ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΓΕΝΕΣΙΣ- ΚΕΦ. 17-20

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- Η ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΜ ΣΕ ΑΒΡΑΑΜ

Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ - Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΣΑΡΡΑ

                                    Η μετονομασία του Άβραμ σε Αβραάμ

Γεν. 17,1           Ἐγένετο δὲ Ἅβραμ ἐτῶν ἐνενηκονταεννέα, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Ἅβραμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ Θεός σου· εὐαρέστει ἐνώπιον ἐμοῦ καὶ γίνου ἄμεμπτος,

Γεν. 17,1                    Οταν ο Αβραμ έφθασεν εις ηλικίαν ενενήκοντα εννέα ετών, παρουσιάσθη ο Κυριος εις αυτόν και του είπεν· “εγώ είμαι, ο Θεός σου· γίνε ευάρεστος ενώπιόν μου, ανεπίληπτος και ενάρετος·

Γεν. 17,2           καὶ θήσομαι τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ πληθυνῶ σε σφόδρα.

Γεν. 17,2                   και θα συνάψω την διαθήκην μου μεταξύ εμού και σου και θα πληθύνω τους απογόνους σου πάρα πολύ”.

Γεν. 17,3           καὶ ἔπεσεν Ἅβραμ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων·

Γεν. 17,3                    Γεμάτος ιερόν δέος και ευγνωμοσύνην ο Αβραμ έπεσε πρηνής ενώπιον του Θεού, ο οποίος ωμίλησε πάλιν και του είπεν·

Γεν. 17,4           καὶ ἐγὼ ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου μετὰ σοῦ, καὶ ἔσῃ πατὴρ πλήθους ἐθνῶν,

Γεν. 17,4                   “Ιδού η συμφωνία και η υπόσχεσίς μου προς σέ· θα γίνης γενάρχης πολυαρίθμων εθνών.

Γεν. 17,5           καὶ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἅβραμ, ἀλλ᾿ ἔσται τὸ ὄνομά σου Ἁβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε.

Γεν. 17,5                    Το όνομά σου δεν θα είναι πλέον Αβραμ, αλλά θα ονομάζεσαι Αβραάμ, διότι σε έχω προορίσει ως πρόγονον και πατριάρχην πολλών λαών.

Γεν. 17,6           καὶ αὐξανῶ σε σφόδρα σφόδρα καὶ θήσω σε εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς ἐκ σοῦ ἐξελεύσονται.

Γεν. 17,6                   Θα σε αυξήσω πολύ, πάρα πολύ, θα σε αναδείξω πρόγονον πολλών εθνών και βασιλείς θα προέλθουν από σέ.

Γεν. 17,7           καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετά σέ, εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν, εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναί σου Θεὸς καὶ τοῦ σπέρματός σου μετὰ σέ.

Γεν. 17,7                    Και θα στήσω έγκυρον και ακατάλυτον την συμφωνίαν και την υπόσχεσίν μου αυτήν και στους απογόνους σου έπειτα από σε εις όλας τας γενεάς αυτών· υπόσχεσιν παντοτεινήν και ανέκκλητον ότι θα είμαι ιδικός σου Θεός και Θεός των έπειτα από σε απογόνων σου.

Γεν. 17,8           καὶ δώσω σοι καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ τὴν γῆν, ἣν παροικεῖς, πᾶσαν τὴν γῆν Χαναάν, εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν.

Γεν. 17,8                   Και θα δώσω εις σε και, έπειτα από σε στους απογόνους σου ως αιωνίαν ιδιοκτησίαν όλην αυτήν την γην Χαναάν, εις την οποίαν τώρα κατοικείς ως ξένος· και θα είμαι στους απογόνους σου ο Θεός των”.

 

                                    Η περιτομή σημείο της διαθήκης

Γεν. 17,9           καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἁβραάμ· σὺ δὲ τὴν διαθήκην μου διατηρήσεις, σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν.

Γεν. 17,9                   Είπε δε ακόμη ο Θεός προς τον Αβραάμ· “συ θα φυλάξης την διαθήκην μου αυτήν, συ και οι απόγονοί σου εις όλας τας γενεάς των.

Γεν. 17,10          καὶ αὕτη ἡ διαθήκη, ἣν διατηρήσεις, ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν· περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν,

Γεν. 17,10                  Σημείον δε και εξωτερικόν γνώρισμα της συμφωνίας μεταξύ εμού και υμών και των απογόνων σου έπειτα από σέ, εις όλας τας γενεάς αυτών ότι θα τηρήσετε την διαθήκην μου είναι τούτο· Από τώρα και στο εξής θα περιτέμνεται κάθε αρσενικόν τέκνον σας.

Γεν. 17,11          καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν.

Γεν. 17,11                  Θα περικόψετε την σαρκίνην ακροβυστίαν σας· και τούτο θα είναι σημείον της συμφωνίας μας μεταξύ εμού και υμών.

Γεν. 17,12          καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ὁ οἰκογενὴς καὶ ὁ ἀργυρώνητος, ἀπὸ παντὸς υἱοῦ ἀλλοτρίου, ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σπέρματός σου.

Γεν. 17,12                  Καθε αρσενικόν παιδί θα περιτέμνεται οκτώ ημέρας μετά την γέννησίν του, κάθε αρσενικόν εις όλας τας γενεάς σας, όπως επίσης θα περιτέμνεται και ο δούλος, ο οποίος θα αγορασθή με χρήματα, και το παιδί παντός ξένου ο οποίος κατοικεί μαζή σας, έστω και αν δεν είναι απόγονός σου.

Γεν. 17,13          περιτομῇ περιτμηθήσεται ὁ οἰκογενὴς τῆς οἰκίας σου καὶ ὁ ἀργυρώνητος, καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὑμῶν εἰς διαθήκην αἰώνιον.

Γεν. 17,13                  Θα περιτμηθή όπως δήποτε ο δούλος, που εγεννήθη εις την οικίαν σου, και ο δούλος, που ηγοράσθη με χρήματα. Η περιτομή αυτή της σαρκός σας θα είναι υποχρέωσις απορρέουσα από την συμφωνίαν μας, η οποία θα έχη αιωνίαν ισχύν.

Γεν. 17,14          καὶ ἀπερίτμητος ἄρσην, ὃς οὐ περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι τὴν διαθήκην μου διεσκέδασε.

Γεν. 17,14                  Καθε αρσενικόν, του οποίου δεν περιεκόπη η σαρξ της ακροβυστίας του κατά την ογδόην ημέραν από της γεννήσεώς του και έμεινεν απερίτμητον, θα εξολοθρευθή η ύπαρξις αυτή εκ μέσου της φυλής του, διότι κατεφρόνησε και κατεπάτησε την εντολήν μου”.

 

                                     Η υπόσχεση του Θεού στη Σάρρα

Γεν. 17,15          Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Ἁβραάμ· Σάρα ἡ γυνή σου οὐ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτῆς Σάρα, ἀλλὰ Σάῤῥα ἔσται τὸ ὄνομα αὐτῆς.

Γεν. 17,15                  Είπεν ακόμη ο Θεός στον Αβραάμ· “η σύζυγός σου η Σαρα δεν θα λέγεται πλέον Σαρα, αλλά θα ονομάζεται Σαρρα.

Γεν. 17,16          εὐλογήσω δὲ αὐτήν, καὶ δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον· καὶ εὐλογήσω αὐτό, καὶ ἔσται εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς ἐθνῶν ἐξ αὐτοῦ ἔσονται.

Γεν. 17,16                  Θα ευλογήσω δε αυτήν, θα λύσω την ατεκνίαν της και θα δώσω εις σε από αυτήν τέκνον. Εγώ δε θα ευλογήσω αυτό και θα το αναδείξω πατριάρχην εθνών πολλών, και βασιλείς εθνών θα προέλθουν από αυτό”.

Γεν. 17,17          καὶ ἔπεσεν Ἁβραὰμ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐγέλασε καὶ εἶπεν ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ λέγων· εἰ τῷ ἑκατονταετεῖ γενήσεται υἱός; καὶ εἰ ἡ Σάῤῥα ἐνενήκοντα ἐτῶν τέξεται;

Γεν. 17,17                  Επεσεν ο Αβραάμ πρηνής ενώπιον του Θεού, εχάρη και είπεν από μέσα του· “λοιπόν εις ηλικίαν εκατόν ετών θα αποκτήσω υιόν και η Σαρρα εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών θα γεννήση;”

Γεν. 17,18          εἶπε δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν Θεόν· Ἰσμαὴλ οὗτος ζήτω ἐναντίον σου.

Γεν. 17,18                  Είπε δε ο Αβραάμ προς τον Θεόν· “ο Ισμαήλ είναι και αυτός υιός μου· ας ζήση και αυτός ενώπιόν σου και με την ευλογίαν σου”.

Γεν. 17,19          εἶπε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Ἁβραὰμ· ναί· ἰδοὺ Σάῤῥα ἡ γυνή σου τέξεταί σοι υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσαάκ, καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς αὐτὸν εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναι αὐτῷ Θεὸς καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν.

Γεν. 17,19                  Απήντησεν ο Θεός προς τον Αβραάμ· “ναι· ιδού η Σαρρα η σύζυγός σου θα γεννήση προς μεγάλην σου χαράν υιόν και θα ονομάσης αυτόν Ισαάκ, και προς αυτόν εγώ θα συνάψω την διαθήκην μου, διαθήκην αιωνίαν, ότι θα είμαι εις αυτόν και στους απογόνους αυτού ο Θεός των.

Γεν. 17,20          περὶ δὲ Ἰσμαὴλ ἰδοὺ ἐπήκουσά σου· καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκα αὐτὸν καὶ αὐξανῶ αὐτόν καὶ πληθυνῶ αὐτὸν σφόδρα· δώδεκα ἔθνη γεννήσει καὶ δώσω αὐτὸν εἰς ἔθνος μέγα.

Γεν. 17,20                 Την δε παράκλησίν σου περί του Ισμαήλ ιδού την ήκουσα και την εδέχθην· τον έχω ευλογήσει και αυτόν. Θα τον αυξήσω και θα τον πληθύνω πολύ· δώδεκα έθνη θα προέλθουν από αυτόν και θα αναδείξω αυτόν γενάρχην μεγάλου λαού.

Γεν. 17,21          τὴν δὲ διαθήκην μου στήσω πρὸς Ἰσαάκ, ὃν τέξεταί σοι Σάῤῥα εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ ἑτέρῳ.

Γεν. 17,21                  Αλλά την διαθήκην μου θα συνάψω και θα πραγματοποιήσω προς τον Ισαάκ, τον οποίον θα γεννήση εις σε η Σαρρα την εποχήν αυτήν κατά το επόμενον έτος”.

Γεν. 17,22          συνετέλεσε δὲ λαλῶν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀνέβη ὁ Θεὸς ἀπό Ἁβραάμ.

Γεν. 17,22                 Ετελείωσε την ομιλίαν του ο Θεός προς τον Αβραάμ και ανεχώρησεν από αυτόν.

Γεν. 17,23          Καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ Ἰσμαὴλ τὸν υἱὸν ἑαυτοῦ καὶ πάντας τοὺς οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς ἀργυρωνήτους καὶ πᾶν ἄρσεν τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Ἁβραὰμ καὶ περιέτεμε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεός.

Γεν. 17,23                 Ο Αβραάμ, την εντολήν του Θεού αμέσως εκτελών, έλαβε τον υιόν του τον Ισμαήλ και όλους τους δούλους, οι οποίοι εγεννήθησαν στον οίκον του, και όλους όσοι ηγοράσθησαν με χρήματα, όλα τα αρσενικά των ανθρώπων, που ήσαν στον οίκον του, και περιέτεμεν αυτούς κατά την ημέραν εκείνην σύμφωνα με την εντολήν, που του είχε δώσει ο Θεός.

Γεν. 17,24          Ἁβραὰμ δὲ ἐνενηκονταεννέα ἦν ἐτῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ.

Γεν. 17,24                 Κατά δε την ημέραν εκείνην, που περιέκοψεν ο Αβραάμ και την ιδικήν του σαρκίνην ακροβυστίαν, ήτο ηλικίας ενενήκοντα εννέα ετών.

Γεν. 17,25          Ἰσμαὴλ δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἦν ἐτῶν δεκατριῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ.

Γεν. 17,25                 Ο δε υιός του ο Ισμαήλ ήτο δέκα τριών ετών, όταν έλαβε την περιτομήν.

Γεν. 17 ,26         ἐν δὲ τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης περιετμήθη Ἁβραὰμ καὶ Ἰσμαὴλ ὁ υἱὸς αὐτοῦ·

Γεν. 17,26                 Την ιδίαν ημέραν, που έλαβε την εντολήν από τον Θεόν, περιετμήθη ο Αβραάμ, ο υιός του Ισμαήλ,

Γεν. 17,27          καὶ πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ οἱ οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ ἀργυρώνητοι ἐξ ἀλλογενῶν ἐθνῶν, περιέτεμεν αὐτούς.

Γεν. 17,27                 όλοι οι άνδρες του οίκου του, οι δούλοι οι γεννηθέντες στον οίκον του, οι δούλοι οι αγορασθέντες από άλλους λαούς· όλους αυτούς περιέτεμεν ο Αβραάμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

                                    Η φιλοξενία του Αβραάμ και η επαγγελία για τη γέννηση του Ισαάκ

Γεν. 18,1           Ὤφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας.

Γεν. 18,1                    Εφανερώθηκε δε ο Θεός στον Αβραάμ, που ήτο κοντά εις την δρυν Μαμβρή και εκάθητο εις την θύραν της σκηνής του κατά τον Νοτον.

Γεν. 18,2           ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν.

Γεν. 18,2                   Εσήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδεν αίφνης τρεις άνδρας ορθίους απέναντι του. Αμέσως ετρεξεν εις συνάντησίν των από την θύραν της σκηνής του, προσεκύνησεν αυτούς έως στο έδαφος.

Γεν. 18,3           καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου·

Γεν. 18,3                   Και ειπε· “Κυριε, εάν τυχόν ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, σε παρακαλώ μη καταφρονήσης τον δούλον σου·

Γεν. 18,4           ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον·

Γεν. 18,4                   ας μου επιτροπή, λοιπόν, να φέρω νερό και οι δούλοί μου να νίψουν τους πόδας σας, και να δροσισθήτε κάτω από το δένδρον.

Γεν. 18,5           καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας.

Γεν. 18,5                   Εγώ δε θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητόν, δια να φάγετε, έπειτα δε θα συνεχίσετε τον δρόμον σας, από τον οποίον παρεξεκλίνατε έως εμέ, τον δούλον σας, δια να μου κάμετε την τιμήν να σας περιποιηθώ”. Εκείνοι δε είπαν· “κάμε όπως είπες”.

Γεν. 18,6           καὶ ἔσπευσεν Ἁβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάῤῥαν καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας.

Γεν. 18,6                   Ετρεξεν ο Αβραάμ εις την σκηνήν, όπου ευρίσκετο η Σαρρα και της είπε· “τρέξε και ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι και κάμε το λαγάνες εις την φωτιά”.

Γεν. 18,7           καὶ εἰς τὰς βόας ἔδραμεν Ἁβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό.

Γεν. 18,7                   Ετρεξε δε εκεί, που έβοσκαν τα βόδια του, επήρε τρυφερό και παχύ μοσχάρι και το έδωσεν στον υπηρέτην, ο οποίος έσπευσε να το ετοιμάση.

Γεν. 18,8           ἔλαβε δὲ βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον.

Γεν. 18,8                   Επειτα από ολίγην ώραν έλαβεν ο Αβραάμ βούτυρον και γάλα και το μοσχάρι, το οποίον έψησεν ο υπηρέτης, παρέθεσεν αυτά στους ξένους και έφαγον. Αυτός δε εστέκετο όρθιος πλησίον αυτών κάτω από το δένδρον.

Γεν. 18,9           Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ποῦ Σάῤῥα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ σκηνῇ.

Γεν. 18,9                   Είπε δε προς αυτόν ένας από τους φιλοξενουμένους· “που είναι η γυναίκα σου η Σαρρα;” Ο δε Αβραάμ απεκρίθη· “ιδού ευρίσκεται εις την σκηνήν”.

Γεν. 18,10          εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάῤῥα ἡ γυνή σου. Σάῤῥα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ.

Γεν. 18,10                 Είπε δε ο ξένος αυτός προς τον Αβραμ· “όταν το επόμενον έτος κατά την εποχήν αυτήν επιστρέφων έλθω προς σέ, η Σαρρα, η σύζυγός σου, θα έχη τέκνον”. Η δε Σαρρα, ευρισκομένη εις την θύραν της σκηνής πίσω από τον Αβραάμ ήκουσε τα λόγια αυτά του ξένου.

Γεν. 18,11          Ἁβραὰμ δὲ καὶ Σάῤῥα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάῤῥᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα.

Γεν. 18,11                  Ο Αβραάμ και η Σαρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι εις τα χρόνια, εις δε την Σαρραν έπαυσαν πλέον να υπάρχουν τα συμπτώματα της γονιμότητας.

Γεν. 18,12          ἐγέλασε δὲ Σάῤῥα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος.

Γεν. 18,12                 Εγέλασε δε η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· “μέχρι σήμερα δεν απέκτησα υιόν και θα αποκτήσω τώρα ! Αλλωστε ο σύζυγός μου είναι γέρων”.

Γεν. 18,13          καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἁβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάῤῥα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα.

Γεν. 18,13                  Είπε δε προς τον Αβραάμ ο ξένος εκείνος, ο οποίος ήτο ο Θεός· “διατί εγέλασεν η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· Θα γεννήσω πράγματι παιδί; Εγώ έχω πλέον γηράσειν !

Γεν. 18,14          μὴ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ ῥῆμα; εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ ἔσται τῇ Σάῤῥᾳ υἱός.

Γεν. 18,14                 Μηπως υπάρχει τίποτε αδύνατον δια τον Θεόν; Λοιπόν, το επόμενον έτος και κατά την εποχήν αυτήν θα επιστρέψω εις σέ· και η Σαρρα θα έχη παιδί”.

Γεν. 18,15          ἠρνήσατο δὲ Σάῤῥα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας.

Γεν. 18,15                  Η δε Σαρρα, επειδή εφοβήθη, ηρνήθη λέγουσα· “δεν εγέλασα”. Είπεν όμως προς αυτήν ο Κυριος· “όχι ! εγέλασες”.

                                   

                                    Η προαναγγελία της καταστροφής των Σοδόμων

Γεν. 18,16          Ἐξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας. Ἁβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς.

Γεν. 18,16                 Οι φιλοξενούμενοι τρεις άνδρες ηγέρθησαν από το τραπέζι, έστρεψαν το πρόσωπόν των προς τα Σοδομα και τα Γομορρα και επορεύοντο προς αυτά. Μαζή δε με αυτούς και προπέμπων αυτούς επορεύετο και ο Αβραάμ.

Γεν. 18,17          ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ.

Γεν. 18,17                  Είπε δε τότε ο Κυριος· “δεν θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ, τον δούλον μου, αυτά, τα οποία θα κάμω.

Γεν. 18,18          Ἁβραὰμ δὲ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς.

Γεν. 18,18                 Ο Αβραάμ θα αναδειχθή γενάρχης, πατριάρχης μεγάλου και ισχυρού έθνους και δι' αυτού θα λάβουν τας θείας ευλογίας όλοι οι λαοί της γης.

Γεν. 18,19          ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ Ἁβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν.

Γεν. 18,19                 Διότι εγώ εγνώριζον απ' αρχής ότι ο πιστός και ενάρετος Αβραάμ θα διδάξη τα τέκνα του, εφ' όσον ζη, και δι' αυτών τους απογόνους του που θα γεννηθούν υστέρα απ' αυτόν, να τηρούν τας εντολάς του Κυρίου, ώστε να ζουν δικαιοσύνην και να εφαρμόζουν δικαίαν κρίσιν, δια να αποστείλη ο Κυριος στον Αβραάμ και τους απογόνους αυτού όλα όσα του έχει υποσχεθή”.

Γεν. 18,20          εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα.

Γεν. 18,20                 Είπε δε εν συνεχεία ο Κυριος· “κραυγαί πολλαί από τα Σοδομα και την Γομόρραν ανέρχονται προς εμέ· αι αμαρτίαι των είναι πάρα πολύ μεγάλαι.

Γεν. 18,21          καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ.

Γεν. 18,21                 Θα καταβώ, λοιπόν, εκεί, δια να ίδω, εάν πράγματι αι αμαρτίαι των είναι όπως αι κραυγαί που ανέρχονται προς εμέ η όχι. Οπωσδήποτε θέλω να μάθω”!

Γεν. 18,22          καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. Ἁβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου.

Γεν. 18,22                 Δυο δε από τους ξένους αυτούς άνδρας ανεχώρησαν από εκεί και ήλθαν εις τα Σοδομα. Ο Αβραάμ ήτο όρθιος εκεί πλησίον του Κυρίου.

Γεν. 18,23          καὶ ἐγγίσας Ἁβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής;

Γεν. 18,23                 Επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “θα κατάστρεψης τάχα τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή και θα είναι ο δίκαιος εις την αυτήν θέσιν, όπως και ο ασεβής;

Γεν. 18,24          ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ;

Γεν. 18,24                 Εάν ευρίσκωνται πενήντα δίκαιοι εις την πόλιν αυτήν, θα καταστρέψης και αυτούς μαζή με τους πονηρούς; Δεν θα αφήσης άθικτον όλην την πόλιν ένεκα των πεντήκοντα αυτών δικαίων, οι οποίοι θα ευρίσκωνται εις αυτήν;

Γεν. 18,25          μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν;

Γεν. 18,25                 Ποτέ συ ο δίκαιος Θεός δεν θα κάμης κάτι τέτοιο, να φονεύσης δηλαδή τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή, ώστε να έχη ο δίκαιος την αυτήν τύχην με τον ασεβή. Ποτέ δεν θα κάμης κάτι τέτοιο. Λοιπόν, συ ο δίκαιος κριτής όλης της οικουμένης δεν θα κάμης και εις την περίστασιν αυτήν δικαίαν κρίσιν;”

Γεν. 18 ,26         εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς.

Γεν. 18,26                 Απήντησεν ο Κυριος· “εάν υπάρχουν εις την πόλιν των Σοδόμων πενήντα δίκαιοι, εγώ χάριν αυτών θα αφήσω άθικτον όλην την πόλιν και την περιοχήν αυτής”.

Γεν. 18,27          καὶ ἀποκριθεὶς Ἁβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός·

Γεν. 18,27                 Λαβών τον λόγον και πάλιν ο Αβραάμ είπε· “έχω ήδη αρχίσει να ομιλώ προς τον Κυριον, αν και εγώ είμαι χώμα και στάκτη. Επίτρεψέ μου να ερωτήσω και πάλιν.

Γεν. 18,28          ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε.

Γεν. 18,28                 Εάν ελαττωθούν οι πενήντα δίκαιοι εις σαράντα πέντε, ένεκα των πέντε δικαίων που θα λείπουν, θα καταστρέψης την πόλιν;” Και είπεν ο Θεός· “δεν θα την καταστρέψω, εάν εύρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους”.

Γεν. 18,29          καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα.

Γεν. 18,29                 Ετόλμησεν ο Αβραάμ να ομιλήση ακόμη προς τον Θεόν και είπε· “εάν ευρεθούν εκεί σαράντα διικαιοι, θα καταστρέψης την πόλιν;” Απήντησεν ο Θεός· “δεν θα την καταστρέψω ένεκα των τεσισαράκοντα δικαίων”.

Γεν. 18,30          καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα.

Γεν. 18,30                 Είπεν ακόμη ο Αβραάμ· “μήπως, Κυριε, θα οργισθής, εάν και πάλιν ομιλήσω; Εάν ευρεθούν εκεί τριάκοντα δίκαιοι;” Και είπεν ο Θεός· “προς χάριν αυτών των τριάκοντα δεν θα καταστρέψω την πόλιν”.

Γεν. 18,31          καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι.

Γεν. 18,31                  Είπε πάλιν ο Αβραάμ· “Ας με συγχωρήσα ο Κυριος επειδή έχω ακόμη κάτι να ερωτήσω αυτόν. Εάν ευρεθούν εκεί είκοσι;” Και είπεν ο Θεός· “Και είκοσι εάν εύρω εκεί, δεν θα καταστρέψω την πόλιν”.

Γεν. 18,32          καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα.

Γεν. 18,32                 Είπε δε ο Αβραάμ· “Μηπως Κυριε, θα οργισθής εναντίον μου εάν υποβάλω μίαν ακόμη ερώτησιν; Εάν ευρεθούν εκεί δέκα;” Απήντησεν ο Θεός· “δεν θα καταστρέψω την πόλιν προς χάριν αυτών των δέκα”.

Γεν. 18,33          ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ Ἁβραάμ, καὶ Ἁβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Γεν. 18,33                 Οταν δε έπαυσε πλέον να ομιλή ο Αβραάμ, ανεχώρησεν ο Θεός· και ο Αβραάμ επανήλθεν στον τόπον του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΜΟΡΡΩΝ

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΜΩΑΒΙΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΜΜΑΝΙΤΩΝ

                                    Η φιλοξενία των αγγέλων από το Λωτ

Γεν. 19,1           Ἦλθον δὲ οἱ δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν.

Γεν. 19,1                    Κατά δε την εσπέραν έφθασαν οι δύο άγγελοι εις τα Σοδομα. Ο Λωτ εκάθητο κοντά εις την πύλην των Σοδόμων. Οταν είδε τους ξένους, ηγέρθη, επροχώρησεν εις συνάντησίν των, τους επροσκύνησε μέχρις εδάφους

Γεν. 19,2           καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν.

Γεν. 19,2                   και είπεν· “ιδού σας παρακαλώ, κύριοι, λοξοδρομήσατε στον οίκον του δούλου σας να καταλύσετε εκεί, να πλύνετε τους πόδας σας και ενωρίς το πρωϊ συνεχίζετε τον δρόμον σας”. Εκείνοι είπον· “όχι. Εις την πλατείαν, στο ύπαιθρον θα διανυκτερεύσωμεν”.

Γεν. 19,3           καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον.

Γεν. 19,3                   Ο Λωτ παρακλητικώς επίεζεν αυτούς, ώστε εκείνοι υπεχώρησαν. Επήγαν προς αυτόν και εισήλθον στον οίκον του. Ο Λωτ παρέθεσεν εις αυτούς δείπνον. Εψησεν άζυμον άρτον εις την φωτιά και έφαγον.

Γεν. 19,4           πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.

Γεν. 19,4                   Αλλά πριν κοιμηθούν, οι άνδρες της πόλεως, οι πονηροί Σοδομίται από του νεωτέρου έως του γεροντοτέρου, όλος ο λαός μαζή, περιεκύκλωσαν την οικίαν του Λωτ,

Γεν. 19,5           καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς.

Γεν. 19,5                   και έξω από αυτήν εφώναζον προς τον Λωτ και του έλεγαν· “που είναι οι άνδρες, οι οποίοι κατά την εσπέραν εισήλθον στο σπίτι σου; Βγάλε τους προς ημάς έξω, δια να ασελγήσωμεν επάνω εις αυτούς” !

Γεν. 19,6           ἐξῆλθε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ.

Γεν. 19,6                   Εβγήκεν ο Λωτ προς αυτούς έμπροσθεν από την θύραν, την δε θύραν έκλεισεν ασφαλώς οπίσω απ' αυτόν.

Γεν. 19,7           εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε.

Γεν. 19,7                   Είπε δε προς αυτούς· “αδελφοί, κατ' ουδένα τρόπον και λόγον δεν πρέπει να πραγματοποιήσετε το πονηρόν τούτο.

Γεν. 19,8           εἰσὶ δέ μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς, καὶ χρᾶσθε αὐταῖς, καθὰ ἂν ἀρέσκῃ ὑμῖν· μόνον εἰς τοὺς ἄνδρας τούτους μὴ ποιήσητε ἄδικον, οὗ εἵνεκεν εἰσῆλθον ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δοκῶν μου.

Γεν. 19,8                   Εντός του σπιτιού μου υπάρχουν αι δύο, θυγατέρες μου, παρθένοι, αι οποίαι δεν εγνώρισαν άνδρα. Θα τας φέρω προς σας και χρησιμοποιήσατέ τας, όπως σας αρέσει. Μονον στους άνδρας αυτούς μη θελήσετε να κάμετε κάτι το κακόν, διότι εισήλθον υπό την στέγην μου και ως φιλοξενούμενοι ευρίσκονται υπό την προστασίαν μου”.

Γεν. 19,9           εἶπαν δὲ αὐτῷ· ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν· μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν.

Γεν. 19,9                   Εκείνοι εξηγριωμένοι ειπόν εις αυτόν· “παραμέρισε από εκεί και φύγε· ήλθες από άλλην χώραν και μένεις σαν ξένος μαζή μας. Μηπως θέλεις να γίνης και δικαστής μας; Λοιπόν τώρα θα κακοποιήσωμεν περισσότερον εσέ παρά εκείνους”. Ωρμησαν εξηγριωμένοι και εχειροδίκουν εναντίον του Λωτ, τον απωθούσαν βιαίως και επλησίασαν δια να συντρίψουν την θύραν.

Γεν. 19,10          ἐκτείναντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο τὸν Λὼτ πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν οἶκον, καὶ τὴν θύραν τοῦ οἴκου ἀπέκλεισαν·

Γεν. 19,10                 Οι δύο άνδρες όμως άπλωσαν τα χέρια των, ετράβηξαν προς τον εαυτόν των και έβαλαν τον Λωτ στον οίκον και έκλεισαν ασφαλώς την θύραν του σπιτιού.

Γεν. 19,11          τοὺς δὲ ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶ παρελύθησαν ζητοῦντες τὴν θύραν.

Γεν. 19,11                  Τους δε άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την θύραν, τους ετιμώρησαν όλους με τύφλωσιν από μικρού έως μεγάλου και έτσι εκείνοι απέκαμαν ψάχνοντες να εύρουν την θύραν.

 

                                    Η καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων

Γεν. 19,12          Εἶπαν δὲ οἱ ἄνδρες πρὸς Λώτ· εἰσί σοι ὧδε γαμβροὶ ἢ υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις σοι ἄλλος ἐστὶν ἐν τῇ πόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου·

Γεν. 19,12                 Οι δύο ξένοι ειπόν τότε στον Λωτ· μήπως υπάρχουν εδώ εις την πόλιν αυτήν γαμβροί σου η υιοί σου η θυγατέρες η κανένας άλλος ιδικός σου; Παρε τους και βγάλε τους από τον τόπον αυτόν.

Γεν. 19,13          ὅτι ἡμεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέστειλεν ἡμᾶς Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν.

Γεν. 19,13                  Διότι ημείς καταστρέφομεν τον τόπον αυτόν, επειδή η κραυγή των φοβερών ανομιών των έφθασε μεγάλη ενώπιον του Κυρίου. Και ο Κυριος μας απέστειλε να καταστρέψωμεν και να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου αυτούς και τον τόπον των”.

Γεν. 19,14          ἐξῆλθε δὲ Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸς τοὺς γαμβροὺς αὐτοῦ τοὺς εἰληφότας τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι ἐκτρίβει Κύριος τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν ἐναντίον τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ.

Γεν. 19,14                 Εξήλθεν ο Λωτ από το σπίτι του, ωμίλησε προς τους μνηστήρας των θυγατέρων του και τους είπε· “σηκωθήτε αμέσως και φύγετε μακρυά από τον τόπον τούτον, διότι ο Κυριος θα καταστρέψη την πόλιν”. Οι γαμβροί του όμως ενόμισαν ότι ο Λωτ αστειεύεται μαζή των.

Γεν. 19,15          ἡνίκα δὲ ὄρθρος ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες· ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου καὶ τὰς δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα μὴ καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς ἀνομίαις τῆς πόλεως.

Γεν. 19,15                  Κατά δε τα εξημερώματα οι δύο άγγελοι επίεζον και εβίαζαν τον Λωτ λέγοντες· “σήκω αμέσως, πάρε την γυναίκα σου και τας δύο θυγατέρας σου και φύγε έξω, δια να μη καταστραφής και συ μαζή με τους αμαρτωλούς κατοίκους αυτής της πόλεως”.

Γεν. 19,16          καὶ ἐταράχθησαν· καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ.

Γεν. 19,16                 Ο Λωτ και οι περί αυτόν εταράχθησαν σαν να τα έχασαν. Οι άγγελοι επήραν τότε το χέρι του Λωτ, το χέρι της γυναικός του και τα χέρια των δύο θυγατέρων του και τους ωδήγησαν έξω από την πόλιν, διότι ο Κυριος ελυπήθη τον Λωτ.

Γεν. 19,17          καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ· εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε συμπαραληφθῇς.

Γεν. 19,17                  Οταν δε οι άγγελοι έφερον αυτούς έξω από την πόλιν, είπαν στον Λωτ και τας τρεις γυναίκας· “σπεύσε να σώσης την ζωήν σου, φύγε από την περιοχήν αυτήν· ούτε να στρέψετε το κεφάλι σας εις τα οπίσω, ούτε και να σταματήσετε πουθενά εις τα περίχωρα των Σοδόμων. Σπεύσατε στο απέναντι όρος, δια να σωθήτε, διότι άλλως υπάρχει φόβος να συμπεριληφθήτε και σεις εις την φοβεράν καταστροφήν”.

Γεν. 19,18          εἶπε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε,

Γεν. 19,18                 Είπε δε ο Λωτ προς ένα από αυτούς· “Κυριε, σε παρακαλώ,

Γεν. 19,19          ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω.

Γεν. 19,19                 αφού ο δούλος σου ευρήκεν έλεος απέναντί σου και έδειξες την μεγάλην σου καλωσύνην με το να ενδιαφερθής δια την ασφάλειαν της ζωής μου, εγώ δεν θα ημπορέσω και δεν θα προλάβω να φθάσω στο όρος εκείνο. Φοβούμαι, μήπως με προλάβουν αι επερχόμεναι τιμωρίαι και χάσω την ζωήν μου.

Γεν. 19,20          ἰδοὺ ἡ πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με ἐκεῖ, ἥ ἐστι μικρά, καὶ ἐκεῖ διασωθήσομαι· οὐ μικρά ἐστι; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου.

Γεν. 19,20                 Ιδού η πόλις εκείνη ευρίσκεται κοντά· εκεί ημπορώ να καταφύγω. Μικρά δεν είναι αυτή η πόλις; Διατί να καταστροφή; Εάν μου κάμης αυτήν την χάριν, θα σωθή η ζωη μου από σέ”.

Γεν. 19,21          καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ τῷ ῥήματι τούτῳ τοῦ μὴ καταστρέψαι τὴν πόλιν, περὶ ἧς ἐλάλησας·

Γεν. 19,21                 Είπεν εις αυτόν ο άγγελος· “ιδού· εθαύμααα εγώ την καρδίαν σου, εδέχθην την παράκλησίν σου και χάρις εις αυτήν δεν θα καταστρέψω την μικράν εκείνην πόλιν, δια την οποίαν με παρεκάλεσες.

Γεν. 19,22          σπεῦσον οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· οὐ γὰρ δυνήσομαι ποιῆσαι πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν σε ἐκεῖ. διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης Σηγώρ.

Γεν. 19,22                 Λοιπόν, σπεύσε εκεί να σωθής. Εγώ δεν θα αποστείλω την καταστροφήν, μέχρις ότου συ φθάσης εκεί” Δια τούτο εκάλεσε το όνομα της πόλεως εκείνης “Σηγώρ”.

Γεν. 19,23          ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς Σηγώρ,

Γεν. 19,23                 Ανέτειλεν ο ήλιος εις την χώραν εκείνην και ο Λωτ έφθασεν ασφαλής εις την Σηγώρ.

Γεν. 19,24          καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ

Γεν. 19,24                 Και τότε ο Κυριος έβρεξεν επάνω εις τα Σοδομα και Γομορρα θειάφι και έρριψεν από τον ουρανόν φωτιά

Γεν. 19,25          καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς.

Γεν. 19,25                 και κατέστρεψεν αυτάς τας πόλεις και όλην την περίχωρον και όλους τους κατοίκους των πόλεων και κάθε τι, που εβλάστανεν εις την χώραν εκείνην.

Γεν. 19 ,26         καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός.

Γεν. 19,26                 Η σύζυγος του Λωτ, περίεργος καθώς ήτο και παρά την εντολήν του αγγέλου, έστρεψε την κεφαλήν εις τα οπίσω, δια να ίδη την καταστροφήν· και αμέσως έγινε στήλη άλατος.

Γεν. 19,27          Ὤρθρισε δὲ Ἁβραὰμ τῷ πρωΐ εἰς τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ἐναντίον Κυρίου.

Γεν. 19,27                 Ο δε Αβραάμ εσηκώθη από τα χαράματα και μετέβη στον τόπον, όπου χθες είχε σταθή ενώπιον του Κυρίου.

Γεν. 19,28          καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας καὶ ἐπὶ πρόσωπον τῆς περιχώρου καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ ἀνέβαινε φλὸξ ἐκ τῆς γῆς, ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου.

Γεν. 19,28                 Προσήλωσε τα βλέμματά του εις τα Σοδομα και Γομορρα και εις την περιοχήν αυτών και είδε· και ιδού ανέβαινεν φλόγα από την γην, όπως βγαίνει ο καπνός από το καμίνι.

Γεν. 19,29          καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐκτρίψαι Κύριον πάσας τὰς πόλεις τῆς περιοίκου, ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Ἁβραὰμ καὶ ἐξαπέστειλε τὸν Λὼτ ἐκ μέσου τῆς καταστροφῆς, ἐν τῷ καταστρέψαι Κύριον τὰς πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει ἐν αὐταῖς Λώτ.

Γεν. 19,29                 Οταν ο Θεός είχε πάρει την απόφασιν να καταστρέψη τας πόλεις της περιοχής εκείνης, ενδιεφέρθη δια τον Αβραάμ και απεμάκρυνε τον Λωτ από την φοβεράν εκείνην καταστροφήν, ότε κατέστρεψε τας πόλεις εις τας οποίας κατοικούσε ο Λωτ.

 

                                    Η καταγωγή των Μωαβιτών και των Αμμανιτών

Γεν. 19,30          Ἀνέβη δὲ Λὼτ ἐκ Σηγὼρ καὶ ἐκάθητο ἐν τῷ ὄρει αὐτὸς καὶ αἱ δύο θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ· ἐφοβήθη γὰρ κατοικῆσαι ἐν Σηγώρ. καὶ κατῴκησεν ἐν τῷ σπηλαίῳ, αὐτὸς καὶ αἱ δύο θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.

Γεν. 19,30                 Ο δε Λωτ ανέβη από την Σηγώρ και εκάθησεν στο όρος αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του, διότι εφοβήθη να κατοικήση μέσα εις την Σηγώρ. Εμεινε δε στο σπήλαιον αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του.

Γεν. 19,31          εἶπε δὲ ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ὁ πατὴρ ἡμῶν πρεσβύτερος, καὶ οὐδείς ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ὃς εἰσελεύσεται πρὸς ἡμᾶς, ὡς καθήκει πάσῃ τῇ γῇ·

Γεν. 19,31                  Είπε δε η μεγαλυτέρα θυγάτηρ εις την μικροτέραν· “ο πατήρ μας είναι ηλικιωμένος και δεν υπάρχει κανείς εις την περιοχήν, που κατοικούμε, ο οποίος να μας νυμφευθή, όπως γίνεται εις όλην την οικουμένην.

Γεν. 19,32          δεῦρο καὶ ποτίσωμεν τὸν πατέρα ἡμῶν οἶνον καὶ κοιμηθῶμεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.

Γεν. 19,32                 Ελα, λοιπόν, να δώσωμεν κρασί στον πατέρα μας, να κοιμηθώμεν μαζή του και να αποκτήσωμεν απογόνους από τον πατέρα μας”

Γεν. 19,33          ἐπότισαν δὲ τὸν πατέρα αὐτῶν οἶνον ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ εἰσελθοῦσα ἡ πρεσβυτέρα ἐκοιμήθη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ᾔδει ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν καὶ ἐν τῷ ἀναστῆναι.

Γεν. 19,33                 Επότισαν πράγματι τον πατέρα των κατά την νύκτα εκείνην με κρασί και η μεγαλυτέρα κόρη εισήλθεν στον κοιτώνα του πατρός της και εκοιμήθη μαζή του κατά την νύκτα εκείνη. Αυτός δε δεν αντελήφθη τι έκαμεν ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και όταν εξύπνησε.

Γεν. 19,34          ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἐπαύριον καὶ εἶπεν ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ἰδοὺ ἐκοιμήθην χθὲς μετὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· ποτίσωμεν αὐτὸν οἶνον καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, καὶ εἰσελθοῦσα κοιμήθητι μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.

Γεν. 19,34                 Κατά δε την άλλην ημέραν είπεν η μεγαλυτέρα προς την νεωτέραν· “ιδού χθες εκοιμήθην εγώ με τον πατέρα μας. Ας τον ποτίσωμεν κρασί και κατά την νύκτα αυτήν, και συ πήγαινε και κοιμήσου μαζή με αυτόν, ώστε να αποκτήσω μεν απογόνους από τον πατέρα μας”.

Γεν. 19,35          ἐπότισαν δὲ καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ τὸν πατέρα αὐτῶν οἶνον, καὶ εἰσελθοῦσα ἡ νεωτέρα ἐκοιμήθη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς, καὶ οὐκ ᾔδει ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν καὶ ἀναστῆναι.

Γεν. 19,35                 Επότισαν πράγματι και κατά την νύκτα εκείνην τον πατέρα των οίνον, τον εμέθυσαν και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μαζή του. Εκείνος δε δεν αντελήφθη τίποτε ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και όταν εξύπνησε.

Γεν. 19,36          καὶ συνέλαβον αἱ δύο θυγατέρες Λὼτ ἐκ τοῦ πατρὸς αὐτῶν.

Γεν. 19,36                 Συνέλαβον δε και αι δύο θυγατέρες από τον πατέρα των τον Λωτ.

Γεν. 19,37          καὶ ἔτεκεν ἡ πρεσβυτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωὰβ λέγουσα· ἐκ τοῦ πατρός μου· οὗτος πατὴρ Μωαβιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.

Γεν. 19,37                 Εγέννησεν η μεγαλύτερα τέκνον και εκάλεσεν αυτό Μωάβ, λέγουσα· “Από τον πατέρα μου απέκτησα υιόν”. Αυτός έγινε γενάρχης των Μωαβιτών, οι οποίοι και ζουν μέχρι σήμερα.

Γεν. 19,38          ἔτεκε δὲ καὶ ἡ νεωτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀμμάν, λέγουσα· υἱὸς γένους μου· οὗτος πατὴρ Ἀμμανιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.

Γεν. 19,38                 Εγέννησε δε και η νεωτέρα θυγάτηρ υιόν και έδωσεν εις αυτόν το όνομα Αμμάν, το οποίον σημαίνει “αυτός είναι υιός εκ του γένους μου”. Αυτός είναι γενάρχης των Αμμανιτών έως σήμερον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- Ο ΑΒΡΑΑΜ ΣΤΑ ΓΕΡΑΡΑ

                                    Ο Αβραάμ στα Γέραρα

Γεν. 20,1           Καὶ ἐκίνησεν ἐκεῖθεν Ἁβραὰμ εἰ γῆν πρὸς λίβα καὶ ᾤκησεν ἀνὰ μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Σούρ. καὶ παρῴκησεν ἐν Γεράροις.

Γεν. 20,1                   Από την Βαιθήλ εξεκίνησεν ο Αβραάμ προς, Νοτον και κατεσκήνωσε μεταξύ Καδης και της ερήμου Σούρ. Από εκεί εγκατεστάθη προσωρινώς εις Γέραρα.

Γεν. 20,2           εἶπε δὲ Ἁβραὰμ περὶ Σάῤῥας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅτι ἀδελφή μου ἐστίν· ἐφοβήθη γὰρ εἰπεῖν ὅτι γυνή μου ἐστί, μή ποτε ἀποκτείνωσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως δι᾿ αὐτήν. ἀπέστειλε δὲ Ἀβιμέλεχ, βασιλεὺς Γεράρων, καὶ ἔλαβε τὴν Σάῤῥαν.

Γεν. 20,2                  Είπε δε ο Αβραάμ περί της γυναικός του της Σαρρας προς τους κατοίκους της περιοχής ότι είναι αδελφή του. Εφοβήθη να είπη ότι είναι σύζυγός του, μήπως τυχόν και εξ αιτίας της τον φονεύσουν οι άνδρες της πόλεως εκείνης. Ο δε βασιλεύς των Γεράρων, ο Αβιμέλεχ, έστειλεν ανθρώπους και έλαβε την Σαρραν, δια να την έχη ως συζυγόν του.

Γεν. 20,3           καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι συνῳκηυῖα ἀνδρί.

Γεν. 20,3                   Ο Θεός όμως παρουσιάσθη στον Αβιμέλεχ κατά την νύκτα στο όνειρόν του και του είπε· “ιδού συ αποθνήσκεις εξ αιτίας της γυναικός, την οποίαν έλαβες, διότι αυτή είναι σύζυγος άλλου ανδρός, του Αβραάμ”.

Γεν. 20,4           Ἀβιμέλεχ δὲ οὐχ ἥψατο αὐτῆς καὶ εἶπε· Κύριε, ἔθνος ἀγνοοῦν καὶ δίκαιον ἀπολεῖς;

Γεν. 20,4                  Ο Αβιμέλεχ δεν ήγγισεν αυτήν και είπε· “Κυριε, θα τιμωρήσης με θάνατον δικαίους ανθρώπους εξ αιτίας της αγνοίας των;

Γεν. 20,5           οὐκ αὐτός μοι εἶπεν, ἀδελφή μου ἐστί; καὶ αὕτη μοι εἶπεν, ἀδελφός μου ἐστίν; ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καὶ ἐν δικαιοσύνῃ χειρῶν ἐποίησα τοῦτο.

Γεν. 20,5                   Δεν μου είπεν ο ίδιος ο Αβραάμ ότι η Σαρρα είναι αδελφή του; Και αυτή δεν μου είπεν ότι εκείνος είναι αδελφός της; Επομένως εγώ με καθαράν καρδίαν και με δικαίας τας χείρας ηθέλησα να λάβω αυτήν ως σύζυγον”.

Γεν. 20,6           εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς καθ᾿ ὕπνον· κἀγὼ ἔγνων ὅτι ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ ἐποίησας τοῦτο, καὶ ἐφεισάμην σου τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν σε εἰς ἐμέ· ἕνεκα τούτου οὐκ ἀφῆκά σε ἅψασθαι αὐτῆς.

Γεν. 20,6                  Είπε δε ο Θεός προς αυτόν κατά τον ύπνον του· “και εγώ κατενόησα ότι με καθαράν καρδίαν έκαμες αυτό, σε ελυπήθηκα και σε επρόλαβα, ώστε να μη αμαρτήσης ενώπιόν μου. Δια τούτο και δεν σε αφήκα να εγγίσης την Σαρραν.

Γεν. 20,7           νῦν δὲ ἀπόδος τὴν γυναῖκα τῷ ἀνθρώπῳ, ὅτι προφήτης ἐστὶ καὶ προσεύξεται περὶ σοῦ καὶ ζήσῃ· εἰ δὲ μὴ ἀποδίδως, γνώσῃ ὅτι ἀποθανῇ σὺ καὶ πάντα τὰ σά.

Γεν. 20,7                   Και τώρα απόδωσε την γυναίκα στον σύζυγόν της τον Αβραάμ, διότι είναι προφήτης και θα προσευχηθή υπέρ σου και θα σου χαρισθή η ζωη. Εάν δε τυχόν και δεν την επιστρέψης εις αυτόν, μάθε ότι θα αποθάνης και συ και όλοι οι ιδικοί σου”.

Γεν. 20,8           καὶ ὤρθρισεν Ἀβιμέλεχ τῷ πρωΐ καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν, ἐφοβήθησαν δὲ πάντες οἱ ἄνθρωποι σφόδρα.

Γεν. 20,8                  Ταραγμένος ο Αβιμέλεχ εσηκώθη πολύ πρωϊ, εκάλεσεν όλους τους δούλους του, ανεκοίνωσεν εις αυτούς όλα όσα του είπεν ο Θεός και όλοι οι άνθρωποι κατελήφθησαν από φόβον μεγάλον.

Γεν. 20,9           καὶ ἐκάλεσεν Ἀβιμέλεχ τὸν Ἁβραάμ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; μήτι ἡμάρτομεν εἰς σέ, ὅτι ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐπὶ τὴν βασιλείαν μου ἁμαρτίαν μεγάλην; ἔργον, ὃ οὐδεὶς ποιήσει, πεποίηκάς μοι.

Γεν. 20,9                  Εκάλεσε δε τον Αβραάμ και του είπε· “τι είναι αυτό που μας έκαμες; Μηπως επταίσαμεν εις κάτι απέναντί σου και ηθέλησες να φέρης επάνω εις την κεφαλήν μου και εις την βασιλείαν μου αμαρτίαν και ενοχήν μεγάλην; Εκαμες απέναντί μου έργον, το οποίον κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να κάμη”.

Γεν. 20,10          εἶπε δὲ Ἀβιμέλεχ τῷ Ἁβραάμ· τί ἐνιδὼν ἐποίησας τοῦτο;

Γεν. 20,10                 Είπε δε ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “εις τι αποβλέπων έκαμες τούτο;”

Γεν. 20,11          εἶπε δὲ Ἁβραάμ· εἶπα γάρ, ἄρα οὐκ ἔστι θεοσέβεια ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐμέ τε ἀποκτενοῦσιν ἕνεκεν τῆς γυναικός μου.

Γεν. 20,11                 Απήντησεν ο Αβραάμ· “το έκαμα, διότι είπα· Δεν υπάρχει ευσέβεια και φόβος Θεού στον τόπον αυτόν. Θα με φονεύσουν ένεκα της γυναικός δια να πάρουν αυτήν ως σύζυγόν των.

Γεν. 20,12          καὶ γὰρ ἀληθῶς ἀδελφή μου ἐστὶν ἐκ πατρός, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ μητρός· ἐγενήθη δέ μοι εἰς γυναῖκα.

Γεν. 20,12                 Αλλωστε είναι πράγματι αδελφή μου εκ πατρός αλλ' όχι εκ μητρός. Δι' αυτό και την επήρα ως σύζυγόν μου.

Γεν. 20,13          ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἐξήγαγέ με ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου, καὶ εἶπα αὐτῇ· ταύτην τὴν δικαιοσύνην ποιήσεις εἰς ἐμέ, εἰς πάντα τόπον οὗ ἐὰν εἰσέλθωμεν ἐκεῖ, εἰπὸν ἐμέ, ὅτι ἀδελφός μου ἐστίν.

Γεν. 20,13                 Οταν δε ο Θεός με διέταξε να φύγω από τον πατρικόν μου οίκον, είπα εις αυτήν· Αυτήν την δικαίαν αξίωσα έχω από σέ· εις κάθε τόπον, όπου θα εισερχώμεθα να λέγης δι' εμέ ότι είμαι αδελφός σου”.

Γεν. 20,14          ἔλαβε δὲ Ἀβιμέλεχ χίλια δίδραχμα καὶ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ παῖδας καὶ παιδίσκας καὶ ἔδωκε τῷ Ἁβραὰμ καὶ ἀπέδωκεν αὐτῷ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.

Γεν. 20,14                 Επήρεν ο Αβιμέλεχ χίλια δίδραχμα και πρόβατα και μοσχάρια και δούλους και δούλας και έδωσεν αυτά ως δώρα στον Αβραάμ. Επέστρεψε δε εις αυτόν και την Σαρραν την σύζυγόν του.

Γεν. 20,15          καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ τῷ Ἁβραάμ· ἰδοὺ ἡ γῆ μου ἐναντίον σου· οὗ ἐάν σοι ἀρέσκῃ, κατοίκει.

Γεν. 20,15                 Είπεν ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “ιδού η χώρα μου είναι ενώπιόν σου. Οπου σου αρέσει, είσαι ελεύθερος να κατοικής”.

Γεν. 20,16          τῇ δὲ Σάῤῥᾳ εἶπεν· ἰδοὺ δέδωκα χίλια δίδραχμα τῷ ἀδελφῷ σου· ταῦτα ἔσται σοι εἰς τὴν τιμὴ τοῦ προσώπου σου καὶ πάσαις ταῖς μετὰ σοῦ· καὶ πάντα ἀλήθευσον.

Γεν. 20,16                 Εις δε την Σαρραν είπεν· “ιδού έδωσα χίλια δίδραχμα στον αδελφόν σου. Αυτά είναι το αντίτιμον δια την εντροπήν, την οποίαν εδοκίμασες συ και αι ακόλουθοί σου εξ αιτίας μου. Αλλά στο εξής να λέγης την αλήθειαν πάντοτε”.

Γεν. 20,17          προσηύξατο δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἰάσατο ὁ Θεὸς τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰς παιδίσκας αὐτοῦ, καὶ ἔτεκον·

Γεν. 20,17                 Επειδή δε η οικογένεια του Αβιμέλεχ είχε προσβληθή από δυστοκίαν, προσηυχήθη ο Αβραάμ προς τον Θεόν, και εθεράπευσεν ο Θεός τον Αβιμέλεχ και την γυναίκα αυτού και τας δούλας αυτού από την δυστοκίαν και εγεννούσαν χωρίς δυσκολίαν.

Γεν. 20,18          ὅτι συγκλείων συνέκλεισε Κύριος ἔξωθεν πᾶσαν μήτραν ἐν τῷ οἴκῳ Ἀβιμέλεχ, ἕνεκεν Σάῤῥας τῆς γυναικὸς Ἁβραάμ.

Γεν. 20,18                 Διότι ο Θεός είχε κλείσει απολύτως πάσαν μήτραν προς τοκετόν στον οίκον του Αβιμέλεχ εξ αιτίας της Σαρρας της γυναικός Αβραάμ, την οποίαν εκείνος ηθέλησεν ως σύζυγόν του.