷ καταστρέψαι Κύριον τὰς
πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει ἐν αὐταῖς Λώτ.
Γεν. 19,29 Οταν ο Θεός είχε πάρει την απόφασιν να καταστρέψη
τας πόλεις της περιοχής εκείνης, ενδιεφέρθη δια τον Αβραάμ και απεμάκρυνε τον
Λωτ από την φοβεράν εκείνην καταστροφήν, ότε κατέστρεψε τας πόλεις εις τας
οποίας κατοικούσε ο Λωτ.
Η καταγωγή των Μωαβιτών και των Αμμανιτών
Γεν. 19,30 Ἀνέβη δὲ
Λὼτ ἐκ Σηγὼρ καὶ ἐκάθητο ἐν τῷ
ὄρει αὐτὸς καὶ αἱ δύο θυγατέρες
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ· ἐφοβήθη γὰρ
κατοικῆσαι ἐν Σηγώρ. καὶ κατῴκησεν ἐν τῷ
σπηλαίῳ, αὐτὸς καὶ αἱ δύο θυγατέρες
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 19,30 Ο δε Λωτ ανέβη από την Σηγώρ και εκάθησεν στο όρος
αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του, διότι εφοβήθη να κατοικήση μέσα εις την
Σηγώρ. Εμεινε δε στο σπήλαιον αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του.
Γεν. 19,31 εἶπε δὲ
ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ὁ πατὴρ
ἡμῶν πρεσβύτερος, καὶ οὐδείς ἐστιν
ἐπὶ τῆς γῆς, ὃς εἰσελεύσεται πρὸς
ἡμᾶς, ὡς καθήκει πάσῃ τῇ γῇ·
Γεν. 19,31 Είπε δε η μεγαλυτέρα θυγάτηρ εις την μικροτέραν·
“ο πατήρ μας είναι ηλικιωμένος και δεν υπάρχει κανείς εις την περιοχήν, που
κατοικούμε, ο οποίος να μας νυμφευθή, όπως γίνεται εις όλην την οικουμένην.
Γεν. 19,32 δεῦρο καὶ
ποτίσωμεν τὸν πατέρα ἡμῶν οἶνον καὶ
κοιμηθῶμεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ
τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.
Γεν. 19,32 Ελα, λοιπόν, να δώσωμεν κρασί στον πατέρα μας, να
κοιμηθώμεν μαζή του και να αποκτήσωμεν απογόνους από τον πατέρα μας”
Γεν. 19,33 ἐπότισαν
δὲ τὸν πατέρα αὐτῶν οἶνον ἐν τῇ
νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ εἰσελθοῦσα ἡ πρεσβυτέρα
ἐκοιμήθη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν
τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ᾔδει
ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν καὶ ἐν
τῷ ἀναστῆναι.
Γεν. 19,33 Επότισαν πράγματι τον πατέρα των κατά την νύκτα
εκείνην με κρασί και η μεγαλυτέρα κόρη εισήλθεν στον κοιτώνα του πατρός της
και εκοιμήθη μαζή του κατά την νύκτα εκείνη. Αυτός δε δεν αντελήφθη τι έκαμεν
ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και όταν εξύπνησε.
Γεν. 19,34 ἐγένετο
δὲ ἐν τῇ ἐπαύριον καὶ εἶπεν ἡ
πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ἰδοὺ
ἐκοιμήθην χθὲς μετὰ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν· ποτίσωμεν αὐτὸν οἶνον καὶ
ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, καὶ εἰσελθοῦσα
κοιμήθητι μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξαναστήσωμεν
ἐκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.
Γεν. 19,34 Κατά δε την άλλην ημέραν είπεν η μεγαλυτέρα προς
την νεωτέραν· “ιδού χθες εκοιμήθην εγώ με τον πατέρα μας. Ας τον ποτίσωμεν
κρασί και κατά την νύκτα αυτήν, και συ πήγαινε και κοιμήσου μαζή με αυτόν,
ώστε να αποκτήσω μεν απογόνους από τον πατέρα μας”.
Γεν. 19,35 ἐπότισαν
δὲ καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ τὸν
πατέρα αὐτῶν οἶνον, καὶ εἰσελθοῦσα
ἡ νεωτέρα ἐκοιμήθη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς,
καὶ οὐκ ᾔδει ἐν τῷ κοιμηθῆναι
αὐτὸν καὶ ἀναστῆναι.
Γεν. 19,35 Επότισαν πράγματι και κατά την νύκτα εκείνην τον
πατέρα των οίνον, τον εμέθυσαν και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μαζή του.
Εκείνος δε δεν αντελήφθη τίποτε ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και
όταν εξύπνησε.
Γεν. 19,36 καὶ συνέλαβον
αἱ δύο θυγατέρες Λὼτ ἐκ τοῦ πατρὸς
αὐτῶν.
Γεν. 19,36 Συνέλαβον δε και αι δύο θυγατέρες από τον πατέρα
των τον Λωτ.
Γεν. 19,37 καὶ
ἔτεκεν ἡ πρεσβυτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωὰβ λέγουσα· ἐκ τοῦ
πατρός μου· οὗτος πατὴρ Μωαβιτῶν ἕως τῆς
σήμερον ἡμέρας.
Γεν. 19,37 Εγέννησεν η μεγαλύτερα τέκνον και εκάλεσεν αυτό
Μωάβ, λέγουσα· “Από τον πατέρα μου απέκτησα υιόν”. Αυτός έγινε γενάρχης των
Μωαβιτών, οι οποίοι και ζουν μέχρι σήμερα.
Γεν. 19,38 ἔτεκε δὲ
καὶ ἡ νεωτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ
ὄνομα αὐτοῦ Ἀμμάν, λέγουσα· υἱὸς
γένους μου· οὗτος πατὴρ Ἀμμανιτῶν ἕως
τῆς σήμερον ἡμέρας.
Γεν. 19,38 Εγέννησε δε και η νεωτέρα θυγάτηρ υιόν και έδωσεν
εις αυτόν το όνομα Αμμάν, το οποίον σημαίνει “αυτός είναι υιός εκ του γένους
μου”. Αυτός είναι γενάρχης των Αμμανιτών έως σήμερον.
|